"Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς" (Κατά Ιωάννη 8,32).

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΧΩΡΙΟ Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΑΙ Ο ΝΑΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΜΕΝΩΝ


Ανατολικά της Βασιλικής της Βηθλεέμ, υπάρχει μια κατάφυτη κοιλάδα από ελαιόδεντρα και αμπέλια, η οποία ονομάζεται κοιλάδα των Ποιμένων (Σαχλ Πιέτ Σαχούρ), στο μέσο και δεξιά του δρόμου, επί της μιας πλευράς του λόφου ευρίσκεται το χωρίο των Ποιμένων που φέρει την ονομασία (Πιέτ Σαχούρ – Ελ Νασούρα), το οποίο στα τέλη του 19ου αιώνoς κατοικούνταν υπό 500 Ορθοδόξων κατοίκων.

Σε απόσταση δέκα λεπτά βορειοανατολικά του χωρίου, ευρίσκεται ο τόπος όπου οι Ποιμένες κατά την άγια νύχτα της Γεννήσεως του Χριστού, αγραυλούντες φύλαγαν τα πρόβατά τους, όταν δόξα Κυρίου τους περιέλαμψε και μετά από τη προτροπή Άγγελου Κυρίου να μην φοβούνται, έλαβαν το μήνυμα της Γέννησης του Σωτήρος μας.

Η παράδοσης ότι το περιστατικό έλαβε χώρα στη κοιλάδα αυτή είναι αρχαιότατη, και επικυρώθηκε τον δ΄ αιώνα από τον άγιο Ιερώνυμο, ο οποίος λέγει ότι όχι μακριά της Βηθλεέμ κατέβη η Παύλα εις τον πύργο της Αδέρ, όπου ο Ιακώβ ποίμανε τα ποίμνιά του και οι Ποιμένες αγραυλούντες τη νύκτα αξιώθηκαν να ακούσουν υπό Αγγέλων το Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία, και ο τόπος αυτός απέχει της Βηθλεέμ χίλια βήματα (είκοσι λεπτά).


Το μέρος αυτό είναι σήμερα περικυκλωμένο από αρχαίο ισχυρό και ερειπωμένο τείχος. Στο βόρειο άκρο του περιβόλου αυτού υπάρχουν ερείπια μεγάλων λίθων, που μαρτυρούν ότι κάποτε εκεί υπήρχε μεγάλη Εκκλησία, της οποίας η αγία Τράπεζα σώζεται ως σήμερα. Εκεί με σκάλα κατεβαίνουν σε μια υπόγεια μικρή Εκκλησία μήκους 30 πόδια και πλάτους 20, στρωμένη με πλάκες και τμήμα της με ψηφιδωτό. Ονομάζεται σπήλαιο των Ποιμένων ή Εκκλησία των Ποιμένων και εκεί εκκλησιάζονται οι κάτοικοι του χωρίου των Ποιμένων.

Η Εκκλησία χρονολογείται από την εποχή της αγίας Ελένης, αλλά μνημονεύεται και το 670 από τον Αραούλφο ο οποίος γράφει : «είκοσι λεπτά ανατολικά της Βηθλεέμ, εκεί όπου ουράνιε δόξα περιέλαμψε τους Ποιμένες, δίπλα στο πύργο του Αδέρ, υπάρχει μια Εκκλησία η οποία περιείχε 3 τάφους των 3 Ποιμένων».  

Τον 11ο αιώνα αναφέρεται ότι ο Ναός αυτός απείχε ανατολιά όχι μακριά από τη Βηθλεέμ, και ότι μεταξύ αυτής και του Μοναστηρίου του Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου υπήρχε μια Μονή και μια Εκκλησία, που τιμούνταν στο όνομα των Αγγέλων και ονομάζονταν Δόξα εν Υψίστοις.

Από τα σημερινά ερείπια φαίνεται ότι η μεν Εκκλησία ευρίσκεται εκεί όπου σήμερα κείται η Εκκλησία των Ποιμένων, το δε Μοναστήρι που ήταν γυναικείο, βρίσκεται εκεί δίπλα όπου σήμερα υπάρχουν τα πολλά ερείπια.

ΠΗΓΗ : ΒΕΝΙΑΜΙΝ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΥΝΟΥ, Η ΑΓΙΑ ΒΗΘΛΕΕΜ ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ ΑΥΤΗΣ, ΕΝ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΟΙΣ 1867, 94 κ.ε. 

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

ΟΣΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ – Ο ΛΟΓΟΣ ΣΑΡΞ ΕΓΕΝΕΤΟ

Η Γέννηση του Σωτήρος - Μουσείο Κορυτσάς 1770.
Κεφάλαιο γ´. Περὶ τῆς τοῦ Λόγου Σαρκώσεως καὶ κατὰ τίνα τρόπον δι᾿ ὑμᾶς ἐσαρκώθη.

Γιὰ νὰ προσεγγίσουμε τὴν σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ τὴν ἀπόῤῥητη γέννησή του ἀπὸ τὴν ἀειπάρθενο Μαρία καὶ νὰ κατανοήσουμε καλὰ τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ γένους μας τὸ κρυμμένο πρὸ τῶν αἰώνων (Ἐφεσίους 3:9), θὰ μᾶς βοηθήσει ἡ ἑξῆς γνωστὴ εἰκόνα:

Κατὰ τὴν δημιουργία τῆς προμήτορος Εὔας ὁ Θεὸς πῆρε τὴν ἔμψυχη πλευρὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὴν ὁλοκλήρωσε σὲ γυναῖκα, γι᾿ αὐτὸ δὲν ἐμφύσησε σ᾿ αὐτὴν πνοὴ ζωῆς καθὼς καὶ στὸν Ἀδάμ, ἀλλὰ τὸ μέρος ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴν σάρκα του τὸ τελειοποίησε σὲ ὁλόκληρο σῶμα γυναικός, τὴν δὲ ἀπαρχὴ τοῦ πνεύματος ποὺ ἔλαβε μαζὶ μὲ τὴν ἔμψυχη σάρκα τὴν τελειοποίησε σὲ ψυχὴ ζωντανὴ δημιουργώντας μὲ τὰ δυὸ μαζὶ ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο. Κατὰ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ὁ πλαστουργὸς καὶ κτίστης Θεὸς πῆρε ἀπὸ τὴν Ἁγία Μαρία ἔμψυχη σάρκα σὰν ζύμη καὶ μικρὴ ἀπαρχὴ ἀπὸ τὸ φύραμα τῆς φύσεώς μας - δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μαζὶ - καὶ τὴν ἕνωσε μὲ τὴν δική του ἀκατάληπτη καὶ ἀπρόσιτη Θεότητα. Ἢ μᾶλλον ἕνωσε πραγματικὰ ὅλη τὴν ὑπόσταση τῆς Θεότητός του μὲ τὴν δική μας φύση, τὴν ἔσμιξε ἄμικτα μ᾿ αὐτὴ καὶ τὴν ἔκανε ἅγιο ναό του. Ἔτσι ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀδὰμ ἔγινε ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως τέλειος ἄνθρωπος.

Ὅπως ἀκριβῶς λοιπὸν ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδὰμ ἔπλασε τὴν γυναῖκα, ἔτσι, ἀφοῦ δανείστηκε τὴν σάρκα ἀπὸ τὴν θυγατέρα τοῦ Ἀδὰμ τὴν ἀειπάρθενο καὶ Θεοτόκο Μαρία καὶ τὴν ἔλαβε χωρὶς σπορά, γεννήθηκε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μὲ τὸν πρωτόπλαστο. Ὥστε ὅπως ἀκριβῶς ὁ Ἀδὰμ μὲ τὴν παράβαση ἔγινε ἡ ἀρχὴ τῆς γεννήσεώς μας στὴν φθορὰ καὶ στὸν θάνατο, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας μὲ τὴν ἐκπλήρωση κάθε δικαιοσύνης ἔγινε ἡ ἀπαρχὴ τῆς ἀναγεννήσεώς μας στὴν ἀφθαρσία καὶ τὴν ἀθανασία. Αὐτὸ ἐννοεῖ ὁ θεῖος Παῦλος ὅταν λέει: «Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπὸ τὴ γῆ χοϊκός. Ὁ δεύτερος ἄνθρωπος, δηλαδὴ ὁ Κύριος, εἶναι ἐπουράνιος. Ὅ,τι λογῆς ἦταν ὁ χοϊκὸς τέτοιοι εἶναι καὶ ὅλοι οἱ χοϊκοὶ καὶ ὅ,τι λογῆς εἶναι ὁ ἐπουράνιος τέτοιοι εἶναι καὶ ὅλοι ὅσοι γίνονται ἐπουράνιοι δι᾿ αὐτοῦ.»

(Α´ Κορ. ιε´ 47-48). Καὶ πάλι: «Ἡ ἀπαρχὴ εἶναι ὁ Χριστός, ἔπειτα ὅσοι εἶναι τοῦ Χριστοῦ.» (Α´ Κορ. ιε´ 23).

Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα, ὅμοιος μέ μᾶς σὲ ὅλα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μᾶς μεταδίδει τὴν Θεότητά του λόγω τῆς πίστης μας σ᾿ αὐτὸν καὶ μᾶς καθιστὰ συγγενεῖς του κατὰ τὴν φύση καὶ τὴν οὐσία τῆς Θεότητάς του. Πρόσεξε τὸ νέο καὶ παράδοξο μυστήριο: Ὁ Θεὸς Λόγος ἔλαβε ἀπὸ μᾶς σάρκα, ποὺ δὲν εἶχε ἐκ φύσεως καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἦταν. Ἀπὸ τότε μεταδίδει στοὺς πιστοὺς τὴν Θεότητά του - τὴν ὁποία κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους ἢ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶχε ἀποκτήσει - καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο γίνονται θεοὶ κατὰ χάρη καὶ θέση, ποὺ δὲν ἦταν. Ἔτσι χαρίζει σ᾿ αὐτοὺς τὴν ἐξουσία νὰ γίνονται τέκνα Θεοῦ (κατὰ Ἰωάννην 1:12) γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔγιναν καὶ πάντοτε θὰ γίνονται καὶ ποτὲ δὲν θὰ πάψουν νὰ γίνονται. Ἄκουσε καὶ τὸν θεῖο Παῦλο ποὺ παρακινεῖ σ᾿ αὐτό: «Ὅπως φορέσαμε τὴν εἰκόνα τοῦ γήινου, ἂς φορέσουμε καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουράνιου.» (Α´ Κορινθίους 15:49).

Ὁ Θεὸς λοιπὸν τοῦ παντὸς μὲ τὴν σωματική του παρουσία στὴν γῆ ἦλθε γιὰ νὰ ἀναπλάσει καὶ νὰ ἀνακαινίσει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ εὐλογήσει ὅλη τὴν κτίση ποὺ ἐπέσυρε ἐπάνω της τὴν κατάρα ἐξαιτίας τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ πρῶτα ζωοποίησε τὴν ψυχὴ ποὺ ἔλαβε καὶ ἀφθαρτώντας την τὴν θέωσε, ἐνῶ τὸ ἄχραντο σῶμα του, ἂν καὶ τὸ θέωσε, ὅμως τὸ κρατοῦσε ἀκόμη φθαρτὸ καὶ ὑλικό. Γιατὶ τὸ σῶμα ποὺ τρώει καὶ πίνει, κοπιάζει καὶ ἱδρώνει, δένεται καὶ σέρνεται, ὑψώνεται στὸν σταυρὸ καὶ καρφώνεται, εἶναι βέβαια φθαρτὸ καὶ ὑλικό, ἀφοῦ μάλιστα πέθανε καὶ τοποθετήθηκε νεκρὸ στὸ μνημεῖο. Μετὰ δὲ τὴν ἀνάστασή του συνανέστησε καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἄφθαρτο, πνευματικό, ὅλο θεῖο καὶ ἄυλο, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν συνέτριψε τὶς σφραγῖδες τοῦ μνήματος, εἰσερχόταν δὲ καὶ ἐξερχόταν ἐλεύθερα μέσα ἀπὸ τὶς κλειστὲς πόρτες.

Ἀλλὰ γιατὶ μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ δὲν ἔκανε ἀμέσως καὶ τὸ σῶμα πνευματικὸ καὶ ἄφθαρτο; ἐπειδὴ καὶ ὁ Ἀδὰμ τρώγοντας τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸ εὐθὺς μὲν μὲ τὴν παράβαση πέθανε κατὰ τὴν ψυχή, ἐνῷ κατὰ τὸ σῶμα ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς πρῶτα ἀνέστησε καὶ ζωοποίησε τὴν ψυχὴ ποὺ τιμωρήθηκε μὲ τὸ ἐπιτίμιο τοῦ θανάτου, ἔπειτα δὲ οἰκονόμησε νὰ ἀπολαύσει καὶ τὸ σῶμα τὴν ἀφθαρσία διὰ τῆς ἀναστάσεως, αὐτὸ ποὺ διὰ τοῦ θανάτου ἐπέστρεφε στὴν γῆ κατὰ τὴν ἀρχαία ἀπόφαση. Κι ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ κατέβηκε στὸν ᾅδη ἐλευθερώνοντας ἀπὸ τὰ δεσμὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἐκεῖ φυλακισμένων ἁγίων καὶ τὶς κατέταξε σὲ τόπο ἀναπαύσεως καὶ ἀνεσπέρου φωτός. Τὰ σώματά τους ὅμως δὲν τὰ ἀνέστησε, ἀλλὰ τὰ ἄφησε στοὺς τάφους μέχρι τὴν κοινὴ ἀνάσταση.

Τὸ μυστήριο λοιπὸν αὐτὸ ποὺ συντελέστηκε γιὰ ὅλο τὸν κόσμο μὲ τὴν ἔνσαρκη οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ, τοῦτο τὸ ἴδιο γινόταν καὶ σὲ κάθε ἅγιο καὶ γίνεται ἀδιαλείπτως μέχρι σήμερα σὲ κάθε πιστό. Γιατὶ λαμβάνοντας τὸ πνεῦμα τοῦ Δεσπότη καὶ Θεοῦ μας συμμετέχουμε στὴν θεότητά του, τρώγοντας δὲ τὴν πανάμωμο σάρκα του γινόμαστε ἀληθινὰ καὶ ἐξ ὁλοκλήρου σύσσωμοι τοῦ Χριστοῦ καὶ συγγενεῖς του, καθὼς καὶ αὐτὸς ὁ θεῖος Παῦλος βεβαιώνει: «Εἴμαστε ὀστοῦν ἀπὸ τὰ ὀστά του καὶ σάρκα ἀπὸ τὴν σάρκα του» (Ἐφεσίους 5:30) καὶ ἀλλοῦ: «ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῆς θεότητός του ὅλοι ἐμεῖς λάβαμε ἀλλεπάλληλες δωρεές» (κατὰ Ἰωάννην 1:16 καὶ Κολασσαεῖς 2:9). Ἔτσι γινόμαστε κατὰ χάριν ὅμοιοι μὲ τὸν φιλάνθρωπο Θεὸ καὶ Δεσπότη μας ἀνακαινισμένοι στὴν ψυχή, ἄφθαρτοι καὶ ἀναστημένοι ἀπὸ νεκροὶ ποὺ ἤμαστε. Τότε βλέπουμε αὐτὸν ποὺ καταδέχτηκε νὰ γίνει ὅμοιός μας καὶ βλεπόμαστε ἀπ᾿ αὐτόν, ποὺ μᾶς ἀξίωσε νὰ γίνουμε ὅμοιοί του, ὅπως κάποιος βλέπει ἀπὸ μακριὰ τὸ πρόσωπο τοῦ φίλου του καὶ διαλέγεται μ᾿ αὐτὸν καὶ συνομιλεῖ καὶ ἀκούει τὴν φωνή του.

Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος ἅγιοι καὶ οἱ παλαιοὶ καὶ οἱ τωρινοὶ πνευματικὰ βλέποντες δὲν βλέπουν σχῆμα ἢ εἶδος ἢ ὁμοίωμα, ἀλλὰ φῶς ἀσχημάτιστο, ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ εἶναι φῶς ἐκ τοῦ φωτός, δηλαδὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅμως ἂν καὶ φτάνουν σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση, τὰ σώματά τους δὲν γίνονται ἀμέσως ἄφθαρτα καὶ πνευματικά, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς τὸ σίδερο ποὺ πυρακτώνεται στὴν φωτιὰ παίρνει τὴν λαμπρότητά της, ὅταν ὅμως ἀπομακρυνθεῖ ἀπ᾿ αὐτὴν γίνεται πάλι ψυχρὸ καὶ μαῦρο, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ τὰ σώματα τῶν ἁγίων: Μετέχοντας καὶ αὐτὰ στὸ θεῖο πῦρ, δηλαδὴ στὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἁγιάζονται, φλεγόμενα καθαρίζονται, γίνονται διαυγῆ καὶ πολυτιμότερα ἀπὸ τὰ ἄλλα σώματα. Ἀλλὰ ὅταν ἡ ψυχὴ βγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀμέσως καὶ αὐτὰ παραδίδονται στὴν φθορὰ καὶ διαλύονται σιγὰ-σιγά. Ἄλλα ὅμως διατηροῦνται γιὰ πολλὰ χρόνια χωρὶς νὰ εἶναι οὔτε ἐντελῶς ἄφθαρτα οὔτε πάλι τελείως φθαρτά, ἀλλὰ διασῴζουν μέσα τοὺς τὰ γνωρίσματα καὶ τῆς ἀφθαρσίας καὶ τῆς φθορᾶς, ὥσπου νὰ φτάσουν στὴν τέλεια ἀφθαρσία καὶ νὰ ἀνακαινιστοῦν τὴν τελευταία καὶ κοινὴ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γιὰ ποιὸ λόγο; Διότι δὲν ἔπρεπε νὰ ἀναστηθοῦν καὶ νὰ ἀφθαρτωθοῦν τὰ ἀνθρώπινα σώματα, πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνακαίνιση τῶν κτισμάτων, ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς πρῶτα πλάστηκε ἡ φύση ἄφθαρτη καὶ ἔπειτα ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι πάλι πρῶτα ἡ κτίση πρέπει νὰ μεταποιηθεῖ ἀπὸ τὴν φθορὰ στὴν ἀφθαρσία καὶ μετὰ μαζὶ μ᾿ αὐτὴν ν᾿ ἀλλάξουν καὶ νὰ ἀνακαινιστοῦν τὰ φθαρτὰ σώματα τῶν ἀνθρώπων, ὥστε ὁ ἄνθρωπος πνευματικὸς πιὰ καὶ ἀθάνατος νὰ κατοικήσει σὲ τόπο ἄφθαρτο, αἰώνιο καὶ πνευματικό. Καὶ ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, ἄκουσε τὸν Ἀπόστολο Πέτρο ποὺ τὸ βεβαιώνει: «Θὰ ἔρθει ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου σὰν κλέπτης τὴν νύχτα καὶ τότε οἱ οὐρανοὶ θὰ διαλυθοῦν ἀπὸ τὴν φωτιὰ καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως θὰ καοῦν καὶ θὰ λυώσουν» (Β´ Πέτρου 3:10,12), ὄχι γιὰ νὰ ἐξαφανιστοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀναχωνευθοῦν καὶ νὰ ἀναστοιχειωθοῦν σὲ καλύτερη καὶ αἰώνια κατάσταση. Ἀπὸ ποῦ γίνεται φανερὸ αὐτό; Ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ προσθέτει στὴν συνέχεια ὁ Ἀπόστολος: «Καινούριους οὐρανοὺς καὶ καινούρια γῆ προσδοκοῦμε κατὰ τὴν ἐπαγγελία σου» (Β´ Πέτρου 3:13). Τίνος τὴν ἐπαγγελία; Ἀσφαλῶς τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε: «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ θὰ παρέλθουν, οἱ λόγοι μου ὅμως δὲν θὰ παρέλθουν» (κατὰ Ματθαῖον 24:35). Παρέλευση τοῦ οὐρανοῦ ἐννοεῖ τὴν ἀλλαγή του, γι᾿ αὐτὸ λέει ὅτι ἂν καὶ ὁ οὐρανὸς θὰ ἀλλάξει, ὅμως οἱ δικοί του λόγοι θὰ μένουν ἀναλλοίωτοι καὶ σταθεροί. Αὐτὸ προανήγγειλε καὶ ὁ προφήτης Δαυίδ: «Σὰν μανδύα θὰ τοὺς τυλίξεις καὶ θὰ ἀλλάξουν, ἐσὺ ὅμως θὰ παραμείνεις ὁ ἴδιος καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς σου δὲν θὰ ἐκλείψουν» (Ψαλμοί, 101:27-28). Τί θὰ μποροῦσε νὰ γίνει σαφέστερο ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια;

Κεφάλαιο ι´. Ὅτι καὶ πάντες οἱ Ἅγιοι τὸν Λόγον τοῦ Θεοῦ ἐν ἑαυτοῖς συλλαμβάνουσι τῇ Θεοτόκῳ παραπλησίως καὶ γεννῶσιν αὐτὸν καὶ γεννᾶται ἐν αὐτοῖς καὶ γεννῶνται ὑπ᾿ αὐτοῦ καὶ πῶς υἱοὶ καὶ ἀδελφοὶ καὶ μητέρες αὐτοῦ χρηματίζουσιν.

Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, ἀφοῦ εἰσῆλθε στὰ σπλάγχνα τῆς Παναγίας Παρθένου καὶ ἔλαβε σάρκα ἀπ᾿ αὐτήν, γεννήθηκε, ὅπως εἴπαμε, τέλειος ἄνθρωπος καὶ τέλειος Θεὸς ἀσυγχύτως. Τί σημαντικότερο ἔγινε ποτὲ γιὰ μᾶς; Ὅλοι μας πιστεύουμε σ᾿ αὐτὸν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸ τῆς ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας καὶ γι᾿ αὐτὸ δεχόμαστε τὸν περὶ αὐτοῦ λόγο μὲ ἐμπιστοσύνη. Ἂν τὸν ὁμολογοῦμε λοιπὸν καὶ μετανοοῦμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας γιὰ τὶς προηγούμενες ἁμαρτίες μας, τότε ὁ λόγος τῆς εὐσεβείας, τὸν ὁποῖο δεχόμαστε, γεννιέται μέσα μας σὰν σπόρος, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Λόγος τοῦ Πατρὸς εἰσῆλθε στὴν γαστέρα τῆς Παρθένου. Θαύμασε τὸ μέγα τοῦτο καὶ ἐκπληκτικὸ μυστήριο καὶ δέξου τὸ μὲ κάθε πληροφορία καὶ πίστη.

Συλλαμβάνουμε λοιπὸν αὐτὸν τὸν Λόγο ὄχι σωματικά, ὅπως τὸν συνέλαβε ἡ Παρθένος καὶ Θεοτόκος, ἀλλὰ πνευματικὰ μὲν πραγματικὰ ὅμως. Καὶ ἔχουμε μέσα στὶς καρδιές μας αὐτὸν ποὺ τὸν ἴδιο ποὺ συνέλαβε καὶ ἡ Ἁγνὴ Παρθένος, ὅπως λέει ὁ θεῖος Παῦλος: «Ὁ Θεὸς ποὺ εἶπε νὰ λάμψει φῶς μέσα στὶς καρδιές μας πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τοῦ Υἱοῦ του» (Β´ Κορινθίους 4:6), σὰν νὰ λέει: Αὐτὸς ὅλος γεννήθηκε ἀληθινὰ μέσα μας. Καὶ ὅτι εἶναι ἔτσι τὸ φανερώνει μὲ ὅσα παραθέτει στὴν συνέχεια: «Ἔχουμε δὲ τὸν θησαυρὸν αὐτὸν μέσα σὲ πήλινα σκεύη» (Β´ Κορινθίους 4:6), ὀνομάζοντας θησαυρὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο ὀνομάζει τὸ Πνεῦμα Κύριο: «Γιατὶ τὸ Πνεῦμα» λέει «εἶναι ὁ Κύριος» (Β´ Κορινθίους 4:6), ὥστε ὅπου ἀκοῦς Υἱὸν Θεοῦ νὰ ἐννοεῖς μαζὶ καὶ τὸ Πνεῦμα καὶ ἂν πάλι ἀκούσεις γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἐννοεῖς μαζὶ μὲ αὐτὸ καὶ τὸν Πατέρα, ἐπειδὴ καὶ γι᾿ αὐτὸν λέει: «Πνεῦμα ὁ Θεός» (κατὰ Ἰωάννη 4:24), διδάσκοντάς σε παντοῦ τὸ ἀχώριστο καὶ ὁμοούσιο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι δηλαδὴ ὅπου εἶναι ὁ Υἱὸς ἐκεῖ εἶναι καὶ ὁ Πατήρ, καὶ ὅπου ὁ Πατὴρ ἐκεῖ καὶ τὸ Πνεῦμα, καὶ ὅπου τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκεῖ ὅλη ἡ τρισυπόστατη Θεότητα, ὁ ἕνας Θεὸς καὶ Πατὴρ μαζὶ μὲ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα τοὺς ὁμοουσίους, «αὐτὸς ποὺ εἶναι εὐλογητὸς στοὺς αἰῶνες, ἀμήν» (Ρωμαίους 1:25).

Ἔτσι ὅταν πιστεύσουμε ὁλόψυχα καὶ μετανοήσουμε θερμὰ θὰ συλλάβουμε ὅπως εἰπώθηκε τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιές μας, καθὼς τὸν συνέλαβεν ἡ Παρθένος, προσφέροντάς του κι ἐμεῖς τὶς ψυχές μας παρθενικὲς καὶ ἁγνές. Καὶ ὅπως ἐκείνη δὲν τὴν κατέφλεξε τὸ πῦρ τῆς θεότητας, ἐπειδὴ ἦταν ἁγνὴ καὶ ὑπεράμωμη, ἔτσι οὔτε καὶ ἐμᾶς μας κατακαίει, ὅταν τοῦ προσφέρουμε τὶς καρδιές μας ἁγνὲς καὶ καθαρές, ἀλλὰ γίνεται ἐντός μας δροσιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ πηγὴ ὕδατος καὶ ρεῖθρον ἀθάνατης ζωῆς. Ὅτι δεχόμαστε καὶ ἐμεῖς παρόμοια τὸ ἄστεκτον πῦρ τῆς θεότητας, ἄκουσε τὸν Κύριο ποὺ τὸ λέει: «Πῦρ ἦλθα νὰ βάλω στὴν γῆ» (κατὰ Λουκᾶν 12:49). Τί ἄλλο ἐννοεῖ, παρὰ τὸ ὁμοούσιο πρὸς τὴν θεότητά του Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο συνεισέρχεται καὶ συνθεωρεῖται μέσα μας καὶ ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα;

Ἐπειδὴ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μία φορὰ σαρκώθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὴν σωματικά, ἀνέκφραστα καὶ ὑπὲρ λόγον καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σαρκωθεῖ πάλι ἢ νὰ γεννηθεῖ σωματικὰ ἀπὸ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς, τί προνοεῖ; Μᾶς μεταδίδει γιὰ τροφὴ ἐκείνη τὴν ἄχραντη σάρκα ποὺ προσέλαβε ἀπὸ τὴν πανάχραντη Θεοτόκο, κατὰ τὴν σωματική του γέννηση. Ἂν τὴν μεταλαμβάνουμε ἄξια, ἔχουμε μέσα μας ὅλον τὸν σαρκωθέντα Θεὸ καὶ Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, αὐτὸν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸ τῆς Παρθένου τὸν καθήμενο στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος λέει: «ἐκεῖνος ποὺ τρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου μένει μέσα μου καὶ ἐγὼ μέσα του» (κατὰ Ἰωάννη 6:56), χωρὶς ὅμως νὰ προέρχεται ἢ νὰ γεννιέται σωματικὰ ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ μᾶς ἀποχωρίζεται ποτέ. Διότι ἐμεῖς δὲν τὸν αἰσθανόμαστε σὰν σάρκα, ἂν καὶ βρίσκεται μέσα μας ὅπως ἀκριβῶς ἕνα βρέφος, ἀλλὰ ὑπάρχει ἀσωμάτως σὲ σῶμα, ἀναμιγνυόμενος ἀνέκφραστα μὲ τὴν φύση μας καὶ τὴν οὐσία μας καὶ θεοποιώντας μας, ἐπειδὴ γίναμε σύσσωμοι καὶ μ᾿ αὐτὸν δηλαδὴ σάρκα ἀπὸ τὴν σάρκα του καὶ ὀστοῦν ἀπὸ τὰ ὀστά του. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο καὶ φρικτότερο μυστήριο τῆς ἀνέκφραστης οἰκονομίας καὶ συγκαταβάσεώς του, ποὺ δίσταζα νὰ τὸ γράψω καὶ ἔτρεμα νὰ τὸ ἐπιχειρήσω.

Ὁ Θεὸς ὅμως πάντοτε θέλει νὰ ἀποκαλύπτεται καὶ νὰ φανερώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ σ᾿ ἐμᾶς, ὥστε καὶ ἐμεῖς κάποτε κατανοώντας τὴν μεγάλη του ἀγαθότητα καὶ αἰσθανόμενοι ντροπὴ νὰ προθυμοποιηθοῦμε νὰ τὸν ἀγαπήσουμε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐγὼ παρακινήθηκα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ φωτίζει τὶς καρδιές μας καὶ σᾶς φανέρωσα αὐτὰ τὰ μυστήρια γραπτῶς, ὄχι γιὰ νὰ σᾶς ἀποδείξω ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅμοιος μ᾿ αὐτὴν ποὺ γέννησε τὸν Κύριο – μὴ γένοιτο – αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο. Διότι ἄλλη εἶναι ἡ ἔνσαρκη καὶ ἄφραστη γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ ἄλλη ποὺ συντελεῖται σέ μας πνευματικῶς. Ἐκείνη γεννώντας ἔνσαρκο τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπεργάστηκε στὴν γῆ τὸ μυστήριό της ἀναπλάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μας καὶ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεός, αὐτὸς ποὺ ἕνωσε στὸν ἑαυτό του τὰ διεστῶτα καὶ ἐξάλειψε τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Ἐνῷ αὐτὴ (ποὺ συντελεῖται σὲ μᾶς) γεννώντας ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τὸν Λόγο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ἀπεργάζεται ἀκατάπαυστα στὶς καρδιές μας τὸ μυστήριο τῆς ἀνακαινίσεως τῶν ἀνθρώπινων ψυχῶν καὶ τὴν κοινωνία καὶ ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ Λόγο, αὐτὴν ὑπαινίσσεται καὶ τὸ θεῖο λόγιο: «Δι᾿ αὐτοῦ συλλάβαμε καὶ ἐγεννήσαμε μὲ πόνο τὸ πνεῦμα τῆς σωτηρίας, τὸ ὁποῖο κυοφορήσαμε πάνω στὴν γῆ» (Ἡσαΐας 26:18).

Λοιπὸν δὲν σᾶς φανέρωσα αὐτὰ τὰ μυστήρια γιὰ νὰ ἀποδείξω ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γεννήσει τὸν Χριστὸ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ τὸν γέννησε ἡ Παναγία, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ ὑπεράπειρη καὶ γνήσια ἀγάπη του σ᾿ ἐμᾶς καὶ ὅτι ἂν τὸ θέλουμε ὅλοι μποροῦμε νὰ γίνουμε μητέρα καὶ ἀδελφοί του κατὰ τὸν προαναφερόμενο τρόπο, καθὼς καὶ ὁ ἴδιος τὸ διακηρύττει: «Μητέρα μου καὶ ἀδελφοί μου εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀκοῦνε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἐκτελοῦν» (κατὰ Λουκᾶν 8:21). Ἔτσι θὰ γίνουμε ἴσοι μὲ τοὺς μαθητὲς καὶ ἀποστόλους του, ὄχι κατὰ τὴν ἀξία, οὔτε κατὰ τὶς περιοδίες καὶ τοὺς κόπους ποὺ ὑπέφεραν, ἀλλὰ κατὰ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δωρεὰ τὴν ὁποία ἐξέχεε σ᾿ ὅλους ποὺ τὸν πίστευαν καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν, χωρὶς νὰ στραφοῦν ποτὲ πίσω.

Εἶδες πὼς ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀκοῦνε καὶ πράττουν τὸν λόγο τοῦ τοὺς ἀνύψωσε στὴν ἀξία τῆς Μητέρας του καὶ τοὺς ἀποκαλεῖ ἀδελφοὺς καὶ συγγενεῖς του; Ὅμως μόνο ἐκείνη ὑπῆρξε ἡ κυρίως Μητέρα του, ἐπειδὴ ὅπως ἀνέφερα τὸν γέννησε ἀνερμηνεύτως καὶ χωρὶς ἄνδρα, ἐνῷ ὅλοι οἱ ἅγιοι τὸν συλλαμβάνουν καὶ τὸν κατέχουν κατὰ χάριν καὶ δωρεάν. Καὶ ἀπὸ μὲν τὴν ἄμωμη Μητέρα του δανείστηκε τὴν παναμώμητη σάρκα του καὶ σὲ ἀντάλλαγμα τῆς δώρισε τὴν θεότητα – ὢ τί παράξενη καὶ ἀσυνήθιστη συναλλαγὴ – ἐνῷ ἀπὸ τοὺς ἁγίους δὲν παίρνει σάρκα, ἀλλὰ ἀντίθετα αὐτὸς τοὺς μεταδίδει τὴν θεωμένη σάρκα του. Ἂς ἐξετάσουμε λοιπὸν τὸ βάθος αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου.

Ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος στὸν Χριστό, δηλαδὴ τὸ πῦρ τῆς θεότητος, προέρχεται ἀπὸ τὴν θεία τοῦ φύση καὶ οὐσία. Ὅμως τὸ σῶμα του δὲν ἔχει τὴν ἴδια προέλευση, ἀλλὰ προέρχεται ἀπὸ τὴν πάναγνη καὶ ἅγια σάρκα τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία προσέλαβε κατὰ τὸ ἱερὸ λόγιο: «ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα» (κατὰ Ἰωάννην 1:14). Ἔκτοτε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀχράντου Παρθένου μεταδίδει στοὺς ἁγίους, ἀπὸ μὲν τὴν φύση καὶ τὴν οὐσία τοῦ συναΐδιου Πατρός του τὴν χάρη τοῦ Πνεύματος, δηλαδὴ τὴν θεότητα, καθὼς καὶ μέσῳ τοῦ προφήτη λέγει: «Θὰ συμβεῖ τοῦτο κατὰ τὶς ἔσχατες ἡμέρες, θὰ ἐκχύσω ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μου σὲ κάθε ἄνθρωπο» (Ἰωὴλ 3:1), ἐννοώντας κάθε πιστό, ἀπὸ δὲ τὴν φύση καὶ οὐσία ἐκείνης ποὺ κυρίως καὶ ἀληθῶς τὸν γέννησε τὴν σάρκα, τὴν ὁποία ἔλαβε ἀπὸ αὐτή.

Καὶ ὅπως ἀπὸ τὴν πληρότητά του λάβαμε ὅλοι ἐμεῖς, ἔτσι ἀκριβῶς μεταλαμβάνουμε ἀπὸ τὴν ἄμωμη σάρκα τῆς Παναγίας Μητέρας του, τὴν ὁποία καὶ ἐκεῖνος προσέλαβε καὶ ὅπως ἔγινε υἱὸς καὶ Θεός της ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας γενόμενος καὶ ἀδελφός μας, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἐμεῖς – ὢ τί ἀνέκφραστη φιλανθρωπία – γινόμαστε υἱοὶ τῆς Θεοτόκου Μητέρας του καὶ ἀδελφοὶ τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ χάρη στὸν ὑπεράμωμο καὶ ὑπεράγνωστο γάμο ποὺ τελέστηκε μ᾿ αὐτὴν καὶ σ᾿ αὐτὴν γεννήθηκε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν πάλι ὅλοι οἱ ἅγιοι. Πράγματι, ὅπως ἀπὸ τὴν συνουσία καὶ τὴν σπορὰ τοῦ Ἀδὰμ πρώτη ἡ Εὔα γέννησε καὶ ἀπὸ ἐκείνη καὶ μέσῳ ἐκείνης γεννήθηκαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ ἡ Θεοτόκος, ἀφοῦ δέχτηκε ἀντὶ σπορᾶς τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ συνέλαβε καὶ γέννησε μόνο τὸν πρὸ αἰώνων μονογενῆ του Πατρὸς καὶ μετέπειτα σαρκωθέντα δικό της μονογενῆ. Καὶ μολονότι ἡ ἴδια ἔπαψε νὰ συλλαμβάνει καὶ νὰ γεννᾷ, ὁ Υἱὸς τῆς γέννησε καὶ γεννᾷ καθημερινὰ ὅσους πιστεύουν σ᾿αὐτὸν καὶ τηροῦν τὶς ἅγιες ἐντολές του. Ἀσφαλῶς ἔπρεπε ἡ πνευματική μας ἀναγέννηση καὶ ἀνάπλαση νὰ γίνει διὰ τοῦ ἀντρός, δηλαδὴ τοῦ δευτέρου Ἀδὰμ καὶ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἡ γέννησή μας στὴν φθορὰ ἔγινε διὰ τῆς γυναικὸς Εὔας.

Καὶ πρόσεχε τὴν ἀκρίβεια τοῦ λόγου: ἀνδρὸς θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ ἡ σπορὰ φθαρτοὺς υἱοὺς καὶ θνητοὺς διὰ γυναικὸς γέννησε καὶ γεννᾷ, ἀθανάτου καὶ ἀφθάρτου Θεοῦ ὁ ἀθάνατος καὶ ἄφθαρτος Λόγος ἀθάνατα καὶ ἄφθαρτα τέκνα γέννησε καὶ διαρκῶς γεννᾷ, ἀφοῦ πρῶτα αὐτὸς γενννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο ἐν ἁγίῳ Πνεύματι βεβαίως.

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν εἶναι δέσποινα καὶ βασίλισσα καὶ κυρία καὶ Μητέρα ὅλων τῶν ἁγίων ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι καὶ δοῦλοι τῆς ἀφοῦ εἶναι Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ παιδιά της ἀφοῦ μεταλαμβάνουν ἀπὸ τὴν πανάχραντη σάρκα τοῦ Υἱοῦ της. Πιστὸς ὁ λόγος: ἡ σάρκα τοῦ Υἱοῦ τῆς εἶναι σάρκα τῆς Θεοτόκου. Μεταλαμβάνοντας καὶ ἐμεῖς ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν θεωμένη σάρκα τοῦ Κυρίου, ὁμολογοῦμε καὶ πιστεύουμε ὅτι μεταλαμβάνουμε ζωὴν αἰώνια, ἐκτὸς ἂν ἀναξίως καὶ εἰς κατάκριμα μεταλαμβάνουμε.

Πράγματι ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι συγγενεῖς πρὸς τὴν Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ κατὰ τρεῖς τρόπους: Πρῶτον ἐπειδὴ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἴδιο πηλὸ μ᾿ αὐτὴν καὶ τὴν ἴδια πνοή, δηλαδὴ τὴν ψυχή. Δεύτερον ἐπειδὴ ἔχουν κοινωνία καὶ μετουσία μὲ αὐτὴν διὰ τῆς προσλήψεως τῆς σαρκός της ἀπὸ τὸν Χριστό. Καὶ τρίτον ἐπειδή, λόγῳ τῆς ἐν Πνεύματι ἁγιωσύνης ποὺ ἐνυπάρχει σὲ αὐτούς, καθένας συλλαμβάνει ἐντός του καὶ κατέχει τὸν Θεὸ τῶν ὅλων, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἐκείνη τὸν εἶχε ἐντός της. Διότι ἂν καὶ τὸν γέννησε σωματικῶς, ὅμως πάντοτε τὸν εἶχε ὅλον καὶ πνευματικῶς μέσα της καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τὸν ἔχει καὶ τώρα καὶ πάντοτε ἀχώριστον ἀπὸ αὐτήν.

Σ᾿ αὐτὸν πρέπει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰώνες. Ἀμήν

ΠΗΓΗ : Ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Κάλαμος Ἀττικῆς – myriobiblos.gr.

Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ – ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η Γέννηση του Χριστού (11ος - 12ος αιών) - Ι. Μ. Αγ. Αικατερίνης - Σινά.
Μέρες γιορτινές, καὶ πόσο ἡ γιορτὴ ἀνθρωπεύει τοὺς ἀνθρώπους. Μιὰ ἐλάχιστη ρωγμὴ στὸ προσωπεῖο τῆς ἄμυνας ποὺ ἐπιβάλλει ἡ καθημερινότητα, κάποια γιορτινὴ ἀδεξιότητα στὴ σχέση, καὶ ξαναβρίσκουμε στὰ πρόσωπα τὴν εὐαισθησία τοῦ παιδιοῦ δίχως ντροπὴ καὶ δίχως ἔλεγχο. Αὐτὴ ἡ τρυφερότητα τῆς γιορτῆς σὲ μιὰν ἀσήμαντη χειρονομία, στὴν ἔγνοια γιὰ ἕνα δῶρο ποὺ θὰ ἀρέσει ἢ στὴ συνειδητὴ οὐτοπία τῶν εὐχῶν, δὲν εἶναι μόνο ὅ,τι μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ κάτω ἀπὸ τὴν ἐτικέτα τοῦ συναισθηματισμοῦ. Εἶναι μιὰ πρόκληση ἐξόδου σὲ ἕνα εἶδος ἀποκαλυπτικῆς γνησιότητας, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐλευθερώνει τόσο ὅσο καὶ ἡ ἀληθινὰ ἐρωτικὴ αὐτοπροσφορά.

Σὲ τέτοιες γιορτινὲς στιγμὲς ἀνθρώπινης ἀπελευθέρωσης, θέλω νὰ προλάβω νὰ πῶ μιὰν εὐχή, σὰν τὶς εὐχὲς ποὺ λέμε στὶς στιγμὲς τοῦ φωτισμοῦ ποὺ φέρνει ἕνα πεφταστέρι. Καὶ θέλω ἡ εὐχή μου νὰ μὴ σκοπεύει μονάχα τὸ χρόνο, ἕνα χρόνο μακρό, μετρημένο σὲ χρόνια πολλά, ἀλλὰ νὰ ἀγκαλιάζει καὶ τὸ χῶρο, ὅπως τὸν ἀγκαλιάζει καὶ τὸ φῶς τοῦ ἀστεριοῦ ὅταν σχίζει τὴ νύχτα. Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω τὴν αἰωνιότητα δίχως τὸ χῶρο, τὸ χῶρο σὰν τρόπο καὶ ὄχι σὰν τόπο ζωῆς, τρόπο σχέσης καὶ ἐρωτικῆς ἀμεσότητας – ὅμοια μὲ τὸ χρόνο τῆς αἰωνιότητας, ποὺ ὑπερβαίνει τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον στὴν ἀμεσότητα τοῦ παρόντος καὶ διαρκεῖ ἀτελεύτητα σὰν ἐρωτικὴ πληρότητα.

Λοιπόν, ἡ εὐχή μου σὲ ἕνα διπλανό μου ἄνθρωπο καὶ στὴν ἀποκαλυπτικὴ στιγμὴ τῆς γιορτινῆς τρυφερότητας, θὰ ἤθελα νὰ εἶναι μιὰ πραγματικὴ πρόκληση στὴν ἀπωθημένη εὐαισθησία, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀναστήσει τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο σὲ ἀμεσότητα σχέσης. Δὲν μιλῶ γιὰ κοινωνικὴ σχέση, οὔτε κἂν γιὰ φιλία καὶ κατανόηση. Μιλῶ γιὰ τὴν προοδευτικὴ διεύρυνση τῆς εὐαισθησίας στὰ ὅρια τῆς καθολικῆς κτίσης καὶ τῆς ἀνθρώπινης Ἱστορίας, γιὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὴν ἀσφυκτικὴ ἐγκύστωση στὴν πενιχρὴ ἀτομικότητα. Καὶ θέλω νὰ βεβαιώσω τὸν ἀναγνώστη ὅτι δὲν κάνω αἰσθητικὴ μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς φαινομενικὰ ἀφηρημένες ἐκφράσεις. Πιστεύω ὅτι εἶναι δῶρο ἀνεκτίμητο (καὶ σὲ αὐτὸ τὸ δῶρο ἀναφέρεται ἡ εὐχή μου) νὰ κατορθώσει ἕνας σημερινὸς ἄνθρωπος τὴν ἐσωτερικὴ εὐρύτητα ποὺ χρειάζεται, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὴν εὐεργετικὴ πρόκληση τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, ἔτσι ὅπως τὴν ἀξιώνεται ἡ ἐποχή μας. Καὶ αὐτὴ ἡ εὐρύτητα μπορεῖ νὰ κερδηθεῖ, ἔστω σὰν πρώτη γεύση, σὲ κάποια στιγμὴ γιορτινῆς ἀμεσότητας, ὅταν ραγίζουν τὰ προσωπεῖα τῆς ἐγωκεντρικῆς ἄμυνας. Σὲ αὐτὴ τὴν ἀμεσότητα ἀναδύεται ἡ καθολικότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀποκαλυπτικὴ γνησιότητα τῆς ὕπαρξης πέρα ἀπὸ τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο, ἡ ἀνθρώπινη προσωπικὴ μοναδικότητα σὰν τρόπος ὑπάρξεως καὶ ὄχι σὰν ἀριθμητικὴ μονάδα βιολογικῆς ἢ κοινωνικῆς ἐπιβίωσης.

Θὰ εὐχόμουνα νὰ θυμηθοῦμε στὶς φετινὲς γιορτὲς ὅτι ὁ Χριστὸς τῆς Ἐκκλησίας (ὄχι ὁ Χριστὸς τῶν ρομαντικῶν παραποιήσεων) εἶναι ὁ Νέος Ἀδάμ, ὁ ἄνθρωπος στὶς κοσμικὲς διαστάσεις τοῦ καθολικοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως, ποὺ συγκεφαλαιώνει τὴ ζωὴ καὶ τὴν Ἱστορία σὲ μιὰν ἀμεσότητα σχέσης κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, χρόνου καὶ αἰωνιότητας. Καὶ κάθε πιστὸς ποὺ βαφτίζεται μέσα στὰ στοιχεῖα τῆς καινούργιας κτίσης τοῦ Θεοῦ, στὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νὰ εἶναι ὁλάνοιχτος στὴ γιορτινὴ πρόκληση τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, κάθε στιγμὴ ἕνας πρωτόπλαστος Ἀδάμ, μὲ τὸ παρθενικὸ βλέμμα τῆς ἐρωτικῆς ἀμεσότητας. […]

Ἀκόμα καὶ τραγικὴ πρόκληση τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἄνθρωπου, στὰ ὅρια τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, μπορεῖ νὰ μεταμορφώνεται σὲ γιορτή. Ὄχι σὲ ὁποιαδήποτε γιορτή, ὄχι σὲ ἁπλὴ εὐφραντικὴ διέξοδο ἐγωκεντρικῶν συναισθημάτων, ἀλλὰ στὴν κατεξοχὴν γιορτὴ τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, ποὺ εἶναι Σάρκωση τοῦ Θεοῦ, Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ ἀστέρι φωτίζει μόνιμα τὴ νύχτα τοῦ κόσμου, δείχνει τὴν ὁδὸ στοὺς σοφούς, ποὺ ξέρουν νὰ προσκυνᾶνε μόνο τὴ σαρκωμένη Σοφία τοῦ Θεοῦ, τὴ Σοφία ποὺ οἰκοδομεῖ, μὲ τὸ ὑλικὸ τῆς ἀνθρώπινης ἀποτυχίας καὶ ἁμαρτίας, τὴν καινὴ πόλη τῆς Βασιλείας, τὸ σῶμα τοῦ ἀναστημένου Ἀδάμ, τὴν ἀμεσότητα τῆς σχέσης κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, χρόνου καὶ αἰωνιότητας.

ΠΗΓΗ : «Ἑορτολογικὰ παλινωδούμενα», ἐκδ. Ἀκρίτας 1999. (Πρωτοδημοσιεύθηκε  20 Δεκεμβρίου 1975).

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Η Γέννηση του Χριστού (ψηφιδωτό), Μονή της Χώρας - Κωνσταντινούπολη,
1315 - 1320.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ πρώτη Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, γιατὶ κράτησε ὅ,τι τῆς παραδώσανε οἱ Πατέρες ἀπὸ τὰ χρόνια τῶν Ἀποστόλων, χωρὶς νὰ τ’ ἀλλάξη ὁλότελα. Κι’ ἡ τέχνη της δὲν ξέπεσε σὲ σαρκικὰ καὶ σὲ κοσμικὰ ἔργα, ὅπως ξέπεσε στὴ δυτικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ κράτησε τὴν ἀρχαία πνευματικὴ καθαρότητα καὶ ἔκανε πάντα πνευματικὰ στὴν ὑμνωδία καὶ στὴν ἁγιογραφία.

Ἔτσι καὶ ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, στὰ τροπάρια καὶ στὰ εἰκονίσματά μας δοξάζεται καὶ παριστάνεται μὲ τὴν πνευματικὴ ἀλήθεια ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἐνῷ στὶς ἄλλες Ἐκκλησίες ἡ εἰκονογραφία ἔχασε τὸν θρησκευτικὸ χαρακτήρα της κι ἔγινε κοσμικὴ ζωγραφικὴ ποὺ δὲν παριστάνει τὴ Γέννηση σὰν μυστήριο, μὰ σὰν μία σκηνὴ τῆς ζωῆς, ἀπ’ αὐτὲς ποὺ γίνονται κάθε μέρα.

Στὴ Βυζαντινὴ ἁγιογραφία ζωγραφίζεται ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ σὰν ἕνα πράγμα ἀποκαλυπτικό, χωρὶς νὰ πάψη νὰ εἶναι μαζὶ καὶ ἐπίγειο. Τὰ ὑπερφυσικὰ ἑνώνουνται μὲ τὰ φυσικά, ἡ οὐράνια δόξα μὲ τὴν ταπεινότερη φτώχεια. «Ὁ ἐπὶ γῆς συνάψας τοῖς οὐρανίοις» παριστάνεται σὰν ἕνα μωρὸ φασκιωμένο, φτωχό, μέσα σ’ ἕνα παχνί, καὶ τὸ ζεσταίνουμε μὲ τὴν ἀνασαμιά τους ἕνα βόδι κ’ ἕνα γαϊδούρι, ἐνῷ ἀπὸ πάνω του ψέλνουνε ἀγγέλοι, κ’ ἕνα ἄστρο λαμπερὸ ρίχνει τὴν ἀχτίδα του ἀπάνω στὸ πιὸ φτωχὸ πλάσμα ποὺ γεννήθηκε στὸν κόσμο.

Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ζωγραφίζεται ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς ζωγράφους πάντα σὲ τοῦτον τὸν τύπο : Στὴ μέση ἕνα σπήλαιο ἀπὸ κάτω ἀπὸ ἕναν μυτερὸ βράχο, καὶ μέσα στὸ μαῦρο ἄνοιγμά του εἶναι μία φάτνη, καὶ μέσα στὴ φάτνη σπαργανωμένος ὁ Χριστός, κι’ ἀποπάνω του ἕνα βόδι κ’ ἕνα γαϊδούρι. Ἡ Παναγία εἶναι ξαπλωμένη πλάγι στὸ παχνί, ἔξω ἀπὸ τὴ σπηλιά, ἀπάνω σ’ ἕνα στρῶμα, κατάχαμα, ὅπως συνηθίζουνε στὴν Ἀνατολή. Στὸ ἀπάνω μέρος δεξιὰ παριστάνουνται πολλοὶ Ἄγγελοι ποὺ κάθουνται μὲ σέβας, μὲ φτερὰ κατεβασμένα καὶ μὲ τὰ χέρια τους σὲ στάση παρακλητική, ἐνῷ ἀπὸ τὸ ἀριστερὸ μέρος τοῦ βουνοῦ ἕνας Ἄγγελος μ’ ἀνοιχτὰ φτερὰ μιλᾶ μὲ κάποιους βοσκοὺς σὰν νὰ τοὺς λέγη τὴν χαροποιὰ τὴν εἴδηση. Εἶναι κι’ ἄλλοι δυὸ τρεῖς τσομπάνηδες ποὺ βοσκᾶνε τὰ πρόβατά τους, κ’ ἕνα βοσκόπουλο παίζει τὴ φλογέρα. Στὴν κάτω γωνία κατὰ τὰ δεξιὰ φαίνεται ὁ Ἰωσὴφ καθισμένος σὲ μία πέτρα καὶ συλλογισμένος, μὲ τὸ κεφάλι ἀκουμπισμένο στὸ χέρι του, ἐνῷ τοῦ κουβεντιάζει ἕνας τσομπάνης ντυμένος μὲ προβιές. Στὴν ἄλλη γωνία, στὰ ἀριστερά, εἶναι ζωγραφισμένη μία γρηὰ γυναίκα ποὺ βαστᾶ στὴν ἀγκαλιά της τὸ νεογέννητο μωρό, καὶ δοκιμάζει μὲ τὸ χέρι της τὸ ζεστὸ νερὸ μέσα σὲ μιὰ κολυμβήθρα, ἐνῷ μία μικρὴ χωριατοπούλα μὲ τὸ τσεμπέρι της χύνει ζεστὸ νερὸ γιὰ νὰ πλύνουνε τὸ παιδί. Πίσω ἀπὸ τὸ βουνὸ φαίνουνται οἱ τρεῖς Μάγοι καβαλλικεμένοι στ’ ἄλογα, καὶ δείχνουνε τὸ ἄστρο ποὺ στέκεται ἀπάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο καὶ ρίχνει τὴν ἀχτίνα του ἀπάνω στὸ βρέφος.

Στὶς ἀρχαῖες τοιχογραφίες καὶ στὶς μικρογραφίες ἡ Παναγία ζωγραφίζεται ξαπλωμένη ἀπάνω σ’ ἕνα στρωσίδι, κ’ ἔχει ἀκουμπισμένο τὸ κεφάλι στὸ χέρι της, μὲ μελαγχολικὴ ἔκφραση, ὅπως εἶναι στὸ Δαφνί, στὴ Μονὴ τῆς Χώρας, στὴν Περίβλεπτο καὶ στὴν Παντάνασσα τοῦ Μυστρᾶ, στὸ Πρωτάτο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στὸ Γεράκι κι’ ἀλλοῦ. Ἐνῷ ὑστερότερα ζωγραφίζουνε τὴν Παναγία γονατισμένη μπροστὰ στὴ φάντη μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια. Στὰ τελευταῖα χρόνια, ἀντίκρυ στὴν γονατιστὴ Παναγία ζωγραφίζουνε τὸν Ἰωσὴφ γονατιστὸν καὶ κεῖνον, κι’ αὐτὸς ὁ τύπος συνηθίζεται στὴ Δύση, ἀκόμα καὶ στὰ ἔργα τῆς Ἀναγέννησης. Καμμιὰ φορὰ βλέπει κανεὶς ζωγραφισμένα πολλὰ μάτια ἀπάνω στὸ σπήλαιο, σὰν νὰ εἶναι κάποιο πλάσμα ζωντανό. Αὐτὸ συνηθίζεται ἀπὸ τοὺς ἀνατολίτες ἁγιογράφους, καὶ γιὰ παράδειγμα φέρνω τὴν Γέννηση στὴν Ὀμορφοκκλησιὰ τῆς Αἴγινας, ποὺ εἶναι ζωγραφισμένη ἀπὸ καππαδόκες ἁγιογράφους. Κάποτε ζωγραφίζουνε τὸν Ἰωσὴφ καθισμένον ἀπάνω σ’ ἕνα σαμάρι καὶ συλλογισμένον, σύμφωνα μὲ ὅσα γράφει ὁ Ματθαῖος, πὼς ἤθελε νὰ ἀφήσει τὴν Παναγία κρυφὰ καὶ νὰ φύγει, σὰν τὴν εἶδε ἑτοιμόγεννη, πλὴν τὸν ἐμπόδισε ὁ Ἄγγελος: «Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν» (Ματθ. α΄ 19).

Ὅσο γιὰ τοὺς Μάγους, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς καβαλλαρέους ποὺ τοὺς ζωγραφίζουνε σὲ μικρὸ σχῆμα πίσω ἀπὸ τὸ βουνό, καμμιὰ φορὰ τοὺς παριστάνουνε καὶ σὲ ἰδιαίτερη ὑπόθεση, ποὺ ἔχει τὴν ἐπιγραφὴ «Ἡ προσκύνησις τῶν Μάγων». Κι’ ἐνῷ αὐτὴ ἡ παράσταση εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες στὴ χριστιανικὴ εἰκονογραφία, ποὺ πρωτοφαίνεται στὶς κατακόμβες καὶ στὰ πιὸ παλαιὰ μωσαϊκά, μολαταύτα δὲν εἶναι πολὺ συνηθισμένη στὴ βυζαντινὴ ἁγιογραφία. Τὴ συνηθίζουνε ὅμως πολὺ οἱ ἁγιογράφοι τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἀγαπᾶνε τὰ πομπώδη καὶ τὰ θεατρικὰ θέματα καὶ τὴν ἐπίδειξη τῆς ἀρχοντιᾶς, ἔστω καὶ στὴ φτωχὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἦρθε νὰ διδάξη στὸν κόσμο τὴν ταπείνωση. Παίρνουνε λοιπὸν γιὰ ἀφορμὴ τοὺς τρεῖς Μάγους, καὶ ἀραδιάζουνε στρατὸ ὁλόκληρο ἀπὸ ἱππότες καὶ ὑπηρέτες καὶ ἀραπάδες ἁρματωμένους καὶ χρυσοντυμένους, μὲ ἄλογα καταστολισμένα, μὲ καμῆλες φορτωμένες ἀκριβὰ πράγματα, μιὰ συνοδεία ἀτελείωτη ποὺ ἀκολουθᾶ τοὺς τρεῖς Μάγους. Κι’ αὐτοὶ γονατίζουνε θεατρικὰ σὰν νάναι δόγηδες εἴτε βασιλιάδες ντυμένοι μὲ ροῦχα ἀτίμητα καὶ κρατώντας στὰ χέρια τους μαλαματένια κουτιὰ μὲ διαμαντικά, ποὺ τὰ προσφέρουνε στὸ Χριστὸ ποὺ γελᾶ φχαριστημένος, ἐνῷ ἡ Παναγία καμαρώνει σὰν πριγκηπέσσα ποὺ τὴν προσκυνᾶνε οἱ ὑποταχτικοί της. Αὐτὴ ἡ κούφια ματαιότητα δείχνει τὸν ἀντιπνευματικὸ χαρακτήρα ποὺ πῆρε ἡ χριστιανικὴ εἰκονογραφία στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία. Ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων εἶναι ἕνα θέμα πολὺ ἀγαπημένο προπάντων ἀπὸ τοὺς Βενετσάνους ζωγράφους ποὺ ἀγαπούσανε τὰ φανταχτερὰ πράγματα καὶ τὶς φιέστες, τόσο ποὺ τὰ ἔργα τους καταντούσανε σὰν παραστάσεις τοῦ καρναβαλιοῦ. Ἀλλὰ κι’ οἱ ἄλλοι ζωγράφοι τῆς Ἀναγέννησης ἀγαπούσανε λίγο πολὺ αὐτὰ τὰ πολυάνθρωπα κι’ ἐπιδειχτικὰ θέματα, κ’ ἔχουνε ζωγραφισμένες πολλὲς εἰκόνες μὲ τὴν Προσκύνηση τῶν Μάγων, ὅπως εἶναι τοῦ Μποτιτσέλλι, τοῦ Φιλιππίνο Λίππι καὶ στὰ πιὸ παλιὰ χρόνια τοῦ Τζεντίλλε ντὰ Φαμπριάνο καὶ τοῦ Μπενότσο Γκότσιλλι, ποὺ ἔχει γεμίσει ὁλάκερους τοίχους ἀπὸ ἕνα πλῆθος ἀμέτρητο καβαλλαρέους, στολισμένους μὲ ροῦχα μεταξωτὰ κι’ ἁρματωμένους μὲ σπαθιὰ καὶ μὲ κοντάρια, καβάλλα ἀπάνω σὲ ἄλογα μὲ χρυσὰ γκέμια καὶ χάμουρα, μὲ ἕνα καραβάνι ἀτελείωτο ἀπὸ μουλάρια κι’ ἀπὸ καμῆλες φορτωμένες, ποὺ ἀνηφορίζουνε ἀπάνω στὰ βουνά.

Στὴ δική μας ἁγιογραφία δὲν ζωγραφίζουνται τέτοια θεατρικὰ καὶ φανταχτερὰ πράγματα, γιατὶ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ ἱστοροῦνε εἶναι ταπεινὸ καὶ πνευματικό, μὲ ἐσωτερικὴ οὐσία κι’ ὄχι μὲ τὴν ἐξωτερικὴ ἀλαζονικὴ καὶ ἀνόητη ἐπίδειξη, ποὺ ἦρθε νὰ τὴν καταργήση ὁ Χριστός, καὶ νὰ στρέψη τὸν ἄνθρωπο στὸν ἀπὸ μέσα πνευματικὸ κόσμο ποὺ βρίσκεται ὁ πολύτιμος μαργαρίτης. Γι’ αὐτό, ἔξω ἀπὸ τὴν ἁγιογραφία τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἄλλη ποὺ νὰ ἔδωσε μὲ σχήματα βαθειὰ καὶ ἁπλὰ καὶ μὲ χρώματα μυστικὰ τὴν πνευματικὴ οὐσία τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ ἄλλοι ζωγράφοι εἶναι ζωγράφοι ποὺ θέλουνε νὰ διασκεδάσουνε τὰ μάτια, χωρὶς πίστη στὸν ἀπομέσα πλοῦτο ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός, καὶ γι’ αὐτὸ «τυρβάζουσι περὶ πολλὰ μάταια καὶ ψευδῆ», ποὺ δὲν ἔχουνε καμμιὰ σχέση μὲ τὴν ταπεινὴ καὶ ἀθώα γλυκύτητα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἀναγέννηση γύρισε τὸν ἄνθρωπο στὴν εἰδωλολατρία, στὴν ἀποθέωση τῆς σάρκας, δηλαδὴ πάλι πίσω ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου θέλησε νὰ τὸν βγάλη ὁ Χριστὸς καὶ νὰ τὸν κάνη ἀληθινὰ πνευματικὸ πλάσμα, νὰ τὸν μεταθέση «ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ», ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ φυλάξουμε τὴν ἁγιασμένη παράδοσή μας σὰν ἀληθινὸς θησαυρὸς ποὺ εἶναι, καὶ στὴν ἁγιογραφία καὶ στὴ μουσική. Καὶ νὰ πολεμᾶμε μὲ τὴν πίστη καὶ μὲ τὸ ζῆλο μας τοὺς κάθε λογῆς νεωτεριστὲς ποὺ θέλουνε νὰ νοθέψουνε τὴ λατρεία μας μὲ τέτοια θεατρικὰ καὶ ἀνίερα πράγματα ποὺ φανερώνουν μονάχα ματαιοδοξία, ἀλαφρομυαλιὰ καὶ ἀπιστία. Προπάντων στὴ Θεσσαλονίκη ποὺ στάθηκε ἡ κιβωτὸς τῆς ἁγιασμένης ὀρθοδοξίας, ὕστερα ἀπὸ τὴν Πόλη. Νά, τούτη ἡ συχαμερὴ λέπρα τοῦ νεωτερισμοῦ ἁπλώνει γρήγορα ἀπάνω στὸ ἄμωμο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἂς κρατήσουμε γερὰ ὅσα μᾶς παραδώσανε οἱ πατέρες μας μαζὶ μὲ τὴν πίστη, ποὺ εἶναι κατὰ τὴν Ἀποκάλυψη «χρυσίον καθαρόν, ὅμοιον ὑάλῳ καθαρῶ, καὶ οἱ θεμέλιοι αὐτῆς παντὶ λίθῳ τιμίῳ κεκοσμημένοι».

ΠΗΓΗ : Χριστοῦ Γέννησις - Τὸ Φοβερὸν Μυστήριον, ἐκδ. «Ἁρμός», 2001. 

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ – ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΖΙΑ


Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ μέγα αὐτὸ γεγονὸς τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου, γιορτάζεται ἀπὸ τὴν Ἁγία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μὲ δοξολογία καὶ κατάνυξη, ποὺ θαυμαστὰ ἐκφράζονται στὴν ἡδυμελῆ ὑμνογραφία καὶ τὴν εἰρηνόχυτο εἰκονογραφία.

Ἔτσι μέσα στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἁπλὸς ὀρθόδοξος χριστιανὸς ζεῖ τὸ μυστήριο τῆς σαρκώσεως μὲ τὶς αἰσθήσεις του, ποὺ μεταμορφώνονται, γιὰ νὰ γίνουν μέσα κοινωνίας μὲ τὸ ἄρρητο. Προσκυνώντας τὴν Εἰκόνα τῆς Γεννήσεως «βλέπει» μὲ τὰ μάτια του τὴ θεολογία τῆς Σαρκώσεως καὶ αἰσθάνεται τὴν εὐφροσύνη τῆς ἐνανθρωπήσεως. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἄγευστος πνευματικῆς ζωῆς μελετητής, μπορεῖ κι᾿ ἀπὸ αὐτὴν καὶ μόνο τὴν Εἰκόνα ν᾿ ἀντιληφθεῖ τὸ πνευματικὸ μεγαλεῖο, τὸ μυστικὸ βάθος καὶ τὸ αἰσθητικὸ κάλλος τῆς Ὀρθοδόξου τέχνης, ποὺ συνήθως τὴ λέμε βυζαντινή.

Τὴν Εἰκόνα τῆς Γεννήσεως στὴν ὁλοκληρωμένη της μορφὴ τὴ βρίσκουμε κυρίως στοὺς ἔπειτα ἀπὸ τὴν εἰκονομαχία χρόνους. Στὴν Ἑλλάδα μᾶς ἔχουν σωθεῖ δυὸ ἐκκλησίες τοῦ 11ου αἰ., καθολικὰ ἄλλοτε τῶν Μοναστηριῶν τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ καὶ τοῦ Δαφνίου, ποὺ στὰ ψηφιδωτά τους βλέπουμε τὴν παράσταση τῆς Γεννήσεως στὴν αὐθεντικώτερή της μορφή. Ἄς συνοψίσουμε τὰ βασικὰ στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τὴν Εἰκόνα.

Τὸ κεντρικὸ τμῆμα καταλαμβάνει βουνὸ «βραχῶδες, ἀλλ᾿ εὔχαρι καὶ φωτεινόχρωμο», ποὺ στὴν κοιλιά του ἀνοίγεται σκοτεινόχρωμο σπήλαιο καὶ μέσα φάτνη μὲ τὸν νήπιο Χριστὸ ἐσπαργανωμένο, ἐνῶ ἡ Παναγία - Μητέρα του εἶναι στὸ πλάι ξαπλωμένη πάνω σ᾿ ἕνα στρῶμα. Ἄλλοτε εἰκονίζεται καθισμένη ἢ γονατιστή. Πίσω ἀπὸ τὴ φάτνη προβάλλουν τὰ κεφάλια τους δυὸ ἀγαθὰ ζῶα, βόδι καὶ ὀνάριο ζεσταίνοντας τὸ θεῖο Βρέφος μὲ τὴν ἀναπνοή τους. Ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ κάτω ἄκρο τῆς Εἰκόνας, κάθεται συλλογισμένος ὁ Ἰωσὴφ ἔχοντας ἴσως ἀκόμη τὸ σαράκι τῆς ἀμφιβολίας μέσα του. Στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς Εἰκόνας παριστάνεται τὸ πρῶτο λουτρό, ποὺ ἔκανε ἡ μαία Σαλώμη στὸ Νεογέννητο.

Δεξιὰ κι᾿ ἀριστερὰ ἀπὸ τὸ βουνὸ ἄγγελοι προσκυνοῦν καὶ δοξολογοῦν τὸ Χριστὸ ἢ φέρνουν στοὺς ποιμένες, ποὺ ξενυχτοῦν, τὸ χαροποιὸ ἄγγελμα. Ἕνα τσοπανόπουλο κάθεται διπλοποδισμένο παίζοντας φλογέρα. Ζωγραφίζονται ἀκόμη καὶ ἄλλοι τσοπάνοι μὲ τὰ κοπάδια τους. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄκρη ἔρχονται ντυμένοι μὲ τὶς ἐξωτικές τους φορεσιὲς οἱ τρεῖς Μάγοι κομίζοντας τὰ βασιλικὰ τους δῶρα. Ὁ λαμπρὸς ἀστέρας, ποὺ τοὺς ὁδηγοῦσε, ἔχει σταθεῖ πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, «ὡσὰν δροσοσταλίδα κρεμάμενη ἄνωθεν τῆς κεφαλῆς τοῦ Χριστοῦ», ὅπως γράφει ὁ μακαριστὸς Φώτης Κόντογλου. Ὁ ἴδιος ἁγιογράφος – συγγραφέας ὁλοκληρώνει τὴν περιγραφὴ τῆς παραστάσεως μὲ τὴ λιτὴ φύση, ποὺ τὴ στολίζει: «Ἄγρια πρινάρια καὶ εὐώδη χόρτα, μυρσίνες, θυμάρια καὶ ἀλλὰ στολίζουν ταπεινὰ τοὺς βράχους, ὅπως τὰ βλέπει κανένας εἰς τὰ εὐλογημένα βουνὰ τῆς πατρίδος μας».

Εἴπαμε στὴν ἀρχή, ὅτι ἡ Εἰκόνα φανερώνει τὴ θεολογία, τὸν πνευματικὸ χαρακτήρα τῆς Γεννήσεως· καὶ πρὶν νὰ δοῦμε τὸ καθένα στοιχεῖο τῆς συνθέσεως τί συμβολικὰ ἀποκαλύπτει, ἂς δοῦμε ὁλόκληρη τὴ σύνθεση μαζὶ καὶ τὴν τεχνοτροπία της. Ἡ σύνθεση στοιχείων ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα (βουνό, σπήλαιο, φάτνη, κ.λ.π.) μὲ τὸ πνευματικὸ στοιχεῖο τοῦ Οὐρανοῦ, ποὺ συμβολίζει τὸ χρυσὸ βάθος τῆς Εἰκόνας, καθὼς καὶ ὁ ἀντιρεαλιστικὸς δισδιάστατος χαρακτήρας τῆς ζωγραφικῆς μᾶς δίνουν ὀπτικὰ τὴ σύνθεση τοῦ γήινου καὶ τοῦ θείου, τὴν ἕνωση τοῦ ἀνθρωπίνου καὶ τοῦ θείου· καὶ αὐτὸ γιατί οὔτε ἀνθρωποποιεῖ τὴν παράσταση σὰν μία παχυλὴ εἰδωλοποίηση στὸν καθρέφτη, οὔτε ἀφαιρεῖ τὴν ἱστορικότητα τῶν γήινων στοιχείων καὶ συστατικῶν, ἀλλὰ τὰ μεταμορφώνει. Ἡ σύνθεση ἀκολουθεῖ περισσότερο - στὶς λεπτομέρειες ἰδίως - τὴν ὑμνογραφικὴ παράδοση, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὰ λεγόμενα Ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια. Ἔτσι ζωγραφίζεται σπήλαιο σκοτεινόχρωμο, σὰν τὴ σκοτεινιὰ τοῦ προχριστιανικοῦ κόσμου, ὅπου λάμπει κατάλευκο τὸ ἐσπαργανωμένο Βρέφος.

Στὴ Δυτικὴ ζωγραφικὴ ὁ μικρὸς Χριστὸς εἰκονίζεται γυμνός, ἐνῶ τὸ Εὐαγγέλιο σαφῶς μᾶς λέει «καὶ σπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ» (Λουκ. β´ 6).

Τὰ δυὸ ζωντανὰ μᾶς ὑπενθυμίζουν κάθε φορὰ ποὺ προσκυνοῦμε τὴν Εἰκόνα ὅτι «Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ Κυρίου αὐτοῦ, Ἰσραὴλ δὲ μὲ οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός μου οὐ συνῆκεν» (Ἡσ. α´ 3).

Τὴν κεντρικὴ θέση στὴ σύνθεση κατέχει μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ ἡ Παναγία καὶ ἔχει κανεὶς τὴν ἐντύπωση, ὅτι ἀποτελοῦν τὸν κεντρικὸ κύκλο δείχνοντας τὴ σημασία τῆς Παναγίας στὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς Παναγίας τονίζεται ἡ σημασία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ ἡ συμβολή του στὴ θεία συγκατάβαση. Ὁ Ἰωσὴφ μένει ἔξω ἀπὸ τὸ κύκλωμα αὐτό. Ἔτσι ἀμέσως μὲ τὴν πρώτη ματιὰ συνειδητοποιεῖ ὁ πιστὸς ὅτι ἄνανδρος ἡ σύλληψις, καὶ ὁ Ἰωσήφ, καθὼς μάλιστα κάθεται συλλογισμένος, ἐπιβεβαιώνει μὲ τὴν ἄγνοιά του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀμφιβολία του τὸ μέγα μυστήριον. Ἕνα τροπάριο τῆς Ἐκκλησίας θαρρεῖς ὅτι ὑπομνηματίζει αὐτὴν τὴν ἀμφιβολία : «Τάδε λέγει Ἰωσὴφ πρὸς τὴν Παρθένον Μαρία, τί τὸ δράμα τοῦτο, ὃ ἐν σοὶ τεθέαμαι; Ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι καὶ τὸν νοῦν καταπλήττομαι.... οὐκ ἔτι φέρω λοιπόν, τὸ ὄνειδος ἀνθρώπων...».

Ἡ σκεπτικὴ στάση τοῦ Ἰωσὴφ δίνει κουράγιο σ᾿ ὅσους ταλαιπωροῦνται ἀπὸ λογισμοὺς ἀμφιβολίας, ὅσον ἀφορᾶ τὴ μυστηριακὴ Γέννηση. Ὅσοι δὲν μποροῦν νὰ δεχτοῦν μὲ ἁπλῆ καρδιά, τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως οἱ καλόκαρδοι ποιμένες, ἐλπίζουν στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῶν ἀμφιβολιῶν καὶ τῶν διαφόρων δεινῶν λογισμῶν. Γιατί σὲ ἄλλο τροπάριο ὁ Ἰωσὴφ θὰ δώσει τὴν ἀπάντηση : «Ἐγώ, φησί, τοὺς προφήτας ἐρευνήσας καὶ χρηματισθεὶς ὑπὸ ἀγγέλου πέπεισμαι ὅτι Θεὸν γεννήσει ἡ Μαρία ἀνερμηνεύτως».

Οἱ Μάγοι - σοφοὶ καὶ καλοπροαίρετοι ἀναζητητὲς τῆς ἀλήθειας τοῦ καιροῦ τους γίνονται ἐδῶ ἐκπρόσωποι ὅλων ὅσων ψάχνουν καὶ πορεύονται δρόμους  μακρυνούς, γιὰ νὰ βροῦν τὴν ἔνσαρκο ἀλήθεια, ποὺ εἶναι ὁ τεχθείς Χριστός.

Μένει ἀκόμα ἡ τρυφερὴ λεπτομέρεια τοῦ πρώτου λουτροῦ τοῦ Βρέφους. Ἴσως παραξενεύει καμιὰ φορὰ τοὺς πιστοὺς ἡ σκηνὴ αὐτή, ἀλλὰ ἡ Παράδοση τὴ δέχεται ἤδη ἀπὸ τὸν 6ον αἰ. μέχρι σήμερα μὲ σποραδικὲς ἐξαιρέσεις. Στὸ τρυφερὸ αὐτὸ γεγονός, ἐκτὸς ἀπὸ μία οἰκειότητα, ποὺ προσδίδουν στὴν Εἰκόνα ὁρισμένοι θεολόγοι, βλέπουν μίαν ἀκόμη ἐπίρρωση στὴν πίστη τῆς σαρκώσεως καὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου. Κι᾿ ἀκόμη μὲ τὸ βύθισμα στὸ λουτρὸ πιστεύουν ὅτι προεικονίζεται ἡ Βάπτισις τοῦ Κυρίου.

Ἂν κάνουμε μία σύγκριση μὲ τὴν εἰκονογραφία στὴ Δύση, ἰδίως μετὰ ἀπὸ τὴν Ἀναγέννηση, θὰ βροῦμε ἀρκετὲς διαφορές, ποὺ μερικὲς σημαίνουν τὴ διαφορὰ τοῦ πνεύματος ἀνάμεσα στὶς δυὸ παραδόσεις. τὸ σπήλαιο γίνεται ἕνας στάβλος ἰδωμένος μὲ ρομαντικὴ ματιά, ποὺ ὅλο καὶ τὸν ἐξωραΐζει. Ἡ Παναγία εἶναι μία ὄμορφη χωριατοπούλα καὶ ὁ Χριστὸς ἕνα χαριτωμένο παχουλὸ μωρό, ποὺ εἰκονίζεται μάλιστα γυμνό. Ὁ Ἰωσὴφ παίρνει θέση δίπλα στὸ Βρέφος, ἰσάξια μὲ τὴν Παναγία. Ἡ προσκύνηση τῶν Μάγων μετατρέπεται σὲ μία πολυπρόσωπη παρέλαση τῆς ἀριστοκρατίας τοῦ καιροῦ τοῦ ζωγράφου. Ὁ συναισθηματισμὸς μὲ τὶς ρομαντικὲς προεκτάσεις του καὶ κάποτε τὶς κλασσικιστικὲς ἀναμνήσεις του παραμερίζει τὸ Μυστήριο μεταλλάσσοντας τὴ συμβολικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀρρήτου αὐτοῦ μυστηρίου σὲ ὡραία καταγραφὴ ἑνὸς μυθικο-ιστορικοῦ γεγονότος μέσα στὰ πλαίσια τῆς Οὐμανιστικῆς ἀμορφίας καὶ τῆς καλομελετημένης ἁρμονίας.

Ἐπιστρέφοντας στὴν Ὀρθόδοξη Εἰκόνα τῆς Γεννήσεως βλέπουμε πράγματα, ποὺ ξεπερνοῦν τὴ λογικὴ καὶ τὴν καλοστημένη τάξη. Βλέπουμε πράγματα γιὰ τὴν κρίση μας παράδοξα.

Ὁ Χριστὸς π.χ. νὰ εἰκονίζεται στὴ φάτνη καὶ συγχρόνως καὶ στὸ λουτρό. Οἱ Μάγοι νὰ παριστάνονται δυὸ φορές.

Τὸ χρόνο ὁ ὀρθόδοξος ζωγράφος τὸν χρησιμοποιεῖ ἐλεύθερα, γιατί ὁ Χριστὸς εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο. Γιατί κι᾿ ἂν σαρκώθηκε καὶ γεννήθηκε σὲ μία ἱστορικὴ στιγμή, δὲν παύει νὰ εἶναι χτὲς καὶ σήμερα καὶ αὔριο ὁ Ἴδιος. Αὐτὴ τὴν ὑπέρβαση τοῦ χρόνου, τὸ λειτουργικὸ χρόνο, ὅπου τὰ πάντα εἶναι παρόν, μᾶς παρουσιάζει μὲ τὰ μέσα της ἡ ζωγραφική.

Ἡ ὀρθόδοξη Εἰκόνα τῆς Γεννήσεως μορφοποιεῖ τὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, βρίσκοντας τὸ μέτρο ἀνάμεσα στὸ θεϊκὸ καὶ τὸ ἀνθρώπινο, δοξολογεῖ μὲ χρώματα καὶ σχήματα, μὲ τρυφερότητα, ἀλλὰ χωρὶς γλυκερότητα, τὴν ἐνανθρώπηση καὶ προσφέρει στὸν πιστὸ τὴν πύλη γιὰ τὴν εἴσοδο στὸ Μυστήριο, ἀλλὰ καὶ τὴν αἰσθητικὴ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη τῆς ἀληθινῆς
τέχνης.

ΠΗΓΗ : «ΕΝ ΕΣΟΠΤΡΩ», ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ Ι. Μ. ΓΟΡΤΥΝΗΣ ΚΑΙ ΑΡΚΑΔΙΑΣ, τευχ. 12, 2009, σσ. 14-18.

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ – «Ο ΠΟΙΩΝ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΜΟΝΟΣ» – ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΟΥΣΤΙΝΟΥ





Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΟ ΜΕΓΑ ΜΥΣΤΗΡΙΟ – ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ


Μυστήριο ξένον, λέγει ὁ Ὑμνωδός, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ νὰ γεννηθῆ σὰν ἄνθρωπος, ὄχι κανένας προφήτης, ὄχι κανένας ἄγγελος, ἄλλα ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Ὁ ἄνθρωπος, θὰ μποροῦσε νὰ φθάσει σὲ μία τέτοια πίστη; Οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ ἄλλοι τετραπέρατοι σπουδασμένοι ἤτανε δυνατὸ νὰ παραδεχθοῦν ἕνα τέτοιο πράγμα; Ἀπὸ τὴν κρισάρα τῆς λογικῆς τους δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἢ παραμικρὴ ψευτιά, ὄχι ἕνα τέτοιο τερατολόγημα! Ὁ Πυθαγόρας, ὁ Ἐμπεδοκλῆς κι ἄλλοι τέτοιοι θαυματουργοί, ποὺ ἤτανε καὶ σπουδαῖοι φιλόσοφοι, δὲ μπορέσανε νὰ τοὺς κάνουνε νὰ πιστέψουνε κάποια πράγματα πολὺ πιστευτά, καὶ θὰ πιστεύανε ἕνα τέτοιο τερατολόγημα; Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀνάμεσα σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ἀνάμεσα σὲ ἀπονήρευτους τσοπάνηδες, μέσα σε μία σπηλιά, μέσα στὸ παχνί, ποὺ τρώγανε τὰ βόδια.

Κανένας δὲν τὸν πῆρε εἴδηση, μέσα σε ἐκεῖνον τὸν ἀπέραντο κόσμο, ποὺ ἐξουσιάζανε οἱ Ῥωμαῖοι, γιὰ τοῦτο εἶχε πεῖ ὁ προφήτης Γεδεών, πὼς θὰ κατέβαινε ἥσυχα στὸν κόσμο, ὅπως κατεβαίνει ἡ δροσιὰ ἀπάνω στὸ μπουμπούκι τοῦ λουλουδιοῦ, «ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον». Ἀνάμεσα σὲ τόσες μυριάδες νεογέννητα παιδιά, ποιὸς νὰ πάρει εἴδηση τὸ πιὸ πτωχὸ ἀπὸ τὰ πτωχά, ἐκεῖνο ποῦ γεννήθηκε ὄχι σὲ καλύβι, ὄχι σὲ στρούγκα, ἀλλὰ σὲ μία σπηλιά; Καὶ κείνη ξένη, γιατὶ τὴν εἴχανε οἱ τσομπαναρέοι νὰ σταλιάζουνε τὰ πρόβατά τους.

Τὸ «ὑπερεξαίσιον καὶ φρικτὸν μυστήριο» τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε ἕνας μοναχὰ αὐτοκράτορας ἀπάνω στὴ γῆ, ὁ Αὔγουστος, ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Καίσαρα, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ταραχὴ καὶ αἱματοχυσία ἀνάμεσα στὸν Ἀντώνιο ἀπὸ τὴ μία μεριά, καὶ στὸν Βροῦτο καὶ τὸν Κάσσιο ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τότε γεννήθηκε κι ὁ ἕνας καὶ μοναχὸς πνευματικὸς βασιλιάς, ὁ Χριστός. Κι᾿ αὐτὸ τὸ λέγει ἡ ποιήτρια Κασσιανὴ στὸ δοξαστικὸ ποὺ σύνθεσε, καὶ ποὺ τὸ ψέλνουνε κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῶν Χριστουγέννων: «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἄνθρωπων ἐπαύσατο. Καὶ Σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς ἁγνῆς ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται. Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις γεγένηνται. Καὶ εἰς μίαν δεσποτείαν Θεότητος τὰ ἔθνη ἐπίστευσαν...».

Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴν προφητέψανε οἱ Προφῆτες. Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους τὴν προφήτεψε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, τὴ μέρα ποὺ εὐλόγησε τοὺς δώδεκα υἱούς του, καὶ εἶπε στὸν Ἰούδα «δὲν θὰ λείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα μήτε βασιλιὰς ἀπὸ τὸ αἷμά του, ὡς ποὺ νὰ ἔλθει ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον εἶναι γραμμένο νὰ βασιλεύει ἀπάν᾿ ἀπ᾿ ὅλους, κι αὐτὸν τὸν περιμένουμε ὅλα τὰ ἔθνη». Ὡς τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, οἱ Ἰουδαῖοι, τὸ γένος τοῦ Ἰούδα, εἴχανε ἄρχοντες, δηλαδὴ κριτὲς καὶ ἀρχιερεῖς, ποὺ ἤτανε κ᾿ οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντές τους. Ἀλλὰ τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἔγινε ἄρχοντας τῆς Ἰουδαίας ὁ Ἡρώδης, ποὺ ἤτανε ἐθνικὸς καὶ ἔβαλε ἀρχιερέα τὸν Ἀνάνιλον «ἀλλογενῆ», ἐνῶ οἱ ἀρχιερεῖς εἴχανε πάντα μητέρα Ἰουδαία. Τελευταῖος Ἰουδαῖος ἀρχιερεὺς στάθηκε ὁ Ὑρκανός. Καὶ οἱ ἄλλοι προφῆτες προφητέψανε τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, προπάντων ὁ Ἡσαΐας. Τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴ λένε οἱ ὑμνωδοὶ «τὸ πρὸ αἰώνων ἀπόκρυφον καὶ Ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον», κατὰ τὰ λόγια του Παύλου ποὺ γράφει: «Ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων ἐδόθη ἡ χάρις αὐτὴ ἐν τοῖς ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ καὶ φωτίσαι πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τὸν ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ, τῷ τὰ πάντα κτίσαντι διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. γ´ 8-10). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει, πὼς αὐτὸ τὸ μυστήριο δὲν τὸ γνωρίζανε καθαρὰ καὶ μὲ σαφήνεια οὔτε οἱ Ἄγγελοι, γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ μὲ τρόμο τὸ εἶπε στὴν Παναγία. Καὶ στοὺς Κολασσαεῖς γράφοντας ὁ θεόγλωσσος Παῦλος, λέγει: «Τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν, νυνὶ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, οἷς ἠθέλησε ὁ Θεὸς γνωρίσαι τὶς ὁ πλοῦτος, τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὃς ἐστὶ Χριστὸς ἐν ἡμῖν ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης». Λέγει, πῶς φανερώθηκε αὐτὸ τὸ μυστήριο στοὺς ἁγίους, ποὺ θέλησε ὁ Θεὸς νὰ τὸ μάθουνε, καὶ αὐτοὶ θὰ τὸ διδάσκανε στὰ ἔθνη; στοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ προσκυνούσανε γιὰ θεοὺς πέτρες καὶ ζῶα καὶ διάφορα ἀλλὰ κτίσματα.

Ἑξακόσια χρόνια πρὸ Χριστοῦ ὁ βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορ εἶδε στὸ Ὄνειρό του, πὼς βρέθηκε μπροστά του ἕνα θεόρατο φοβερὸ ἄγαλμα, καμωμένο ἀπὸ χρυσάφι, ἀσήμι, χάλκωμα, σίδερο καὶ σεντέφι: Κι ἄξαφνα ἕνας βράχος ξεκόλλησε ἀπὸ ἕνα βουνὸ καὶ χτύπησε τὸ ἄγαλμα καὶ τό ῾κανε σκόνη. Καὶ σηκώθηκε ἕνας δυνατὸς ἄνεμος καὶ σκόρπισε τὴ σκόνη, καὶ δὲν ἀπόμεινε τίποτα. Ὁ βράχος ὅμως ποὺ τσάκισε τὸ ἄγαλμα ἔγινε ἕνα μεγάλο βουνό, καὶ σκέπασε ὅλη τη γῆ. Τότε ὁ βασιλιὰς φώναξε τὸν προφήτη Δανιὴλ καὶ ζήτησε νὰ τοῦ ἐξήγησει τὸ ὄνειρο.

Κι ὁ Δανιὴλ τὸ ἐξήγησε καταλεπτῶς, λέγοντας πὼς τὰ διάφορα μέρη τοῦ ἀγάλματος ἤτανε οἱ διάφορες βασιλεῖες, ποὺ θὰ περνούσανε ἀπὸ τὸν κόσμο ὕστερα ἀπὸ τὸν Ναβουχοδονόσορα καὶ πὼς στὸ τέλος ὁ Θεὸς θὰ ἀναστήσει κάποια βασιλεία ποὺ θὰ καταλύσει ὅλες τὶς βασιλεῖες, ὅπως ὁ βράχος ποὺ εἶχε δεῖ στὸ ἐνύπνιό του ἐξαφάνισε τὸ ἄγαλμα μὲ τὰ πολλὰ συστατικά του: «Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν βασελέων ἐκείνων, ἀναστήσει ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλείαν, ἥτις εἰς τοὺς αἰῶνας οὐ διαφθαρήσεται», «κάποιο βασίλειο, λέγει, ποὺ δὲν θὰ καταλυθεῖ ποτὲ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων».

Αὐτὴ ἡ βασιλεία ἡ αἰώνια, ἡ ἄφθαρτη, εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ἡ βασιλεία τῆς ἀγάπης στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἱδρύθηκε μὲ τὴν ἁγία Γέννηση τοῦ Κυρίου ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι τέτοια βασιλεία, γι᾿ αὐτὸ θὰ εἶναι αἰώνια, γι᾿ αὐτὸ δὲν θὰ χαλάσει ποτέ, ὅπως γίνεται μὲ τὶς ἄλλες ἐπίγειες καὶ ὑλικὲς βασιλεῖες. Ὅπως ὁ βράχος μεγάλωνε κι ἔγινε ὄρος μέγα καὶ σκέπασε τὴ γῆ, ἔτσι καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ξαπλώθηκε σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη, μὲ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων: « Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν».

Ὥστε βγῆκε ἀληθινὴ ἡ ἀρχαιότερη προφητεία τοῦ Ἰακώβ, πὼς σὰν πάψει ἡ ἐγκόσμια ἐξουσία τῶν Ἰουδαίων, θὰ ἔρθει στὸν κόσμο ἐκεῖνος ποὺ προορίστηκε, «ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν».

Σημείωσε πὼς οἱ Ἑβραῖοι πιστεύανε πὼς ἡ φυλή τους μονάχα ἦταν βλογημένη, καὶ πὼς ὁ Θεὸς φρόντιζε μονάχα γι᾿ αὐτή, καὶ πὼς οἱ ἄλλοι λαοί, «τὰ ἔθνη», ἦταν καταραμένα καὶ μολυσμένα κι ἀνάξια νὰ δεχτοῦν τὴ φώτιση τοῦ Θεοῦ. Λοιπὸν εἶναι παράξενο νὰ μιλᾶ ἡ προφητεία τοῦ Ἰακὼβ γιὰ τὰ ἔθνη, γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες θὰ περιμένουν τὸν Μεσσία νὰ τοὺς σώσει καὶ μάλιστα νὰ μὴ λέει κἂν πὼς τὸν ἀναμενόμενο Σωτῆρα τὸν περιμένανε οἱ Ἰουδαῖοι μαζὶ μὲ τὰ ἔθνη, ἀλλὰ νὰ λέει πὼς τὸν περιμένανε μονάχα οἱ ἐθνικοί: «καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν». Ὅπως κι ἔγινε. Γιατί, τὴ βασιλεία ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, τὴ θεμελίωσαν μὲν οἱ ἀπόστολοι, ποὺ ἦταν Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ τὴν ξαπλώσανε καὶ τὴν στερεώσανε μὲ τοὺς ἀγῶνες τους καὶ μὲ τὸ αἷμα τοὺς οἱ ἄλλες φυλές, «τὰ ἔθνη».

Εἶναι ὁλότελα ἀκατανόητο, γιὰ τὸ πνεῦμα μας, τὸ ὅτι κατέβηκε ὁ Θεὸς ἀνάμεσά μας σὰν ἄνθρωπος συνηθισμένος καὶ μάλιστα σὰν ὁ φτωχότερος ἀπὸ τοὺς φτωχούς. Αὐτὴ τὴ μακροθυμία μονάχα ἅγιες ψυχὲς εἶναι σὲ θέση νὰ τὴ νιώσουνε ἀληθινά, καὶ νὰ κλάψουνε ἀπὸ κατάνυξη.

Κάποιοι, μ᾿ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, δὲν θὰ νιώσουμε τίποτα ἀπὸ τὸ Μυστήριο, ποὺ γιορτάζουμε. Σ᾿ αὐτούς, ἐγὼ ὁ τιποτένιος, δὲ μπορῶ νὰ πῶ τίποτα. Μοναχὰ θὰ τοὺς θυμίσω τὰ αὐστηρὰ λόγια ποὺ γράφει στὴν ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ὁ θερμότατος κήρυκας τῆς ἀγάπης: «Πᾶν πνεῦμα, ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι. Καὶ πᾶν πνεῦμα, ὃ μὴ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστίν. Οὗτος ἐστὶν ἀντίχριστος».

ΠΗΓΗ : «ΕΝ ΕΣΟΠΤΡΩ», ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ Ι. Μ. ΓΟΡΤΥΝΗΣ ΚΑΙ ΑΡΚΑΔΙΑΣ, τευχ. 12, 2009, σσ. 6-9.

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΛΟΓΟΣ ΣΑΡΞ ΕΓΕΝΕΤΟ – ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ

Η Γέννηση του Χριστού, φορητή εικόνα,
Βυζαντινό Μουσείο (15ος αιών). 
Κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων Λόγος σὰρξ ἐγένετο (Ἰωάν. 1, 14). Αὐτὴ εἶναι πρώτη καὶ μεγαλυτέρα χαρμόσυνος ἀγγελία, τὸ πιὸ μεγάλο «εὐαγγέλιον», ποὺ ἦτο δυνατὸν νὰ δώσῃ Θεὸς εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ οὐρανὸς εἰς τὴν γῆν. Ἐὰν θέλετε, ὁλόκληρον τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς ἀποτελεῖται ἀπὸ τέσσαρες λέξεις: « Λόγος σὰρξ ἐγένετο». Ἔξω ἀπὸ αὐτὸ καὶ χωρὶς αὐτό, ἄλλος εὐαγγελισμὸς δὲν ὑπάρχει διὰ τὸν ἄνθρωπον, οὔτε εἰς αὐτὸν οὔτε εἰς τὸν ἄλλον κόσμον.

Ἐδῶ εὑρίσκεται κάθε τι, τὸ ὁποῖον εἶναι αἰωνίως ἀναγκαῖον διὰ τὴν ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν εἰς ὅλους τοὺς κόσμους. Μοναδικὸν χαρμόσυνον μήνυμα διὰ τὴν ὕλην εἰς ὅλας τὰς μορφάς της. Ἀπὸ τὴν πλέον σκληρὰν καὶ πυκνὴν ὕλην τοῦ ἀδάμαντος, μέχρι τὴν πλέον λεπτὴν καὶ ἀφανῆ τοῦ ἠλεκτρονίου καὶ φωτονίου. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Λόγος ἔγινε Θεοσάρξ, οὕτως ὥστε οὔτε ὁ Θεὸς παύει νὰ εἶναι Θεός, οὔτε... ἡ σὰρξ νὰ εἶναι σάρξ. Μόνον ποὺ ἡ σὰρξ ἐν τῇ μυστικῇ ἀλλὰ πραγματικῇ ἑνώσει της μὲ τὸν Θεὸν ζῇ καὶ ἀκτινοβολεῖ ὅλας τὰς τελειότητας τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» σημαίνει : ὁ Λόγος ἔγινε ψυχή, Θεο-ψυχή, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα ὁ Θεὸς παραμένει Θεὸς καὶ ἡ ψυχὴ ψυχή. Μόνον ποὺ ἡ ψυχὴ περιπατεῖ εἰς τοὺς δρόμους τῶν αἰωνίων καὶ χαροποιῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ εἰς ὅλους τοὺς ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους κόσμους.

« Λόγος σὰρξ ἐγένετο», σημαίνει καὶ τοῦτο : Λόγος ἔγινεν αἴσθησις, Θεο-αἴσθησις. Ἐν τούτοις, Θεὸς δὲν παύει νὰ εἶναι Θεός, ἂν καὶ ἔγινεν ἀνθρωπίνη αἴσθησις, ἐνῷ πάλιν αἴσθησις παραμένει ἀνθρωπίνη αἴσθησις. Μὲ τὴν διαφορὰν ὅτι ἡ αἴσθησις ζῇ ὅλον τὸ θεῖον ἄπειρον ὡς ἰδικόν της. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», σημαίνει ἀκόμη καὶ τοῦτο : ὁ Λόγος ἔγινε κτίσμα, Θεο-κτίσμα, «ὁ ὢν γίνεται, ὁ ἄκτιστος κτίζεται, ὁ ἀχώρητος χωρεῖται» (ἁγ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 45, 9. ΡG 36, 633-6). Μὲ αὐτὸ ἡ φύσις τοῦ Θεοῦ δὲν χάνει τὰ θεῖα της ἰδιώματα, ὅπως καὶ ἡ φύσις τοῦ κτίσματος δὲν χάνει τὰ κτιστά της ἰδιώματα. Μόνον ποὺ τὸ κτίσμα περνᾶ διὰ μέσου θαυμαστῶν μεταμορφώσεων, αἱ ὁποῖαι τὸ ὁδηγοῦν ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν.

«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», τέλος, σημαίνει: ὁ Λόγος ἔγινεν ἄνθρωπος, πλήρης ἄνθρωπος, θεάνθρωπος. Ἐν τούτοις, ὁ Θεὸς παραμένει εἰς τὰ ὅριά Του καὶ ὁ ἄνθρωπος εἰς τὰ ἰδικά του, ἂν καὶ εἶναι ἡνωμένοι στενώτατα, ἀδιαιρέτως καὶ ἀχωρίστως. Μόνον πὼς ὁ ἄνθρωπος οἰκειοποιεῖται ὅλας τὰς ἀπορρήτους τελειότητας τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποκτᾶ τὴν θείαν αἰωνιότητα καὶ τὴν θείαν δόξαν, γίνεται «ὁμόθεος», κατὰ τὴν ἔκφρασιν τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινεν ἄνθρωπος διὰ νὰ ἐπαναφέρῃ τὸν ἄνθρωπον πρὸς τὸ ἀρχέτυπόν του, πρὸς τὸν Δημιουργόν του, διότι ὁ ἄνθρωπος ἐδημιουργήθη εἰς τὴν ἀρχὴν διὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου ἔχων τὸν χαρακτήρα τοῦ Θείου Λόγου (Γεν. 1, 26-27. Ἰωάν. 1, 9. Κολ. 3, 10).

Θεὸς Λόγος ἔγινε σὰρξ διὰ νὰ ἐπαναφέρῃ τὴν σάρκα εἰς τὴν πρωταρχικήν της logosnost, διότι πᾶν γέγονεν διὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου γέγονεν (Ἰωάν. 1, 3. Κολ. 1, 16). Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς Λόγος εἶναι ὁ δημιουργὸς ὅλης τῆς κτίσεως, Αὐτὸς εἶναι καὶ τὸ θεμέλιον ὁλοκλήρου τοῦ κοσμικοῦ οἰκοδομήματος (πρβλ. ἁγ. Μαξίμου, ΡG 91, 668 καὶ 1308-9).

Ἡ ἁμαρτία καὶ τὸ κακὸν ἀποτελοῦν τὴν τραγικὴν καὶ παράλογον ἀπόπειραν τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀπομακρύνῃ τὸν Θεὸν Λόγον ἐκ τῶν θεμελίων τοῦ σύμπαντος. Θεὸς Λόγος ἐσαρκώθη διὰ νὰ ἐπαναφέρῃ τὴν κτίσιν πρὸς τὸν Δημιουργόν, διότι Αὐτὸς εἶναι τὸ πρῶτον θεμέλιόν της καὶ βάσις της. Διὰ τοῦτο δικαίως εὐαγγελίζεται θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι Θεάνθρωπος Χριστὸς ἀποτελεῖ τὸ μοναδικὸν ἀρραγὲς καὶ αἰώνιον θεμέλιον καὶ ὅτι «θεμέλιον ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον» (1 Κορ. 3, 11).

Ὅποιος θεμελιώνει καὶ οἰκοδομεῖ ἐπ’ αὐτῆς τῆς ἀρραγοῦς καὶ ἀσαλεύτου Πέτρας τοῦ σύμπαντος εἶναι «ἀνὴρ φρόνιμος», προσωπικότης του ἔχει λογοποιηθῇ, ἔχει δηλαδὴ ἑνωθῇ μὲ ὅλα τὰ αἰώνια ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ Λόγου, διὰ τοῦτο καὶ παραμένει ἀκλόνητος εἰς ὅλας τὰς θυέλλας καὶ τὰς καταιγίδας τῶν ἀνθρωπίνων σεισμῶν καὶ τοῦ χάους (πρβλ. Ματθ. 5, 24 – 25. Ρωμ. 8, 35 - 39).

Μὲ τὴν ἐνανθρώπησίν Του Θεὸς Λόγος ἔδειξεν ὅτι ο Θεῖος Λόγος εἶναι οὐσία τῆς φύσεώς μας, τὸ θεμέλιον τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι μας, βάσις τῆς ἀνθρωπίνης μας ζωῆς καὶ ὑπάρξεως.

Ἡ καταγωγή μας εἶναι ἀπὸ τὸν Θεόν, διὰ τοῦτο καὶ τὸ εἶναι μας καὶ ζωή μας καὶ ὕπαρξίς μας ἐξαρτῶνται ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸν Θεὸν (πρβλ. Πράξ. 17, 28. Κολ. 3, 1-4). Πράγματι, κατὰ τὸ ἀρχέτυπόν της καὶ κατὰ τὴν ἐσωτάτην οὐσίαν της, ὅλη ἡ κτίσις εἶναι ἀπὸ τὸν Λόγον καὶ διὰ τὸν Λόγον (Κολ. 1, 16-17). Εἰς Αὐτόν, δι’ Αὐτοῦ καὶ ἐν Αὐτῷ τὰ πάντα ἐπαναφέρονται εἰς τὴν ἔλλογον (logosni) καταγωγὴν καὶ ὕπαρξίν των· εἰς τὴν ἀρχέγονον ἁγιότητα καὶ τὸ κάλλος καὶ τὴν δύναμίν των· εἰς ἐκεῖνο τὸ «γενηθήτω» καὶ «ἐγένετο»· εἰς τὸν ἰδικόν των παράδεισον. Διότι εἰς τὸν Λόγον εὑρίσκεται ὁ παράδεισος, ἐνῷ ἐκτὸς τῆς λογικότητος, ἡ κόλασις. […] Δι’ ὅλα αὐτὰ ἡ ἡμέρα τῆς Γεννήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐν σαρκὶ – τὰ Χριστούγεννα – εἶναι ἑορτὴ θαυμαστὴ καὶ διὰ τὸ μεγαλεῖον της καὶ διὰ τὸ μυστήριόν της καὶ διὰ τὸ νόημά της.

Ἑορτάζοντες τὰ Χριστούγεννα, οὐσιαστικῶς ὁμολογοῦμεν καὶ δοξάζομεν τὸ μοναδικὸν ἀληθινὸν νόημα καὶ τὸν λόγον τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως, τῆς ἀνθρωπίνης αἰσθήσεως, τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς. Διότι κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς τοῦ Κυρίου Γεννήσεως «ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως», τοῦ θείου νοήματος, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν κόσμον μέχρι τῶν περάτων του, καὶ ἀπεκάλυψεν εἰς ἡμᾶς τὸ αἰώνιον νόημα καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἐν τῷ κόσμῳ ἀνθρώπου.

Εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ μᾶς ἐδόθη ἡ ἀποκάλυψις καὶ τὸ νόημα τόσον τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπου, ὅσον καὶ τοῦ μυστηρίου τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Διὰ τοῦτο μᾶς εἶναι ἀγαπητὸς ἄνθρωπος : διότι ἀνήκει εἰς τὸν Θεὸν Λόγον καί, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, εἶναι λογικός· Ἀλλὰ μᾶς εἶναι ἀγαπητὴ καὶ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἀνήκει καὶ αὐτὴ εἰς τὸν Λόγον καί, διαὐτό, εἶναι λογική καὶ σκέψις τοῦ ἀνθρώπου μᾶς εἶναι ἀγαπητή, διότι ἀνήκει εἰς τὸν Λόγον καί, διαὐτὸ εἶναι, λογική καὶ αἴσθησις τοῦ ἀνθρώπου ἐπίσης, διότι ἀνήκει εἰς τὸν Λόγον καί, διαὐτό, εἶναι καὶ αὐτὴ λογική· κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, διότι εἶναι τοῦ Λόγου, καὶ διαὐτό, λογική· μᾶς εἶναι ἀγαπητὸς καὶ κόσμος ἀκόμη, διότι εἶναι τοῦ Θεοῦ Λόγου, καὶ διαὐτό, καὶ αὐτὸς λογικός· καθὼς καὶ οὐρανός, διότι καὶ αὐτὸς εἶναι τοῦ Λόγου, καὶ διὰ τοῦτο λογικός.

Μὲ τὴν γέννησιν τοῦ Θεοῦ ἐν σώματι, ἐγεννήθη εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον ὅλος ὁ Θεός, ὅλη ἡ Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ὅλη ἡ Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὅλη ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅλη ἡ Ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ, ὅλον τὸ Ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο ὅλοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὸν Θεὸν καὶ τὴν Δικαιοσύνην Αὐτοῦ, μέσα εἰς τὴν πνευματικὴν ἔξαρσιν καὶ τὴν ἄπειρον χαράν των, χαιρετίζουν ὅλα τὰ ὄντα καὶ ὅλην τὴν κτίσιν μὲ τὸν χριστουγεννιάτικον χαιρετισμόν: Χριστὸς ἐγεννήθη ! ἐνῷ ἀπὸ τὰ χριστονοσταλγικὰ βάθη τῶν ὄντων καὶ τῆς κτίσεως ἀντηχεῖ συγκινητικὴ ἡ ἀπάντησις : Ἀληθῶς ἐγεννήθη !

ΠΗΓΗ : Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος, ἐκδ. οἶκος «Ἀστήρ».