Σιγά-σιγά μά
μεθοδευμένα ή ρωμαίικη ιδέα ήττάται στό μικρό κρατίδιο τής Ελλάδος. Μέ έξαίρεση
τόν πρώτο κυβερνήτη Καποδίστρια πού ύπήρξεν αληθώς έλληνορθόδοξος, όλη ή
μετέπειτα πολιτική πορεία τοϋ νέου Ελληνισμού περνά στήν άπολυταρχία, ένώ ή
ιδεολογία τοϋ εύρωπάίκοϋ ούμανισμοϋ προβάλλει τόν τύπο τοϋ έκκοσμικευμένου,
χωρίς θρησκεία, κράτους σύμφωνα μέ τά πρότυπα τών κρατών τής Δύσεως. «Αύτό
είναι τό όραμα ένός ριζοσπαστικού άνθρωποκεντρισμοϋ, μέσα στά πλαίσια ένός
σκληρού, παντοδύναμου καί αύθαίρετου κρατικισμοϋ» (Βλ. Φειδά: Τό πρόβλημα τοϋ
σκοπού τής Παιδείας στό νεώτερο Ελληνισμό. Περιοδικό «Σύναξη» Φθινόπωρο 1983,
σ. 14). Ή προβολή τοϋ εύρωπάίκοϋ πολιτισμού στόν έλληνικό χώρο, έτσι όπως
έγινε, μετέδωσε στό σώμα τής άναγεννώμενης πατρίδος τίς πληγές του, καμωμένες
μέ τό στιλέτο τής άπιστίας, τοϋ ορθολογισμού καί τοϋ άνθρωποκεντρισμοϋ.
«Όλας τάς ιδέας καί
όλας τάς δραστηριότητας τοϋ εύρωπαίου άνθρώπου - παρατηρεί ό π. Ιουστίνος
Πόποβιτς- έμπνέει μία νοσταλγία καί ποδηγετεί μία φιλοδοξία νά γίνη ανεξάρτητος
καί αύτοτελής ώς ό Θεός. Εις τήν πραγματικότητα εις τήν Εϋρώπην κυριαρχεί μία
θεότης: ό άλάθητος άνθρωπος, ό άνθρωπόθεος. Εις τό πολυτελές πάνθεον τής
Εϋρώπης ό άλάθητος άνθρωπος άποτελει τήν κορυφαίαν θεότητα. Οί υπόλοιποι θεοί
είναι ή άπορροαί ή αποχρώσεις αύτοϋ. Ό «άλάθητος» άνθρωπος δεσπόζει καί είς τήν
εύρωπάίκήν θρησκείαν καί είς τήν εύρωπάίκήν φιλοσοφίαν καί είς τήν εύρωπαϊκήν
έπιστήμην καί είς τήν εύρωπάίκήν πολιτικήν καί είς τήν εύρωπάίκήν τεχνικήν καί
είς τήν εύρωπάίκήν τέχνην καί είς ολόκληρον τήν εύρωπάίκήν παιδείαν καί τόν
πολιτισμόν. 'Εν πάσι καί διά πάντων μόνον ό άνθρωπος καί δή ό εύρωπαϊος άνθρωπος,
ό ύπερηφάνως καί ύπεροπτικώς αϋτάρκης καί άλάνθαστος» (Βλ. Ιουστίνου Πόποβιτς: Τό
μυστήριον τοϋ Εύρωπαίου άνθρώπου καί τοϋ Ορθοδόξου Πανανθρώπου. Κεφάλαιον άπό
τό βιβλίο του: DOSTOJEVSKI I EUROPI I SLOVENSTVU, Βελιγράδι 1940).
Στό νεαρό κρατίδιο
επιπίπτουν τώρα οί ξενοσπουδασμένοι «φωταδιστές» πού σ’ όλη τή διάρκεια τοϋ
άγώνα έμειναν μακρυά άπό τόν κίνδυνο τής μάχης. Τώρα όμως πού ή λεία είναι
πλούσια, πρώτοι αύτοί έπιπίπτουν ώς κόρακες καί κατακτούν θώκους έξουσίας γιά
νά λαφυραγωγήσουν, φιλοδοξούντες μάλιστα νά άλλάξουν, κατά κυριολεξίαν, τά φώτα
τού λαού πού ζή τάχα «έν χώρα καί σκιά θανάτου». Είναι τέτοια ή προβαλλόμενη
προσπάθεια ώστε καί αύτός ό έμπνευστής της Κοραής νά άναγκασθή πολύ πρώιμα νά
ομολογήσει: « Άρχισα νά φοβούμαι, όχι μή φωτισθή τό Γένος, άλλά, μή πρίν άποκτήσει
φώτα άρκετά... γίνη ή έσχάτη πλάνη χείρων τής πρώτης» (Μ.Γεδεών:Ή πνευματική
κίνησις τοϋ Γένους κατά τόν ιη καί ιθ' αιώνα Αθήνα 1976 σ. 280).
Στήν κίνηση αύτή όμως,
ώς άπό ένστικτου άντιδρά ό λαός. Καί έκφραστές του γίνονται μερικοί αύθεντικοί
έλληνορθόδοξοι, άδιάφθοροι, ρωμαλέοι καί άπροσκύνητοι, πού ύψώνουν φωνή
διαμαρτυρίας διάτορη καί στεντόρεια γιά τά φρικτά άποτελέσματα τής έκκοσμίκευσης
καί τής άλλοτρίωσης. Όπως παληά στή Ρωσία τού Μ. Πέτρου ό Ντοστογιέφσκυ, ό
Κομιακώφ, ό Κιρεέφσκυ, ό Ποϋσκιν, ό Γκόγκολ έτσι κι έδώ οί Κολυβάδες, μέ τή
Φιλοκαλική άναγέννηση καί μέ τή λαϊκή γλώσσα άφυπνίζουν τή ρωμηοσύνη, καί μαζί
τους ό Μακρύγιάννης, ό Παπουλάκος καί αργότερα ό Κων/νος Οικονόμος, ό Παπαδιαμάντης,
ό Μωραϊτίδης καί άλλοι γίνονται βράχοι άντιστάσεως καί κυματοθραύστες τής
πλημμυρίδος πού άπειλεΐ νά καταπνίξει τήν παράδοση. Ό λόγος τους είναι κεραυνός
πού μέ τή λάμψη του διαπερνά τά ερεβώδη σκότη τής άρνήσεως, καί άφυπνίζει συνειδήσεις,
άλλά είναι τόση ή δύναμη τού κακού, ώστε ό λόγος αύτός, καίτοι είναι δυνατός ώς
φωνή ύδάτων πολλών πνίγεται ώστόσο στή συκοφαντία, στό μίσος καί στή διαβολή.
Θά άναφέρω δύο χαρακτηριστικά άποσπάσματα πού προσφέρουν δυνατότητες έκτιμήσεως
τοϋ εγκλήματος πού συνετελέσθη σέ βάρος τής έλληνορθοδοξίας.
Τό ένα είναι τού
Μακρυγιάννη πού τό χαρακτηρίζει ώμότητα, αύστηρότητα καί ειλικρίνεια.
Απευθύνεται πρός τόν βασιλέα Όθωνα καί γράφει: « Εκείνοι (έννοεϊ τούς
άγωνιστάς) θέλουν νάχουν τήν θρησκείαν τους καί νά δοξάζουν τόν Θεόν μέ τό
μέσον τής θρησκείας, καί τότε λέγεσθε κι έσεις δίκαιοι βασιλείς επίτροποι τοϋ
Θεού, όταν τούς άφήνετε ελεύθερους εις τά αίτήματά τους. Όχι νά κάθεσαι έσύ,
ένας μεγάλος Βασιλέας καί νά καταγένεσαι ν’ άλλαξοπιστήσεις μιά χούφτα
άνθρώπους, όπού ήταν τόσους αιώνες χαμένοι καί σβυσμένοι άπό τήν κοινωνίαν.
Εκείνος όπού τούς κυρίεψε τούς έκαιγε εις τούς φούρνους, τούς έκοβε γλώσσες,
τούς παλούκωνε ν’ άλλάξουν τήν θρησκείαν τους καί δέν μπορούσε νά κάμη τίποτας.
Τώρα ό Θεός ό δίκιος καί Παντοδύναμος, όπού ορίζει καί σένα άνάστησε αύτεϊνο τό
μικρό έθνος καί θέλει νά δοξάζεται άπ’ αύτό τό μικρό ορθόδοξο έθνος όρθοδόξως
καί άνατολικώς, καθώς οί έδικοί σου ύπήκοοι τόν δοξάζουν δυτικώς... καί
καταγίνεσαι ό βασιλέας νά γυρίση άπό τήν θρησκείαν τους τούς άπογόνους τών
παληών Ελλήνων, τά παιδιά τοϋ Ρήγα, τοϋ Μάρκο Μπότσαρη, τοϋ Καραϊσκάκη, τοϋ Δυσσέα,
τού Διάκου, τοϋ Κολοκοτρώνη, τοϋ Νικήτα, τοϋ Κυργιακούλη, τοϋ Μιαούλη, τοϋ
Κανάρη, τών Ύψηλάντων καί άλλονών πολλών, όπού θυσίασαν καί τήν ζωήν τους καί
τήν κατάστασίν τους δι’ αύτείνη τήν ορθόδοξη θρησκεία καί δι’ αύτείνη τήν
ματοκυλισμένη μικρή τους πατρίδα» (Πρβλ. Άρχιμ. Γεωργίου: Ορθοδοξία καί
Ούμανισμός σ. 23).
Τί νά πρωτοθαυμάση
κανείς στό άποκαλυπτικό αύτό κείμενο- τήν άκρα προσήλωση τού άγωνιστή στήν
Ορθοδοξία καί στήν καθ’ ήμάς Ανατολήν ή τήν θαυμαστήν παρρησίαν του εμπρός στήν
πανίσχυρη εξουσία; Τήν χωρίς πτυχίο θεολογική του παιδεία ή τήν αύθόρμητη οξυδέρκειά
του; Τήν ένάντια στό ρεϋμα πορείαν του ή τήν άταλάντευτη έλληνορθόδοξη
συνείδησή του; Είναι νά άπορή κανείς καί νά έξίσταται μπροστά στό φαινόμενο
αύτοϋ τοϋ τίμιου άγωνιστή, πού άγράμματος καί άστοιχείωτος, άναδεικνύεται
πρόμαχος τής εύσεβείας, θεολόγος κλεινός, γνήσιος έλληνας καί θεούμενος
ορθόδοξος. Ό ίδιος θά διαμαρτυρηθή καί γιά τόν άφανισμό τών μοναστηριών γιά τή
σύλησή τους, γιά τήν άρπαγή τής περιουσίας των, γιά τήν εκδίωξη τών μοναχών
τους. Θά διακηρύξει ότι αύτά τά μοναστήρια ήταν «τά πρώτα προπύργια τής
επανάστασής μας. Ό τι έκεΐ ήταν καί οί τζεμπιχανέδες μας καί όλα τ’άναγκαϊα τοϋ
πολέμου... Καί θυσίασαν οί καημένοι οί καλόγεροι καί σκοτώθηκαν οί περισσότεροι
είς τόν άγώνα...».
Διαμαρτύρεται ό
Μακρυγιάννης άλλά ή σήψη προχωρεί. Ή άλλαγή πορείας καί τό ξέκομμα τοϋ λαοϋ άπό
τό ζωηφόρο μαστό τής παράδοσης είναι πραγματικότητα πού έπεκτείνεται, σάν
έπιδημία, παντοϋ, καί σέ άλλους θεσμούς, έκτός τής Εκκλησίας. Έτσι ό σκοπός τής
παιδείας τοϋ έθνους, άλλάσσει άποβλέποντας πλέον στή δημιουργία καί διάπλαση
τοϋ αύτόνομου άνθρώπου, τοϋ μή έξαρτώμενου άπό τό Θεό καί άπό μεταφυσικές
πίστεις. Ή διοίκηση άπροσωποποιειται έγκαταλείποντας τό κοινοτικό πρότυπο. Ό
πολιτικός βίος εξελίσσεται σέ άπρόσωπη σχέση. Ή δικαιοσύνη άντιγράφει ξένες
νομοθεσίες καί ή Εκκλησία άπό περιέχον γίνεται περιεχόμενο, έντάσσεται δηλαδή σάν
έξάρτημα, στήν κολοσσιαία κρατική μηχανή καί χάνει τήν ούσιαστική της διάσταση
καί παύει νά παίζει τόν καθοδηγητικό της ρόλο μέσα στό έθνος. Στή συνέχεια ό
δρόμος άνοίγει γιά νά ληφθοϋν νέα μέτρα πού θά οδηγήσουν σέ άφασία τήν
ταυτότητά μας. Στά πλαίσια τών μέτρων αύτών θά πρέπει νά ένταχθοϋν ή
συστηματική κατεδάφιση πολλών βυζαντινών έκκλησιών στήν Αθήνα -70 βυζαντινά έκκλησάκια
κατεστράφησαν μόνο γιά νά κτισθή μέ τά υλικά τους ή νέα Μητρόπολη τών 'Αθηνών-
ή διάλυση έκατοντάδων μοναστηριών, ή έξουθένωση τοϋ μοναχικού βίου, ή δήμευση
τής έκκλ. περιουσίας, οί διώξεις κληρικών καί μοναχών, ή πραξικοπηματική άνακήρυξη
τοϋ αύτοκεφάλου καί ή άποδέσμευση τής Εκκλησίας μας άπό τό Φανάρι, ή
ύπαλληλοποίηση τοϋ κλήρου, ή άπομόνωση τής 'Εκκλησίας άπό τήν κοινωνική ζωή καί
ή περιθωριοποίησή της, ή κατάλυση τοϋ έθνικοϋ της ρόλου, ή πολιτειοκρατική
έπιβολή στή διοίκησή της καί ή πλήρης υποταγή της είς τό κράτος. Καί όλα αύτά
μέχρι σήμερα έξακολουθοϋν νά ταλανίζουν καί τήν Εκκλησία καί τό Έθνος μας. Γιατί
άπό τήν πικρή φύτρα τής άποστασίας ξεπήδησαν πικροί καρποί άνεστιότητος καί
κακοδαιμονίας. Δέν κατάλαβαν οί έλληνες πόσο τούς κοστίζει αύτή ή βίαιη
μετανάστευση άπό τήν 'Ανατολή στή Δύση, καί πόσο άκριβά πληρώνουν έπί χρόνια
τώρα τίς άκριτες έρωτοτροπίες των πρός τόν ξένο τρόπο ζωής, μέ ταυτόχρονη
άπάρνηση τής ίδιας των τής ζωής.
Τό δεύτερο άπόσπασμα
είναι τοϋ Παπουλάκου, τού άνυποχώρητου αύτοΰ καλόγερου, πού όπομονωμένος καί
διωκόμενος άντιστάθηκε στόν οδοστρωτήρα τής άλλοτριώσεως κρατώντας ύψηλά τά
λάβαρα τής έλληνορθοδοξίας. Διαβάζω άπό τόν Κωστή Μπαστιά τό παρακάτω άπόσπασμα
πού άναφέρεται στή διαβρωτική διείσδυση τής άθείας μέσα στά σχολεία, στά «άθεα
γράμματα», γιά τά όποια είχε πρίν άπό χρόνια μιλήσει καί ό πατρο-Κοσμάς. Είναι
πολύ έπίκαιρα καί σήμερα τά λόγια αύτά, είναι επισημάνσεις ζωηρές καί άληθινές,
πού θά επρεπε νά προβληματίσουν όλους μας έπί τέλους, πρίν έλθη οριστικά τό
τέλος μας. Γιατί οί τερμίτες έξακολουθοϋν νά ύποσκάπτουν τά θεμέλια τού γένους
μέσα στά σχολεία μέ τήν άνοχή άν μή καί τήν ένθάρρυνση τοϋ κράτους, πού
φαίνεται νά έχει, κυρίως αύτό, παραδοθή στό σαρωτικό ρεϋμα τών δήθεν φωτιστών
μας, πού άνενόχλητοι έπιδίδονται, άντιστάσεως μή οϋσης, στό διαβρωτικό θεσμών
καί πίστεων έργο τους.
«Τ' άθεα γράμματα
παραμέρισαν τούς άγιους καί τούς άγωνιστές καί βάλανε στό κεφάλι τοϋ έθνους
ξένους καί άπιστους γραμματισμένους, πού πάνε νά νοθέψουνε τή ζωή μας. Τ’ άθεα
γράμματα κόψανε τό δρόμο τοϋ έθνους καί τ ’ άμποδάνε νά χαρή τή λευτεριά του. Είναι
ντροπή μας, ένα γένος πού μέ τό αίμα του πύργωσε τή λευτεριά του, πού περπάτησε
τή δύσκολη άνηφοριά, νά παραδεχθή πώς δέν μπορεϊ νά πορπατήσει στόν ϊσιο δρόμο
άμα είρήνεψε, κι ότι δέν ξέρουμε έμείς νά σιγυρίσουμε τό σπίτι, πού μέ τό αίμα
μας λευτερώσαμε, άλλά ξέρουν νά τό σιγυρίσουν έκεΐνοι πού δέν πολέμησαν, έκεϊνοι
πού δέν πίστεψαν στόν άγώνα, έκεΐνοι πού πάνε νά μάς άποκόψουνε άπό τό Χριστό,
καί πασχίζουνε νά μάς ρίξουνε στή σκλαβιά άλλων άφεντικών, ποϋναι πιό δαιμονισμένοι
άπό τούς Τούρκους. Γιατί κι εκείνα πού σεβάσθηκεν ό Τούρκος, τ’ άθεα γράμματα
τά πετάνε καί πάνε νά τά ξερριζώσουνε. Αφανίζουνε τά μοναστήρια, πομπεύουνε
τούς καλόγερους καί τίς καλόγριες, κλέβουνε τ ’ άγια δισκοπότηρα καί τά πουλάνε
γι’ άσήμι πού θά στολίσει τίς βρωμογυναΐκες. Αρπάζουνε τ ’ άγια τών άγιων καί
τά βάζουνε κάτω άπό τά πόδια τής έξουσίας τους, πού τά ορίζει κατά τά νιτερέσια
της. Τ’ άθεα γράμματα ύφαίνουνε τό σάβανο τοϋ Γένους. Αύτά λοιπόν τά γράμματα
θά μάθουνε τά παιδιά μας; Κι άν άκόμα συναχτούν όλοι οί άθεοι γραμματισμένοι
καί στιφτοϋνε σάν τό λεμόνι, δέν θά πετύχουν νά γράψουν μιάν άράδα πού ν’
άξίζει μιά γραμμή άπ’ τά βαγγέλια. Άλλά τί λέω μιάν άράδα; Ούτε μιά λέξη πού νά
μοιάζει μέ μιά τού Θεοτοκι-κοϋ αύτοΰ βιβλίου. Γιατί κάθε τι έκεΐ μέσα είναι
λόγος Κυρίου, είναι σοφία όρθή, καί τά όσα λέει τό χτίσμα δέν γίνεται νά
φτάσουν τό λόγο τού Πλάστη. Άντίς νά μαθαίνουνε στά παιδιά μας άπ’ τ ’ άγια
συναξάρια τό πώς ζήσανε οί άγιοι τής Χριστιανωσύνης καί τό πώς μαρτυρήσανε γιά
τήν άγάπη τού Χριστού, τούς μαθαίνουνε τήν ιστορία τού κολασμένου κόσμου. Γιατί
δύο λογιώ είναι καί οί ιστορίες. Είναι ή άγιασμένη καί ή κολασμένη ιστορία.
Αδιάκοπα φανερώνουμε τήν κολασμένη εικόνα τού κόσμου καί σιγά-σιγά καταφέραμε
νά πιστέψουνε πώς ή εικόνα αύτή είναι ή γνήσια εικόνα τού άνθρώπου καί πώς όξω
άπ’ αύτήν άλλη ζωή δέν έστάθη. Όλα τούτα είναι άτιμα ψέμματα, είναι τά ζιζάνια
πού σπέρνουνε στόν άγρό τού Κυρίου τ ’ άθεα γράμματα. Μάς μιλάνε γιά τούς
άρχαίους. Κι έγώ ό ταπεινός καί άγράμματος κήρυκας τού λόγου τού Χριστού μας
σάς λέω πώς κανένας άρχαίος δέν ξεπερνά σέ παλληκαριά, σέ μεγαλείο καί σέ δόξα τόν
Άγιο Κοσμά, τούς μάρτυρες καί τούς μεγάλους άσκητάδες. Γιατί άν έκεΐνοι
πεθάνανε γιά μιά πατρίδα, ό Άγιος Κοσμάς μαρτύρησε γιά μιάν Ελλάδα τού Χριστού,
καί όχι γιά μιάν Ελλάδα δουλωμένη στόν άντίχριστο».
Πώς νά μή συγκινηθή
κανείς καί νά μή κλάψει μπροστά σ’ αύτή τήν ώμή καί ειλικρινή γλώσσα; Πώς νά μή
σκύψει εύλαβικά τό κεφάλι του, μπροστά στούς άπροσκύνητους αύτούς ήγέτες τής
έλληνορθοδοξίας, πού ύψωσαν τό άνάστημά τους ενάντια στή φράγκικη εισβολή καί
στήν άθεη παιδεία; Αίωνία σου ή μνήμη άείμνηστε Παπουλάκο, αίωνία σου ή μνήμη
άξιομακάριστε Μακρυγιάννη, πού έγκαιρα έκρούσατε τούς κώδωνες τού συναγερμού,
γιά νά ξυπνήσετε τούς παραδομένους στήν άλλοτρίωση κοσμικούς καί -άτυχώς- καί
έκκλησιαστικούς άρχοντες τού νεώτερου Ελληνισμού. Έσεϊς άπευθυνόσασταν στόν
άπλοϊκό λαό, αύτόν πού είχε καί έξακολουθεΐ νά έχει μέσα στό πετσί του τήν
πίστι. Καί προσπαθούσατε νά τού ξαναθυμήσετε τήν άληθινή του ιστορία, νά τόν
προφυλάξετε άπό τή πανούκλα τής άποστασίας, νά τόν φέρετε στήν αύτογνωσία. Καί
παράλληλα έστρέφατε τό μαστίγιο τοϋ λόγου σας ενάντια στήν άνάξια ήγεσία τοϋ
τόπου, αιρόμενοι στά δυσθεώρητα ύψη τών προμάχων τοϋ Γένους, πού δέν ξεπούλησαν
τίς άρχές τους γιά χάρη καιρικών συμφερόντων, ούτε συνεμάχησαν μέ τούς ισχυρούς
γιά νά έξασφαλίσουν στόν έαυτόν τους παροχές καί δόξες. Έσεϊς ήξεύρατε ότι οί
άνθρωποι ύπακούουν μέν στούς ισχυρούς, άλλά σέβονται μόνο τούς δικαίους. Καί
δέν θελήσατε νά γίνετε ισχυροί, παρεμείνατε όμως δίκαιοι γιά νά σώσετε αύτό τό
έθνος, γιά νά οριοθετήσετε τήν πορεία του, γιά νά μή άπεμπολήσει τήν παράδοσή
του. Γιά νά ζήσει. Πόσο έπίκαιροι θά ήσαν καί σήμερα οί λόγοι σας αύτοί. Καί
σήμερα, πού τό ίδιο άλαζονικό, άνθρωποκεντρικό καί άνόσιο πνεύμα κυριαρχεί στή
δημόσια ζωή τού τόπου, στήν Παιδεία, στή διανόηση, στή διοίκηση, στήν
οικονομία. "Αν έζούσατε σήμερα θά είχατε ξεσπαθώσει άνένδοτα κατά τής
νοθείας τής γλώσσης μας, θά είχατε ξεσηκωθή ένάντια στά άθεα γράμματα πού
διαφεντεύουν τήν Παιδεία μας, πού θέλουν νά μάς έγκλωβίσουν στά άδιέξοδα τής
χωρίς Θεό καί χωρίς Πατρίδα φιλοσοφίας τους. Θά είχατε καταγγείλει μέ όρμή καί
όργή τήν τραγική σχιζοφρένεια στήν όποία όδηγεϊται καθημερινά ό λαός μας, τόν
γραικυλισμό τών κρατούντων, πού θυσιάζουν στόν Μολώχ τοϋ έξευρωπαϊσμοϋ τή γηγενή
καί αύτόχθονα κληρονομιά μας, πού μάς πηγαίνουν «γυμνούς στ’ άγκάθια» τών
εύρωπαϊκών διαύλων, πού κτυποϋν μέ λύσσα τά δύο μεγάλα καί άπαρτα άκόμη κάστρα:
τήν Εκκλησία καί τήν Οικογένεια. 'Εσείς ήξεύρατε καλύτερα άπό μάς τήν μεγάλη
άλήθεια ότι άν παύσεις νά είσαι ορθόδοξος, πολύ γρήγορα θά παύσεις νά είσαι καί
έλλην.
Τήν άλήθεια αύτή τήν
έγνώριζαν καί τήν γνωρίζουν πολύ καλά πρίν άπό μάς όλοι άνεξαιρέτως οί εχθροί
μας. Γι’ αύτό καί όλοι τους στράφηκαν μανιωδώς κατά τής Εκκλησίας καί τής
πίστεώς μας. Οί Τούρκοι στή διάρκεια τής τουρκοκρατίας έθεσαν σέ κίνηση τούς
μηχανισμούς τών έξισλαμισμών, πιστεύοντας πώς χανόταν γιά τόν Ελληνισμό, όποιος
χανόταν γιά τήν Ορθοδοξία. Τό παιδομάζωμα, οί πιέσεις γιά φορολογική άφαίμαξη,
τά δεινά τών ραγιάδων, όλα άπέβλεπαν σέ τούτο. Καί όταν δέν κατώρθωναν τό
ποθούμενο, εξαντλούσαν τό μένος των σέ βάρος τών κληρικών μας. 10 Πατριάρχες,
100 Ιεράρχες καί 6.000 κληρικοί είναι ό άμητός τής θυσίας αύτής στό βωμό τής πίστεως
καί τής πατρίδος. 'Αργότερα οί φράγκοι, οί λατϊνοι τό 'ίδιο σύστημα έφήρμοσαν:
τόν έκλατινισμό. Καί έξεδίωξαν τούς έλληνες ορθοδόξους Αρχιερείς άπό τίς εδρες
των καί έξήντλησαν καί αύτοί σέ βάρος τού ελληνορθόδοξου κλήρου τήν μήνιν των,
στήν προσπάθεια νά κάμψουν τό ορθόδοξο φρόνημα τού λαού μας. Στό Μακεδονικό άγώνα
οί βούλγαροι κομιτατζήδες τούς Ιεράρχες μας είχαν στόχο τους καί πολλοί άπό
αύτούς όπως ό Γρεβενών Αίμιλιανός έβαψαν μέ τό αίμα τους τή μακεδονική γή. Τό
1922 στή Μικρασία πάλιν οί Ιεράρχες καί οί κληρικοί μας δέχθηκαν τό μεγαλύτερο
βάρος τοϋ κόστους τής καταστροφής. Τό 1941 οί Βούλγαροι στή Θράκη, έξεδίωξαν
τούς Έλληνες Ιεράρχες, κατέλαβαν τούς ναούς μας, έπέβαλαν τή χρήση τής
βουλγαρικής γλώσσης καί όλα αύτά μέ τόν έκβιασμό τής διακοπής τής τροφοδοσίας
τοϋ λιμώττοντος έλληνικοϋ πληθυσμού. Καί στίς μέρες μας πάλιν οί Τούρκοι τό
1953 μέ τίς καταστροφές τής Πόλης, εναντίον τών ναών μας, τών κληρικών μας καί τών
ιερών μας έστράφησαν. Άνέσκαψαν τάφους, άνέτρεψαν σταυρούς, έβεβήλωσαν ναούς,
διέλυσαν καί κατέστρεψαν εικόνες. Μέχρι καί πρό έτών πού συνέλαβαν τόν κύπριο
Ιεράρχη Κιτίου Χρυσόστομο καί τόν έταπείνωσαν κρατώντας τον αύτόν μόνο
περισσότερο χρόνο άπό ό,τι όλους τούς άλλους. Οί έχθροί μας γνωρίζουν ποιός είναι
ό όρος έπιβίωσης αύτοϋ τοϋ έθνους. Γι’ αύτό καί στρέφονται μέ μανία έναντίον
του, γιά νά στερήσουν τό έθνος άπό ένα κύριο έρεισμά του, γιά νά άφήσουν ορφανό
τό λαό, γιά ν’ άνοίξει ό δρόμος στήν έπιβουλή καί τήν έξόντωση.
ΠΗΓΗ
: ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ, Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, ΟΡΟΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, ΒΟΛΟΣ 1998, σσ. 8-15.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου