"Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς" (Κατά Ιωάννη 8,32).

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ - ΑΡΧΙΜ. LEV (LOUIS) GILLET

ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ Ψηφιδωτὸ Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Λουκᾶ

Πεντηκοστὴν ἑορτάζομεν καὶ Πνεύματος ἐπιδημίαν καὶ προθεσμίαν «ἐπαγγελίας καὶ ἐλπίδος συμπλήρωσιν...». Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ἡ Ἐκκλησία, στὸν Ἑσπερινὸ τῆς Πεντηκοστῆς, μᾶς καλεῖ νὰ εἰσέλθουμε στὴν ἀτμόσφαιρα αὐτῆς τῆς μεγάλης ἑορτῆς, ποὺ συμπίπτει μὲ τὴν ἕβδομη Κυριακὴ μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ ποὺ δὲν εἶναι καθόλου κατώτερη ἀπὸ αὐτή.

Στὸν Ὄρθρο τῆς ἑορτῆς διαβάζεται τὸ ἕνατὸ Ἑωθινὸ Εὐαγγέλιο τὸ ὁποῖο περιγράφει τὶς ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστημένου Ἰησοῦ. Στὸ κείμενο αὐτὸ ( Ἰω. 20: 19-31) βλέπουμε μία πρώτη ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπὶ τῶν μαθητῶν: Ὁ Ἰησοῦς «ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς, λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον...». Αὐτὴ ἡ πρώτη, ἔλευση τοῦ Πνεύματος δὲν εἶναι λιγότερο πραγματικὴ ἀπὸ ἐκείνη τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ διαφορὰ εἶναι ὅτι, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ πνεῦμα κατέβηκε στοὺς μαθητὲς «ἐν δυνάμει». Εἶναι ἡ ἴδια διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ἔλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ κάθε βαπτισμένο χριστιανό, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ δέχεται τὸ Μυστήριο τοῦ Χρίσματος, καὶ σ’ ἐκεῖνο τὸ βάπτισμα τοῦ Πνεύματος, καὶ τὸ ὁποῖο κάποιοι χριστιανοὶ ἐπιτυγχάνουν σὲ προχωρημένα στάδια τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς.

Στὴ Λειτουργία τῆς Κυριακῆς, ἀντὶ Ἐπιστολῆς, διαβάζουμε τὴν περιγραφὴ τῶν γεγονότων τῆς Πεντηκοστῆς, ὅπως ἀναφέρονται στὸ Βιβλίο τῶν Πράξεων (2: 1-11). Κάποιες πτυχὲς τῆς περιγραφῆς τραβοῦν τὴν προσοχή μας.

«Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς...». Ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ταυτόχρονα ἕνα τέλος καὶ μία ἀρχή. Μπροστὰ στοὺς μαθητὲς ἀνοίγεται ἕνας καινούργιος δρόμος, τώρα ὅμως εἶναι προετοιμασμένοι. Δὲν μποροῦμε νὰ εἰσχωρήσουμε στὴν Πεντηκοστὴ χωρὶς προετοιμασία. Πρέπει πρῶτα-πρῶτα νὰ ἔχουμε ἀφομοιώσει ὅλο τὸ πνευματικὸ ὑλικὸ ποὺ μᾶς προσφέρουν οἱ πενήντα μέρες ποὺ ἀκολούθησαν τὴν Ἀνάσταση. Πρέπει νὰ ἔχουμε γευθεῖ τὴν ἐμπειρία τοῦ Ἀναστάντος. Πρέπει νὰ ἔχουμε διανύσει τὶς μέρες τοῦ Πάθους. Μὲ λίγα λόγια πρέπει νὰ ἔχουμε ὡριμάσει.

«Ἦσαν ἅπαντες οἱ ἀπόστολοι ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τῷ αὐτῷ...». Κάποιοι ἄλλοι στίχοι τῶν Πράξεων μᾶς περιγράφουν τοὺς Ἕνδεκα, συναγμένους στὸ Ὑπερῶον, μαζὶ μὲ τὴ Μαρία -τὴ Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ- καὶ τὶς ἄλλες γυναῖκες. Ἐκεῖ γεννήθηκε ἡ Ἐκκλησία. Προσεύχονταν ὅλοι μαζί. Ὑπῆρχαν οἱ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη, κάποιες στιγμές, νὰ ἀποτραβιόμαστε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ νὰ κλεινόμαστε στὸ Ὑπερῶο τῆς ψυχῆς μας. Ἐκεῖ ἂς προσευχόμαστε καὶ ἂς ἑνωνόμαστε μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν Πίστη ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Πρέπει νὰ εἴμαστε «μαζί» μὲ τοὺς ἀποστόλους καὶ τὴ Θεοτόκο. Ὅποιος ἀγνοεῖ τὴν αὐθεντία τῶν ἀποστόλων καὶ μπορεῖ νὰ προσπερνᾶ τὴ μητρικὴ παρουσία τῆς Παναγίας, δὲν μπορεῖ νὰ λάβει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. 

ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ Μικρογραφία ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ραμπουλά,,Βιβλιοθήκη Mediceo Laurenziana, Φλωρεντία
«Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος, ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας...». Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι μία πνοή, ἕνας ἄνεμος. Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία γιὰ μᾶς δὲν εἶναι νὰ γεμίζουμε κατάπληξη, μπροστὰ στὴ δύναμη αὐτῆς τῆς πνοῆς, ἀλλὰ νὰ ἀφηνόμαστε σ’ αὐτὴ καὶ νὰ ἐπιτρέπουμε στὸ Πνεῦμα νὰ μᾶς πηγαίνει ὅπου Αὐτὸ θέλει, ὅπως ἔκανε ὁ Ἰησοῦς κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωή Του. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε ἀκόμη ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ πνοὴ «καθοδηγεῖται». Δὲν εἶναι μία ἀνεξάρτητη καὶ ἀσυνάρτητη δύναμη. Ὁ Ἰησοῦς ἐνεφύσησε τὸ Πνεῦμα στοὺς μαθητές Του. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ πνοὴ ἐκπορεύεται καταρχὰς ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Πατρός. Εἶναι μία ὑπακοὴ στὸν Θεό. Ὑπακούοντας στὶς ἐμπνεύσεις τοῦ Πνεύματος (ὁ βίαιος ἄνεμος δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἐξωτερικὸ καὶ σπάνιο σημεῖο, ἡ ἐσωτερικὴ νεύση Του εἶναι ἡ πραγματικότητα), μετέχουμε στὴν ὑπακοὴ τοῦ Πνεύματος ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀποστέλλεται διὰ τοῦ Υἱοῦ.

«Καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ’ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν.» Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐμφανίζεται ὑπὸ τὴ μορφὴ γλωσσῶν πυρός. Ἡ Πεντηκοστὴ θεραπεύει τὴ διάσπαση καὶ τὴ σύγχυση τῶν γλωσσῶν, οἱ ὁποῖες ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἐγωιστικῆς προσπάθειας στὴ Βαβέλ. Ἀποκαθιστᾶ τὴν ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπινου λόγου. Οἱ μαθητὲς θὰ γίνουν κατανοητοὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς ξένους ποὺ παρεπιδημοῦσαν στὴν Ἱερουσαλήμ -Πάρθους, Μήδους καὶ Καππαδόκες-, καὶ αὐτοὶ πάλι θὰ ἐκπλαγοῦν ἀκούγοντας τὰ λόγια τῶν Γαλιλαίων στὴ δική τους γλώσσα. Ἡ γλώσσα τοῦ Πνεύματος -τουλάχιστον τὸ ἐσωτερικό της περιεχόμενο- εἶναι σήμερα ἀκόμη προσιτὴ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, σὲ ὅλες τὶς φυλές, σὲ ὅλες τὶς ἐθνικότητες. Τὸ ἴδιο Πνεῦμα ἐκπέμπει ἕνα πανανθρώπινο μήνυμα, τὸ ὁποῖο ὅμως κάθε ψυχὴ ἀναγνωρίζει ὡς κατὰ δικό της. Ἀφετέρου, ἀκόμη καὶ στὶς ἡμέρες μας, ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ἀναπαύεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γίνεται ἱκανός, ἂν ὄχι νὰ ἐκφραστεῖ σὲ ξένες γλῶσσες, τουλάχιστον νὰ βρίσκει τὴν «ψυχολογικὴ γλώσσα» ποὺ θὰ ἔχει ἀπήχηση στὸν καθένα καὶ θὰ ἀνοίξει τὴν καρδιά του. Γίνεται ἔτσι ἐφικτὸς ὁ διάλογος. Γλῶσσες πυρὸς φάνηκαν πάνω ἀπὸ κάθε μαθητή. Αὐτὲς οἱ γλῶσσες ὑπονοοῦν μία φλογερὴ ἀγάπη. Ὁ λόγος μοιάζει νὰ ρυθμίζεται ἀπὸ τὴ φλόγα. Τέλος, οἱ γλῶσσες μοιράζονται ἐξίσου. Δὲν ἀποτελοῦν προνόμιο τοῦ Πέτρου ἢ τῆς Μαρίας ἢ τῶν Ἕνδεκα. Ἐμφανίζονται σὲ ὅλους ὅσοι ἦταν παρόντες στὸ Ὑπερῶο καὶ ὅμως, οἱ γλῶσσες τοῦ πυρὸς ἦταν ἕνα καὶ μόνο πῦρ. Ἔτσι, λύνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία τὸ πρόβλημα τῆς ἑνότητας καὶ τῶν προσώπων, χωρὶς νὰ θυσιάζεται οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο.

«Καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου...» Ὅταν ὁλόκληρη ἡ καρδιὰ γεμίζει ξαφνικὰ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ μαζὶ ἀπὸ μία καινούργια ἐκπληκτικὴ δύναμη, αὐτὸ εἶναι τὸ «βάπτισμα τοῦ Πνεύματος», διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ βάπτισμα τοῦ ὕδατος καὶ τὸ χρίσμα διὰ τοῦ ὁποίου ἡ Ἐκκλησία ἐπιδαψιλεύει τὸ Πνεῦμα στοὺς πιστούς. Ὑπάρχει ἐδῶ μιὰ πραγματικότητα ποὺ ἔχει σὲ πολὺ μεγάλο βαθμὸ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ὀπτική μας, στὴν ὁποία ὅμως ἡ Ἁγία Γραφὴ ἐπιμένει καὶ πρὸς τὴν ὁποία θὰ πρέπει νὰ στραφεῖ ἡ προσοχή μας.

«Καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις, καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι...» Ἔχουμε ἤδη ἀναφερθεῖ στὴ σημασία αὐτοῦ τοῦ λόγου ποὺ «δίδεται» ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀλλὰ τίθεται ἐδῶ, γενικότερα, τὸ ζήτημα τῶν χαρισμάτων. Ὁ ἕνας κίνδυνος θὰ ἦταν νὰ τὰ ἐπιθυμοῦμε κατὰ τρόπο ἄτακτο. Ὁ ἄλλος κίνδυνος θὰ ἦταν νὰ τὰ παραμελήσουμε, νὰ τὰ ξεχάσουμε, νὰ σκεφτοῦμε ὅτι αὐτὰ εἶναι πράγματα τοῦ παρελθόντος ποὺ δόθηκαν στὴν Ἐκκλησία, ἢ μᾶλλον ποὺ δίδονται μία γιὰ πάντα.

Ἀμέσως μετὰ τὴ Λειτουργία ἀρχίζει ὁ Ἑσπερινὸς τῆς Γονυκλισίας μὲ τὴν ἐντελῶς ἰδιαίτερη δομή του. Κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς ἀκολουθίας, τὸ ἐκκλησίασμα, γονατισμένο, ψάλλει ἐπισήμως τὸ τροπάριο «Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρών...». Γνωρίζουμε ὅλοι ὅτι αὐτὸ τὸ τροπάριο λέγεται στὴν ἀρχὴ κάθε λειτουργίας καὶ στὶς περισσότερες ἀκολουθίες τοῦ βυζαντινοῦ τυπικοῦ καὶ φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ μόνη προσευχὴ τοῦ τυπικοῦ αὐτοῦ ποὺ ἀναπέμπεται ἀπευθείας στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ προσευχὴ αὐτή, τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς, ἔχει τεράστια σημασία: ἡ στιγμὴ ποὺ τὴν ψάλλουμε εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἐπικεντρώνει ὅλους τοὺς πόθους της πρὸς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὸ ἱκετεύει νὰ κατέλθει. Ἐκείνη τὴν ὥρα, κάθε πιστός, γονατισμένος, μπορεῖ, ἂν ζητήσει Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴν δῶρο, νὰ λάβει στὴν ψυχή του τὴν ἀνανέωση τῆς Χάρης τῆς Πεντηκοστῆς, τὴν κάθοδο τῆς Περιστερᾶς.

Τὸ ἐκκλησίασμα, γονατισμένο ἀκόμη, ἀκούει τὸν ἱερέα νὰ ἀναπέμπει ἑφτὰ μεγάλες εὐχές: Μπορεῖ στὴν ἀρχὴ νὰ φαίνονται λίγο ἀσαφεῖς, ἂν ὅμως τὶς ἀναλύσουμε προσεκτικά, θὰ ἀναγνωρίσουμε ὅτι ἀποτελοῦν ἐπιτομὴ τοῦ ὀρθόδοξου δόγματος. Ἀνακεφαλαιώνουν ὅλη τὴ θεία οἰκονομία τῆς σωτηρίας μας. Παρότι γίνονται ἀναφορὲς στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, παρατηροῦμε ὅτι διολισθαίνουν ἀπὸ τὸ Μυστήριο τοῦ Πνεύματος στὸ Μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτὴ ἡ «Τριαδική» διάσταση τῆς Ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς ἐξηγεῖ γιατί αὐτὴ ἡ Κυριακὴ ὀνομάζεται συχνὰ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους Κυριακὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀφετέρου, εἶναι ὡραῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ Μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Θὰ ἦταν μεγάλο λάθος νὰ θεωροῦμε τὸ Μυστήριο αὐτὸ ὡς θεωρία ἀπόμακρη, ἀόριστη, χωρὶς καμιὰ σχέση μὲ τὸ πρακτικὸ κομμάτι τῆς ζωῆς μας. Ἡ ζῶσα καὶ ἀμοιβαία ἀγάπη τῶν Τριῶν θείων Προσώπων εἶναι τὸ αἰώνιο γεγονός, τὸ πιὸ μεγάλο, ἀπείρως μεγαλύτερο καὶ σημαντικότερο ἀπὸ ὅλα ὅσα μᾶς ἀφοροῦν προσωπικά. Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀκριβῶς ἐπειδὴ τὰ Τρία θεῖα Πρόσωπα ἤθελαν νὰ τὸν κάνουν μέτοχο, μέχρις ἑνὸς βαθμοῦ, τῆς δικῆς Τους ζωῆς. Ἤδη, ἀπὸ ἐδῶ κάτω, ἡ ζωὴ τῆς χάριτος εἶναι μία μετοχὴ στὴ ζωὴ τῆς Τριάδος. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἐν Χριστῷ ἀποθνήσκοντος καλεῖται νὰ εἰσέλθει στὴν ἀέναη κίνηση τῆς ἀγάπης τῶν Τριῶν Προσώπων. Ἡ ἀγαπητικὴ αὐτὴ σχέση τους συνιστᾶ τὸ ὑπέρτατο πρότυπο, ἂν καὶ πάντοτε ὑπερβατικό, αὐτοῦ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι οἱ σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Πεντηκοστή, καταληκτικὸ γεγονὸς τοῦ ἱστορικοῦ τῆς σωτηρίας μας, μᾶς εἰσάγει στὴν καρδιὰ τοῦ μυστηρίου τῆς Τριάδος, ἑνὸς ὠκεανοῦ ἀπὸ τὸν ὁποῖο ξεκινᾶ καὶ στὸν ὁποῖο καταλήγει ὁ ποταμὸς τῆς θείας ἀγάπης ποὺ στρέφει τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τὸν Θεό.


ΠΗΓΗ : ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΑΡΧΙΜ. LEV (LOUIS) GILLET, ΠΑΣΧΑΛΙΝΗ ΚΑΤΑΝΥΞΗ, εκδ, ΑΚΡΙΤΑ, 2009, "ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ", τευχ. 205, 209 σελ. 2 κ.ε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου