"Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς" (Κατά Ιωάννη 8,32).

Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ - Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ

Η ουρανοδρόμος Κλίμαξ (Σλαβικό χειρόγραφο).




ΕΙΣ ΤΗΝ Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

Η θεραπεία του δαιμονισμένου.
1. Πολλές φορές ωμίλησα προς την αγάπη σας περί νηστείας και προσευχής, ιδιαιτέρως μάλιστα αυτές τις ιερές ημέρες· εναπέθεσα ακόμη στις φιλόθεες ακοές και ψυχές σας ποια δώρα προσφέρουν στους εραστάς των και πόσων αγαθών πρόξενοι γίνονται σ' αυτούς που τις ασκούν, πράγμα που επιβεβαιώνεται γι' αυτές κυρίως από την φωνή του Κυρίου που αναγινώσκεται σήμερα στο ευαγγέλιο. Ποια δε είναι αυτά; Είναι μεγάλα, τα μεγαλύτερα όλων θα ελέγαμε· διότι εκτός από τα άλλα μπορούν να παράσχουν και εξουσία κατά πονηρών πνευμάτων, ώστε να τα εκβάλλσυν και να τα απελαύνουν, και τους δαιμονισμένους να τους ελευθερώνουν από την επήρειά τους. Όταν πραγματικά οι μαθηταί είπαν προς τον Κύριο περί του αλάλου και κωφού δαιμονίου, ότι «εμείς δεν μπορέσαμε να το εκβάλωμε», είπε προς αυτούς ο Κύριος· «τούτο το γένος δεν εκδιώκεται, παρά με προσευχή και νηστεία».

2. Ίσως γι' αυτό, μετά την προσευχή επάνω στο όρος και την κατ' αυτήν εμφάνισι της θεϊκής αυγής, κατέβηκε αμέσως και ήλθε στον τόπο, όπου ευρισκόταν ο κατεχόμενος από τον δαίμονα εκείνον. Λέγει δηλαδή ότι, αφού παρέλαβε τους εγκρίτους μαθητάς, ανέβηκε στο όρος να προσευχηθή και έλαμψε σαν ο ήλιος, και ιδού εφάνηκαν να συνομιλούν με αυτόν ο Μωυσής και ο Ηλίας, οι άνδρες που περισσότερο από κάθε άλλον άσκησαν την προσευχή και τη νηστεία, δεικνύοντας και δια της παρουσίας των στην προσευχή την συμφωνία και εναρμόνισι μεταξύ προσευχής και νηστείας, ώστε κατά κάποιον τρόπο η νηστεία να συνομιλή με την προσευχή ομιλώντας προς τον Κύριο. Εάν η φωνή αίματος του φονευθέντος Άβελ βοά προς τον Κύριο, καθώς λέγει αυτός προς τον Κάιν, όπως εμάθαμε από τα λόγια του Μωυσέως, πάντως και όλα τα μέρη και μέλη του σώματος, κακοπαθούντα με την νηστεία, θα βοήσουν προς τον Κύριο και, συνομιλώντας με την προσευχή του νηστεύοντος και περίπου συμπροσευχόμενα, δικαίως θα την καταστήσουν ευπροσδεκτικώτερη και θα δικαιώσουν αυτόν που υφίσταται εκουσίως τον κόπο της νηστείας. Μετά λοιπόν την προσευχή και την κατά θείο τρόπο λάμψι, αφού ο Κύριος κατέβηκε από το όρος, έρχεται προς τον όχλο και τους μαθητάς, στους οποίους ωδηγήθηκε εκείνος ο κατειλημμένος από το δαιμόνιο, ώστε, όπως έδειξε επάνω στο όρος ότι εκείνο ήταν βραβείο νηστείας και προσευχής, όχι μόνο μεγάλο αλλά και επάνω από το μεγάλο (πραγματικά έδειξε ότι η θεία λαμπρότης υπήρξε άθλον αυτών), έτσι, αφού κατεβή, θα επιδείξη ότι έπαθλο τούτων είναι και η ισχύς κατά των δαιμόνων.

3. Αλλά, επειδή κατά την παρούσα Κυριακή των ιερών νηστειών είναι συνήθεια ν' αναγινώσκεται στην εκκλησία η διήγησις περί του θαύματος τούτου, ας εξετάσωμε από την αρχή όλη την ευαγγελική περικοπή που το περιγράφει. Μόλις λοιπόν ήλθε ο Ιησούς προς τους μαθητάς και τους παρευρισκομένους με αυτούς κι' ερώτησε, τι συζητείτε, κάποιος από το πλήθος είπε· «διδάσκαλε, έφερα σε σένα τον υιό μου που έχει πνεύμα άλαλο και όπου τον καταλάβη, τον συγκλονίζει και αυτός αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και ξηραίνεται».

4. Πώς λοιπόν άφριζε αυτός κι' έτριζε τα δόντια κι' εξηραινόταν; Του δαιμονισμένου πάσχει πρώτο και περισσότερο από όλα τα μόρια του σώματος ο εγκέφαλος· διότι ο δαίμων χρησιμοποιεί ως όχημα το ψυχικό πνεύμα που ευρίσκεται σ' αυτόν και από αυτό σαν ακρόπολι καταδυναστεύει όλο το σώμα. Όταν δε πάσχη ο εγκέφαλος, αφήνεται από εκεί μια ροή προς τα νευρα και τους μυς του σώματος αφρώδης και φλεγματώδης, που φράσσει τις διεξόδους του ψυχικού πνεύματος· και από αυτό προκαλείται κλονισμός και ρήξις και ακουσία κίνησις σε όλα τα αυτόβουλα μόρια, μάλιστα δε στις γνάθους, που πλησιάζουν περισσότερο στο μόριο που έπαθε πρώτο. Καθώς το υγρό ρέει περισσότερο προς το στόμα λόγω της χωρητικότητος των πόρων και της εγγύτητος προς τον εγκέφαλο, επειδή εξ αιτίας της άτακτης κινήσεως των οργάνων η αναπνοή δεν μπορεί να εκπνευσθή αθρόα, αλλά και ανακατεύεται με το πλήθος του υγρού, δημιουργείται στους πάσχοντας αφρός. Έτσι ο δαίμων εκείνος άφριζε και έτριζε τα δόντια, που προσέκρουαν μεταξύ τους φοβερά κι έσφιγγαν με μανία. Εξηραινόταν δε έπειτα από την σφοδροτέρα επήρεια του δαιμονίου. Όπως οι ατμοί που κινούνται από την θέρμη της ηλιακής ακτίνος, αν αυτή είναι σφοδροτέρα, πάλι αφανίζονται από αυτήν διασκορπιζόμενοι τελείως, έτσι και η υγρότης που προέρχεται από τα σπλάγχνα με την επήρεια του δαίμονος, αν αυτή είναι σφοδρότερα, σε λίγο δαπανάται και η έμφυτη υγρασία της σάρκας κι εκείνος ο δαιμονισμένος καταξηραίνεται.

5. Ο πατέρας του δαιμονισμένου προσέθεσε προς τον Κύριο, ότι είπε στους μαθητάς να το εκβάλουν και δεν κατώρθωσαν· ο δε Κύριος, αποτεινόμενος όχι προς αυτόν αλλά και προς όλους, λέγει, «ω γενεά άπιστη, έως πότε θα είμαι με σας, έως πότε θα σας ανεχθώ;». Μου φαίνεται ότι οι παρόντες τότε Ιουδαίοι, λαμβάνοντας αφορμή από το ότι δεν μπόρεσαν να εκβάλουν τον δαίμονα οι μαθηταί, θα εβλασφήμησαν κάπως. Τι δεν θα έλεγαν, αφού ευρήκαν αφορμή, αυτοί που, και όταν ετελούνταν θαύματα, δεν άφηναν τις βλασφημίες; Γνωρίζοντας λοιπόν ο Κύριος τους γογγυσμούς και τους ονειδισμούς τούτων, τους εξελέγχει και τους καταισχύνει, όχι μόνο με λόγους επιτιμητικούς, αλλά και με πράξεις και λόγια γεμάτα φιλανθρωπία.

Πραγματικά προστάσσει, φέρετέ τον εδώ σ' εμένα, και τον έφεραν, και μόλις το δαιμόνιο είδε τον Κύριο εσπάραξε τον άνθρωπο που έπεσε κι εκυλιόταν αφρίζοντας· διότι του επιτρεπόταν να καταστήση φανερά την κακία του.

6. Ο δε Κύριος ερώτησε τον πατέρα του παιδιού, «από πόσον χρόνο του συνέβηκε τούτο;». Αυτήν την ερώτησι την κάμει ο Κύριος, για να τον οδηγήση προς την πίστι και την με πίστι παράκλησι. Τόσο απείχε από την πίστι ο άνθρωπος αυτός, ώστε να μη παρακαλή ούτε υπέρ της σωτηρίας του παιδιού. Γι' αυτό δεν παρακάλεσε καθόλου ούτε τους μαθητάς· «τους είπα», λέγει, «να τον εκβάλουν»· δεν εγονάτισε, δεν ικέτευσε, δεν παρακάλεσε. Αλλά δεν φαίνεται ούτε τον Κύριο να παρακάλεσε ακόμη. Γι' αυτό ο Κύριος, αφήνοντας το παιδί που ήταν ελεεινώς ξαπλωμένο εμπρός στα μάτια του, συζητεί μ' εκείνον, ερωτώντας τον χρόνο του πάθους και προκαλώντας τον προς την παράκλησι. Αυτός δε αποκρίνεται ότι του συμβαίνει από την παιδική ηλικία και ότι πολλές φορές τον έβαλε στη φωτιά και στα ύδατα, για να τον αφανίση, και προσθέτει· «αλλ' αν μπο-ρής, λυπήσου μας και βοήθησέ μας».

7. Βλέπετε, πόση είναι η απιστία του ανθρώπου; Διότι αυτός που λέγει, 'αν μπορής', φυσικά φανερώνει ότι δεν πιστεύει ότι μπορεί ο άλλος. Ο δε Κύριος είπε, «αν μπορής να πιστεύσης, όλα είναι δυνατά στον πιστεύοντα»· το λέγει δε τούτο όχι αγνοώντας την απιστία εκείνου, αλλά προβιβάζοντάς τον βαθμιαίως στην πίστι και συγχρόνως δεικνύοντας ότι αιτία που δεν έβγαλαν οι μαθηταί τον δαίμονα είναι η απιστία του. Πρόσεξε δε τον ευαγγελιστή· δεν λέγει ότι ο Κύριος είπε προς τον πατέρα του παιδιού «αν μπορής να πιστεύσης», διότι πάντοτε ο Κύριος απαιτεί την πίστι από τους ζητούντας τις θεραπείες· αφού ήταν δεσπότης και κηδεμών και των ψυχών, εφρόντιζε να θεραπευθούν κι' αυτές διά της πίστεως· αλλ' εκείνος ο πατέρας του παιδιού, μόλις άκουσε ότι στην πίστι του ακολουθεί η ίασις, έλεγε με δάκρυα· «πιστεύω, Κύριε, βοήθησε την απιστία μου». Βλέπετε αρίστη προκοπή ηθών; Διότι όχι μόνο επίστευσε περί της θεραπείας του παιδιού, αλλ' ότι ο Κύριος μπορεί να κατανικήση και την απιστία του, αν θελήση. Ενώ δε ο όχλος επάνω σ' αυτά τα λόγια συνέρρεε, επετίμησε, λέγει, ο Κύριος το ακάθαρτο πνεύμα, λέγοντάς του· «το άλαλο και κωφό πνεύμα, εγώ σε διατάσσω, έξελθε από αυτόν και να μη εισέλθης ποτέ πάλι σ' αυτόν».

8. Το δαιμόνιο τούτο φαίνεται ότι είναι φοβερώτατο και θρασύτατο· την δε θρασύτητά του αποδεικνύει η σφοδρότης της επιτιμήσεως και η παραγγελία να μη εισέλθη άλλη φορά πλέον διότι, όπως φαίνεται, χωρίς την παραγγελία αυτή μπορούσε να επιστρέψη πάλι μετά την εκβολή. Εξ άλλου είχε κατεξουσιάσει σε μεγάλη έκτασι τον άνθρωπο, ήταν δυσκολοαπόσπαστο, έμενε κωφό και άλαλο, ώστε να μη επαρκή η φύσις να εξυπηρετή την υπερβολική του μανία, γι' αυτό και είχε καταντήσει τελείως αναίσθητη, διότι λέγει, «αφού έκραξε και τον εσπάραξε δυνατά, εξήλθε· ο δε άνθρωπος έγινε σαν νεκρός, ώστε πολλοί να λέγουν ότι απέθανε». Η δε κραυγή δεν αντίκειται προς το γεγονός ότι το δαιμόνιο ήταν άλαλο· διότι η μεν λαλιά είναι φωνή σημαντική κάποιας εννοίας, η δε κραυγή είναι άσημη φωνή. Αφήνεται δε το δαιμόνιο να σπαράξη τον άνθρωπο τόσο πολύ και να τον καταστήση σαν νεκρό, για να φανερωθή όλη η κακία του. Ο Κύριος λοιπόν, πιάνοντας το χέρι του ανθρώπου, τον ανήγειρε, ώστε εσηκώθηκε, δεικνύοντας έτσι ότι έχει πολλή ενέργεια· το ότι τον έπιασε από το χέρι ήταν εκδήλωσις της κτιστής ιδικής μας ενεργείας, το δε ότι τον ανέστησε απηλλαγμένο από πάθη ήταν εκδήλωσις της άκτιστης και θείας και ζωαρχικής ενεργείας.

9. Όταν δε έπειτα οι μαθηταί ερώτησαν ιδιαιτέρως, «γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να το βγάλωμε;», είπε προς αυτούς ότι τούτο το δαιμόνιο «δεν μπορεί να εξέλθη με τίποτε άλλο, πλην της προσευχής και της νηστείας». Λέγουν λοιπόν μερικοί ότι αυτή η προσευχή και η νηστεία πρέπει να γίνονται από τον πάσχοντα· δεν είναι όμως σωστό αυτό, διότι ο ενεργούμενος από πονηρό πνεύμα, και μάλιστα τόσο φοβερό, αφού είναι όργανο εκείνου και καταδυναστεύεται από εκείνο, πώς θα μπορούσε να προσευχηθή ή νηστεύση επωφελώς για τον εαυτό του;

10. Φαίνεται ότι το δεινότατο τούτο δαιμόνιο είναι της ακολασίας, αφού άλλοτε μεν ρίπτει τον κατειλημμένο στη φωτιά (διότι τέτοιοι είναι οι αλλόκοτοι και αναίσθητοι έρωτες), άλλοτε δε τον βυθίζει στα ύδατα διά της αδηφαγίας και των αμέτρων και αφθόνων πότων και συμποσίων. Είναι δε και σ' αυτούς κωφό και άλαλο το δαιμόνιο τούτο, διότι αυτός που πείθεται στις υποβολές τοιούτου δαιμονίου δεν υποφέρει εύκολα ν' ακούη και να λαλή τα θεία. Αλλ' όμως όταν κανείς δεν έχη ενοικισμένο το πονηρό αυτό πνεύμα, αλλά φέρεται από τις υποβολές εκείνου, όταν ανασηκωθή προς επιστροφή (διότι έχει το αυτεξούσιο), χρειάζεται προσευχή και νηστεία, ώστε με την νηστεία μεν να χαλινώση το σώμα και καταστείλη τις επαναστάσεις του, δια της προσευχής δε να αδρανοποιήση και κατευνάση τις προλήψεις της ψυχής και τους λογισμούς που ερεθίζουν προς το πάθος· κι έτσι, απελαύνοντας με προσευχή και νηστεία την σατανική προσβολή και επήρεια, να κυριαρχήση το πάθος. Όταν όμως δεν ενεργήται απλώς από την υποβολή του δαίμονος, αλλ' έχει ένοικο τον ίδιον τον δαίμονα, ούτε κατά τα ανθρώπινα πλέον πάσχει ούτε ο ίδιος μπορεί να πράξη κάτι προς θεραπεία του, αλλ' ό,τι θα έπραττε εκείνος, αν είχε ελεύθερο νου, τούτο, πραττόμενο υπέρ αυτού από τους ελευθέρους, και μάλιστα κατόχους θείου Πνεύματος, θα συντέλεση μεγάλως προς την εκβολή του δαίμονος.

11. Αλλά βέβαια δεν μας ζητείται ν' απελαύνωμε δαίμονας, και αν μπορέσωμε ν' απελάσουμε, κανένα όφελος δεν θα προέλθη για μας, αν έχωμε ακατάστατο βίο. Διότι, λέγει, «πολλοί θα μου ειπούν εκείνη την ημέρα· Κύριε, δεν επροφητεύσαμε στο όνομά σου και δεν εκβάλαμε δαιμόνια στ' όνομά σου; Και θα τους απαντήσω· δεν σας γνωρίζω, απομακρυνθήτε από κοντά μου όσοι εργάζεσθε την ανομία». Επομένως πολύ επωφελέστερο είναι να σπεύσωμε ν' απελάσωμε το πάθος της πορνείας και της οργής, του μίσους και της υπερηφανείας, από το να εκβάλλωμε δαιμόνια. Πραγματικά, δεν αρκεί μόνο ν' απαλλαγούμε από τη σωματική αμαρτία, αλλά πρέπει να καθάρωμε και την ενέργεια που οικουρεί μέσα στην ψυχή. Διότι οι κακοί διαλογισμοί εκπορεύονται από την καρδιά μας, μοιχείες, πορνείες, φόνοι, κλοπές, πλεονεξίες και τα παρόμοια (αυτά δε είναι που κινούν τον άνθρωπο), και «αυτός που κοιτάζει γυναίκα με πόθο, ήδη την εμοίχευσε στην καρδιά του». Όταν άπρακτη το σώμα είναι δυνατό να ενεργήται η αμαρτία νοερώς· όταν δε η ψυχή αποκρούη εσωτερικώς την προσβολή του πονηρού δια προσευχής και προσοχής και μνήμης θανάτου, διά της κατά τον Θεό λύπης και του πένθους, τότε της αγιωσύνης συμμετέχει και το σώμα, αποκτώντας την απραξία στα κακά. Κι αυτό είναι εκείνο που λέγει ο Κύριος ότι αυτός που εκαθάρισε το απ' έξω του ποτηριού, δεν εκαθάρισε και το εσωτερικό, αλλά καθαρίσατε το εσωτερικό του ποτηριού, κι έτσι θα είναι καθαρό ολόκληρο.

Πραγματικά καταβάλλοντας κάθε φροντίδα ώστε να είναι κατά το θέλημα του Θεού η εσωτερική σου εργασία, θα νικήσης τα εξωτερικά πάθη· διότι εάν η ρίζα είναι αγία και οι κλάδοι θα είναι άγιοι, εάν είναι η ζύμη, θα είναι και το φύραμα. «Να περιπατήτε κατά το πνεύμα», λέγει ο Παύλος, «και να μη εκτελήτε επιθυμία σαρκός».

12. Γι' αυτό και ο Χριστός δεν κατήργησε την Ιουδαϊκή περιτομή, αλλά την ετελείωσε· διότι αυτός είναι που λέγει, «δεν ήλθα να καταλύσω τον νόμο, αλλά να τον συμπληρώσω». Πώς λοιπόν τον συμπλήρωσε; Ο νόμος εκείνος ήταν σφραγίς και υπόδειγμα και συμβολική διδαχή περί της περιτομής των πονηρών λογισμών στην καρδιά. Οι Ιουδαίοι που δεν εφρόντιζαν γι' αυτήν ωνειδίζονταν από τους προφήτες ως απερίτμητοι στην καρδιά, εμισούνταν από τον βλέποντα στην καρδιά και στο τέλος έγιναν απόβλητοι· διότι ο άνθρωπος βλέπει στο πρόσωπο, ο Θεός στην καρδιά, κι εάν αυτή είναι γεμάτη ρυπαρούς ή πονηρούς λογισμούς, ο άνθρωπος εκείνος γίνεται άξιος θείας αποστροφής. Γι' αυτό πάλι ο απόστολος παραινεί να κάμωμε τις ευχές χωρίς οργή και διαλογισμούς.

13. Όταν δε ο Κύριος μας διδάσκη να φροντίσωμε για την πνευματική περιτομή της καρδιάς, μακαρίζει τους καθαρούς στην καρδιά και τους πτωχούς στο πνεύμα και της μεν καθαρότητος αυτής τονίζει ότι έπαθλο είναι η θεοπτία, στους πτωχούς δε υπόσχεται τη βασιλεία των ουρανών· πτωχούς δε λέγει αυτούς που ζουν σε ένδεια και ευτέλεια. Δεν μακαρίζει δε απλώς τους τοιούτους ανθρώπους, αλλά τους κατά το φρόνημα τοιούτους, δηλαδή αυτούς που, εξ αιτίας της εσωτερικής στην καρδιά ταπεινώσεως και αγαθής προαιρέσεως, διαθέτουν αναλόγως και τα εξωτερικά. Απαγορεύει δε όχι μόνο τον φόνο, αλλά και την οργή, και προτάσσει να συγχωρούμε από καρδιά αυτούς που μας πταίουν και δεν δέχεται το προσφερόμενο από μας δώρο, αν δεν συνδιαλλαγούμε προηγουμένως κι αφήσωμε την οργή.

14. Το ίδιο διδάσκει και για τα πορνικά πάθη· διότι και αυτήν την από περιέργεια θέα και την από αυτήν επιθυμία εδίδαξε ότι είναι μοιχεία στην καρδιά· και εξετάζοντας αυτά τα θέματα γενικώτερα λέγει, εάν το φώς που έχης μέσα σου, δηλαδή ο νους και η διάνοια, είναι σκότος, γεμάτα από τις αφώτιστες προσβολές των αρχόντων του σκότους, πόσο μάλλον το σκότος, δηλαδή το σώμα και η αίσθησις, τα οποία δεν έχουν δικό τους νοερό φέγγος, γεννητικό αληθείας και απαθείας; Εάν δε το μέσα σου φώς είναι καθαρό, σε περίπτωσι που δεν σκοτίζουν τα σαρκικά φρονήματα, θα είσαι τελείως φωτεινός κατά την ψυχή, όπως όταν σε φωτίζη το λυχνάρι με την λάμψι του. Τέτοια είναι η περιτομή της καρδίας κατά το πνεύμα, διά της οποίας ο Κύριος συμπλήρωσε την κατά τον νόμο περιτομή στην σάρκα, που εδόθηκε στους Ιουδαίους, για να υποσημαίνη εκείνην και να οδηγή προς εκείνην. Επειδή δε αυτοί δεν εφρόντισαν να την αποκτήσουν, η περιτομή τους, όπως λέγει ο Παύλος, έγινε ακροβυστία και αποξενώθηκαν από τον Θεό που δεν βλέπει στο πρόσωπο, δηλαδή στα φανερά δικαιώματα της σαρκός, αλλά στην καρδιά, δηλαδή στα αφανή και μέσα μας κινήματα των λογισμών.

15. Ας προσέχωμε λοιπόν κι εμείς, αδελφοί, παρακαλώ, κι ας καθαρίσωμε τις καρδιές μας από κάθε μολυσμό, για να μη συμπαρασυρθούμε μ' εκείνους που κατακρίθηκαν. Αν ο νόμος που εκτέθηκε διά του Μωυσέως «επιβεβαιώθηκε και κάθε παράβασις και παρακοή έλαβε δικαία ανταπόδοσι, πώς θα ξεφύγωμε εμείς που αμελήσαμε για την σωτηρία μας, η οποία αρχίζοντας να διακηρύσσεται από τον Κύριο διαβιβάσθηκε προς εμάς εγκύρως από εκείνους που άκουσαν, ενώ ο Θεός συνεπεκύρωνε με σημεία και τέρατα και ποικίλες δυνάμεις και με διαμερισμό του αγίου Πνεύματος;». Ας φοβηθούμε λοιπόν τον διερευνώντα καρδιά και νεφρούς· ας εξιλεώσωμε τον Κύριο των εκδικήσεων· ας βάλωμε μέσα μας ένοικο την ειρήνη, τον αγιασμό, την προσευχή με κατάνυξι, χωρίς τα οποία κανείς δεν θα ιδή τον Κύριο· ας ποθήσωμε γεμάτοι πίστι την υπεσχημένη εκείνη στους καθαρούς στην καρδιά θέα, και ας πράξωμε τα πάντα, για να επιτύχωμε αυτήν, με την οποία μαζί είναι η αιωνία ζωή, το άφθαρτο κάλλος, ο αδαπάνητος πλούτος, η αναλλοίωτη και απέραντη τρυφή και δόξα και βασιλεία.

16. Αυτά είθε να επιτύχωμε όλοι εμείς σ' αυτόν τον βασιλέα των αιώνων Χριστό· στον οποίο μόνο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό πνεύμα, στους απεράντους αιώνες. Γένοιτο.

ΠΗΓΗ : Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς».

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Η ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΚΛΙΜΑΚΑ ΚΑΙ Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΒΑΣΗ - ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΫΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Η ουρανοδρόμος Κλίμαξ - Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας.
Σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά ένα συγγραφέα. Τον συγγραφέα ενός μόνου βιβλίου. Της, όπως λέγεται, "ουρανοδρόμου Κλίμακος". Αναφέρεται σε μια σκάλα με τριάντα σκαλοπάτια. Ανεβαίνοντάς την κανείς, αγωνίζεται να νικήσει τα πάθη και να κατακτήσει αρετές. Συγγραφέας της είναι ο όσιος Ιωάννης ο Σιναίτης, ο επονομαζόμενος της Κλίμακος.

Το βιβλίο είναι ιδιαίτερα αγαπητό στους μοναχούς, αλλά μπορούν να το διαβάσουν όλοι. Περιέχει ωραία μυστικά για τον αγώνα της παθοκτονίας και της αρετοσυγκομιδής. Ο συγγραφέας θα πρέπει να ήταν μεγάλος αγωνιστής και νικητής παθών αντιθέων. Με γνώση, τέχνη, επιμέλεια, σαφήνεια και βαθύτητα αναλύει καταστάσεις, περιστάσεις, παγίδες και πλάνες. Γνωρίζει καλά τις αιτίες, τα αίτια, τα αιτιατά, τις αφορμές και τις αφορμές των αφορμών των παθών. Τί τα προκαλούν, τα ερεθίζουν, τα διατηρούν και τί τα μεταποιούν, μετατρέπουν και αλλάζουν. Πρόκειται για μέγα ψυχανατόμο. Αναφέρεται πως διδάσκεται σε ξένες πανεπιστημιακές σχολές ως σταθμός της Ψυχολογίας.

Δίχως να θέλω να ξαναγκρινιάξω θα πω πως μερικές φορές εξαντλούμε το κήρυγμα της Εκκλησίας στην απλή κοινωνική προσφορά. Κάτι που το κάνουν και πολλοί άλλοι και πολύ καλά κάνουν. Η Εκκλησία μας δίνει αυτό που κανείς άλλος δεν μπορεί να μας δώσει. βαθύ νόημα βίου, υψηλή στοχοθεσία, λύτρωση, παραμυθία, "υπέρ πάντα νουν ειρήνη". Το βιβλίο του οσίου Ιωάννου είναι βοηθητικό προς τούτο. Θεωρητικά και πρακτικά μας καθοδηγεί διδακτικά. Ο όσιος Ιωάννης αναγκάζεται να εκτεθεί από αγάπη, να μας κάνει συμμέτοχους των πολύτιμων κερδών του πνευματικού του αγώνος. Μας παρουσιάζει το "δυσέκμαρτον", αυτό που πολύ δύσκολα φανερώνεται. Το "δυσεκλάλητον", αυτό που δύσκολα περιγράφεται με τα φτωχά λόγια. Το "δυσεπίτευκτον", αυτό που δύσκολα επιτυγχάνεται από τον άνθρωπο.

Ο όσιος Ιωάννης μας παίρνει στοργικά από το χέρι και μας ανεβάζει προσεκτικά ένα - ένα τα σκαλοπάτια της υπέροχης αυτής σκάλας. Δεν χρειάζεται καμία βιασύνη κι επιπολαιότητα αλλά μάλλον υπομονή, επιμονή, επιμέλεια, σύνεση και ησυχία. Ησυχία περισσότερο εσωτερική αλλά και εξωτερική. Στο θόρυβο των πόλεων μένει κανείς ν΄ ασχολείται μόνο με τους άλλους και να συγκρίνεται συνήθως με τους χειρότερους. Ο Ιωάννης μας καλεί ν΄ ανέλθουμε την Κλίμακά του με ακύμαντη και ξεθόλωτη σκέψη, καθαρή καρδιά, φλογερή επιθυμία, ακόρεστη δίψα για τη θέα του Θεού. Μιλά για ξαγγίστρωμα από τα υλικά, τα φθαρτά τα μάταια. Επίσης για απομάκρυνση από τ΄ ασήμαντα, περιττά, πολυμέριμνα και διαχυτικά. Αυτό το συμμάζεμα του νου, την περισυλλογή και αυτογνωσία τα θεωρεί λίαν απαραίτητα και βασικά για κάθε πνευματική πρόοδο. Λέει χαρακτηριστικά πως είναι φύσει αδύνατον σε αυτόν που δεν έμαθε γράμματα να διαβάζει βιβλία. Χρησιμοποιεί μύριες εικόνες και πολλά ωραία παραδείγματα, που κάνουν αλήθεια ιδιαίτερα τερπνή τη μελέτη του.

Η κοσμική ζωή δυστυχώς απομακρύνει τον άνθρωπο από την πνευματική θεώρηση της ζωής, ώστε και τα λίγα παραπάνω να θεωρούνται ανέγγιχτα από πολλούς. Θωρείται ανέφικτη όχι η πραγματοποίηση αλλά και η ανάγνωση του βιβλίου αυτού. Αποφεύγουμε συστηματικά ότι μπορεί να ενοχλήσει τον μάταιο εφησυχασμό μας. Αφήσαμε στους θεολόγους, στους φιλοσόφους, τους μοναχούς, τους ποιητές κάθε θεωρητική αναζήτηση. Καταντήσαμε να ταυτίσουμε την πρακτική πλευρά της ζωής με την ευκολία και να περιφρονήσουμε κάθε θεωρητική πλευρά. Δεν αναφερόμαστε σε μεταφυσική ελπίδα και μετά θάνατον ζωή, αλλά για την μακαριότητα της παρούσης ζωής μέσα, από το πρίσμα της αιωνιότητας, σε κοινωνία με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Η σύγχρονη πτωχεία δεν παύει πάντως να νοσταλγεί την ανάβαση, ανάταση και αληθινή αναψυχή, την πραγματική ευτυχία μετά από επιμελή παθοκτονία. Στο τελευταίο σκαλοπάτι της ιωάννειας Κλίμακος αναμένει την αγωνιστή η αγάπη, η μεγαλύτερη αρετή, αυτό που είναι ο Θεός.

ΠΗΓΗ : ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΫΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ (+), ΕΟΡΤΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, εκδ. ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ & ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΝΕΑΠΟΛΗ 2012, σ. 119 κ.ε.


Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ


Δεύτερη εἶναι ἡ νηστεία μὲ μέτρο, δηλαδὴ νὰ τρώει κανεὶς μιὰ φορὰ τὴν ἡμέρα καὶ νὰ μὴ χορταίνει· νὰ τρώει ἕνα εἶδος ἀπὸ εὐτελεῖς τροφὲς ποὺ βρίσκονται εὔκολα καὶ ποὺ δὲν τὶς ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή, ἐκτὸς καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλο τίποτε· αὐτὸ γιὰ νὰ νικήσει τὴ γαστριμαργία, τὴ λαιμαργία καὶ τὴν ἐπιθυμία καὶ νὰ παραμένει χωρὶς περισπασμούς, καὶ ταυτόχρονα νὰ μὴν ἀπέχει ἀπὸ κανένα εἶδος τροφῆς, ἀπορρίπτοντας κακῶς ἐκεῖνα ποὺ ἔγιναν ἀπὸ τὸ Θεὸ πολὺ καλά. Οὔτε πάλι νὰ τὰ καταπίνει ὅλα χωρὶς νὰ κρατιέται ἀπὸ τὴ φιληδονία, ἀλλὰ νὰ τρώει κάθε μέρα ἀπὸ ἕνα εἶδος μὲ ἐγκράτεια καὶ ἔτσι νὰ τὰ μεταχειρίζεται ὅλα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ἀπέχει ἀπὸ κανένα, θεωρώντας τὸ κακό, ὅπως κάνουν οἱ καταραμένοι αἱρετικοί. Κρασὶ μόνο στὸν κατάλληλο καιρό, γιατὶ στὰ γηρατειά, στὴν ἀσθένεια καὶ στὸ κρύο, τὸ κρασὶ εἶναι πάρα πολὺ χρήσιμο, ἀλλὰ καὶ τότε λιγοστό· στὴ νεότητα ὅμως, στὴ ζέστη καὶ στὴν ὑγεία, καλύτερο εἶναι τὸ νερό, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ λίγο, ὅσο τὸ δυνατόν, γιατὶ ἡ δίψα εἶναι καλύτερη ἀπ’ ὅλες τὶς σωματικὲς πράξεις.

(Απόσπασμα : βιβλίο πρώτο, περί των επτά σωματικών πράξεων).

ΠΗΓΗ : ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ, ΒΕΝΕΤΙΑ 1782, σ. 566, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Τομ Γ' , απόδοση Α. Γ. Γαλίτη, εκδ. "Το Περιβόλι της Παναγίας", Θεσσαλονίκη. 

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΤΟΥ ΒΑΡΕΩΣ ΗΧΟΥ (ΠΛ. Γ΄)

Ο μετανοήσας ληστής στον Παράδεισο.
Απολυτίκιον  Ήχος βαρύς
Κατέλυσας τώ Σταυρώ σου τόν θάνατον, ηνέωξας τώ Ληστή τόν Παράδεισον, τών Μυροφόρων τόν θρήνον μετέβαλες, καί τοίς σοίς Αποστόλοις κηρύττειν επέταξας, ότι ανέστης Χριστέ ο Θεός, παρέχων τώ κόσμω τό μέγα έλεος.

Απόδοση

Κατήργησες - νίκησες δια του σταυρικού σου θανάτου τον θάνατο, άνοιξες δια του Σταυρού σου τον Παράδεισο στον ληστή που μετανόησε, μετέβαλες τον θρήνο των Μυροφόρων σε χαρά, και παρήγγειλες στους Αποστόλους να κηρύξουν στον κόσμο ότι Αναστήθηκε Χριστός ο Θεός, παρέχοντας στους ανθρώπους τη μεγάλη αγάπη και ευσπλαχνία του. 


ΕΙΣ ΤΗΝ Γ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΟΜΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ


… ο ίδιος ο Κύριος, για τον οποίο και δια του οποίου έγιναν τα πάντα, δεν έλεγε πριν από τον Σταυρό, «όποιος δεν παίρνει τον σταυρό του για να με ακολουθήση, δεν είναι άξιός μου» (Ματθ. 10, 38); Βλέπετε ότι και πριν εμπηχθή, ο Σταυρός ήταν που έσωζε; Αλλά και όταν ο Κύριος προέλεγε καθαρά στους μαθητάς το πάθος του και τον θάνατο δια του Σταυρού, ο δε Πέτρος μη υποφέροντας να τ' ακούση και γνωρίζοντας ότι αυτός έχει εξουσία τον παρακαλούσε, «έλεος σ' εσένα, Κύριε, δεν θα σου συμβή τούτο» (Ματθ. 16, 22), αυτόν μεν ο Κύριος τον επετίμησε, διότι στο θέμα τούτο συλλογιζόταν ανθρωπίνως και όχι θείως· αφού δε προσκάλεσε τον όχλο μαζί με τους μαθητάς του τους είπε· «όποιος θέλει να έλθη οπίσω μου, ας απαρνηθή τον εαυτό του, ας σήκωση τον σταυρό του και ας με ακολουθήση· διότι όποιος θέλει να σώση την ψυχή του, θα την χάση, όποιος δε χάση την ψυχή εξ αιτίας εμού και του ευαγγελίου, αυτός θα την σώση» (Ματθ. 16, 25).

Προσκαλεί βέβαια και τον όχλο μαζί με τους μαθητάς και τότε διαμαρτύρεται και παραγγέλλει αυτά τα μεγάλα και υπερφυή φρονήματα, τα πραγματικά όχι ανθρώπινα αλλά θεία, για να δείξη ότι δεν απαιτεί αυτές τις προσπάθειες μόνο από τους εκλεκτούς μαθητάς, αλλά και από κάθε άνθρωπο που πιστεύει σ' αυτόν. Ν' ακολουθή τον Χριστό σημαίνει να ζη κατά το ευαγγέλιό του παρουσιάζοντας κάθε αρετή και ευσέβεια. Ν' απαρνήται τον εαυτό του αυτός που θέλει ν' ακολουθήση και να σηκώνη τον σταυρό του, σημαίνει να μη λυπήται τον εαυτό του όταν το απαιτή ο καιρός, αλλά να είναι έτοιμος για τον ατιμωτικό θάνατο υπέρ της αρετής και της αληθείας των θείων δογμάτων. Τούτο δε, το ν' αρνηθή κανείς τον εαυτό του και να παραδοθή σ' έσχατη ατιμία και θάνατο, αν και είναι μέγα και υπερφυές, δεν είναι παράλογο· διότι οι βασιλείς της γης δεν θα εδέχονταν ποτέ, όταν μάλιστα μεταβαίνουν σε πόλεμο, να τους ακολουθήσουν άνθρωποι που δεν είναι έτοιμοι να πεθάνουν γι' αυτούς. Πού λοιπόν είναι το αξιοθαύμαστο, εάν και ο βασιλεύς των ουρανών, αφού επεδήμησε στη γη κατά την επαγγελία του, τέτοιους ακολούθους ζητεί προς αντιμετώπισι του κοινού εχθρού του γένους; Αλλά οι μεν βασιλείς της γης δεν μπορούν να αναζωώσουν τους φονευθέντας στον πόλεμο ούτε ν' ανταποδώσουν κάτι ταιριαστό στους πρωταγωνιστάς από αυτούς· τί θα μπορούσε τάχα να λάβη από αυτούς κάποιος που δεν ζη πλέον; Αλλά και γι' αυτούς, αν ο θάνατος είναι υπέρ ευσεβών, η ελπίς είναι στον Κύριο· έτσι δε ο Κύριος ανταποδίδει ζωή αιώνια σ' αυτούς που επρωτοστάτησαν στο να τον ακολουθούν.

Και οι μεν βασιλείς της γης ζητούν από τους ακολούθους των να είναι έτοιμοι προς θάνατο, ο δε Κύριος τον μεν εαυτό του έδωσε σε θάνατο υπέρ ημών, σ' εμάς δε παραγγέλλει να είμαστε έτοιμοι για θάνατο όχι υπέρ αυτού αλλά υπέρ ημών των ιδίων. Και δεικνύοντας τούτο, ότι ο θάνατος είναι υπέρ των εαυτών μας, προσθέτει, «όποιος θέλει να σώση την ψυχή του θα την χάση και όποιος την χάση εξ αιτίας εμού και του ευαγγελίου, αυτός θα την σώση» (Μάρκ. 8, 35). Τί σημαίνει τούτο, όποιος θέλη να την σώση, θα την χάση, και όποιος θα την χάση, θα την σώση; Διπλός είναι ο άνθρωπος, ο εκτός, δηλαδή το σώμα, και ο εντός μας, δηλαδή η ψυχή. Όταν λοιπόν ο εκτός από εμάς άνθρωπος παραδώση τον εαυτό του στον θάνατο, χάνει την ψυχή του που χωρίζεται από αυτόν· αυτός λοιπόν που την έχασε έτσι υπέρ του Χριστού και του ευαγγελίου, πραγματικά θα την σώση και θα την κερδίση, προξενώντας σ' αυτήν ζωή ουράνια και αιώνια και παραλαμβάνοντάς την κατά την ανάστασι σ' αυτήν την κατάστασι, ενώ δι' αυτής θα φανή και αυτός ουράνιος και αιώνιος, ακόμη και στο σώμα. Ο φιλόζωος όμως που δεν είναι έτσι έτοιμος να χάση τη ζωή, διότι αγαπά τον πρόσκαιρο τούτον αιώνα και τα πράγματα του αιώνος τούτου, θα ζημιώση την ψυχή του στερώντας την πραγματική ζωή και θα την χάση, παραδίδοντάς την, αλλοίμονο, στην αιώνια κόλασι μαζί του. Αυτόν θρηνώντας κατά κάποιον τρόπο και ο πανοικτίρμων Δεσπότης και δεικνύοντας το μέγεθος του δεινού, λέγει,«τί θα ωφελήση τον άνθρωπο, αν κερδίση όλον τον κόσμο, αλλά χάση την ψυχή του; Ή τί μπορεί να δώση ο άνθρωπος αντάλλαγμα για την ψυχή του;» (Μάρκ. 8, 36). Διότι δεν πρόκειται να κατεβή μαζί του η δόξα του ούτε τίποτε άλλο από αυτά που φαίνονται πολύτιμα και τερπνά στον αιώνα τούτο, τα οποία προέκρινε από τον σωτηριώδη θάνατο. Τί δε μεταξύ αυτών θα μπορούσε να ευρεθή αντάλλαγμα της λογικής ψυχής, της οποίας δεν είναι ισάξιος όλος αυτός ο κόσμος;

Εάν λοιπόν και τον κόσμο όλον ημπορούσε να κερδίση ένας άνθρωπος, αδελφοί, τούτο δεν θα πρόσφερε σ' αυτόν κανένα όφελος, εφ' όσον θα έχανε την ψυχή του· πόσο είναι το κακό, αφού ο καθένας μόνο ελάχιστο πολλοστημόριο απ' αυτόν τον κόσμο μπορεί ν' αποκτήση, αν με την προσπάθεια για το ελάχιστο τούτο χάση την ψυχή του, μη επιθυμώντας να σήκωση τον τύπο και το λόγο του Σταυρού και ν' ακολουθήση τον δοτήρα της ζωής; Διότι σταυρός είναι και ο προσκυνητός τύπος και ο λόγος του τύπου τούτου.

Αλλ' επειδή προηγήθηκε ο λόγος και το μυστήριο αυτού του τύπου, κι' εμείς σήμερα θα εξηγήσωμε τούτο προηγουμένως προς την αγάπη σας. Μάλλον δε πριν από μας εξήγησε και τούτο ο Παύλος· ο Παύλος που καυχάται στον Σταυρό, που φρονεί ότι δεν γνωρίζει τίποτε έκτος από τον Κύριο Ιησού, κι' αυτόν εσταυρωμένον. Τί λέγει λοιπόν εκείνος; Σταυρός είναι το να σταυρώσωμε την σάρκα μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες (Γαλ. 5, 24). Νομίζετε ότι είπε τούτο μόνο για την τρυφή και τα υπογάστρια; Πώς τότε γράφει στους Κορινθίους ότι, «επειδή υπάρχουν έριδες ανάμεσά σας, είσθε ακόμη σαρκικοί και περιπατείτε κατά το ανθρώπινο φρόνημα» (Α’ Κορ. 3, 3); Ώστε και αυτός που αγαπά δόξα ή χρήματα, ή απλώς θέλει να επιβάλη το θέλημά του και προσπαθεί έτσι να νικήση, είναι σαρκικός και περιπατεί κατά την σάρκα. Γι' αυτά ακριβώς δημιουργούνται και οι έριδες, όπως λέγει και ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος· «από πού προέρχονται οι μεταξύ σας πόλεμοι και μάχες; Δεν προέρχονται από εδώ, δηλαδή από τις ηδονές σας που αγωνίζονται μέσα στα μέλη σας; Αγωνίζεσθε αλλά δεν μπορείτε να επιτύχετε, μάχεσθε και πολεμείτε» (Ιακ. 4, 1). Τούτο λοιπόν είναι το να σταυρώση την σάρκα μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες, το να καταστή ο άνθρωπος αδρανής προς κάθε τι που απαρέσκει στον Θεό. Εάν δε και το σώμα τον ταλαιπωρή και τον στενοχωρή, πρέπει ο καθένας να το ανεβάζει εναγωνίως προς το ύψος του Σταυρού. Τί θέλω να ειπώ; Ο Κύριος, όταν ήλθε επί της γης, έζησε βίον ακτήμονα, και δεν έζησε μόνο, αλλά και εκήρυξε λέγοντας, «όποιος δεν αποτάσσεται από όλα τα υπάρχοντά του, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου» (Λουκά 14. 33).

Αλλά κανείς, παρακαλώ, αδελφοί, ας μη δυσανασχετή, όταν ακούη που διακηρύσσομε ανόθευτο το θέλημα του Θεού, το αγαθό και ευάρεστο και τέλειο, μήτε να δυσαρεστηθή νομίζοντας δυσκολοκατόρθωτα τα παραγγέλματα· αλλά πρώτο μεν να αντιλαμβάνεται εκείνο, ότι η βασιλεία των ουρανών είναι βιαστή και βιασταί την αρπάζουν, και ν' ακούη τον κορυφαίο των Αποστόλων του Χριστού Πέτρο, ότι «ο Χριστός έπαθε για χάρι μας, αφήνοντας σ' εμάς υπογραμμό, για ν' ακολουθήσωμε τα ίχνη του» (Α' Πέτρ. 2, 21). Έπειτα να συλλογίζεται επίσης και τούτο, ότι ο καθένας, αφού κατανοήση αληθινά πόσα οφείλει στον Δεσπότη, όταν δεν μπορή ν' ανταποδώση το παν, το ένα μέρος να το προσφέρη με μετριοφροσύνη, όσο μπορεί και προαιρείται, ως προς δε το μέρος πάλι που ελλείπει να ταπεινώνεται εμπρός του και ελκύοντας την συμπάθεια δια της ταπεινώσεως αυτού του είδους αναπληρώνει την έλλειψι. Εάν λοιπόν κανείς βλέπη τον λογισμό του να ορέγεται πλούτο και πολυκτημοσύνη, ας γνωρίζη ότι ο λογισμός αυτός είναι σαρκικός, και γι' αυτό κινείται έτσι· αντιθέτως ο προσηλωμένος στον Σταυρό δεν μπορεί να κινήται προς κάτι τέτοιο. Είναι γι' αυτό ανάγκη να τον ανεβάσωμε τον λογισμό στο ύψος του Σταυρού, για να μη ρίψη ο ίδιος τον εαυτό του κάτω και χωρισθή από τον σταυρωθέντα σ' αυτόν Χριστό.

Πώς λοιπόν θ' αρχίση να τον ανεβάζη στο ύψος του Σταυρού; Ελπίζοντας στον Χριστό, τον χορηγό και τροφέα του σύμπαντος, ας απόσχη από κάθε πόρο που προέρχεται από αδικία, το δε εισόδημα που έχει από δίκαιο πορισμό, χωρίς να προσκολλάται πολύ ούτε σ' αυτό, ας το χρησιμοποιή καλά, καθιστώντας όσο είναι δυνατό κοινωνούς σ' αυτό τους πτωχούς. Η εντολή διατάσσει ν' αρνήται κανείς το σώμα και να σηκώνη τον σταυρό του· και το έχουν μεν το σώμα οι φίλοι του Θεού και ζώντες κατά τον Θεό, αλλά αν δεν είναι πολύ προσδεδεμένοι σ' αυτό, το χρησιμοποιούν ως συνεργό στα αναγκαία, αν δε το καλέση ο καιρός, είναι έτοιμοι να το προδώσουν και αυτό. Το ίδιο συμβαίνει και με τα σωματικά κτήματα και μέσα· ενεργώντας κανείς κατά τον ίδιο τρόπο, αν δεν μπορή να κάμη τίποτε μεγαλύτερο, καλώς και θεαρέστως πράττει. Βλέπει κανείς πάλι μέσα του να κινήται βιαιότερα ο λογισμός της πορνείας; Αυτός ας γνωρίζη ότι δεν έχει ακόμη σταυρώσει τον εαυτό του. Πώς λοιπόν θα τον σταυρώση; Ας αποφεύγη τις περίεργες θέες των γυναικών, καθώς και τις αταίριαστες προς αυτές συνήθειες και τις άκαιρες συνομιλίες, ας μειώνη τις τροφές που ενισχύουν το πάθος, ας απέχη από την πολυποσία, από την οινοφλυγία, την αδηφαγία, την πολυϋπνία· ας αναμιγνύη την ταπεινοφροσύνη με αυτήν την αποχή των παθών, επικαλούμενος με συντριβή καρδίας τον Θεό κατά του πάθους· τότε θα ειπή και αυτός, «είδα τον ασεβή να υπερυψώνεται και ν’ ανεβαίνη σαν οι κέδροι του Λιβάνου, και προσπέρασα δια της εγκρατείας, και δεν ήταν εκεί, και τον ανεζήτησα δια της προσευχής με ταπείνωσι, και δεν ευρέθηκε σε μένα ο τόπος του» (Ψαλμ. 36, 35 ε. ερμηνευτική απόδοσις).

Πάλι, ενοχλεί ο λογισμός της φιλοδοξίας; Εσύ στη σύγκλητο και στην συνεδρίασι να ενθυμήσαι την γι' αυτό συμβουλή του Κυρίου στα ευαγγέλια· στις συνομιλίες να μη ζητής να υπερέχης των άλλων, τις αρετές, αν έχης, να τις ασκής μόνο στα κρυφά, αποβλέποντας μόνο προς τον Θεό και από αυτόν μόνο βλεπόμενος και ο Πατέρας σου που βλέπει στα κρυφά θα σου το ανταποδώση στα φανερά (Ματθ. 6, 6). Εάν δε και μετά την αποκοπή κάθε πάθους πάλι σ' ενοχλή ο εσωτερικός λογισμός, να μη φοβηθής· διότι σου γίνεται πρόξενος στεφάνων, επειδή δεν πείθει με τις ενοχλήσεις του ούτε ενεργεί, αλλ' είναι κίνημα νεκρό, νικημένο από τον αγώνα σου κατά Θεόν.

Τέτοιος είναι ο λόγος του Σταυρού, ως τέτοιος δε, όχι μόνο στους προφήτες πριν συντελεσθή, αλλά και τώρα μετά την τέλεσί του, είναι μυστήριο μέγα και πραγματικά θείο. Πώς; Διότι φαινομενικώς μεν παρουσιάζεται να προξενή ατίμωσι στον εαυτό του αυτός που εξευτελίζει τον εαυτό του και τον ταπεινώνει σε όλα, και πόνο και οδύνη αυτός που αποφεύγει τις σωματικές ηδονές, και αυτός που δίδει τα υπάρχοντα καθίσταται αίτιος πτωχείας στον εαυτό του· αλλά δια της δυνάμεως του Θεού αυτή η πτωχεία και η οδύνη και η ατιμία γέννα δόξα αιώνια και ηδονή ανέκφραστη και πλούτο ανεξάντλητο, τόσο στον παρόντα όσο και στον μέλλοντα εκείνον κόσμο. Εκείνους δε που δεν πιστεύουν σ' αυτόν και δεν επιδεικνύουν δι' έργων την πίστι ο Παύλος τους τοποθετεί δίπλα στους αφανιζομένους, και σ' αυτούς τους ειδωλολάτρες μάλιστα. Διότι λέγει, «κηρύσσομε Χριστόν εσταυρωμένο, που είναι στους Ιουδαίους μεν σκάνδαλο λόγω της απιστίας των προς το σωτηριώδες πάθος, στους Έλληνες δε μωρία, διότι δεν προτιμούν τίποτε άλλο εκτός από τα πρόσκαιρα λόγω της απιστίας προς τις θείες επαγγελίες οπωσδήποτε· σ' εμάς δε τους προσκεκλημένους Θεού δύναμις και Θεού σοφία» (Α’ Κορ. 1, 23).

Τούτο λοιπόν είναι η σοφία και δύναμις του Θεού, το να νικήση δι' ασθενείας, το να υψωθή δια ταπεινώσεως, το να πλουτήση δια πτώχειας. Όχι μόνο δε ο λόγος και το μυστήριο του Σταυρού, αλλά και ο τύπος είναι θείος και προσκυνητός, διότι είναι σφραγίς ιερά, σωστική και σεβαστή, αγιαστική και τελεστική των υπερφυών και απορρήτων αγαθών που ενεργήθηκαν στο γένος των ανθρώπων από τον Θεό, αναιρετική κατάρας και καταδίκης, καθαιρετική φθοράς και θανάτου, παρεκτική αϊδίου ζωής και ευλογίας, σωτηριώδες ξύλο, βασιλικό σκήπτρο, θείο τρόπαιο κατά ορατών και αοράτων εχθρών, έστω και αν οι οπαδοί των αιρετικών φρενοβλαβώς δυσαρεστούνται. Αυτοί οι τελευταίοι δεν επέτυχαν την αποστολική ευχή, ώστε να κατορθώσουν να καταλάβουν μαζί με όλους τους αγίους, τι είναι το πλάτος και το μήκος, το ύψος και το βάθος· ότι ο Σταυρός του Κυρίου παριστάνει όλη την οικονομία της σαρκικής παρουσίας και περικλείει όλο το κατ’ αυτήν μυστήριο, εκτείνεται προς όλα τα πέρατα και περιλαμβάνει όλα, τα άνω, τα κάτω, τα γύρω, τα ενδιάμεσα. Προβάλλοντας δε κάποια πρόφασι, για την οποία έπρεπε κι' αυτοί, αν είχαν νου, να τον προσκυνούν μαζί μας, αποτροπιάζονται το σύμβολο του βασιλέως της δόξης, το οποίο κι' ο ίδιος ο Κύριος ονομάζει φανερώς ύψος και δόξα του, όταν επρόκειτο ν' ανεβή σ' αυτό· κατά την μέλλουσα δε παρουσία κι' επιφάνειά του προαναγγέλλει ότι θα έλθη το σημείο τούτου του Υιού του ανθρώπου με πολλή δύναμι και δόξα.

Αλλά, λέγουν· σ' αυτό προσηλωμένος επέθανε ο Χριστός και γι' αυτό δεν ανεχόμαστε να βλέπωμε το σχήμα και το ξύλο στο οποίο έχει θανατωθή. Το δε εναντίον μας χρεώγραφο, που συντάχθηκε δια της παρακοής μας ως προς το ξύλο, με το άπλωμα του χεριού του προπάτορος, σε τί προσηλώθηκε και με τί πράγμα έφυγε από τη μέση και αφανίσθηκε κι' έτσι επανήλθαμε στην ευλογία από τον Θεό; Με τί δε ο Χριστός απέβαλε και απεμάκρυνε τελείως τις αρχές και τις εξουσίες των πνευμάτων της πονηρίας, οι οποίες επεβλήθηκαν στην φύσι μας από το ξύλο της παρακοής, και τις κατήσχυνε θριαμβευτικώς και έτσι εμείς ανακτήσαμε την ελευθερία; Με τί ελύθηκε το μεσότοιχο και καταργήθηκε κι' εθανατώθηκε η προς τον Θεό έχθρα μας και δια μέσου τίνος συνδιαλλαγήκαμε με τον Θεό κι' εδιδαχθήκαμε την προς αυτόν ειρήνη; όχι στον Σταυρό και δια του Σταυρού; Ας ακούσουν τον απόστολο, που στους μεν Εφεσίους γράφει, «ο Χριστός είναι η ειρήνη σας, αυτός που έλυσε το μεσότοιχο του φραγμού, για να οικοδομήση μέσα του τους δύο σ' ένα νέον άνθρωπο, επιβάλλοντας ειρήνη, και για να συνδιαλλάξη και τους δύο σ' ένα σώμα με τον Θεό δια του Σταυρού, φονεύοντας την έχθρα που είναι σ' αυτόν (Εφ. 2, 14-16). Προς τους Κολοσσαείς δε γράφει, «ενώ ήσαστε νεκροί από τα παραπτώματα και την ακροβυστία της σάρκας σας εζωοποίησε μαζί του, χαρίζοντάς σας όλα τα παραπτώματα, εξαλείφοντας το χειρόγραφο που περιείχε τις εναντίον μας αποφάσεις, σηκώνοντάς το από τη μέση και καρφώνοντάς το στον Σταυρό· ξεγυμνώνοντας δε τις αρχές και τις εξουσίες, τις διεπόμπευσε δημοσία θριαμβεύοντάς τες επάνω στο Σταυρό» (Κολ. 2, 13).

Δεν θα τιμήσωμε λοιπόν εμείς και δεν θα χρησιμοποιήσουμε το θείο τούτο τρόπαιο της κοινής ελευθερίας του γένους, το οποίο και μόνο με τη θέα του τον μεν αρχέκακο όφι φυγαδεύει και διαπομπεύει και καταισχύνει, διακηρύσσοντας την ήττα και την συντριβή του, δοξάζει δε και μεγαλύνει τον Χριστό, επιδεικνύοντας στον κόσμο τη νίκη του; Και όμως, αν ο Σταυρός είναι παραβλεπτέος, διότι σ' αυτόν υπέμεινε τον θάνατο ο Χριστός, ούτε ο θάνατός του δεν πρέπει να είναι σεβαστός και σωτήριος· πώς λοιπόν κατά τον απόστολο εβαπτισθήκαμε στον θάνατό του (Ρωμ. 6, 3); Πώς δε θα συμμετάσχωμε και στην ανάστασί του, αν βέβαια εγίναμε σύμφυτοι με τον θάνατό του (Ρωμ. 6, 5); Βέβαια, αν κανείς προσκυνούσε σχήμα σταυρού που δεν έφερε επιγεγραμμένο το δεσποτικό όνομα, δικαίως θα κατηγορείτο ότι πράττει κάτι ανάρμοστο. Επειδή δε «στο όνομα του Ιησού Χριστού θα καμφθούν όλα τα γόνατα, των επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων» (Ψαλμ. 131, 7), τούτο δε το προσκυνητό όνομα επιφέρει ο Σταυρός, πόσο παράφρον δεν θα ήταν να μη γονατίζωμε στον Σταυρό του Χριστού;

Αλλ' εμείς, κλίνοντας μαζί με τα γόνατα και τις καρδιές, εμπρός, ας προσκυνήσωμε μαζί με τον ψαλμωδό και προφήτη Δαβίδ (Ψαλμ. 131, 7) στον τόπο όπου εστάθηκαν τα πόδια του και όπου εξα­πλώθηκαν τα χέρια που συνέχουν το σύμπαν και όπου ετεντώθηκε για μας το ζωαρχικό σώμα, και, προσκυνώντας και ασπαζόμενοι αυτόν με πίστι, ας παίρνωμε πλούσιον τον από εκεί αγιασμό και ας τον φυλάττωμε. Έτσι και κατά την υπερένδοξη μέλλουσα παρουσία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, βλέποντάς τον να προηγήται λαμπρώς, θα αγαλλιάζωμε και θα χοροπηδούμε διαπαντός, διότι επετύχαμε την από τα δεξιά θέσι και την υπεσχημένη μακαρία φωνή και ευλογία, σε δόξα του σαρκικώς σταυρωθέντος για μας Υιού του Θεού.

Διότι σ' αυτόν πρέπει δοξολογία μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.

Πηγή: Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς».

Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ - ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ι. ΜΑNΤΖΑΡΙΔΗ ΟΜΟΤΙΜΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ ΑΠΘ


Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (1296-1359) εἶναι ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁρισμένες φορές τοποθετεῖται ὡς τέταρτος Ἱεράρχης μαζί μέ τόν Μ. Βασίλειο, τόν Γρηγόριο Θεολόγο καί τόν Ἰωάννη Χρυσόστομο. Σέ μιά κρίσιμη ἐποχή, κατά τήν ὁποία ὁ χριστεπώνυμος οὐμανισμός ἀμφισβητοῦσε τήν πεμπτουσία τῆς Ἐκκλησίας ὡς «κοινωνίας θεώσεως», ὁ ἅγιος Γρηγοριος ὁ Παλαμᾶς πρόβαλε τή διδασκαλία γιά τή θέωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τή μετοχή του στήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Δέν παρουσίασε καινούργιες θεολογικές ἀλήθειες πού δέν ὑπῆρχαν προηγουμένως στήν Ἁγία Γραφή καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Χρησιμοποιώντας ὅμως τή γλώσσα, τούς ὅρους καί τίς ἔννοιες τῆς ἐποχῆς του, ἀνέτρεψε τίς ἀμφισβητήσεις καί προσβολές τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί ζωῆς μέ τή διαχρονική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας.

Κεντρική θέση στή θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ἔχει ἡ διάκριση ἀνάμεσα στήν οὐσία καί τήν ἐνέργεια ἤ τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἡ διάκριση αὐτή, πού ἔχει τίς ρίζες της στήν Ἁγία Γραφή, ἀναπτύχθηκε θεολογικά ἀπό τούς Πατέρες τῆς Καππαδοκίας. Ὁἅγιος Γρηγόριος χρησιμοποίησε τή διάκριση αὐτήν ὑπογραμμίζοντας τόν ἄκτιστο χαρακτήρα τῆς θείας ἐνέργειας. Ἡ ὑπογράμμιση αὐτή δέν συνιστᾶ θεολογικό νεωτερισμό ἀλλά μόνο θεολογικό τονισμό. Κάθε φύση ἔχει καί τήν ἀντίστοιχη ἐνέργειά της. Ἡ κτιστή φύση ἔχει κτιστή ἐνέργεια, ἐνῶ ἡ ἄκτιστη ἔχει ἄκτιστη ἐνέργεια.

Ὁ Θεός δέν παραμένει ἀπρόσιτος καί ἀκοινώνητος στόν ἄνθρωπο οὔτε τόν προσεγγίζει καί κοινωνεῖ μέ αὐτόν χρησιμοποιώντας κτιστά μέσα, ἀλλά ἔρχεται σέ ἄμεση σχέση καί προσωπική κοινωνία μαζί του μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια ἤ τίς ἄκτιστες ἐνέργειές του. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ὁ ἄνθρωπος μετέχει ἄμεσα καί προσωπικά στή θείαζωή καί γίνεται θεός κατά χάρη. Ὁλόκληρη ἡ παλαμική θεολογία καταλήγει σέ τελική ἀνάλυση στήν προάσπιση τῆς ἀλήθειας αὐτῆς· τῆς ἀλήθειας τῆς ἐν Χριστῷ ἀνακαινίσεως καί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τῆς ἀναδείξεώς του ὡς προσώπου «καθ΄ ὁμοίωσιν Θεοῦ».

Ὅπως εὔστοχα ἐπισήμανε ὁ γέροντας Σωφρόνιος, «ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἶναι ἐκεῖνος πού μᾶς ἐξήγησε, πῶς νά στεκόμαστε μπροστά στόν Θεό, πῶς νά τόν γνωρίζουμε μέ ἕναν καταφατικό τρόπο»1. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι κάποια ἀόριστη δύναμη ἤ ὑπερδύναμη. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός· εἶναι «ὁ ζῶν Θεός», πού γίνεται προσιτός καί μεθεκτός στόν ἄνθρωπο. Μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ζοῦμε τόν ζῶντα Θεό μέσα στήν ἱστορία καί στή ζωή μας.

Στήν πολεμική πού ἀνέπτυξε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀναιρώντας τήν κακοδοξία τοῦ Βαρλαάμ γιά τόν κτιστό χαρακτήρα τῆς θείας ἐνέργειας, ἐπισήμανε καί τήν πρόταξη τοῦ προσώπου. Ἀκολουθώντας ὥς ἕνα σημεῖο καί κατά λεξη τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο ὁ Παλαμᾶς λέει: «Καί τῷ Μωυσῇ δέ χρηματίζων ὁ Θεός,οὐκ εἶπεν ἐγώ εἰμι ἡ οὐσία, ἀλλ΄ἐγώ εἰμι ὁ ὤν2· οὐ γάρ ἐκ τῆς οὐσίας ὁ ὤν, ἀλλ’ ἐκ τοῦ ὄντος ἡ οὐσία· αὐτός γάρ ὁ ὤν ὅλον ἐν ἑαυτῷ συνείληφε τό εἶναι»3.

Ἡ ἀναγωγή τῆς οὐσίας στό ὄν δέν σημαίνει καί πρόταξη τοῦ ὄντος ἀπέναντι τῆς οὐσίας, πράγμα πού θά σήμαινε σέ τελική ἀνάλυση καί ὕπαρξη ὄντος χωρίς οὐσία. Τό λάθος αὐτό σημειώθηκε πρόσφατα στόν θεολογικό χῶρο κατά τή συζήτηση τῆς ἐννοίας τοῦ προσώπου, μέ τήν ἐπίκληση μάλιστα καί τοῦ παρατεθέντος χωρίου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ. Ἀλλά ἔτσι ἀποφεύγεται μέν ὁ οὐσιανισμός, τόν ὁποῖο ὀρθῶς ἀπορρίπτουν οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι, ἀναδύεται ὅμως στή θέση του ἕνας ἀνούσιος περσοναλισμός. Ὁ περσοναλισμός αὐτός εἶναι τελείως ξένος πρός τήν πατερική παράδοση καί τή θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ. Ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, δια κρίνουμε τήν ὑπόσταση ἀπό τήν οὐσία καί παρουσιάζουμε τή διαφορά της ἀπό ἐκείνην, ἀλλά δέν μποροῦμε νά βροῦμε ὑπόσταση χωρίς οὐσία· «οὐκ ἔστιν ἰδεῖν ὑπόστασιν χωρίς οὐσίας»4. Οἱ θεῖες ὑποστάσεις δέν εἶναι μέρη τῆς θείας οὐσίας, γιατί σέ κάθε ὑπόσταση ὑπάρχει «ὅλη καί τελεία ἡ θεότης»5.

Ἡ ἀνθρώπινη φύση δημιουργήθηκε σέ σχέση καί ἀναφορά πρός τή θεία φύση. Δημιουργηθήκαμε, σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐπαναλαμβάνοντας τόν Ἀπόστολο Πέτρο, «ἵνα γενώμεθα θείας κοινωνοί φύσεως»6. Αὐτό σημαίνει, ὅπως συμπληρώνει ὁ ἴδιος, ὅτι δέν εἴμασταν προηγουμένως οὔτε γίναμε ἐξαρχῆς μέ τήν δημιουργία μας κοινωνοί αὐτῆς τῆς φύσεως7. Καί ἐνῶ ἔπρεπε νά προχωρήσει ὁ ἄνθρωπος πρός τό «καθ’ὁμοίωσιν», ὄχι μόνο δέν τό ἔπραξε, ἀλλά καί βάδισε πρός τήν ἀντίθετη κατεύθυνση. Ἡ διπλή αὐτή ἐκτροπή προκλήθηκε ἀπό τήν ἔπαρση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή τόν ἀλλοτρίωσε ἀπό τήν κατά φύση ἐνάρετη ζωή καί τόν ὁδήγησε στήν παρά φύση ἐμπαθή ζωή. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ταπεινωθεῖ καί ἀνακτήσει τή φυσική ἀναφορά του πρός τόν Θεό, τότε αἴρεται ἡ ἀντίθεση πού ὑπάρχει μέσα του, εἰρηνεύει καί ζεῖ τήν κατά φύση ἐνάρετη ζωή8.

ἄνθρωπος λοιπόν δέν καλεῖται νά νικήσει τή φύση του νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό αὐτήν, ἀλλά νά ἀντιταχθεῖ στήν ἐκτροπή της, νά νικήσει τά πάθη της καί νά τήν κατευθύνει στόν σκοπό γιά τόν ὁποῖο ἐξαρχῆς δημιουργήθηκε·«στό καθὁμοίωσιν», στή μέθεξη τῆς «θείας φύσεως». Μέσα σέ αὐτήν ἀκριβῶς τήν προοπτική καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά πολεμήσει τή σάρκα του ἤ καί νά μισήσει τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του9. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική διεξάγεται καί ἡ χριστιανική ἄσκηση, πού ἀποτελεῖ κεντρικό ἄξονα στή ζωή καί τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Καί ἐπειδή ἡ ἔπαρση ἦταν ἡ αἰτία τῆς ἐκτροπῆς τοῦ ἀνθρώπου, γι’αὐτό ἡ ταπείνωση καί τό πένθος προβάλλονται ὡς κύρια φάρμακα γιά τήν ἀνόρθωσή του.

ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὅπως σημειώνει βιογράφος καί ἐγκωμιαστής του Φιλόθεος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, διέθετε ἀκρότατη ταπείνωση καί ἀνυπόκριτη «ἐκ καρδίας ἀγάπη»· εἶχε βαθύτατη κατάνυξη, πένθος καί ἀείροα δάκρυα10. Τέλος μέ ἀπόλυτη πειστικότητα καί ἀκατάβλητη δύναμη ὑπερασπίστηκε τήνἀδιάλειπτη προσευχή, ἀντικρούοντας τόν Βαρλαάμ τόν Καλαβρό πού τήν ἔβλεπε ὡς διανοητική διαδικασία.

θέωση τοῦ ἀνθρώπου, τελείωση καί καταξίωσή του ὡς προσώπου, ἔρχεται ὡς ἐπιστέγασμα μακρᾶς καί ἐπίπονης ἀσκητικῆς πορείας. πορεία αὐτή ἀποκαθιστᾶ τήν εἰρήνη στήν ψυχή τοῦπιστοῦ καί μετατρέπει τά δάκρυα τοῦ πένθους καί τῆς μετανοίας σέ χαρά καί ἀγαλλίαμα τῆς καρδιᾶς. Ἔτσι ἄνθρωπος ἐλευθερώνεται ἀπό τά γήινα πάθη, γεύεται τή θεία μακαριότητα καί καταυγάζεται ἀπό τό ἄκτιστο φῶς· γίνεται ἐπίγειος ἄγγελος τοῦ Θεοῦ καί προσάγει μέ τόν ἑαυτό του στόν Θεό ὁλόκληρη τήν κτίση, γιατί καί ἴδιοςμετέχει σέ ὅλα, ὅπως καί στόν Θεό πού βρίσκεται ἐπάνω ἀπό ὅλα, γιά νά εἶναι ἀκριβής εἰκόνα του11.

Στό σημεῖο αὐτό ἀξίζει νά ἐπισημάνουμε καί τή σπουδαιότητα τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ γιά τή σωστή θεολογική προσέγγιση καί ἀντιμετώπιση τῆς σύγχρονης οἰκολογικῆς κρίσεως. Ἡ κρίση αὐτή δέν εἶναι ἐπιφανειακή οὔτε ἀντιμετωπίζεται μέ νομοθετικά μόνο μέτρα ἤ ἀκόμα καί μέ τήν ἁπλή ἀλλαγή τῆς ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ οἰκολογική κρίση πηγάζει ἀπό τήν ἐσωτερική κρίση τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τή διάσπαση τοῦ νοῦ ἀπό τήν καρδιά του. Πηγάζει ἀπό τήν ἀποτυχία του νά ἀγκαλιάσει μέ ἀγάπη ὁλόληρη τήν κτίση καί νά τήν ἀναφέρει μαζί μέ τόν ἑαυτό του στόν Θεό.

Ἡ οἰκολογική κρίση ξεκινᾶ ἀπό τήν ἐσωτερική κρίση τοῦ ἀνθρώπου· ἀπό τήν κρίση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως. Καί ἡ μόλυνση τοῦ περιβάλλοντος ἀντανακλᾶ τήν ἐσωτερική μόλυνση τοῦ ἀνθρώπου· τή μόλυνση τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς του. Χωρίς τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τίς ἐμπαθείς διαθέσεις καί τοῦ νοῦ ἀπό τά ἐμπαθή νοήματα δέν εἶναι δυνατό νά ὑπάρξουν σωστές σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν κόσμο καί τά πράγματα τοῦ κόσμου. Ἄν δέν ξεκινήσει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν κρίση πού ὑπάρχει μέσα του, δέν μπορεῖ νά ἀντιμετωπίσει σωστά τήνοἰκολογική κρίση. Ἡ ἀνακαίνιση τοῦ κόσμου προϋποθέτει τήν ἀνακαίνιση τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως.

Ἡ ἀλήθεια τῆς θεώσεως δέν ἐμφανίζεται μόνο στή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀλλά αἰσθητοποιεῖται καί στή ζωήτου. Ἄλλωστε ἡ περιγραφή τῆς θεώσεως μέ τόν ἀνθρώπινο λόγο εἶναι ἀδύνατη, γιατί, ὅπως σημειώνει ὁ ἴδιος, «καί λεγομένη ἄρρητος ἐκείνη μένει, μόνοις ἐνώνυμος...τοῖς εὐμοιρηκόσιν αὐτῆς»12. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἶχε τήν εὐτυχία νά γεννηθεῖ καί νά ἀνατραφεῖ σέ οἰκογένεια πού ἀγωνιζόταν γιά τήν ἁγιότητα. Ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογένειάς του εἶχαν ἐμφανή γνωρίσματα ἁγιότητας, γι᾿ αὐτό καί κατά τόν τελευταῖο καιρό ἔγινε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἡ ἁγιοκατάταξή τους.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δέν στήριξε τήν ἀνθρωπολογία του στά φιλοσοφικά ρεύματα τῆς ἐποχῆς του. Τήν στήριξε στήν βιωμένη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, πού ἔζησε καί γνώρισε ὁ ἴδιος ἐκ τῶν ἔνδον. Βέβαια, χρησιμοποίησε τή γλώσσα, τούς ὅρους καί τίς ἔννοιες τῆς ἐποχῆς του, ὅπως ἔκαναν καί οἱ προγενέστεροι Πατέρες τῆςἘκκλησίας. Αὐτό ὅμως δέν ἐπηρέασε τήν οὐσία τῆς διδασκαλίας του. Ἀντιθέτως ἡ χρήση τῶν ὅρων καί τῶν ἐννοιῶν αὐτῶν ἄνοιξε νέους ὁρίζοντες καί στήν ἴδια τή φιλοσοφική σκέψη.

ἐπιστημονική ἀνάλυση τῶν πατερικῶν κειμένων, ὅπως καί στήν προκειμένη περίπτωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, προσπαθεῖ νά βρεῖ τίς πηγές, ἀπό τίς ὁποῖες αὐτοί ἄντλησαν τήν διδασκαλία τους. Ἔτσι διαπιστώνει π.χ. στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ πλατωνικές ἤ νεοπλατωνικές ἐπιδράσεις. Καί πραγματικά, μιά ἐπιφανειακή ἀνάγνωση τῶν ἔργων του μπορεῖ ἴσως νά δημιουργήσει τέτοιες ἐντυπώσεις. Ὅταν ὅμως ἐπιχειρηθεῖ ἡ βαθύτερη ἀνάγνωσή τους, ἡ ἐντύπωση πού ἀποκομίζεται εἶναι τελείως διαφορετική. Οἱ λέξεις καί τά ἐκφραστικά σχήματα δέν ταυτίζονται μέ τήν ἀλήθεια, ἀλλά ἀποτελοῦν ἁπλά μέσα γιά τή σχετική πάντοτε ὑποδήλωσή της. Καί ἡ κατανόηση τῆς ἀλήθειας αὐτῆς δέν εἶναι εὔκολη ἀλλά οὔτε καί δυνατή ἔξω ἀπό τό πνεῦμα τῆς κοινωνίας αὐτῶν πού τήν διατύπωσαν· ἔξω ἀπό τό πνεῦμα τῆς «κοινωνίας τῆς θεώσεως».

______________
1. Ἀρχιμ. Σωφρονίου( Σαχάρωφ), Ὁμιλία πρός τήν Κοινότητα, στίς 19 – 11 – 1989.
2. Βλ. Ἔξοδ. 3,14.
3. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3,2,12, ἔκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 666. Πρβλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 45,3, PG 36,625C.
4. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Πρός Γαβρᾶν 30, ἔκδ. Π. Χρήστου, ὅ.π., τόμ. Β΄, σ. 358-359.
5. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Πρός Παῦλον Ἀσάνην 9, ἔκδ. Π. Χρήστου, ὅ.π.,τόμ. Β΄, σ. 371.
6. Βλ. Β΄ Πέτρ. 1,4.
7. Βλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Θεοφάνης 15, ἔκδ. Π. Χρήστου, ὅ.π.,τόμ. Β΄, σ. 239.
8. Βλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Πρός μοναχήν Ξένην 54, ἔκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. Ε΄, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 222.
9. Βλ. Λουκ. 14,26.
10. Βλ. Φιλοθέου Κωνσταντινουπόλεως, Λόγος εἰς ἅγιον Γρηγόριον Παλαμᾶν , PG 151, 569 AB.
11. Βλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Πρός μοναχήν Ξένην 59 καί Πρός Ἰωάννην καί Θεόδωρον τούς φιλισόφους 18, ἔκδ. Π. Χρήστου,
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. 5, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 224 καί 239.
12. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3,1,32, ἔκδ. Π. Χρήστου, ὅ.π., τόμ. Α΄, σ.644.

ΠΗΓΗ : "ΕΝΑΤΕΝΙΣΕΙΣ", εκδ. ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΥΚΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΛΛΥΡΙΑΣ, τευχ.10, 2010.