Σύγκρινε ὅλο τὸν κόσμο, καὶ τότε θὰ δεῖς ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ Παύλου ἔχει περισσότερη ἀξία. Γιατὶ ἀφοῦ γι’ αὐτοὺς ποὺ διακρίθηκαν φορώντας γιὰ ροῦχα δέρματα ζώων καὶ ζώντας σὲ σπήλαια καὶ σὲ τρύπες τῆς γῆς λέγει ὁ Παῦλος τοῦτο (βλ. Ἑβρ. 11, 38), πολὺ περισσότερο θὰ μπορούσαμε ἐμεῖς νὰ τὸ ποῦμε γι᾿ αὐτόν, ἐπειδὴ πραγματικὰ ἦταν πιὸ ἄξιος ἀπ᾿ ὅλους. Ἐὰν λοιπὸν ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἰσάξιος τοῦ Παύλου, ποιός ἦταν ἰσάξιός του; Μήπως ὁ οὐρανός; Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ εἶναι μικρό. Γιατὶ ἀφοῦ αὐτὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὰ εὑρισκόμενα στοὺς οὐρανοὺς προτίμησε τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, πολὺ περισσότερο ὁ Κύριος ποὺ εἶναι τόσο ἀγαθότερος ἀπ᾿ αὐτόν, ὅσο ἡ ἀγαθότητα ἀπὸ τὴν πονηρία, θὰ τὸν προτιμήσει αὐτὸν ἀπὸ ἄπειρους οὐρανούς. Γιατὶ δὲν μᾶς ἀγαπᾶ μὲ ὅμοιο τρόπο, ποὺ ἐμεῖς τὸν ἀγαποῦμε, ἀλλὰ τόσο περισσότερο, ὅσο οὔτε μὲ λόγια δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τὸ παραστήσουμε.
Πρόσεχε λοιπὸν γιὰ πόσα τὸν θεώρησε ἄξιο καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ μέλλουσα ἀνάσταση. Στὸν Παράδεισο τὸν ἅρπαξε, στὸν τρίτο οὐρανὸ τὸν ἀνέβασε, τοῦ φανέρωσε τέτοια ἀπόρρητα, τὰ ὁποῖα δὲν ἐπιτρέπεται σὲ κανένα ἄνθρωπο νὰ πεῖ. Καὶ πολὺ σωστά. Γιατὶ ἐνῷ βάδιζε στὴ
γῆ, σὰν νὰ περιπολοῦσε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους, ἔτσι ἔκαμε τὰ πάντα, καὶ ἐνῷ εἶχε
θνητὸ σῶμα, παρουσίαζε τὴν καθαρότητα τῶν ἀγγέλων, καὶ ἐνῷ ὑπέκειτο σὲ τόσες ἀνάγκες,
προσπαθοῦσε νὰ μὴ φανεῖ καθόλου κατώτερος ἀπὸ τὶς οὐράνιες δυνάμεις. Γιατὶ
πραγματικὰ σὰν ἀσώματος περιφρονοῦσε τοὺς πόνους καὶ τοὺς κινδύνους, καὶ σὰν νὰ
κέρδισε ἤδη τὸν οὐρανό, περιφρονοῦσε τὰ γήινα, καὶ σὰν νὰ συναναστρεφόταν μαζὶ
μ᾿ αὐτὲς τὶς ἀσώματες δυνάμεις ἔτσι ἦταν σὲ διαρκὴ ἐγρήγορση.
Βέβαια πολλὲς φορὲς ἄγγελοι
ἀνέλαβαν νὰ προστατεύουν διάφορα ἔθνη. Ἀλλὰ κανένας ἀπὸ αὐτοὺς τὸ ἔθνος, ποὺ τοῦ
παραδόθηκε, δὲν τὸ φρόντισε ἔτσι, ὅπως ὁ Παῦλος ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη. Καὶ μὴ μοῦ
πεῖς ὅτι ὁ Παῦλος δὲν ἦταν αὐτὸς ποὺ τὰ ἔκαμνε, καθόσον καὶ ἐγὼ τὸ ὁμολογῶ.
Γιατὶ καὶ ἂν δὲν ἦταν αὐτὸς ποὺ τὰ ἐκτελοῦσε αὐτά, ἀλλὰ οὔτε ἦταν τόσο ἀνάξιος
τῶν ἐπαίνων γι᾿ αὐτά, ἀφοῦ ἑτοίμασε τὸν ἑαυτό του τόσο ἄξιο αὐτῆς τῆς μεγάλης
χάρης. Ὁ Μιχαὴλ ἀνάλαβε τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων (βλ. Δαν. 12, 1 καὶ 10, 13.21), ὁ
Παῦλος ὅμως τὴ γῆ καὶ τὴ θάλασσα καὶ τὸ κατοικούμενο μέρος καὶ τὸ ἀκατοίκητο.
Καὶ αὐτὰ δὲν τὰ λέγω μὲ σκοπὸ νὰ προσβάλω τοὺς ἀγγέλους, μακριὰ ἀπὸ μιὰ τέτοια
σκέψη, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποδείξω ὅτι εἶναι δυνατό, ἐνῷ εἶναι κανεὶς ἄνθρωπος, νὰ εἶναι
μαζὶ μ᾿ ἐκείνους καὶ νὰ στέκεται κοντά τους. Καὶ γιὰ ποιό λόγο δὲν ἀνέλαβαν αὐτὰ
οἱ ἄγγελοι; Γιὰ νὰ μὴν ἔχεις καμία δικαιολογία ὅταν εἶσαι ἀδιάφορος, οὔτε νὰ καταφεύγεις
στὴ διαφορὰ τῆς φύσης ὅταν παραμένεις ἄπρακτος. Ἄλλωστε καὶ τὸ θαῦμα γινόταν
μεγαλύτερο. Πῶς λοιπὸν δὲν εἶναι θαυμαστὸ καὶ παράξενο, ὁ λόγος ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ
ἀνθρώπινη γλώσσα νὰ διώχνει τὸ θάνατο, νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες, νὰ διορθώνει τὴν ἀνάπηρη
φύση καὶ νὰ κάνει οὐρανὸ τὴ γῆ ;
ΠΗΓΗ : Ἁγίου Ἰωάννου
Χρυσοστόμου, Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον ἀπόστολον Παῦλον, λόγος β΄.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου