"Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς" (Κατά Ιωάννη 8,32).

Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

Η ΔΙΑ ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΝΕΦΕΛΗΣ Ή ΑΚΤΙΝΟΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ


Ούτε όμως η περιστερά ούτε αι πύριναι γλώσσαι ήσαν τα μόνα σύμβολα, δια των οποίων εφάνη το τρίτον πρόσωπον της Τριάδος εις τους ανθρώπους. Τόσον κατά την Μεταμόρφωσιν όσον και εις διαφόρους άλλας θεοφανείας το ΄Αγιον Πνεύμα καθωράθη ως φωτεινή νεφέλη ή ως φωτεινή ακτίς. Πολλάκις εις την Π.Δ. η παρουσία του Θεού εγένετο υπό μορφήν στύλου φωτεινού ή γνόφου (1), η δόξα Αυτού εν είδει φωτεινής νεφέλης ενέπλησε το ιλαστήριον (2), ο ίδιος δε ωμίλει προς τους εκλεκτούς Του δια μέσου νέφους, αστραπών και σαλπίγγων (3). Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος περιγράφων την Μεταμόρφωσιν του Χριστού μεταξύ των εμφανισθέντων δύο Προφητών και ενώπιον των τριών ηγαπημένων μαθητών Του λέγει χαρακτηριστικώς: «Ιδού νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς και ιδού φωνή εκ της νεφέλης»(4). 'Αλλοτε πάλιν κατά την Γραφήν το Θείον Πνεύμα μεταδίδεται είτε υπό του Θεού Πατρός (ως εις τους Πρωτοπλάστους) είτε υπό του Υιού (ως εις τους μαθητάς μετά την Ανάστασίν Του)· άλλοτε τέλος εμφανίζεται υπό την μορφήν του φωτός εις τους «εκλεκτούς». Την υπό της φωτεινής νεφέλης όθεν ή της ακτίνος παράστασιν του Αγίου Πνεύματος εξετάζοντες παρατηρούμεν γενικώς τα εξής:

α) Εις την Μεταμόρφωσιν.
Κατά την ιστόρησιν της Μεταμορφώσεως ο Χριστός παρίσταται εντός φωτεινής ελλειψοειδούς νεφέλης (δόξης) πάντοτε, ενώ οι προφήται μόνον εις τας μέχρι του 11ου αιώνος παραστάσεις. Από δε του 14ου αιώνος ο Χριστός ζωγραφίζεται εντός διπλής φωτεινής δόξης, συνισταμένης εκ δυο επαλλήλων τριγώνων ή καμπυλουμένων τετραγώνων ή εκ δυο διαδοχικών ελλειψοειδών χρωματισμών (5).

Μεταξύ των πολλών παραδειγμάτων της τοιουτοτρόπως και από του 14ου αιώνος διαμορφωθείσης δόξης σημειώνομεν την παράστασιν του κωδ. Paris . Gr . 1242 (Εικ. 33) (14ος αιών), την τοιχ. του Αγίου Αθανασίου Μουζάκη Καστορίας (14ος αιών), το ψηφιδωτόν των Αγ. Αποστόλων Θεσ/κης (Εικ. 32) (14ος αιών), την τοιχογραφίαν της Περιβλέπτου του Μυστρα (14ος αιών) την Μεταμόρφωσιν (1403) του ζωγράφου Θεοφάνους του Έλληνος, (Πετρούπολις), ως επίσης την Μεταμόρφωσιν του δωδεκαόρτου της μονής Σταυρονικήτα Αγίου Όρους (16ος αιών) (Εικών 34), της μονής Λαύρας (16ος αιών), την φορητήν εικόνα της Μεταμορφώσεως του ζωγράφου Εμμ. Τζαφουρνάρη, την ευρισκομένην σήμερον εις την Συλλογήν Ελ. Σταθάτου (6), τας τοιχογραφίας μνημείων της Σερβίας (ως του Markov Monastir . κ.α.), την φορητήν εικόνα της Μεταμορφώσεως, την άαποκειμένην εις το αρχαιολογικόν Μουσείον Σόφιας (18ος αιών) κ.α.π.

Η παράστασις της φωτεινής Νεφέλης περί το Θείον πρόσωπον του «φανερωμένου» Χριστού, υπομιμνήσκουσα ίσως την εν μέσω νεφελών και αστραπών περιγραφήν του «νεφεληγερέτα» Διός, ο οποίος ιστορείτο περιεβαλλόμενος δια νεφών (Ιλ. Ξ, 153), τονίζεται υπό τε της Κ.Δ. και της παραδόσεως. Οι πατέρες και οι ύμνοι τονίζουν ότι εν «τω Θαβωρίω φως είδομεν τον Πατέρα, φως και το Πνεύμα φωταγωγούν πάσαν κτίσιν»(7) και ότι «ο στύλος του πυρός Χριστόν τον Μεταμορφούμενον η δε νεφέλη σαφώς την Χάριν του Πνεύματος... παρεδήλου εμφανέστατα»(8). Ο Ανδρέας Κρήτης εις τον Λόγον του εις την Μεταμόρφωσιν του Χριστού τονίζει ότι «νεφέλη... εστί φωτεινή ... η επί τον Ιορδάνην μικρόν έμπροσθεν καταπτάσα περιστερά»(8α). Ο δε Διονύσιος ο εκ Φουρνά υποδεικνύων την ιστόρησιν της Μεταμορφώσεως εις το προαναφερθέν έργον του επάγεται. «Ο Χριστός ιστάμενος με λευκά ιμάτια και ευλογών και γύρωθεν αυτού φως με ακτίνας» (σελ. 97). Η εικονογραφία τέλος των δύο επαλλήλων τετραγώνων ή άλλων διπλών σχημάτων ασφαλώς υπηγορεύθη υπό την θεολογίαν των μυστικών του 14ου αιώνος και την όλην περί φωτός διδασκαλίαν των. Ο Γρηγόριος ο Παλαμάς εις την ομιλίαν του εις την σεπτήν Μεταμόρφωσιν τονίζει ότι πλησίον του Μεταμορφωμένου παρίσταντο αοράτως και ο Πατήρ και το 'Αγιον Πνεύμα. Εκείνος μεν μαρτυρών δια της φωνής Του ότι ο Ιησούς είναι ο αγαπητός Υιός Του, το δε Πνεύμα «δια φωτεινής νεφέλης συνεκλάμπον και το του υιού δεικνύον»· και επάγεται «τούτων γαρ πλούτος η συμφυΐα και το εν έξαλμα της λαμπρότητος»(9). (Βλπ. Εικ. 35).

β) Εις αλλας απεικονίσεις.
Εις την επίδρασιν των μυστικών θεολόγων, κατά τους οποίους δύναταί τις κατόπιν πολλών κόπων, συνεχών δακρύων, παντελούς εκκοπής του οικείου θελήματος, αδιαλείπτου προσευχής και πολλών άλλων αγώνων να ίδη αμυδρώς ολίγην θείαν ακτίνα, αποδίδεται και η σπανιωτάτη παράστασις, κατά την οποίαν προσευχόμενος τις εν σπηλαίω ευρίσκεται εν μέσω απλέτου φωτός. Αν και τούτο μαρτυρείται υπό των ιδίων (10), όμως δεν νομίζομεν η σπανία, έστω, αύτη εικονογραφία του πράγματος να συνιστά αποκλειστικήν παράστασιν του Αγίου Πνεύματος· απλώς είναι μία έπιδημία της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, μία μορφή Θεοφανείας.

Αντιθέτως παράστασις του Αγίου Πνεύματος, λαϊκή όμως και παραστατική, παρατηρείται εις την εικονογραφίαν της πρώτης συναντήσεως του Αναστάντος Ιησού με τους μαθητάς Του, εις τους οποίους και είπε τας εξής, αφού τους ενεφύσησε: «Λάβετε Πνεύμα 'Αγιον». Κατά την ανωτέρω ιστόρησιν, το 'Αγιον Πνεύμα παρίσταται ως μία φωτοειδής ακτίς εξερχομένη εκ του στόματος του Αναστάντος Χρι στού. Παραδείγματα δε της τοιαύτης απεικονίσεως συναντώμεν συνήθως εις διαφόρους μεταβυζαντινάς κυρίως παραστάσεις.

Ακτίς εξερχομένη εκ του στόματος του Πατρός και κατευθυνομένη εις τον άρτι πλασθέντα Αδάμ συναντάται και εις την εικονογραφίαν της δημιουργίας του προπάτορος εις την Capella Palatina (Εικ. 36) (12ος αιών), εις μεταβυζαντινάς λαϊκάς παραστάσεις και αλλαχού. Στηρίζεται εις την διήγησιν της Π.Δ., την αναφερομένην εις την δημιουργίαν του ανθρώπου (Γένεσις α', 4), κατά την οποίαν ο Δημιουργός ενεφύσησεν εις τους πρωτοπλάστους «πνοήν ζώσαν». Ενταύθα πρόκειται αναμφιβόλως περί του πνεύματος της ζωής, το οποίον παραχωρεί ο Θεός εις τον άνθρωπον και το οποίον είναι ενέργεια του Θείου Πνεύματος. (Βλπ. και Ευσεβίου Εκ/κη Ιστορία Β.Ε.Π.Ε. 24 , 21 ).

Προς τούτοις ιστορούνται πολλάκις τρεις φωτοειδείς ακτίνες, προερχόμενοι εξ εσχηματοποιημένου ουρανού και κατευθυνόμεναι προς την κατωτέρω παρισταμένην ένθρονον ή μη Βρεφοκρατούσαν ή όχι Θεοτόκον. Εκ τούτων η μεσαία κατέρχεται ακριβώς επί της κεφαλής της, αι δε εκατέρωθεν παρ' αυτήν ή επί των ώμων αυτής. Ως τοιούτον παράδειγμα μνημονεύομεν την εις τον ναόν της Θεοτόκου εν Εφέσω ευρισκομένην Πλατυτέραν εις την κόγχην του βήματος (9ος αι.) (Εικ. 37).

Προς τούτοις αι τρεις ακτίνες ζωγραφίζονται και εις Ιστορήσεις τινάς του Ακαθίστου, ως εις τας «'Αγγελος πρωτοστάτης», «Βλέπουσα η Αγία», «Ξένον τόκον ιδόντες» κ.α.

'Αλλοτε πάλιν αι τρεις ακτίνες κατέρχονται επί ή και έως του σπηλαίου, εις το οποίον ιστορείται η Γέννησις του Χριστού ως π.χ. εις το ψηφιδωτόν του Δαφνιού (11ος αιών), εις την παράστασιν της Γεννήσεως του παρεκκλησίου του Αγίου Νικολάου Λαύρας (16ος αιών) εν Αγίω Όρει (11) (Εικ. 38) και αλλαχού.

'Οσακις τέλος εικονογραφείται ο Ιωάννης ο Θεολόγος μόνος ή μετά του μαθητού του Προχόρου, λαμβάνων «εν πνεύματι» την Αποκάλυψιν, παρουσιάζεται στρεφόμενος άνω και όπισθεν αυτού εις τρίχρωμον συνήθως ημικυκλικόν ουρανόν, εκ του οποίου εξέρχονται είτε τρεις ακτίνες είτε μία ευλογούσα χειρ, ως π.χ. εις την παράστασιν 279 του υπ' αριθμ. 2503 χειρογράφου της Εθνικής Βιβλιοθήκης Αθηνών, εις πολλά εικονογραφημένα χειρόγραφα του Αγίου Όρους κ.α.

'Αλλαι συμβολικαί παραστάσεις του Αγίου Πνεύματος.
Πλην των ανωτέρω συμβολικών παραστάσεων του τρίτου προσώπου της Αγίας Τριάδος σημειώνομεν προσέτι και την δια του αστέρος απεικόνισιν Τούτου. Πρώτος ο καθηγητής Κ. Καλοκύρης (12) παρετήρησεν ότι η Αγία Τριάς - επομένως και το 'Αγιον Πνεύμα, περί οι ο λόγος εν προκειμένω - συμβολίζονται και δι' αστέρων. Παραθέτων ως παράδειγμα τους τρεις αστέρας τους ζωγραφουμένους εις το μαφόριον της Θεοτόκου ως εις το ψηφιδωτόν του Οσίου Λουκά (Εικ. 39) (είς εις το μέτωπον και ανά είς εις έκαστον ώμον) νομίζει ότι «πρέπει να εγκαταλειφθή η παλαιοτέρα γνώμη των Ouspensky και Lossky , κατά την οποίαν οι τρεις ούτοι αστέρες δηλώνουν το αειπάρθενον της Θεοτόκου ( Virgo ante partum , in partu , post partu ), εφ' όσον εις ρωσικήν εικόνα, δημοσιευθείσαν εν σχεδίω υπό του Kontakov παρίσταται εις το μέτωπον και τους ώμους της Θεοτόκου ανά είς άγγελος εν προτομή και εφ' όσον εις άλλας εικόνας της συλλογής Τρετιακώφ εν Μόσχα (15ος αιών) ιστορούνται υπεράνω της Παρθένου τρεις άγγελοι καθήμενοι προ Τραπέζης (φιλοξενία Αβραάμ - Αγία Τριας)». Ενισχυτικόν της απόψεως ταύτης ίσως να αποτελή η εικών της Θεοτόκου, η αποκειμένη εις το Βυζαντινόν Μουσείον Αθηνών (13). Εις ταύτην άνωθεν της Βρεφοκρατούσης ιστορείται η Αγία Τριάς, ήτοι ο Πατήρ και ο Υιός δια προσώπων και το 'Αγιον Πνεύμα δια του συμβόλου της περιστεράς. Το αυτό παρατηρείται και εις φορητήν εικόνα της Θεοτόκου, ευρισκομένην σήμερον εις το μουσείον της Βουδαπέστης, έργον του 'Ελληνος ζωγράφου «Μητροφάνους Ιερομονάχου» (18ος αιών), εις τινα εικόνα της μονής Ιβήρων (18ος αιών) κ.α.

Προς τούτοις εις την παράστασιν της Γεννήσεως του Χριστού και εις τα χείλη του σπηλαίου σχεδιάζονται, αλλά σπανίως, τρεις οφθαλμοί. Ίσως και ούτοι να απηχούν την έννοιαν της Τριάδος (14) εφ' όσον η Γέννησις εγένετο «τη εποπτεία της Αγίας Τριάδος».

Ανθρωπομορφικαί παραστάσεις του Αγίου Πνεύματος.
Αι ανθρωπομορφικαί παραστάσεις του Αγίου Πνεύματος, αι ιστορηθείσαι υπό των αγιογράφων της Ανατολής και υιοθετηθείσαι υπό του πληρώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας περιορίζονται αφ' ενός μεν και κυρίως εις την καλουμένην φιλοξενίαν του Αβραάμ, αφ' ετέρου δε εις την ελάχιστα συνήθη ζωγραφίαν μιας μονοκεφάλου και τριπροσώπου παραστάσεως.

Αντιθέτως οι καλλιτέχναι της Δύσεως κατέφυγον εις ποικίλας παραστάσεις, αι οποίαι δυσκόλως ταξινομούνται. Η απλουστέρα αισθητικώς εικονογραφία των δια την Αγίαν Τριάδα επομένως και του Αγίου Πνεύματος είναι μία εικονογραφία τριών κεφαλών και τριών προσώπων. Αι άλλαι λύσεις συνίστανται εις το να ενώσουν τρία πρόσωπα ή τρεις κεφαλάς ομοίας ή ανομοίας εις μίαν οριζοντίαν ή κάθετον διάταξιν (15) και να επιγράψουν την «ένωσιν» ταύτην «Αγία Τριάς». Εξετάζοντες όμως ημείς ενταύθα την Ορθόδοξον Ανατολικήν εικονογραφίαν της Αγίας Τριάδος, παρατηρούμεν ειδικώτερον τα εξής:

1)  Εις την φιλοξενίαν του Αβραάμ.
Εις την μετόπην συνήθως άνωθεν της αψίδος του Ιερού Βήματος των εικονογραφημένων ναών, εις πολλά ιστορημένα χειρόγραφα, και εις πλείστας φορητάς εικόνας παρίσταται τράπεζα εστρωμένη, προ της οποίας κάθονται τρεις άγγελοι, τους οποίους φιλοξενεί ο Αβραάμ. Εις την ιστορικήν ταύτην εικόνα, άλλοτε — κατά τον τύπον του Κωδ. 1242 των Παρισίων  ιστορούνται μόνον οι τρεις άγγελοι (εις την συλλογήν Tretiakov Μόσχας η εικών A . Roublev , εις την Σερβίαν η τοιχογραφία εις Tecani κ.α.), άλλοτε μετά του Αβραάμ μόνον, ο οποίος, τοποθετημένος εις το άκρον τους υπηρετεί (Πάτμος), άλλοτε και μετά της Σάρρας, οπότε ευρισκόμενοι εις θύρας παρακειμένων σχηματικώς οικοδομημάτων (Μουσείον Σόφιας Βουλγαρίας) ή μεταξύ των φιλοξενουμένων (Μ. Δοχειαρίου Αγίου 'Ορους) ή και ακόμη μαζί (S Maria Maggiore Ρώμης) προσφέρουν εδέσματα. 'Αλλοτε πάλιν η παράστασις είναι συνθετωτέρα ('Αγιος Βιτάλιος Ραβέννης) (Εικ. 42), ένθα συνεικονίζεται και η θυσία του Αβραάμ. Ομοιόμορφος τριαδική παρά- στασις πρέπει να θεωρηθή και η εικονογραφία του πρώτου σταδίου του ως άνω γεγονότος, ήτοι η δράσις των τριών αγγέλων υπό του Αβραάμ (κατακόμβη De la via Latina Ρώμης). Τα τρία πρόσωπα παρουσιάζονται συνήλικα, ταυτόσημα και, μέχρι του 14ου αιώνος, ισοκέφαλα, (όχι πάντοτε). Ολίγον κατ' ολίγον ο μεσαίος άγγελος υψούται περισσότερον , ώστε να συμβολίζη αισθητώς τον Θεόν Πατέρα. Τα παραδείγματα της ως άνω ανθρωπομορφικής παραστάσεως της Αγίας Τριάδος είναι πάμπολλα. Μεταξύ τούτων σημειώνομεν την όρασιν του Αβραάμ της κατακόμβης De la via Latina Ρώμης (4ος αι.) (Εικ. 40), την παρά στασιν της S . Μ. Maggiore (5ος αι.) (Εικ. 41), του Αγ. Βιτταλίου Ραβέννης (6ος αι.) (Εικ. 42), αμφότερα ψηφιδωτά, την τοιχογραφίαν του Tcharegle - Kilisse εις Καππαδοκίαν (11ος αιών), το μωσαϊκόν της Capella Palatina του Παλέρμου (12ος αιών), την τοιχογραφίαν της Μονής Πάτμου (13ος αιών), (Εικ. 43), το μωσαϊκόν του Αγίου Μάρκου Βενετίας (13ος αιών), την μικρογραφίαν του υπ' α ριθμ. 1242 χειρογράφου της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Παρισίων (1371 - 1375), εις την οποίαν άνωθεν της διπλής προσωπογραφίας του Ιωάννου Καντακουζηνού, ως βασιλέως και μοναχού, παρίστανται μόνον οι τρεις άγγελοι προ Τραπέζης (P. Ssherrard, Constantinople, London 1965, σελ. 55), την φορητήν εικόνα του Andre Roublev (1422), συναριθμουμένην ήδη εις την συλλογήν Tretiakov (Εικ. 46), την τοιχογραφίαν της Μονής Δοχειαρίου του Αγ. 'Ορους (16ος αι.) (Εικ. 44), την φορητήν εικόνα της Μονής Decani (15ος αι.), την ωσαύτως φορητήν εικόνα του Μουσείου Σόφιας (17ος αιών), τας πολλάς παραστάσεις των ναών της Κρήτης (16) κ.ά.π.

Η ανωτέρω εικονογραφία στηρίζεται εις την τριπρόσωπον εμφάνισιν του Θεού (κατά την Γένεσιν ιη' 1 - 10) παρά την δρυν Μαμβρή. Ο Αβραάμ δηλ. «αναβλέψας τοις οφθαλμοίς αυτού είδε και ιδού τρεις άνδρες ειστήκεσαν... και έσπευσεν»· η δε εκκλησία μας -ψάλλει «ο Αβραάμ δι' αρετής και φιλοξενίας την Τριάδα υπεδέξατο αγγελικώς ενδημήσασαν» (17). Και δια το θέμα τούτο ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά σημειώνει: «Σπίτια και τρεις άγγελοι καθήμενοι εις Τράπεζαν» (18).

2) Εις την ιστόρησιν μονοκεφάλου τριπροσώπου.
Πλην της «προσωπογραφίας» της Τριάδος υπό την μορφήν των παρά την δρυν Μαμβρή φιλοξενηθέντων τριών αγγέλων, της οποίας τα παραδείγματα είναι πολλά, συναντάται ενίοτε εις τον ορθόδοξον χώρον και άλλη ανθρωπομορφική παράστασις Αυτής. Πρόκειται κατά βάσιν περί μιας μονοκεφάλου και τριπροσώπου μορφής, τοποθετημένης επί ενός σώματος, το οποίον φέρει τρία ζεύγη βραχιόνων. Η τριμορφία διακρίνεται με την παρουσίασιν τεσσάρων οφθαλμών - εκ των οποίων οι δυο κεντρικοί προσμετρώνται δις δια να σχηματισθούν τα τρία πρόσωπα - τριών ρινών, τριών στομάτων και τριών πωγώνων. Η κεφαλή φέρει φωτοστέφανον σταυροειδώς τεμνόμενον. Εις τας τρεις διακρινομένας κεραίας του σταυρού υπάρχει η επιγραφή Ο.Ω.Ν. Τα τρία εικονιζόμενα πρόσωπα είναι όμοια και συνήλικα. 'Αλλοτε είναι γέροντες, άλλοτε νέοι (19). Τοιαύτα παραδείγματα μνημονεύομεν τρία.

Πρώτον την τοιχογραφίαν της Σερβίας (20) ένθα παρομοία ως άνω παράστασις επιγράφεται «Αγία Τριάς». Δεύτερον την φορητήν εικόνα, την ευρισκομένην εις το μονύδριον 'Αγια Αγίων Πάτμου. Ταύτην ευρόντες προσφάτως παραθέτομεν κατωτέρω (Εικ. 49 - 52) (αρχαί 18ου αιών). Εις το κέντρον της εικόνος ιστορείται η Ένθρονος Βρεφοκρατούσα Θεοτόκος, περιβαλλομένη από τους προφητεύσαντας δι' εκείνην και την σάρκωσιν του Χριστού προφήτας, εις δυο σειράς τοποθετημένους και δορυφορουμένη υπό αγγέλων. Επί της κεφαλής της υπάρχει βασιλικόν διάδημα, άνωθεν και αναποσπάστως του οποίου εικονίζεται μονοκέφαλον τριπρόσωπον γενειοφόρου υπερήλικος, φέροντος φωτοστέφανον, επί του οποίου κατά τον αυτόν ως άνω τρόπον η επιγραφή Ο.Ω.Ν. Η παράστασις του τριπροσώπου, ούσα στηθαία, εικονίζει τας δυο χείρας να κρατούν το μέσον του Θεομητορικού στέμματος· επιγράφεται δε «Ο Παλαιός των Ημερών». 'Εμπροσθεν του στέμματος αλλ' εις το κάτω μέρος αυτού και επί του μαφορίου ακριβώς της Θεοτόκου ιστορείται περιστερά, φέρουσα φωτοστέφανον και έχουσα αναπεπταμένας τας πτέρυγας.

Το τρίτον παράδειγμα ευρίσκεται εις τας τοιχογραφίας του παρεκκλησίου του κοιμητηρίου της μονής Γρηγορίου Αγίου 'Ορους (Εικ.48) (1739) *. Πρόκειται περί μιας παραστάσεως ιστορημένης επί νεφέλης, εντός της οποίας κρύπτεται το τελευταίον μέρος των κάτω άκρων · έχει μίαν τρίμορφον κεφαλήν και τρία ζεύγη ευλογουσών χειρών (εv ζεύγος αντιστοιχεί εις εκάστην μορφήν). Τα τρία εικονιζόμενα πρόσωπα είναι γενειοφόρα μεσήλικα, το δε όλον σώμα καλύπτεται δια ποδήρους πολυπτύχου χιτώνος εξικνουμένου έως των κνημών. Και εδώ ο χαρακτηρισμός «Ο.Ω.Ν.» δεν απουσιάζει, η δε όλη παράστασις επιγράφεται «Η Αγία Τριάς». Τέλος εκατέρωθεν της κεντρικής τακτής ιστορήσεως παρίστανται ανά δύο άγγελοι (φαίνονται μόνον αι κεφαλαί και τα πτερά των, Χερουβίμ), δορυφορούντες την ούτως εικονιζομένην Τριάδα.

Ως προς την παράστασιν εκείνην, κατά την οποίαν ο Πατήρ συμβολίζεται με Θρόνον, κάτωθεν δε Τούτου ο Υιός εν κυκλίω και κατώτερον η Σοφία του Θεού υπό την μορφήν αγγέλου και η οποία συναντάται συνήθως εις ρωσικάς εικόνας, χωρίς αμφιβολία δεν αναφέρεται εις το τρίτον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος· η «Σοφία» κατά τους Πατέρας θεωρείται ως «η κοινή της υπερουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος... ενέργεια» (20α). Σημειωτέον ότι σοφία καλείται συνήθως ο Χριστός· βλπ. π.χ. P . G . 94, 985β. (Βλ. και Εικ. 55).

Ποία είναι η καταγωγή της ιδιομόρφου ως άνω παραστάσεως, εις ποία χριστιανικά δεδομένα στηρίζεται και ποίον σκοπόν εξυπηρε τεί; Ήδη εις τους αρχαίους Έλληνας απαντάται ο αριθμός τρία ιερός και αρκούντως ανεπτυγμένος. Ο Ησίοδος αναφέρει τρία ως βασικά στοιχεία της κοσμογονίας (Θεογ. 116 - 120), άλλοι δε αρχαίοι συγγραφείς ομιλούν περί τριαδικών Θεοτήτων, ως π.χ. Ζευς, Ποσειδών και Πλούτων, Εστία, Δημήτηρ και Ήρα κ.ά.π. Οι Ορφικοί και οι Πυθαγόρειοι εθεώρουν τον αριθμόν τρία ως ενέχοντα μυστικήν και συμβολικήν σημασίαν πολλά ώριζον δι' αυτού εφ' όσον διηρείτο μόνον δια του εαυτού του και της μονάδος και εφ' όσον ούτω ετονί ζετο η μοναδική τριάς και η τριαδική μονάς (21). Κατά την κλασσικήν εποχήν όχι μόνον συναντώνται αι παραστάσεις τριπλών θεοτήτων δια τριών ξεχωριστών προσώπων (22) π.χ. τρεις Χάριτες, τρεις Ώραι , τρεις Ερινύες, τρεις Μοίραι, τρεις δικασταί του 'Αδου και άλλα, αλλά πολλάκις παρίστανται και μονόσωμοι τρικέφαλοι Θεότητες ως π.χ. η τριο δίτις Εκάτη, ο Ερμής, ο Κέρβερος (23), η Χίμαιρα, η Σκύλλα κ.α. Οι Κέλται ελάτρευον τρικεφάλους Θεότητας (24). Οι δε Ρωμαίοι εγνώρισαν την διπρόσωπον κεφαλήν του Ιανού εστραμμένην εις το παρελθόν και εις το μέλλον. Εις ταύτην προσέθεσαν αργότερον και τρίτον πρόσωπον βλέπον το παρόν. Προς τούτοις δεν ήτο άγνωστος εις την αρχαίαν τέχνην της ανατολής η τριπρόσωπος παράστασις του Βράχμα (Σίβα, Βράχμα, Βισνού) (25).

Πότε ακριβώς η ως άνω παράστασις εισήλθεν εις τον Χριστιανισμόν δεν είναι ακριβώς γνωστόν. Πλην όμως από πολύ ενωρίς (5ος αιών) συναντάται εις τον δυτικόν Χριστιανισμόν (26) είτε μία τρικέφαλος παράστασις επί ενός σώματος είτε τρία χωριστά πρόσωπα επί τριών χωριστών όμοιων ή άνομοίων σωμάτων. Ταύτα πάντα συνεβόλιζον εξ αρχής την Αγίαν Τριάδα. Κατά την περίοδον από του 6ου έως του 12ου αιώνος τα ως άνω παραδείγματα πολλαπλασιάζονται εις την Δύσιν, αλλά με πολλάς παραλλαγάς, αποσκοπούσας πάντοτε εις τον τονισμόν της ομοιότητος των τριών Θείων προσώπων. Ούτω τον 14ον αιώνα συναντώνται πολλά παραδείγματα τοιούτων ιστορήσεων εις την Δυτικήν Εκκλησίαν (27). Εφ' όσον δε ετονίζετο δια των παραστάσεων τούτων η ομοιότης των τριών προσώπων ήτο εύκολος η μετάβασις εκ της ομοιότητος εις την ταυτότητα. Ούτω έφθασεν η χριστιανική τέχνη από την παράστασιν του τρικεφάλου εις την παράστασιν του μονοκεφάλου τριπροσώπου. Από την Δύσιν (28) αργότερα εισήλθεν εις την ομόδοξον Ρωσίαν, η οποία με την σειράν της επέδρασεν εις τας άλλας ορθοδόξους χώρας, έστω εις μικροτέραν κλίμακα.

Η ιστόρησις του μονοκεφάλου τριπροσώπου ή μονοσώμου τριμόρφου φαίνεται να στηρίζεται εις την ανεπτυγμένην δογματολογίαν και την διδασκαλίαν εκείνην των Πατέρων, δια της οποίας εξαίρεται η ενότης των ιδιωμάτων των τριών Θείων προσώπων και τονίζεται η ενδοτάτη ενοίκησις και συνύπαρξις των προσώπων της Αγίας Τριάδος εν αλλήλοις (29). Γενικώς όμως η ανατολική ορθόδοξος Εκκλησία υπήρξεν αρκετά συντηρητική ως προς την δια της τέχνης ιστόρησιν της ιδιαιτέρας σχέσεως των τριών Θείων προσώπων. Ενώ δηλ. η κοινή εξωτερική ενέργεια Αυτών (Ιωάν. 5, 19) η «φανείσα τοις ανθρώποις» και «γνωσθείσα υπ' αυτών κατά το μέτρον της δυνάμεώς των» παρεστάθη υπό των ορθοδόξων ζωγράφων (Δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, Σάρκωσις του Λόγου, Πεντηκοστή, Θεοφάνεια) αντιθέτως η εσωτέρα σχέσις των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος - η αναφερομένη εις τον τρόπον της αϊδίου Αυτών αρχής και εις την περιχώρησίν Των, ούσα δε ουσιαστικώς απρόσιτος εις την ημετέραν διάνοιαν (30) - δεν εύρε πρόσφορον έδαφος εις τον ορθόδοξον χώρον ως συνέβη εις το δυτικόν ένθα κατά κοινήν διαπίστωσιν αι τοιαύται παραστάσεις έφθασαν εις πολλάς ακρότητας. Ως προς δε την εικόνα, την ευρισκομένην εις τα 'Αγια Αγίων Πάτμου, εκτός του ότι σχετίζεται αυτή προς το εκ της Δύσεως πάλιν ελθόν θέμα της στέψεως της Θεοτόκου αναφέρεται προς τούτοις εις ό,τι και η Εκκλησία μας ψάλλει δια την Παρθένον, την οποίαν αποκαλεί όχι μόνον «δοχείον της Θεότητος» και «καθέδρα, του εξ ουρανού σαρκωθέντος Λόγου» αλλά και «χρυσούν θυμιατήριον της αχωρήτου Τριάδος» και «όχημα της όλης Θεότητος» (31).

3) Γεωμετρικαί σχηματοποιήσεις του Αγίου Πνεύματος.
Υπό την μορφήν λοιπόν της περιστεράς, των πύρινων γλωσσών και της νεφέλης, ήτοι κατά τον τρόπον της εμφανίσεώς Του, παρεστάθη κατά γενικόν κανόνα το 'Αγιον Πνεύμα υπό των Ορθοδόξων ζωγράφων. Του κανόνος τούτου εξαίρεσιν αποτελεί η δια σχημάτων παράστασις του Θεού, η οποία αναφέρεται και εις το 'Αγιον Πνεύμα. Κατά την γεωμετρικήν ταύτην σχηματοποίησιν εις εκ της Τριάδος ιστορείται προσωπικώς (συνήθως ο Υιός ή ο Πατήρ ή σπανιώτατα το Πνεύμα υπό την μορφήν της περιστεράς) και τα άλλα δύο συμβολίζονται υπό διάφορα γεωμετρικά σχήματα, ήτοι το τετράγωνον, το τρίγωνον και τον κύκλον. Αντιθέτως η δια των τριών μόνον ομοκέντρων ή εφαπτομένων κύκλων ή δια τριών επαλλήλων τριγώνων ή τετραγώνων ή και άλλων καθαρώς αφηρημένων μεθόδων πα- ράστασις της Αγίας Τριάδος δεν συναντάται εις την Ορθοδοξίαν, ως συμβαίνει εις τους Δυτικούς (32). Αλλά και ο τύπος της Ανατολής πώς ακριβώς ιστορήθη;

Εις το Τετράγωνον.
Μεταξύ των πολλών παραδειγμάτων του ανατολικού γεωμετρικού τύπου παραστάσεως της Αγίας Τριάδος μνημονεύομεν τον Χριστόν - Κριτήν της τοιχογραφίας του Lesnovo (14ος αιών), η κεφαλή του οποίου, περιγραφομένη δια κυκλικού φωτοστεφάνου, ευρίσκεται επί δύο καμπυλουμένων τετραγώνων διαφορετικού χρώματος. Επί φορητής εικόνος (15ος αιών) της συλλογής Τρετιακώφ Μόσχας ο Χριστός εικονίζεται επί δύο ερυθρών επαλλήλων και καμπυλουμένων τετραγώνων (33). Εις το Voronec της Ρουμανίας η Δεομένη Θεοτόκος με τον Χριστόν εις το στήθος τοιχογραφείται εις το μέσον δύο καμπυλουμένων διχρώμων τετραγώνων εντός των κυκλικώς διαγραφομένων επτά χρωμάτων της ίριδος. Εις την Σύναξιν των Ασωμάτων της τοιχογραφίας της τραπέζης (17ος αιών) της μονής Διονυσίου ο Χριστός φερόμενος υπό αγγέλων, στηθαίος ως Εμμανουήλ εντός φωτεινής δόξης, παρίσταται ωσαύτως επί δύο καμπυλουμένων τετραγώνων (Εικ. 54). Το αυτό παρατηρείται και εις τας τοιχογραφίας του Παντοκράτορας της μονής Βαρλαάμ (16ος αιών) των Μετεώρων και του Χριστού - Κριτού της μονής Φανερωμένης Σαλαμίνος (18 ος αιών ) με την διαφοράν ότι ενταύθα ολόκληρον το σώμα του Χριστού ευρίσκεται επί των δύο επαλλήλων τετραγώνων. Εις την αυτήν μονήν ωσαύτως, της Φανερωμένης, το υπό την μορφήν της περιστεράς 'Αγιον Πνεύμα εις την παράστασιν της Αγίας Τριάδος τοιχογραφείται επί δύο επαλλήλων γεωμετρικών σχημάτων ήτοι ενός ρόμβου και ενός τετραγώνου με καμπυλουμένας τας γραμμάς (18ος αιών).

Εις το Τρίγωνον.
Εις τοιχογραφίαν της μονής Ραβάνιτσα (14ος αιών) της Σερβίας εικονίζεται ο 'Αναρχος Πατήρ ως γέρων λευκοπώγων με την κεφαλήν Του επί ενός τριγώνου και ενός ορθογωνίου παραλληλογράμμου φαινομένου κατά το άνω ήμισυ αυτού (Εικ. 53). Εις την τράπεζαν της μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους το υπό την μορφήν της περιστεράς 'Αγιον Πνεύμα εις την παράστασιν της Βαπτίσεως του Χριστού ιστορείται επί δύο επαλλήλων τριγώνων μορφουμένων εις εξάγωνον. Εις την τοιχογραφίαν της μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους, ένθα παρίσταται η Αγία Τριάς, το υπό μορφήν ωσαύτως της περιστεράς 'Αγιον Πνεύμα ιστορείται επί ενός ρόμβου και ενός τριγώνου. Τα δύο ταύτα γεωμετρικά σχήματα μορφώνουν εξάγωνον.

Eις τον Κύκλον.
Εις το Voronec της Ρουμανίας ο Χριστός - Κριτής παρίσταται εντός φωτεινής δόξης, αλλ' εις το μέσον δύο ομοκέντρων κύκλων (15ος αιών). Ο εν μεταλλίω και υπό των Ασωμάτων κρατούμενος Χριστός της μονής Βαρλαάμ (15ος αιών) των Μετεώρων ιστορείται επί δύο ομοκέντρων κύκλων πλην της εξωτερικής περιφερείας, εκλαμβανομένης ως νεφέλης. Ο Παλαιός των ημερών της μονής Φανερωμένης της Σαλαμίνος τοιχογραφείται ωσαύτως εις το μέσον δύο ομοκέντρων κύκλων.

Αφού επεσημάναμεν τα ως άνω ολίγα παραδείγματα, προβαίνομεν ακολούθως εν πάση δυνατή συντομία εις την έρευναν της προελεύσεως των αφηρημένων αυτών συμβολισμών και εις την εξέτασιν της σχέσεως των προς την καθόλου εκκλησιαστικήν γραμματείαν. Το τετράγωνον και το εξάγωνον, απαρτιζόμενα έκαστον εκ δύο ισοπλεύρων τριγώνων, τοποθετημένων εις μεν την πρώτην περίπτωσιν αντιθέτως, εις δε την δευτέραν αντιστρόφως και επαλλήλως κατέστησαν ενωρίς σύμβολα διαφόρων θεοτήτων, ως π.χ. το εξάγωνον ήτο το σύμβολον του Βισνού. Εθεωρούντο μυστικά σύμβολα της τελειότητος, ως ίσα ακριβώς των διπλασίων ίσων μερών των. Δια του κυκλικού ωσαύτως σχήματος του μη έχοντος αρχήν και τέλος παρίστατο υπό της αρχαίας ελληνικής σκέψεως και τέχνης η αληθής τελειότης και πραγματικότης (34). Ο κύκλος απετέλεσε την πρώτην καλλιτεχνικήν παράστασιν του Θεού Ήλιου ως φαίνεται εις αγγεία, νομίσματα και γλυπτά.

Εις τον Χριστιανικόν κόσμον ευρισκόμενοι παρατηρούμεν ότι και οι Πατέρες εχρησιμοποίησαν ωρισμένα γεωμετρικά σχήματα προκειμένου να γίνουν περισσότερον καταληπτοί και να καταπολεμήσουν ευχερέστερον τους εχθρούς της πίστεως. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στηριζόμενος εις τον 'Αγιον Διονύσιον τον Αρεοπαγίτην, λέγει ότι ως τέταρτον τρόπον εικονογραφίας πρέπει να δεχθώμεν τα «σχήματα και μορφάς και τύπους», οι οποίοι αναπλάσσουν τα αόρατα και ασώματα προς αμυδράν κατανόησιν του Θεού, δεδομένης της ανθρωπίνης ατελείας, εξ αιτίας της οποίας «μη δύνασθαι ημάς τα ασώματα ανευ σχημάτων αναλογούντων ημίν θεωρείν» (35). Ο αυτός πατήρ τονίζει δια μακρών ότι τα «υπερούσια και αμόρφωτα και ατύπωτα και υπερφυά και ασχημάτιστα» ημείς καίτοι υλικοί «μεμνήμεθα τη ποικιλία των μεριστών συμβόλων» τα οποία είναι «των θείων χαρακτήρων εκγονα και αποτυπώματα» (36). Ειδικώτερον μάλιστα ομιλών ο Γρηγόριος ο Παλαμάς δια την θέσιν ενός εκάστου των τριών προσώπων της Τριάδος λέγει χαρακτηριστικώς «εκεί γαρ έκαστον μέσον, εκατέρων ευρίσκεται. Αν δε και τον μεσότητα πρώτον έχοντα εν αριθμοίς επισωρεύσας ως επιπέδωθης ούτω τον τε πρώτον ενεργείς τρίγωνον αποτελέσεις αριθμόν και ην αν λάβης των εν αυτή μονάδων μέση δυοίν υπολοίποιν έστε» (37). Και ο Νικόδημος ο Αγιορείτης ερμηνεύων την ενάτην ωδήν λέγει δια την Θεοτόκον: «Εσένα οι γεωμέτραι νοούν κύκλον ευρυχωρότατον επειδή εχώρησας εν τη αγιωτάτη κοιλία σου όλο το τρίγωνον, ήγουν την υπερούσιον και αχώρητον Τριάδα με το να έγινες Μήτηρ μιας των Αυτής υποστάσεων» (38). Ως προς δε τον κύκλον ήδη ο Γρηγόριος ο Νύσσης απολογούμενος δια την θέσιν του Υιού και του Πνεύματος έναντι του Πατρός τονίζει ότι «ουχί ακτίνα εξ ηλίου νοήσομεν τον Υιόν εκ Πατρός, αλλ' εξ αγεννήτου ηλίου άλλον ήλιον... συνεκλάμποντα και κατά πάντα ωσαύτως έχοντα κάλει, δυνάμει, λαμπηδόνι, φαιδρότητι... και το Πνεύμα δε το 'Αγιον έτερον τοιούτον φως κατά τον αυτόν τρόπον νοούμεν» (39). Ο Ιωσήφ Βρυέννιος ομιλών δια μακρών περί της σχέσεως των τριών θείων προσώπων τονίζει ότι τα τρία πρόσωπα της Τριάδος «θεωρείσθωσαν ήλιοι τρεις τω μεγέθει απεριόριστοι ενί φωτί και τρισί απαστράπτοντες» (40). Ιχνογραφεί την Τριάδα «εκ τριών κύκλων ίσων αλλή- λοις και αλλήλων απτομένων» εις οριζοντίαν (41) και κάθετον (42) διάταξιν. Τας ιχνογραφίας ταύτας παραθέτομεν εις τας υπ' αρ. 56 και 57 εικόνας. Γενικώς συνοψίζοντες την μακράν διδασκαλίαν του Βρυεννίου περί της Τριάδος παρατηρούμεν δτι εισηγείται ωρισμένα σχέδια, αποτελούμενα συνήθως εκ κύκλων δια να εξηγήση το περί Τριάδος ορθόδοξον δόγμα. Αναφερόμενος εις γνώμας παλαιοτέρων μυστικών (Ιερόθεον, Μάξιμον, Νείλον), υποδεικνύει ο ίδιος διάγραμμα, το οποίον και δια μακρών επεξηγεί (43). 'Αλλοτε πάλιν (44) παραθέτει εντός ενός μεγαλυτέρου κύκλου καθέτως τρεις άλλους μικροτέρους και διατεμνομένους εις τρόπον, ώστε τα άκρα της διαμέτρου του μέσου κύκλου να αποτελούν κέντρα των εκατέρωθεν (άνω - κάτω) τούτου ευρισκομένων δύο άλλων κύκλων. Εις άλλας περιπτώσεις τονίζει ότι « έοικε δη μάλλον η εν τη θεία Τριάδι νοουμένη μεσάτης τε και ακρότης, τη μεσότητι και ακρότητι τριών κύκλων, των εντός περιεκτικού τούτων κύκλων εγγραφομένων και απτομένων αυτού της περιφερείας κατ' ίσην αλλήλων επαφήν και απόστασιν» (45). Προς τούτοις κατά την εορτήν του Αγίου Ιεροθέου η Εκκλησία ψάλλει τον ακόλουθον ύμνον, τον τονίζοντα την κατά γεωμετρικά σχήματα παράστασιν της Αγίας Τριάδος. «Όλον ανυψώσας σου εις θεωρίαν θεόφρων τον νουν όλον γέγονας ενθεοειδέστατος και θεόληπτος τον Υιόν ένθεν δη τον αυτόν και Λόγον και το Πνεύμα δε και Πρόβλημα το αυτό απέδειξας κύκλω εξαγώνω πανάριστα Πατέρα δε ως αίτιον διαγράφων τούτων ορθότατα» (46).

Εκ των ανωτέρω κατέστη φανερόν ότι η αρκούντως ανεπτυγμένη διδασκαλία των μυστικών ιδία Πατέρων περί καθαρώς αφηρημένης παραστάσεως του τρισυποστάτου Θεού δεν εύρε πλήρη πρακτικήν απήχησιν εις την ορθόδοξον αγιογραφίαν. Εις ταύτην η δια γεωμετρικών σχημάτων παράστασις των υποστάσεων της Τριάδος συναντάται εις το εν ή εις τα δύο πρόσωπα, του τρίτου πάντοτε ιστορουμένου επί τη βάσει της Αγίας Γραφής και της παραδόσεως. Αι αναφερθείσαι απεικονίσεις τούτο ακριβώς αποδεικνύουν. Μάλιστα δεν γνωρίζομεν ουδέ έν ορθόδοξον παράδειγμα ιστορήσεως της Αγίας Τριάδος μόνον δια γεωμετρικών σχημάτων (τριγώνων, τετραγώνων, κύκλων κ.α.). Ταύτα εχρησιμοποιήθησαν υπό των Ορθοδόξων ζωγράφων μεμετρημένως και με παιδαγωγικήν σκοπιμότητα· αφού δηλ. προηγουμένως εικονίζετο η μία ούτως ειπείν παράστασις της εικόνος, της οποἰας κύριος σκοπός είναι να «δείξη» το εικονιζόμενον, ηκολούθει κατόπιν η «συμπλήρωσις» και των δύο άλλων «προσώπων» της Αγίας Τριάδος κατά τρόπον εντελώς σχηματικόν και συμβολικόν, δια να τονισθή ότι όπου υπάρχει το εν πρόσωπον της Τριάδος εκεί υπάρχουν και τα δύο άλλα, καθ' όσον «εις την... Τριάδα την μονάδα πλατύνομεν αδιαίρετον και την Τριάδα πάλιν αμείωτον εις την μονάδα συγκεφαλαιούμεθα» (46α). Βλπ. ωσαύτως P . G . 46, 7, 17 «όπου το Πνεύμα εστίν, εκεί και ο Υιός καθοράται και η Πατρική δόξα καταλαμβάνεται. Είκονογραφική αρχή των Ορθοδοξων είναι να ιστορήται συνήθως ο Θεός ως εθεάθη, ήτοι ο Πατήρ ως γέρων, ο Υιός δια του «ανθρωπείου Αυτού χαρακτήρος και της ανθρωπίνης Αυτού σαρκός» και το Πνεύμα ως περιστερά. Πλην όμως επειδή ο Θεός δεν είναι βεβαίως «ό,τι εθεάθη», άρα η εικών Του «ου κατά πάντα έοικεν τω πρωτοτύπω», τουτέστιν «άλλο εικών και άλλο εικονιζόμενον» (47), αντιλαμβάνεται τις ευκόλως πόσο, θα απεμακρύνοντο οι ζωγράφοι από τον χαρακτήρα της Ορθοδόξου εικονογραφίας εάν ηρκούντο μόνον εις γεωμετρικά σχήματα προς παράστασιν των τριών προσώπων της Τριάδος.

Δεν θα αφιστάμεθα τότε από την ανεικονικήν τέχνην του Ιουδαϊσμού και του Μωαμεθανισμού. Εξ άλλου και οι προαναφερθέντες ολίγοι Πατέρες υιοθέτησαν και ανέπτυξαν παλαιοτέρας περί σχημάτων θεωρίας πιεζόμενοι εκ των καιρικών συνήθως αναγκών της Εκκλησίας. Προσεπάθουν όπως δια των απλών γραμμών και σχημάτων παραστήσουν ευκρινέστερόν πως τα «ασώματα και απερίγραπτα», ώστε αφ' ενός μεν να γίνουν ευληπτότεροι εις τους πιστούς, αφ' ετέρου δε να αντιμετωπίσουν τας αιρέσεις και τας θύραθεν επιθέσεις. Όχι δε μόνον δεν απεσκόπουν εις το να δημιουργήσουν ίδια και νεωτερικά συστήματα, αλλά ούτε και επίστευον ότι τα θεωρήματά των απεδείκνυον ενεργώς την τάξιν ή την σχέσιν των προσώπων της Τριάδος εφ' όσον ετόνιζον ως π.χ. ο Ιωσήφ Βρυέννιος ότι «ει δια το κατά τι απεοικός των παραδειγμάτων πειρώτο τις αναιρείν αυτά, ουδ' αν ποτέ τινος παράδειγμα γένοιτ' αν, μη τε γε της υπέρ πάντα Τριάδος» (48). Απλώς κατέφυγον εις αυτά διότι αμυδρώς πως δύνανται να εικονίσουν τα λεγόμενα ως ήδη εν τοις προηγουμένοις εσημειώθη.
___________________
1)  Έξοδ. ιγ', 21. ιδ', 20.
2)  Λευϊτ. ιστ', 2.
3)  Έξοδ. ιθ', 16. κδ', 17. Ιώβ, λη'.
4)  Ματθ. ιζ', 5.
5)  Κ. Δ. Κ α λ οκ ύ ρ η, A ι τοιχογραφίαι . . ., ένθ' ανωτ , σελ. 57, σημ. 2. (Βλπ. και G . Millet, Recherclies . . . , ένθ' ανωτ., σελ. 227.
6)  Α. Ξυγγοπούλου, Σχεδίασμα..., ένθ' ανωτ., πίναξ 47, 1.
7) Μηναίον Αυγούστου, Εκδ. Φως, Αθήναι, σελ. 79 (Έξαποστειλάριον) βλπ. και εν σελ. 73, ωδή δ', ειρμός έτερος: «εκ της σαρκός σου βολίδες εξεπορεύοντο».
8) Μηναίον Αύγούστου, ένθ' ανωτ., σελ. 75.
8α) Ιωάννου του Δαμασκηνού, Λόγος εις την Μεταμόρφωσιν του Χριστού, P . G . 97, 925 D . Πρβλ. P . G . 13, 108 Α, 97, 953 Α.
9) Γρηγορίου του Π α λ α μ ά, Ομιλία εις την θείαν Μεταμόρφωσιν, εν Κ. Δ. Κ α λ ο κ ύ ρ η, Πηγαί..., ένθ' ανωτ., σελ. 438.
10) Συμεών του νέου Θεολόγου, Κατηχήσεις 22, εν Π. Κ. X ρ ή σ τ ο υ, Εκκλησιαστική Γραμματολογία, Θεσσαλονίκη 1968, σελ. 384.
11) Κ. Δ. Κ αλοκύρη, Το άστρον της Βηθλεέμ εις την βυζαντινήν τέχνην, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 157, πίναξ 26.
12) Κ. Δ. Κ α λ ο κ ύ ρ η, Το άστρον..., ένθ' ανωτ., σελ. 38, 39.
13) Α. Ξυγγοπούλου, Κατάλογος..., ένθ' ανωτ., σελ. 31.
14) Κ. Δ. Καλοκύρη, Το άστρον..., ένθ' ανωτ., σελ. 48.
15) Louis Réau, Iconographie . . . , ένθ' ανωτ , σελ. 21.
16) Κ. Δ. Καλοκύρη, Αι τοιχογραφίαι… ένθ' ανωτ. σελ. 95,
17) Τριώδιον, Έκδοσις Μ. Σ α λ ι β έ ρ ο υ, Αθήναι, σελ. 37, Τετάρτη της τυρινής, Ωδή 4η, Τροπάριον 1ον.
18) Διονυσίου του εκ Φ ο υ ρ ν ά, Ερμηνεία..., ένθ' ανωτ., σελ. 51.
19) Της υπό εξέτασιν παραστάσεως συναντώνται και τινές παραλλαγαί. Επί αναλόγου π.χ. εικόνος εις την Πάτμον ιστορούνται μόνον δύο χείρες. Εις την Δύσιν πάλιν το εν λόγω θέμα ιστορείται με πολλάς διαφοροποιήσεις και παραλλαγάς, αι οποίαι συνοψίζονται εις τα εξής: α) επί ενός σώματος τρεις κεφαλαί, β) επί μίας κεφαλής τρία πρόσωπα, γ) τρεις κεφαλαί επί τριών σωμάτων κ.α. Βλπ. καί Louis Réau , Iconogr , ένθ' ανωτ. σελ. 21 - 22.
20) L. Réau , Iconogr . .., ένθ' ανωτ., σελ. 22.
* Η χρονολόγησις της παραστάσεως ταύτης υπό του A . Didtron , 1736, (βλπ. A . Didron , Christian Iconography , Μετάφρασις εις την αγγλικήν υπό Ε. Millington , New York , 1965, vol , II , pag . 62) είναι εσφαλμένη.
20α ) J. Meyendorff, L' iconographie de la Sagesse Divine dans la tradition byzantine, εν C. Archéologie, τόμ . 10, (1959) σελ . 259 και εξ . (Βλπ. και Γρηγορίου του Παλαμά, Διάλογος κατά Γρηγορά, εν Or . Christ . Per , τόμ. XIV (1950), σελ. 354. Πρβλ P . G . 149, 294 C - 296 D . Ενταύθα μεταξύ των άλλων τονίζεται: «... σοφία ο Πατήρ, σοφία ο Υιός, σοφία το Πνεύμα το 'Αγιον και ομού μία σοφία . . .».
21) A. Ν . D i d r ο n, Μετάφρασις E. J. Millington, Christian Ico nography, New York 1965, τόμ . II , σελ. 3.
22) Jean Richepin , Μεγάλη Ελληνική Μυθολογία, Αθήναι, τόμ. II, σελ. 51, 53, 243, 249.
23) Jean Richepin , Μυθολογία ..., ένθ' ανωτ, τομ. II, 122.
24) L. Reau, Iconographie . . . , ένθ ' ανωτ ., τόμ . II, 21.
25) Menard και Ε . V e r ο n, La Mythologie dans l' art ancienne et moderne, Paris 1878, σελ . 835.
26)A. N. Didron, Christian . . . , ένθ ' ανωτ , 35 - 37.
27)P. Verdier, Trinity Holy Iconography, εν «New catholic encyclopedia», London 1967, τόμ . 14, σελ . 307 - 309.
28) Louis Réau, Iconographie . . . , ένθ ' ανωτ ., σελ . 22. Σημειωτέον ότι τας τοιαύτας παραστάσεις τας κατεδίκασε τόσον η εν Τριδέντω σύνοδος (1545 - 1563) όσον και ο Πάπας Ουρβανός ο 8ος.
29) X. Ανδρούτσου, Δογματική της ορθοδόξου ανατολικής εκκλησίας, Αθήναι 1956, σελ. 75, 76. Βλπ. και Ιωσήφ Βρυεννίου, Ευρεθέντα, ένθ' ανωτ., σελ. 487 -493: «Και τα τρία ταύτα ανυπόστατα λέγομεν και πρόσωπα τρία εννούμενα φύσει μια».
30)Μ. Αθανασίου, Επιστολή, PG 25, 465 «άλλος τρόπος υπάρξεως ούτος (ο της εκπορεύσεως) άληπτός τε και άγνωστος ώσπερ και η του Υίού γέννησις».
31) Εξαποστειλάριον ψαλλόμενον καθ' εκάστην Πέμπτην· πρβλ. Μηνιαίον Αυγούστου, ένθ' ανωτ. εις την υμνολογίαν της εορτής τής Κοιμήσεως (ΙΕ').
32) Louis Réau , Iconographie . . ., ένθ' ανωτ., σελ. 18.
33) Β. Antonova - Η. Mneva , Κατάλογος εικόνων..., ένθ' α νωτ., τόμ. I, εικ. 184 ( No 227).
34) Ο χρόνος και ο κόσμος π.χ. αυθυπόστατοι όντες εκκινούντο κυκλικώς ως ούτε αρχήν ούτε τέλος έχοντες. Η αριστοτελική άποψις περί ανακυκλήσεως των πάντων (Μετεωρ. 339β 29, Προβλήμ. 916, α) συναντάται και εις τον Ωριγένην (περί Αρχών 1, 6). Οι Καππαδόκαι εχρησιμοποίησαν την περί χρόνου και κόσμου κυκλικήν αντίληψιν απηλλαγμένην όμως από την ιδέαν της αιωνιότητος. Τούτο εγένετο επί τη βάσει της σκέψεως ότι ο σχηματίζων κύκλον εκκινεί από κάποιο κέντρον και επομένως και εις μίαν στιγμήν του χρόνου «Τα από χρόνου αρξάμενα πάσα ανάγκη και εν χρόνω συντελεσθήναι». (Βλπ. πλείονα εις Δ. Τσάμη, Η Πρωτολογία του Μ. Βασιλείου, Θεσ/νίκη 1970, σελ. 53- 86).
35) Ι. του Δαμασκηνού, Περί εικόνων, Λόγος Γ', εν Κ. Δ. Κ α λ ο κ ύ ρ η, Πηγαί..., ένθ' ανωτ., σελ. 279.
36)Του αυτού, ένθ' ανωτ., εν Κ. Δ. Κ αλοκύρη, Πηγαί..., ένθ' ανωτ., σελ. 254.
37) Γρηγορίου του Παλαμά, Λόγοι Αποδεικτικοί... Πνεύματος, εν Π. Κ. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα, Θεσ/νίκη 1966, τόμ. I, σελ. 53, παράγρ. 26.
38) Ν. Αγιορείτου, Κήπος Χαρίτων, Ενετία 1819, σελ. 192.
39) Γρηγορίου Νύσσης, Βλέπε πλείονα περί θεότητος του Πνεύματος, PG 46, 555-576. Ωσαύτως του ιδίου, PG 46, 695 - 702 καί 702 - 735, ένθα o ι λόγοι εις το 'Αγιον Πνεύμα και εις τον πρωτομάρτυρα Στέφανον.
40) Ιωσήφ Βρυεννίου, Τα ευρεθέντα, ένθ' ανωτ., σελ. 23.
41) Του ιδίου, ένθ' ανωτ., σελ. 24.
42) Του αυτού, ωσαύτως σελ. 27 - 28.
43) Του ιδίου, ωσαύτως σελ. 489 -500.
44) Του ιδίου, ένθ' ανωτ., σελ. 28 -29.
45) Ι. Βρυεννίου, ένθ' ανωτ., σελ. 404-405.
46) Μηναίον Οκτωβρίου, Έκδοσις Α. Κορομηλά, Κων/λις 1843, Οκτωβ. 4, β' τροπάριον αίνων.
46α)Μ. Αθανασίου, Επιστολή προς Διονύσιον επίσκοπον Αλεξανδρείας, P . G . 25, 505 Α. Πρβλ. P . G . 85, 432 Α: «Πατήρ και Υιός και άγιον Πνεύμα Τριάς εν μονάδι γινωσκομένη και μονάς εν Τριάδι προσκυνουμένη». Βλπ. ωσαύτως P . G . 31, 600. Και ο Ανδρέας Κρήτης ομιλών δια την Μεταμόρφωσιν λέγει: «Και γαρ ουκ έστιν άλλως ή εν τω Υιώ τον Πατέρα ή εν τω Πα- τρί τον Υιόν ενοπτρίζεσθαι, ότι μη εν τω Πνεύματι τω αγίω ο παρά του Πατρός εκπορεύεται μεν, Υιώ δε κατ' ουσίαν εμφιλοχωρείν και αναπαύεται ως ο-μοούσιον και ομόθρονον και ομότιμον». P . G . 97, 953 Β.
47)Ι. Δαμασκηνού, Περί εικόνων Λόγος Γ', εν Κ. Δ. Καλοκύρη , Πηγαί..., ένθ' άνωτ., σελ. 277.
48) Ι. Βρυεννίου, ένθ' άνωτ., σελ. 405.

ΠΗΓΗ : Θωμά Προβατάκη, Το 'Αγιον Πνεύμα εις την ορθόδοξον ζωγραφική, Θεσσαλονίκη 1971, σελ. 33-49. 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου