Αὐτοκράτορας Μιχαὴλ Παλαιολόγος,
ὁ ἀπελευθερωτὴς τῆς Κωνσταντινούπολης [1261], βοήθησε τὴν Αὐτοκρατορία νὰ ἀντιμετωπίσει
χωρὶς ζημίες τὶς ἄμεσες κρίσεις. Τὸ Κράτος ἦταν ἀκόμη πλούσιο. Ἡ λιτότητα τῶν
Νικαέων εἶχε ἀφήσει τὰ θησαυροφυλάκια πλήρη. Ἡ ἰταλικὴ κατάκτηση τοῦ μεταφορικοῦ
ἐμπορίου δὲν ἔβλαπτε, ἀλλὰ μᾶλλον ἐνίσχυε τὴ σπουδαιότητα τῶν ἀγορῶν στὴν
Κωνσταντινούπολη· ἐνῷ ἡ Θεσσαλονίκη, ἡ δεύτερη πόλη τῆς Αὐτοκρατορίας, ὡς κύριο
λιμάνι τῆς Χερσονήσου τοῦ Αἵμου, γνώριζε μεγάλη εὐημερία. Ἄφησε ὅμως τὴν Αὐτοκρατορία
ἐσωτερικὰ διχασμένη. Ἦταν σφετεριστής· εἶχε ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ σεβόταν τὰ
δικαιώματα καὶ τὰ προνόμια τοῦ νεαροῦ νόμιμου Αὐτοκράτορα Ἰωάννη Δ΄. Ὅταν μὲ ὠμὸ
τρόπο καταπάτησε τὶς ὑποσχέσεις του ὁ Πατριάρχης Ἀρσένιος τὸν ἀφόρισε, καὶ αὐτὸς
μὲ τὴ σειρὰ του ἐκθρόνισε τὸν Πατριάρχη. Αὐτὸ προκάλεσε σχίσμα στὴν Ἐκκλησία. Ἐνῷ
οἱ περισσότεροι ἐπίσκοποι ἦταν ἕτοιμοι νὰ δώσουν ἄφεση στὸν Αὐτοκράτορα, ἐφ’ ὅσον
ἐκδήλωνε τὴ μετάνοιά του, πολλοὶ ἀπὸ τὸν κατώτερο κλῆρο καὶ οἱ μοναχοί, ποὺ
πάντοτε δυσανασχετοῦσαν μὲ τὸν αὐτοκρατορικὸ ἔλεγχο στὴν Ἐκκλησία, συνέχισαν νὰ
θεωροῦν τὸ Μιχαὴλ ἀναθεματισμένο καὶ νὰ ἀναγνωρίζουν ὡς Πατριάρχη τὸν Ἀρσένιο.
Οἱ “Ἀρσενίτες”, ὅπως ὀνομάστηκαν ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ μᾶλλον ἀπρόθυμου ἀρχηγοῦ
τους, σχημάτισαν ἐπὶ μία γενεὰ κόμμα ποὺ δὲν δεχόταν τὴ συνεργασία μὲ τὴν
Πολιτεία, μετὰ τὸ θάνατο ὅμως τοῦ Μιχαήλ, τὸ 1282, τὸ κόμμα ἔχασε τὴ
σπουδαιότητά του.
Ἀλλὰ ἡ πολιτικὴ τοῦ
Μιχαὴλ εἶχε δημιουργήσει καὶ ἄλλη, μονιμότερη διαίρεση. Ἡ ἐπιθυμία του νὰ ἀποτρέψει
ἐπιθέσεις ἀπὸ τὴ Δύση τὸν εἶχε ὁδηγήσει στὸ συμπέρασμα ὅτι πολιτικὰ ἦταν ἐπιθυμητὴ
μία ἐπανένωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινούπολης μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἔστω
καὶ ἂν ἡ Ρώμη ἀπαιτοῦσε ὡς τίμημα γιὰ τὴν ἕνωση τὴν ὑποταγὴ τῆς
Κωνσταντινούπολης. Ἡ πολιτικὴ αὐτὴ ἦταν τὸ ἔναυσμα γιὰ μιὰ διαμάχη ποὺ ἔμελλε νὰ
διαρκέσει, μὲ ποικίλους βαθμοὺς ἐντάσεως, ὣς τὴν πτώση τῆς Αὐτοκρατορίας τὸ
1453. Στὸ ἑξῆς, ἐνῷ κάθε ἐγγράμματος Βυζαντινὸς ἔπρεπε νὰ ἀποφασίσει ἐὰν
συνέφερε ἢ ὄχι ἡ ὑποταγὴ τῆς Ἐκκλησίας του στὴ Ρώμη, ὁ πολὺς κόσμος, στὸν ὁποῖο
ἡ ἰδέα τῆς ὑποταγῆς ἦταν ἀποκρουστική, ἦταν ἕτοιμος νὰ στραφεῖ ἐναντίον κάθε Αὐτοκράτορα
ἢ ὑπουργοῦ ποὺ θὰ ἐπιχειροῦσε νὰ προαγάγει τὴν ἕνωση.
H άλωση της Πόλης - Μονή Voronet |
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μιχαήλ, ἡ Αὐτοκρατορία πολιτικὰ καὶ οἰκονομικὰ ἄρχισε νὰ παίρνει μὲ σταθερὸ ρυθμὸ τὴν κατιοῦσα. Ὁ γιὸς καὶ διάδοχός του Ἀνδρόνικος Β΄ ἦταν ἄνθρωπος ἐξαιρετικὰ μορφωμένος καὶ μὲ μεγάλη προσωπικὴ χάρη, ἀλλὰ ὡς κυβερνήτης μᾶλλον ἀνεπαρκής. Ἀποκατέστησε τὴν εἰρήνη μεταξὺ τῶν ὑπηκόων του μὲ τὴν ἄρση τοῦ σχίσματος τῶν Ἀρσενιτῶν καὶ μὲ τὴν ἀποκήρυξη τῆς ἑνώσεως μὲ τὴ Ρώμη ποὺ εἶχε δεχτεῖ ὁ πατέρας του στὴ Σύνοδο τῆς Λυών.
Ἀλλὰ οἱ Ὀθωμανοὶ Τοῦρκοι ἀποτελοῦσαν τώρα ἀπειλὴ ποὺ δὲν
μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀγνοεῖ. Γιὰ νὰ τοὺς ἀναχαιτίσει, ὁ Ἀνδρόνικος κατέφυγε στὴ στρατολόγηση ξένων μισθοφόρων, μελῶν τῆς ἀνυπόληπτης Καταλανικῆς Ἑταιρείας, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐρημώσουν οἱ μισθοφόροι τὴ δική του ἐπικράτεια, χωρὶς νὰ κάνουν τίποτε γιὰ νὰ σταματήσουν τὴν προέλαση τῶν Τούρκων. Στὸ τέλος, ἔπειτα ἀπὸ μακρὰ βασιλεία, λαμπρὴ γιὰ τὰ ἐπιτεύγματα στὰ γράμματα καὶ στὶς τέχνες, ἀλλὰ κατὰ τὰ ἄλλα γεμάτη καταστροφές, ἄρχισε νὰ χάνει τὴν παλαιά του δημοτικότητα. Ὁ πρεσβύτερος γιός του εἶχε ἤδη πεθάνει· τὴν ἡγεσία τῶν ἀντιπάλων του ἀνέλαβε ὁ ἐγγονός του, Ἀνδρόνικος ὁ Γ΄, ὁ ὁποῖος, ὕστερα ἀπὸ ἐμφύλιο πόλεμο ποὺ κράτησε ἑπτὰ ἔτη καὶ παρουσίασε ἐξάρσεις καὶ ὑφέσεις, πέτυχε νὰ ἐκθρονίσει τὸν
παπποῦ του τὸ 1328.
Ὁ Ἀνδρόνικος ὁ Γ΄, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἱκανοῦ πρωθυπουργοῦ του Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ, ἀποδείχτηκε σθεναρότερος ἡγέτης. Στὶς ἡμέρες του ἡ Αὐτοκρατορία
σημείωσε μερικὲς ἐπιτυχίες στὴ Θεσσαλία καὶ στὴν κυρίως Ἑλλάδα. Ἀλλὰ ὁ ἐμφύλιος
πόλεμος εἶχε προκαλέσει ἀνεπανόρθωτες ζημίες. Ὅταν πέθανε τὸ 1341, ἡ Αὐτοκρατορία
εἶχε ὑπὸ τὴν ἐξουσία της λίγες μόνο ἀπομονωμένες πόλεις στὴν Ἀσία, ἐνῷ οἱ Σέρβοι
εἶχαν φτάσει στὶς πύλες τῆς Θεσσαλονίκης. Τὰ πενήντα χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ
γιοῦ του, Ἰωάννη τοῦ Ε΄ (1341-1391), ἦταν περίοδος ἀδιάκοπων συμφορῶν. Ὁ Ἰωάννης
ἦταν δέκα ἐτῶν ὅταν ἀνέβηκε στὸ θρόνο. Ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἐξουσία τρεῖς
φορές, ἀπὸ τὸν πεθερό, τὸ γιό, καὶ τὸν ἐγγονό του, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἐκθρονίστηκε
καὶ πέθανε ὡς Αὐτοκράτορας.
Η αλωση - τοιχογραφία στη Μονή Sucevita. |
Ἡ βασιλεία ἄρχισε μὲ ἑξαετῆ
ἐμφύλιο πόλεμο. Ὁ Ἰωάννης Καντακουζηνός, ποὺ ἔβλεπε τὶς προσδοκίες του γιὰ τὴν ἀντιβασιλεία
νὰ ματαιώνονται, προσέφυγε στὰ ὅπλα καὶ τελικὰ κατόρθωσε νὰ ἀναγνωριστεῖ ὡς
πρεσβύτερος συμβασιλεὺς τοῦ νεαροῦ Ἰωάννη τοῦ Ε΄, στὸν ὁποῖο ἔδωσε ὡς σύζυγο τὴν
κόρη του. Ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης ΣΤ΄ ὁ Καντακουζηνὸς ἀνατράπηκε τὸ 1354 ἀπὸ μιὰ
συνωμοσία· κυβέρνησε χωρὶς σθένος ἐπὶ δεκαεννέα ἔτη, ὣς ὅτου ὁ μεγαλύτερος γιός
του, Ἀνδρόνικος ὁ Δ΄, τὸν ἀνέτρεψε, τὴν πρώτη φορὰ τὸ 1373 γιὰ λίγους μῆνες, καὶ
ἀργότερα ἀπὸ τὸ 1376 ὣς τὸ 1379.
Ὁ Ἀνδρόνικος συνέχισε νὰ
συνωμοτεῖ ὣς τὸ θάνατό του τὸ 1385. Τὸ 1390 ὁ Ἰωάννης ὁ Ζ΄, γιὸς τοῦ Ἀνδρονίκου,
ἀνάγκασε τὸ γέροντα παπποῦ του νὰ ἀποσυρθεῖ ἀπὸ τὴν ἐξουσία ἕναν περίπου χρόνο
πρὶν ἀπὸ τὸ θάνατό του.
Οἱ συνωμοσίες καὶ οἱ ἐμφύλιες
συρράξεις ἦταν καταστρεπτικὲς γιὰ τὸ Κράτος. Ἐξαντλοῦσαν τὸ δημόσιο πλοῦτο· ἐξάρθρωναν
τὸ ἐμπόριο· προκαλοῦσαν τὴν ἐπέμβαση ξένων δυνάμεων τῶν ὁποίων τὴ βοήθεια κανένα
ἀπὸ τὰ ἀντιμαχόμενα μέρη δὲν εἶχε τὸν παραμικρὸ δισταγμὸ νὰ ἐπιζητήσει. Ἀποτέλεσμα
ἦταν ὅτι μετὰ τὸ 1340 οἱ Τοῦρκοι κατόρθωσαν νὰ ἐγκατασταθοῦν στὴν Εὐρώπη καὶ
γύρω στὰ 1360 νὰ ἐλέγχουν ὁλόκληρη τὴν ἐπαρχία τῆς Θράκης. Ἡ Σερβία γινόταν
διαρκῶς ἰσχυρότερη, καὶ ἴσως νὰ εἶχε καταλάβει ὅλη τὴν Αὐτοκρατορία ἐὰν δὲν ξεσποῦσαν
ταραχὲς μετὰ τὸ θάνατο τοῦ μεγάλου Σέρβου ἡγεμόνα Στεφάνου Δουσὰν τὸ 1355. Στὸ
τέλος, ἐκεῖνοι ποὺ ἐξουδετέρωσαν τὴ σερβικὴ ἀπειλὴ ἦταν οἱ Τοῦρκοι. Στὰ χρόνια
ποὺ ἀκολούθησαν τὴ μεγάλη νίκη τους κατὰ τῶν Σέρβων καὶ Βουλγάρων στὸν Ἕβρο τὸ
1371, οἱ Τοῦρκοι προσάρτησαν τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Βουλγαρίας καί, μετὰ τὴν ἀκόμη
μεγαλύτερη νίκη τους στὸ Κοσσυφοπέδιο τὸ 1389, ὁλόκληρη σχεδὸν τὴ Σερβία. Ὅταν
πέθανε ὁ Ἰωάννης ὁ Ε΄, οἱ τουρκικὲς κτήσεις ἔφθαναν ὣς τὸ Δούναβη, ἐνῷ τὴ Χριστιανικὴ
Αὐτοκρατορία, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὰ περίχωρά της, τὴν ἀποτελοῦσαν
μιὰ μικρὴ σειρὰ λιμένων στὶς ἀκτὲς τῆς Χερσονήσου τοῦ Αἵμου, λίγα μικρὰ νησιὰ
στὸ Αἰγαῖο καὶ ἡ Πελοπόννησος. Ἐκεῖ ἡγεμόνευαν οἱ νεότεροι βλαστοὶ τῆς αὐτοκρατορικῆς
οἰκογένειας καὶ ἦταν τὸ μόνο μέρος ὅπου τὰ βυζαντινὰ ὅπλα καὶ ἡ βυζαντινὴ διπλωματία
σημείωναν ἀκόμη κάποιες ἐπιτυχίες. Τὸ 1387 οἱ Τοῦρκοι εἶχαν καταλάβει προσωρινὰ
τὴ Θεσσαλονίκη καὶ τὸ 1394 τὴν ἐνσωμάτωναν στὶς κτήσεις τους. Λίγο πρὶν ἢ μετὰ
τὸ 1375 ὁ Αὐτοκράτορας εἶχε ἀναγνωρίσει τὴν ἐπικυριαρχία τοῦ Τούρκου Σουλτάνου.
[...]
Ὁ δέκατος τέταρτος αἰώνας
ἦταν, μὲ ἄλλους λόγους, γιὰ τὸ Βυζάντιο αἰώνας παρακμῆς χωρὶς δυνατότητα
θεραπείας. Οἱ ἀξιοθαύμαστες προσπάθειες τοῦ Αὐτοκράτορα Μανουὴλ τοῦ Β΄, ποὺ
διαδέχθηκε τὸν πατέρα του Ἰωάννη τὸν Ε΄ τὸ 1391, δὲν ἀπέδωσαν καρπούς, ἔστω καὶ
ἂν οἱ Τοῦρκοι ἀναχαιτίστηκαν γιὰ ἕνα διάστημα μετὰ τὴν εἰσβολὴ τοῦ Ταμερλάνου
στὴ Χερσόνησο τῆς Ἀνατολῆς καὶ τὴ νίκη του κατὰ τοῦ Σουλτάνου στὴν Ἄγκυρα. Τὸ Βυζάντιο
πῆρε ἁπλῶς ἀναστολή. Λίγες πόλεις, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ Θεσσαλονίκη, ἀποδόθηκαν
καὶ πάλι στὴν αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία· ἂν καὶ οἱ Τοῦρκοι ἀνέκτησαν τὴ Θεσσαλονίκη
τὸ 1430, τὴν ὁποία ὁ ἀπελπισμένος διοικητής της εἶχε πουλήσει στοὺς Βενετοὺς τὸ
1423. Ὁ Μανουὴλ προσωπικά, ὣς τὸ τέλος τῆς βασιλείας του, ὅταν ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία
ὁ γιός του Ἰωάννης ὁ Η΄, εἶχε ἀρκετὰ καλὲς σχέσεις μὲ τοὺς Τούρκους. Ἀλλὰ ἡ Κωνσταντινούπολη,
ὅπως καὶ ὅλη ἡ Αὐτοκρατορία, ἦταν σαφῶς καταδικασμένες. Τὸ ζήτημα ποὺ
κυριάρχησε στὴ βασιλεία τοῦ Ἰωάννη τοῦ Η΄ (1425-1448) ἦταν ἡ ἕνωση μὲ τὴ Ρώμη, ἡ
πολιτικὴ πού, ὅπως πίστευε ὁ Αὐτοκράτορας, μποροῦσε νὰ ἐπιτύχει τὴ βοήθεια πού,
πιθανόν, νὰ ἔσωζε τὴν Αὐτοκρατορία, ἀλλὰ τὴν ὁποία παρὰ τὴν πίεση τῶν πραγμάτων
ἀπέρριπτε ἡ πλειοψηφία τῶν ὑπηκόων του. Τὸ τέλος ἐπῆλθε στὶς ἡμέρες τοῦ
Κωνσταντίνου τοῦ ΙΑ΄, ἀδελφοῦ καὶ διαδόχου τοῦ Ἰωάννη, ὅταν ἕνας σθεναρὸς καὶ
λαμπρὸς νέος Σουλτάνος, ὁ Μωάμεθ ὁ Β΄, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἀποκληθεῖ Πορθητής, ὀργάνωσε
καὶ κατέφερε τὸ τελικὸ πλῆγμα.
ΠΗΓΗ
: Στῆβεν Ράνσιμαν, Ἡ τελευταία βυζαντινὴ Ἀναγέννηση,
ἐκδ. Δόμος, "ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ", τευχ. 193, ΜΑΪΟΣ 2008, σ. 36 κ.ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου