"Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς" (Κατά Ιωάννη 8,32).
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 8 Απριλίου 2019

Η ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ - ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΡΕΝΤΑΚΗ

Πραγματικὰ ἄσκηση, ὅπως καὶ ἡ ἴδια ἡ λέξη τὸ δείχνει, σημαίνει κόπο καὶ μόχθο. Μὲ τρόπο ἀριστοτεχνικὸ καὶ πολὺ ἐκφραστικό, μὲ δύναμη ἀπαράμιλη καὶ λόγο γλαφυρώτατο ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κλίμακος παρουσιάζει μὲ ὅλη τὴν ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερικὴ τραγικότητα λόγῳ τοῦ γνωστοῦ διχασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου τὸ ἔγκοπο τῆς ἀσκήσεως καὶ τὴν πραγματικὰ ὑπεράνθρωπη προσπάθεια διὰ μέσου της ὡς προσωπικῆς πιὰ ἐνέργειας γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τῆς φύσεως στὸ κατὰ φύσιν της.

Στὸ ἀριστουργηματικὸ αὐτὸ κομμάτι ὁ ἅγιος  Ἰωάννης τονίζει πολὺ σωστὰ τὴν ἀντινομία ποὺ χαρακτηρίζει ἐσωτερικὰ τὸν ἄνθρωπο ἐξαιτίας τῶν στοιχείων  ποὺ τὸν ἀποτελοῦν, ψυχῆς καὶ σώματος.  Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ ἀπορεῖ  πῶς νὰ ὑποτάξη ἡ ψυχὴ τὸ σῶμα, ἀφοῦ τὸ «δέση», τὸ «δικάση», τὸ «καταδικάση» καὶ τοῦ ἐπιβάλη καὶ πρακτικὰ κάποια ποινή.  Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά,  ὅταν φτάση στὸ σημεῖο νὰ τὸ κάνη αὐτό, δυσκολεύεται, λυγίζει, ὑποχωρεῖ. Τρομάζει  μὲ τὴ σκέψη καὶ μόνο τῶν δυσκολιῶν ποὺ σ’ αὐτὲς θὰ εἰσαγάγη τὸ «φίλο της» «ὃν φύσει ἀγαπᾶν πέφυκεν», «ᾧ εἰς τοὺς αἰῶνας συνδέδεται», ἀφοῦ τὸ «φθαρτὴν εἰληφὸς φύσιν», τὸ φθαρτὸ δηλαδὴ σῶμα προορίζεται νὰ ἀναδειχθῆ ἄφθαρτο.

Ἂν ἡ ψυχὴ παιδαγωγήση τὸ σῶμα μὲ νηστεῖες, ἀλλὰ δὲν προσέξη ταυτόχρονα τὴν ἔναντι τοῦ πλησίον συμπεριφορὰ μὲ ἔλληψη ἀγάπης, ποὺ αὐτὸ μαρτυρεῖ  ἡ κατάκριση στὴν ὁποία προβαίνει εἰς βάρος του, πάλι σ’ αὐτὸ παραδίνεται ἡ ψυχή.  Ἂν ἡ ψυχὴ ξεπεράση τὴν κατάκριση καὶ ὑποτάξη τὸ σῶμα, ὑπερύφανη γι’ αὐτὸ τὸ κατόρθωμά της, ξαναπέφτει πάλι ὑπόδουλη σ’ αὐτό. Τὸ σῶμα εἶναι ἀπὸ μιὰ μεριὰ συνεργάτης, βοηθὸς καὶ ὑποστηρικτὴς τῆς ψυχῆς.  Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως μεριὰ τὴν ἴδια ὥρα παρουσιάζεται ἐχθρός, ἀντίπαλος καὶ ἐπίβουλος. Ἡ περιποίηση τὸ θεριεύει καὶ τὸ κάνει πολέμιο τῆς ψυχῆς. Ἡ ὑπερβολικὴ πάλι ἄσκηση τὸ λειώνει, τὸ κάνει ἄτονο κι ἀδύναμο. Ἡ ἀνάπαυση τὸ ὁδηγεῖ σὲ  ἀταξίες καὶ τὴν πολλὴ περιφρόνηση δὲν τὴν ἀντέχει. Ἂν κάνη τὸ σῶμα νὰ λυπᾶται, ὑποφέρει κι ἡ ψυχή.  Ἂν τὸ πληγώση θανάσιμα, χάνει τὸ ὄργανο γιὰ τὴν ἀπόκτηση ἀρετῆς. Ἔτσι λοιπὸν ἡ ψυχὴ καὶ ἀποδέχεται ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ καὶ σιχαίνεται ἀπὸ τὴν ἄλλη καὶ ἀηδιάζει τὸ σῶμα της.

Τελικὰ ἡ σύζευξη ψυχῆς καὶ σώματος ἀποτελεῖ ἕνα ἀπερινόητο μυστήριο.  Εἶναι τόσο στενή, ὥστε νὰ γίνεται «σύγκραση» καὶ τῶν δυὸ σὲ ἕνα παράδοξο καὶ ἀκατανόητο ἀνακάτερμα. Ἡ βαθύτερη διείσδυση στὸ μυστήριο αὐτό, ὅσο κι ἂν κατὰ βάθος θὰ μένη πάντα ἀκατάληπτο καὶ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὸ ἀποτελεῖ, μπορεῖ νὰ βοηθήση στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος ποὺ συνιστᾶ ἡ σχέση σώματος καὶ ψυχῆς. Καὶ τὸ πρόβλημα εἶναι εἰδικώτερα πῶς  νὰ παραμείνη ἡ ψυχὴ ἄτρωτη, ἐλεύθερη ἀπ’ τὸν κίνδυνο τῆς παραφυσικῆς διαφθορᾶς. Ἡ ψυχὴ μὲ τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε κατὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα πὼς συντάσσεται, πάει μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ πὼς ἔτσι θὰ προχωρεῖ μαζί του «συντεταγμένη» γιὰ πάντα, εἶναι πιὰ μυστηριακὰ δεμένη μαζί του. Καὶ ἀκόμη τὴ δένει ἡ ὑπόσχεση στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του νὰ νικήση τὴν «τυραννίδα» τοῦ σώματος, τὴν τυραννική του ἐξουσία πάνω στὴ ψυχή, μὲ ἄσκηση ἐκ μέρους της βίας ἐναντίον του. Ἡ ἐμβάθυνση στὴ σωματικὴ φύση δὲν ἀποκαλύπτει τίποτε τὸ ἄγνωστο στὴν ψυχή. Ἀποτελεῖ μᾶλλον  βαθύτερη συνειδητοποίηση αὐτῶν ποὺ ἤδη ξέρει πολὺ καλὰ γι’αὐτό. Αἰτία τῆς διασπάσεως, ποὺ δὲν θὰ πρεπε νὰ ὑπάρχη ἀνάμεσα στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, εἶναι βασικὰ ἡ φιλαυτία. Καὶ ἡ φιλαυτία ἀποτελεῖ ἀρρώστια τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς γιατὶ εἶναι «ἐμ-παθὴς φιλία πρὸς τὸ σῶμα». Ἡ πύρωση ὅμως καὶ ἡ ἀναστάσωση τοῦ σώματος ὀφείλεται στὴν ἄνεση, στὴ βολικὴ καὶ στὴ χωρὶς καμιὰ δυσκολία γιὰ τὸ σῶμα ζωή. Ἡ ἐσωτερικὴ του ὅμως φλόγωση ὀφείλεται σὲ ἁμαρτωλοὺς λογισμοὺς. Ἀλλὰ λογισμοὺς μόνο ἡ ψυχὴ γεννάει ἢ γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἐπιγεννήματά της. Αἰτία του εἶναι κατὰ φαυλοκυκλικὴ κίνηση  ἡ ἄνεση ποὺ προηγήθηκε ἢ ἡ πρακτικὴ τῆς ἁμαρτίας. Ἡ σωματικὴ φύση, ὅταν «συλλάβη», γεννάει πτώσεις στὴν ἁμαρτία καὶ τῶν πτώσεων αὐτῶν καρπὸς εἶναι ὁ πνευματικὸς θάνατος, ἂν αὐτὲς ὁδηγήσουν τὸν ἁμαρτωλὸ σὲ ἀπελπισία καὶ ἀπόγνωση.  


Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Πῶς νὰ κατανοήσωμε τὴν σιωπὴ ὡς ἐσωτερικὸν λόγο ποὺ φθάνει μέχρι τὸν Θεό;


Ὁ κοινὸς λόγος καὶ ἡ κοινὴ σιωπὴ ἔχουν ποικίλα περιεχόμενα· ἡ ἀσκητικὴ σιωπὴ δὲν ἔχει ἄλλο περιεχόμενο ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Μιλοῦμε γιὰ τὴν περίπτωση ὅπου ὁ νοῦς καταδύεται στὴν ψυχὴ καὶ ἡ σιωπὴ βρίσκει ἀντικείμενο τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της. Διότι συνήθως ἡ σιωπή, ἂν δὲν ὑπονοῇ, δηλώνει τὴν κατάφασί μας ἢ τὴν ἄρνησι καὶ λειτουργεῖ ὡς κρύπτη, ὅμως τότε ἔχομε τὸν τύπο τοῦ λόγου ποὺ καλεῖται ἀποσιώπησι. Αὐτὴ τὴν σιωπή, ὡς πλάγιον λόγο, τὴν γνωρίζομε: τὰ σημεῖα τῆς στίξεως ἀποτελοῦν κατὰ βάσιν σιωπές, ποὺ νοηματοδοτοῦν ἢ χρωματίζουν μὲ τὸν τρόπο τους τὴν ἔκφρασι. Ἡ γλωσσολογία δὲν συλλαμβάνει κατ’ οὐσίαν τὶς σιωπές, ὅπως δὲν τὶς συλλαμβάνουν οἱ ἠλεκτρονικοὶ ὑπολογισταί, ἐνῷ ὁ προφορικὸς καὶ ὁ γραπτὸς λόγος τὶς προϋποθέτει. Ἡ ἀδήλωτη σιωπὴ ἦταν μιὰ ἀναπηρία τοῦ ἀρχαίου μας γραπτοῦ λόγου, ἀναπηρία τὴν ὁποία ἐθεράπευσαν οἱ μεγάλοι φιλόλογοι τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀνακαλύπτοντας τὰ σημεῖα τῆς στίξεως. Οἱ συγκεκολλημένες λέξεις δυσχεραίνουν στὸν γραπτὸ λόγο τὸ νόημα ἐξ ἴσου ἢ καὶ περισσότερο ἀπὸ τὶς ἄτονες καὶ ἀπνευμάτιστες, ἐπειδὴ ἀποκλείουν τὴν σιωπή· τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν προφορικό, μόνο ποὺ ἐκεῖ δὲν διακρίνεται εὔκολα διότι ἡ άνάσα παρεμβάλλλεται τακτικὰ ὡς φυσικὴ ἀναγκαιότης. Ὅμως εἶναι ἀδύνατον νὰ φανταστοῦμε ἀποτελεσματικὸν ῥητορικὸ ἢ γνήσιον θεατρικὸ λόγο, ἂν δὲν ὑπάρχουν οἱ σιωπές. Ὄχι μόνο ἡ ἐκφραστικότης τραυματίζεται θανάσιμα, ἀλλὰ καὶ τὸ νόημα. Ὅπως τὸ ἀστραφτερὸ στολίδι χρειάζεται σκοῦρο ὕφασμα γιὰ ν’ ἀναδειχθῇ, καὶ ὁ λόγος μέσ’ ἀπὸ τὸ  βαθὺ βελοῦδο τῆς σιωπῆς ἀκούγεται. Ἡ σιωπὴ τυλίζει τὸ κέλυφος τῶν λέξεων καὶ κάνει  τὸ νόημα νὰ ἠχῇ, ὁδηγεῖ τὴν ψυχὴ σὲ συγκέντρωσι, ἡ ὁποία μὲ τὴ σειρά της διεκδικεῖ ἀπὸ τὸ εἶναι διαφάνεια καὶ ἐλαφρότητα.
Ἡ σιωπὴ προσθέτει αἴσθημα στὸν λόγο. Ἐὰν ἦταν κενὸ φυσικὸ θὰ ἔπρεπε νὰ γεμίσῃ μὲ λόγια· ἀναβλύζει ὅμως ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ψυχῆς καὶ χαράζει  -ἐξίτηλα/ἀνεξίτηλα- τὸ ἴχνος της στὸ νόημα. Ὑπάρχει μαζικὴ ἐπικοινωνία, ἀλλὰ ὄχι μαζικὴ σιωπή. Τὸ μαρτυρεῖ ἡ σιωπὴ τῶν κοιμητηρίων, ὅπου ἐκάστη ψυχὴ καταθέτει τὴν μελαγχολία της στὶς ἄλλες καὶ ἔτσι συνομιλεῖ. Ἡ σιωπὴ εἶναι προσωπική, καὶ ὅσο πιὸ προσωπικὴ τόσο πιὸ εὔγλωττη. Ἡ εὐγλωττία κάνει τὴν σιωπὴ ἀξιοπρεπῆ. Ἡ σιωπὴ συνυφαίνει δύο λόγους ἀρρήκτους· κυριεύει τὸ πεδίο τῆς ὁμιλίας σὰν λευκότης πνευματική. Ὁ λόγος δηλώνει κάτι τί· ἡ σιωπὴ φανερώνει κάποιον. Παραδόξως ἡ σιωπὴ προϋποθέτει αὐτιὰ καὶ μάτια: τὰ μάτια διακρίνουν τὸν σιωπηλὸ καὶ τ’ αὐτιὰ συλλαμβάνουν τὴν ἀπουσία τοῦ λόγου. Ἀπὸ τὸ ὁποῖον συμπεραίνομε πὼς ἡ σιωπὴ δὲν ὀφείλει τὴν πραγματικότητά της στοῦ λόγους τὰ κέρματα, τὴν ὀφείλει στὸ νόημά του. Τὸ νόημα ἐκφέρεται μὲ λόγια, ὅμως τὸ ζοῦμε ἐν σιωπῇ. Οἱ γέροντες ζοῦσαν τὸ νόημα μιλώντας στὸν Θεὸ μὲ τὴν μυστικὴ γλῶσσα τῆς σιωπῆς, τὴν πιὸ πυκνὴ μορφὴ λόγου. Ὅσο μεγαλώνουμε τόσο βαθαίνομε, καὶ ὅσο βαθαίνομε, τόσο μᾶς μιλεῖ ἡ σιωπή. Διαβάζομε στὰ μάτια τὴν σιωπή, γιατὶ αὐτὴ φθάνει μέχρι τὸ νόημα ἀπ’ ὅπου πηγάζει ὁ λόγος. Ἐξ’ οὖ καὶ ἡ σιωπὴ μπορεῖ νὰ εἶναι εὐχαριστία, ὅπως μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ προσευχή. Ἡ προσευχὴ εἶναι μιὰ κακαρὰ σιωπή. Ἡ σιωπὴ ἀκολουθεῖ ὡς ἀποκαλυπτικὴ σκιὰ τὸν προφορικὸ λόγο· ἡ γραφὴ ξετυλίγεται ὡς γλαφυρὴ σιωπή. Ἐνδέχεται ὡστόσο νὰ μείνῃ ὑπονοούμενο, ὁπότε ἀκολουθεῖ ἔντασι καὶ ἀπειλητικὴ ἀναμονή. Μᾶς ζώνει ἄλλοτε  ἀπειλητικὰ ἡ σιωπή, ἐφ’ ὅσον ἐξαντλεῖται  τὸ πρόσχημα τῆς ὁμιλίας, καὶ προβάλλει γυμνὸ τὸ θέλημα. Ἕνας γεμᾶτος ἄνθρωπος ξέρει νὰ σιωπᾷ· στὴν συμφιλίωσι καὶ τὴν καταλλαγή του μὲ ὅλους δὲν ἔχει νὰ ὑποκρύψῃ θέλημα οὔτε νὰ καταφύγῃ στὴν πληθωρικὴ ψυχρότητα τοῦ ἐπικοινωνιακοῦ λόγου. Ἄλλοτε πάλι μᾶς ἀποσπᾷ ἕναν ἀπωθημένο τυραννικὸ λόγο. Σκέπτομαι τὴν ἐξομολογητικὴ ἐν προκειμένῳ καὶ τὴν ψυχαναλυτικὴ ἰδιαιτέρως σιωπή, μιὰ σιωπὴ ἡ ὁποία γιὰ τὸν ἀναλυόμενο ἀποκτᾷ διαστάσεις σκηνῆς ἕτοιμης νὰ δεχθῇ ὡς δρώμενα τὰ λόγια του. Στὴν θεραπευτικὴ τούτη σιωπή, ὁ ἀσθενὴς ἀρθρώνει καὶ βλέπει σὰν τρίτος ἕναν λόγο ποὺ κρύβει ἀπὸ τὸν ἐαυτό του, ἕνα ἔργο μὲ βάθος τὴν σιωπὴ τοῦ ψυχαναλυτῆ. Στὴν σκηνὴ αὐτὴν ἀνεβάζεις τὰ λόγια σου, καὶ δὲν ἀποκλείεται κάποια στιγμὴ πίσω ἀπὸ τὸ «δρώμενο» ν’ ἀναγνωρίσῃς τὰ πραγματικά των παρασκήνια. Ἄλλοτε ἡ σιωπὴ ῥυθμίζει τὸν χρόνο. Ἐννοῶ τὴν τέχνη τῆς μουσικῆς καὶ κατ’ ἐπέκτασιν τὸν χρόνο τοῦ ἔργου. Ὁ χρόνος τοῦ λόγου ἔχει «πρίν», «τώρα» «μετά»· ὁ χρόνος τῆς σιωπῆς ἔχει μόνο «τώρα». Ἔχει μόνο παρόν, διότι ἡ σιωπὴ τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ μέλλοντος, ἐπειδὴ πρέπει νὰ δηλωθῇ, γίνεται κραυγαλέα. Δὲν κρατῶ τὴν σιωπὴ τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ μέλλοντος, μιλῶ γι’ αὐτήν. Σιωπῶ μόνο τώρα, ἀλλὰ παραδόξως αὐτὸ τὸ χωρὶς παρελθὸν καὶ μέλλον «τώρα» διαρκεῖ. Παραδόξως ὁ σύμπαν χρόνος τρέχει στὸ παρὸν τῆς σιωπῆς. Γι’ αὐτὸ ἡ σιωπὴ ἔχει νόημα. Ὅπου τρέχει ὁ χρόνος ἐκεῖ ὑπάρχει νόημα - ἐν προκειμένῳ στὸ παρὸν τῆς σιωπῆς, πρᾶγμα ποὺ κάνει τὴν σιωπὴ χρονικῶς ἀδιαφοροποίητη καὶ συνδέει τὰ μύχια τοῦ νοήματος μὲ τὸν παρόντα χρόνο.
Ἡ σιωπὴ κατέχει θέσι καίρια στὴν ἡσυχαστικὴ πρᾶξι καὶ τὴν ἀσκητικὴ ἐν γένει βιοτή. Στὸν διάλογο τοῦ ἐρημίτη μὲ τὸν  Θεὸ ὁ κόσμος ἀποκτᾷ πνευματικὴν ὑπόστασι. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ σημερινὸς κόσμος ἔχει κυρίως ὑλικὴν  ὑπόστασι, πρέπει νὰ ἔχῃ  κάποια σχέσι μὲ τὴν κατανόησι τῆς σιωπῆς ὡς διακοπῆς τοῦ λόγου. Ἐὰν ἡ σιωπὴ ὅμως τίθεται ὡς ἀρνητικὸς λόγος, θετικὸς λόγος δὲν  μπορεῖ παρὰ νὰ γίνῃ λογική. Οἱ νέοι χρόνοι, στὴν κυριαρχικὴ δυναμικήν των τοὐλάχιστον, πῆραν ἀποστάσεις ἀπὸ τὴν σιωπή, καὶ ὅταν πάλι τὴν δέχθηκαν, τὴν συνέδεσαν μ’ ἕνα ἐσωτερισμὸ ποὺ ἔφθανε ν’ ἀντικαθιστᾶ τὴν Χάρι. Στὴν καθ’ ἡμᾶς ἀσκητικὴ παράδοσι, ὅπου ὁ ἄνθρωπος καλεῖται ἀπὸ τώρα νὰ ζῇ διαρκῶς τὴν ἄκτιστη Χάρι, ἡ ἐσωτερικότης δὲν ἔμεινε κλειστὴ στὴν ἐξωτερικότητα. Ὁ ὀρθόξος ἠσυχασμὸς ὑπῆρξε ἀνέκαθεν καὶ ὑπάρχει ἐσωτερικότης εὐχαστιστιακή, ἤτοι ἄμεση καὶ ἀκατάλυτη σχέσι μὲ τὸ ἐκτός, ποὺ ἐπίσης δὲν χάνεται. «Ἄμεση» ἐδῶ θᾶ πῇ: δοτικὴ ἔως ἀμοιβαῖα ἐνδοτική, ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς παραδόσεως στὴν ἑτερότητα καὶ ἀντιστρόφως. Ἐνδοτικοὶ εἶναι οἱ γονεῖς πρὸς τὰ παιδιά, ἐνδοτικοὶ μεταξύ τους οἱ ἀγαπημένοι, ἐνδοτικοὶ οἱ δημιουργοὶ στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ὀμορφιά, παραδιδόμενοι ἄχρι ἀπωλείας - ἔκδοτοι, θὰ ἔλεγα- στὸ θαῦμα της. Ὑπ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ σιωπὴ ἦταν πάντα ἐνδοτική. Στὸν λόγο συνήθως δίνομε ὅ,τι ἔχουμε καὶ παίρνομε ὅ,τι ἔχουν· μέσ’ ἀπὸ τὴν σιωπὴ δινόμαστε. Βρίσκεται ὁ ἑαυτός μας κι ὄχι ἕνας τυπικὸς συλλογισμὸς πίσω ἀπὸ τὸ ὑπόρρητο «ναί», τὸ «δὲν ξέρω» ἢ τὸ «ὄχι» μας. Ἔτσι, ὅταν σπάσῃ κανεὶς τὴν σιωπὴ του σπάζουν καὶ οἱ ἐσωτερικὲς ἀντιστάσεις του· ὅταν σταματήσῃ ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ μιλᾷ, ἁπλῶς ἀνεφοδιάζεται.
Σιωπᾷ κανεὶς ὅταν δὲν ἔχει τί νὰ εἰπῇ, σιωπᾷ ὅμως καὶ ὅταν τὸν γεμίζει ὁ ἄλλος. Στοὺς κεραυνοὺς τῆς δυστυχίας δὲν σιωποῦμε· βουβαινόμαστε. Ἄναυδους μᾶς ἀφήνει ἡ κατάπληξι. Ἡ ὕπαρξι σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις χάνει γιὰ ἕνα διάστημα κάθε  νόημα, καὶ χάνεται μαζί του ἡ φωνή. Ὁ λόγος ἔρχεται νὰ πληρώσῃ ἕνα κενό, μιὰν ἔλλεψι· ἡ σιωπὴ ἀντιθέτως προϋποθέτει ὡρισμένη πληρότητα. Ἡ σιωπὴ χωρὶς πληρότητα γίνεται σφίξιμο, ἀποπροσανατολισμὸς στὸ νόημα τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἄλλου. Ἡ φλυαρία δὲν δείχνει μόνο ἀδιαφορία γιὰ τὸν λόγο καὶ τὸν δέκτη του, δείχνει κυρίως τὴν ἀγωνία ἑνὸς δικοῦ μας κενοῦ. Ἀπεναντίας ἡ σιωπὴ προβαίνει ἀπὸ γαλήνη μέσα καὶ πληρότητα. Μπορεῖ ὁ φόβος νὰ μᾶς κόβῃ τὴν μιλιά, ἀλλὰ  ὅπως στὴν  δυστυχία καὶ τὴν κατάπληξι, αὐτὸ δὲν σημαίνει καθόλου ὅτι σωπαίνουμε. Τὸ νόημα ποὺ μᾶς ὑπερβαίνει προκαλεῖ τόσο τὸν λόγο ὅσο καὶ τὴν σιωπή. Ἐκτὸς τούτου ἡ σιωπὴ στερεῖται τῆς πληρότητος καὶ ὁ ἄνθρωπος πάσχει κλειστοφοβία. Τὴν ἀγωνία τοῦ κενοῦ τῶν μοναχικῶν συγχρόνων μας καλεῖται νὰ διασκεδάζῃ τὸ ραδιόφωνο. Τὸ νόημα, ἡ ἐκτός μας ἀλήθεια προκαλεῖ λόγο ἢ σιωπή, οὐδέποτε τὸ πρᾶγμα. Ἐξ οὖ καὶ γινόμαστε ὁμιλιτικοὶ ἢ σιωπηλοὶ ἀναλόγως τοῦ πόσο κάποιος μᾶς ἐνδιαφέρει. Τὸ  ἐνδιαφέρον ποὺ  νοιώθουμε πηγάζει ἀπὸ τὴν δική του σημασία, τὴν δική του ἀξία. Ὅταν ἡ σημασία ἐκπίπτει στὰ ἐπίπεδα τοῦ πράγματος, τότε ἡ σιωπή μας τρέπεται κάποια στιγμὴ σὲ ἀπειλὴ καὶ ἡ φλυαρία σὲ ἀγχώδη πολιορκία. Νομίζω τρέπεται ἀναπόφευκτα. Οὔτε ἀπευθύνομε τὸν λόγο σὲ ἀντικείμενα, οὔτε τοὺς προτείνομε τὴν σιωπή μας. Ἡ σιωπὴ εἶναι κάτι περεσσότερο ἀπὸ τὸ φυσικὸ γεγονὸς τῆς σιγῆς· εἶναι σημεῖο τῆς συνειδήσεως καὶ γι’ αὐτὸ μπορεῖ  νὰ γίνῃ ὡς ἀποσιώπησις ἀπόκρυψι.
Ὑπάρχει, εἴδαμε, ἀπειλητικὴ σιωπή, ὑπάρχει καὶ εὐχαριστιακή. Στὴν Δευτέρα περίπτωσι δὲν πρόκειται γιὰ ἐσωτερικότητα ἐν γένει. Ἡ ἐσωτερικότης ἐν γένει δίνει τὸ προβάδισμ στὸ Ἐγὼ ἔναντι κάθε ἄλλου, καὶ ὑπ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια βρίσκει καταφύγιο στὴν λογικὴ εἴτε ἀναγνωρίζεται στὴν ἔκστασι. Ὡς λογική, ἡ ἐσωτερικότης ἐκφράζεται στὸ αἴσθημα τῆς πειθαρχίας καὶ τῆς εὐθύνης· ὡς μυστικοεκστατική, ἐκδηλώνεται στὴν συναισθηματικὴ παραφορὰ ἑνὸς Ἐγὼ ποὺ δὲν ἀντέχει τὰ ὅρια. Ἀντιθέτως ἡ εὐχαριστιακὴ ἐσωτερικότης συνιστᾷ περιεχόμενο τῆς σχέσεώς μου μὲ τὸν ἄλλο καὶ τὸν κόσμο. Σχέσεως ἔξω ἀπὸ τὴν διαίρεσι τοῦ ὑποκειμένου καὶ τοῦ ἀντικειμένου, ποὺ προκαλεῖ καὶ ὑποδαυλίζει τὸν σύγχρονο ψυχικὸ διχασμό. Σ’ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ σκεφθῇ τὴν σιωπὴ ὡς ἀποσυρμὸ ποὺ ἀφήνει τὰ  πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα νὰ μένουν στὴν αὐθεντικότητά των, ἕναν τρόπο ζωῆς ἄσχετο πρὸς οἱανδήποτε τακτική. Ὅταν ἡ σιωπὴ γίνεται ἰδιοτελὴς τακτική, χάνει κάθε  πνευματικὸ ἐνδιαφέρον: κρύβει ἀντὶ νὰ φανερώνῃ καὶ ἀντὶ νὰ καθαίρῃ ἀπατᾷ. Ἡ σιωπὴ ὀφείλει νὰ μενῃ πάντοτε ἀποσυρμός, γιατὶ ὁ ἀποσυρμὸς εἶναι κατὰ βάθος εὐχαριστία.

ΠΗΓΗ : ΣΤΕΛΙΟΥ ΡΑΜΦΟΥ, ΠΕΛΕΚΑΝΟΙ ΕΡΗΜΙΚΟΙ, σσ. 291-295. 

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

ΓΙΑΤΙ ΑΠΟΘΝΗΣΚΟΥΝ ΤΑ ΤΕΚΝΑ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ


Τα τέκνα των πιστών χριστιανών για δύο αιτίες αποθνήσκουν νέα, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος : πρώτον μεν για σωφρονισμό και ταπείνωση των γονέων τους. και δεύτερον για να τύχουν σωτηρίας αποθνήσκοντα καθαρά και αμόλυντα, επειδή ίσως ζήσουν πονηρή ζωή και κολαστούν, εάν τους αφήσουν οι γονείς τους πλούτο και δεν τον μεταχειριστούν κατά Θεό και σύμφωνα με την παραγγελία των γονέων τους να μοιράσουν στους πτωχούς ελεημοσύνη. αντίθετα, γίνονται κακότροπα. Γι΄ αυτό ο Θεός τα παίρνει νέα από το κόσμο για να μη κολαστούν.

Ο δε άγιος Αμβρόσιος λέγει ότι δεν ζουν τα παιδιά ορισμένων ανθρώπων, διότι οι γονείς τους ήσαν άρπαγες και άδικοι. καταπατούσαν το δίκαιο των άλλων. Για να τους παιδεύσει λοιπόν ο Θεός, αποθνήσκουν τα τέκνα τους νέα. Και όταν οι γονείς τους μετανοήσουν και δώσουν πίσω όσα άρπαξαν άδικα και δεν ζητούν πλέον να αδικήσουν κανένα, τότε ο Θεός χαρίζει υγεία στα τέκνα τους και δεν αποθνήσκουν.

"ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ", ετ. ΙΔ΄, 1949, αρ. 149-151, Ιανουάριος - Μάρτιος  1949,  σ. 13 κ.ε..



Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΝΗΣΤΕΙΑ - ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ


Τόσο ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ πράξη ὅσο καὶ οἱ ἱεροὶ Κανόνες δὲν προβλέπουν κάποια εἰδικὴ νηστεία πρὶν ἀπὸ τὴν θεία Κοινωνία. Εἰδικὰ στὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ οἱ πιστοὶ κοινωνοῦσαν ὕστερα ἀπὸ τὰ δεῖπνα τῆς ἀγάπης. Ἀργότερα, γιὰ διαφόρους λόγους, αὐτὸ σταμάτησε, καὶ ἡ Ἐκκλησία νομοθέτησε οἱ πιστοὶ νὰ κοινωνοῦν νηστικοί, δηλαδὴ νὰ μὴ λαμβάνουν καμμιὰ τροφὴ μετὰ τὸ μεσονύκτιο τῆς προηγούμενης ἡμέρας.

«Τὰ ἅγια ὑπὸ νηστικῶν ἀνθρώπων ἐπιτελεῖσθαι», ὁρίζει 29ος Κανὼν τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ΜΗ΄ τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου. Βλέπε καὶ τὸν ΝΣΤ΄ Κανόνα τῆς ἰδίας Συνόδου. Καθὼς μάλιστα παρατηρεῖ ἑρμηνευτὴς τῶν ἱερῶν Κανόνων: «Κἂν ὁ Κύριος μετὰ δεῖπνον τοὺς Μαθητὰς ἐμυσταγώγησεν, ἀλλ’ οὐ δεῖ ἠμᾶς, κατὰ τὴν θεολόγον φωνήν, τοῖς ὑπὲρ ἡμᾶς ὑποδείγμασιν ἕπεσθαι, ἀλλὰ τῷ τῆς Ἐκκλησίας ἔθει κατακολουθεῖν, καὶ νηστικοὺς ὄντας τοὺς ἱερεῖς τῷ θυσιαστηρίῳ προσφέρειν τὰ ἅγια καὶ τοὺς μεταλαμβάνοντας αὐτῶν ὡσαύτως νηστικοὺς εἶναι». Ἐξαίρεση ἀπὸ τὸν γενικὸ αὐτὸ κανόνα γίνεται, κατὰ τὸν 9ο Κανόνα τοῦ ἁγίου Νικηφόρου τοῦ Ὁμολογητοῦ, μόνο γιὰ τοὺς ἑτοιμοθάνατους, στοὺς ὁποίους ἐπιτρέπεται ἡ μετάδοση τῆς Εὐχαριστίας «καὶ μετὰ τὸ γεύσασθαι βρώσεως» (ἐν ἀρχιμ. Συμεὼν Κούτσα, Ἡ νηστεία τῆς Ἐκκλησίας, Ἀθήνα 1999, σελ. 116-7).

Αὐτὸ ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν πρακτικὴ ποὺ ἀκολουθεῖται κατὰ τὴν θεία Κοινωνία στὴν Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων, ὅταν αὐτὴ τελῆται στὶς ἑσπερινὲς ὧρες. Οἱ πιστοὶ προκειμένου νὰ μετάσχουν στὴν Θεία Εὐχαριστία μένουν τελείως νηστικοὶ ἀπὸ τὸ μεσονύκτιο μέχρι τὴν ὥρα τῆς προσελεύσεώς τους. Ἡ διαδεδομένη συνήθεια τῆς τριήμερης ἀνέλαιης νηστείας πρὶν ἀπὸ τὴν θεία Μετάληψη, ποὺ πολλοὶ χριστιανοὶ τηροῦν μέχρι σήμερα, εἶναι ὁπωσδήποτε ἔκφραση εὐλάβειας πρὸς τὸ Μυστήριο, ἀλλὰ δὲν στηρίζεται στὴν ἐκκλησιαστική μας παράδοση. Συνδέεται μὲ τὴν ἀδικαιολόγητα ἀραιὴ προσέλευση πολλῶν πιστῶν στὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας. «Ἡ συνήθεια τοῦ τριημέρου, ἂν τηρηθῆ σχολαστικά, δὲν δίδει δυστυχῶς ποτὲ τὴν δυνατότητα στοὺς πιστοὺς νὰ κοινωνήσουν κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς (πλὴν τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα), ἀφοῦ οἱ Κανόνες ἀπαγορεύουν τὴν νηστεία τοῦ Σαββάτου. Ἔτσι ὅμως ἀναιρεῖται ὁ πασχάλιος χαρακτήρας τῆς Κυριακῆς καὶ οἱ πιστοὶ μένουν μακρυὰ ἀπὸ τὸ Κυριακὸ δεῖπνο κατὰ τὴν σύναξη τῆς Κυριακῆς» (Ἀρχ. Σ. Κούτσα, σελ. 120-1).

«Οἱ πιστοὶ ποὺ μποροῦν νὰ κοινωνοῦν τὴν Κυριακὴ ὀφείλουν νὰ τηροῦν ἀπαρέγκλιτα τὴν προβλεπόμενη ἀνέλαιη νηστεία τῆς Παρασκευῆς. Τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, σεβόμενοι τὴν κανονικὴ ἀπαγόρευση γιὰ νηστεία, θὰ καταλύουν τὸ μεσημέρι λάδι. Ἀντίθετα, τὸ βράδυ θὰ παίρνουν κάτι πολὺ ἁπλό: ἕνα ρόφημα, ξηροὺς καρποὺς ἢ λίγα φροῦτα. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ τηροῦμε τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, ποὺ ἀπαγορεύουν τὴν νηστεία τοῦ Σαββάτου, καὶ προετοιμαζόμαστε ὡς ἕνα βαθμὸ καὶ σωματικὰ γιὰ τὴν προσέλευσή μας στὴν Εὐχαριστία τῆς Κυριακῆς» (Ἀρχ. Σ. Κούτσα, σελ. 121-2).

ἱερὸς Χρυσόστομος συσχετίζοντας τὸ θέμα τῆς νηστείας πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας μὲ τὴν πνευματικὴ καθαρότητα τοῦ προσερχομένου, μιλάει σαὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ ἑορτάσουν πραγματικὰ τὸ Πάσχα: « Τεσσαρακοστὴ γίνεται μία φορὰ τὸν χρόνο, ἐνῷ τὸ Πάσχα, δηλαδὴ θεία Κοινωνία, τρεῖς φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ τέσσερις, μᾶλλον ὅσες φορὲς ἐμεῖς θέλουμε. Τὸ Πάσχα δὲν εἶναι ἡ νηστεία, ἀλλὰ εἶναι ἡ θυσία καὶ ἡ θεία Κοινωνία ποὺ γίνονται σὲ κάθε θεία Λειτουργία. Ὥστε ὅποτε προσέρχεσαι νὰ κοινωνήσης μὲ καθαρὴ συνείδηση, ἑορτάζεις τὸ Πάσχα· ὄχι ὅταν νηστεύης (τὴν Τεσσαρακοστή), ἀλλ’ ὅταν κοινωνῆς τὰ θεῖα μυστήρια. Ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον τοῦτο πίνητε, τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου καταγγέλλετε... Ὁ κατηχούμενος λοιπόν, ποτὲ δὲν κάμνει Πάσχα, ἂν καὶ νηστεύει κάθε Τεσσαρακοστή, ἐπειδὴ δὲν μεταλαμβάνει. Ἐνῷ ἀντίθετα, ἐκεῖνος ποὺ δὲν νηστεύει, ἂν προσέλθη μὲ καθαρὴ συνείδηση, Πάσχα κάμνει, εἴτε μετέχει στὴν θεία Κοινωνία σήμερα, εἴτε αὔριο, εἴτε ὁποτεδήποτε. Διότι ἡ ἄριστη προσέλευση στὴν θεία Κοινωνία δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν παρατήρηση τῶν καιρῶν (δηλαδὴ ἀπὸ τὸ νὰ παρατηροῦμε ἂν ἔφθασε τὸ Πάσχα), ἀλλὰ ἀπὸ τὴν καθαρότητα τῆς συνειδήσεως» (ΕΠΕ 34, 176 καὶ 180 – Α΄ Κορινθίους 11, 26).

ΠΗΓΗ : Η ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΚΑΙ Η ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, εκδ. ΙΕΡΟΝ ΚΟΥΤΛΟΥΜΟΥΣΙΑΝΟΝ ΚΕΛΛΙΟΝ ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ.