Γιά τό πόσο ὠφελοῦνται
οἱ ψυχές τῶν νεκρῶν μας ἀπό τίς προσευχές τῆς Ἐκκλησίας μας ὑπέρ αὐτῶν θά σᾶς ἀναφέρω,
χριστιανοί μου, ἕνα σύγχρονο σχετικά παράδειγμα ἀπό ρωσικό συναξάρι: Ὁ Ἀρχιμανδρίτης
Ἀντώνιος, ἡγούμενος τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἑνός μεγάλου Μοναστηριοῦ τῆς Ρωσσίας,
διηγεῖτο γιά τόν καλλίφωνο διάκονο τοῦ Μοναστηριοῦ, ὁ ὁποῖος λίγες ἡμέρες πρίν ἀπό
τήν πανήγυρη τοῦ ζήτησε τήν ἄδεια νά πάει στό σπίτι του γιά κάποια δουλειά. «Σοῦ
δίνω τήν ἄδεια», τοῦ εἶπε ὁ ἡγούμενος, «ἀλλά θά προλάβεις νά εἶσαι ἐδῶ στήν
πανήγυρη;». «Θά προλάβω», ἀπάντησε ὁ διάκονος. «Θά ἐπιστρέψω σύντομα». Τό πρωί
τῆς παραμονῆς τῆς ἑορτῆς ὁ διάκονος δέν εἶχε ἐπιστρέψει ἀκόμη. Ὁ ἡγούμενος ἦταν
σέ μεγάλη ἀνησυχία καί ἐστενοχωρεῖτο πολύ. Λίγο ὅμως προτοῦ νά ἀρχίσει ἡ ἀγρυπνία
ἦλθε ὁ διάκονος καί ὁ ἡγούμενος τοῦ εἶπε: «Ἐάν εἶσαι ἕτοιμος, ἔλα νά
λειτουργήσεις». Ὁ διάκονος λειτούργησε, ἀλλά, κουρασμένος ὅπως ἦταν ἀπό τό
μακρύ του ταξίδι, δέν εἶχε τήν πρώτη του καλλιφωνία. Μετά τήν λειτουργία πῆγαν
στήν τράπεζα. Ἐκεῖ κάποιος ἀδελφός ἐπείραξε τό διάκονο γιά τή φωνή του, γιατί
δέν ἦταν ὅπως πρῶτα καλή καί εἶπε: «Κάποιος πῆγε σπίτι του καί ἄφησε τή φωνή
του ἐκεῖ»! Ὁ διάκονος πειράχτηκε καί ἄρχισε μιά φιλονικία μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ
μοναχοῦ. Ὅταν ὁ διάκονος ἐπέστρεψε στό κελλί του πῆρε ἕναν κουβᾶ καί πῆγε νά
πάρει νερό. Γέμισε τόν κουβᾶ νερό καί ἐπιστρέφοντας στό κελλί του, μόλις πῆγε
νά ἀνοίξει τήν πόρτα, ἔπεσε κάτω νεκρός. Ὅταν τό ἄκουσε αὐτό ὁ ἡγούμενος Ἀντώνιος
ταράχτηκε πολύ, γιατί ἐνόμισε ὅτι ὁ διάκονος πέθανε ἐπειδή θά ταλαιπωρήθηκε νά ἔλθει
στήν πανήγυρη, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή του. Ὁ ἡγούμενος ἄρχισε νά προσεύχεται
πολύ θερμά γιά τόν ἀπελθόντα διάκονο καί μάλιστα ἔγραψε ἐντολή σέ ὅλες τίς Ἐκκλησίες
νά μνημονεύεται τό ὄνομά του στήν προσκομιδή καί στή θ. Λειτουργία. Τήν
παραμονή τῆς τεσσαρακοστῆς ἡμέρας μετά τό θάνατο τοῦ διακόνου, ὅταν ὁ ἡγούμενος
π. Ἀντώνιος κοιμόταν γιά λίγο στό κελλί του, ἄκουσε ξαφνικά κάποιον νά τόν πλησιάζει.
Σηκώθηκε, ἄναψε τό φῶς καί βλέπει μπροστά του τόν διάκονο. – «Ἦλθα νά σέ εὐχαριστήσω», τοῦ εἶπε ἐκεῖνος.
– «Γιατί;» – «Γιά τίς προσευχές σου γιά μένα», τοῦ ἀπάντησε ὁ διάκονος. – «Δέν
προσευχήθηκα μόνος μου» τοῦ εἶπε ὁ ἡγούμενος. «Ὅλοι οἱ μοναχοί προσεύχονται γιά
σένα. Ἔγραψα ἐντολή νά γραφτεῖ τό ὄνομά σου καί νά μνημονεύεται παντοῦ». – «Τό ὄνομά
μου δέν γράφτηκε πουθενά οὔτε τό μνημόνευε κανείς ἄλλος», εἶπε ὁ διάκονος (Ἀργότερα
ὁ ἡγούμενος ἀνεκάλυψε ὅτι ἀπό κάποιο λάθος ἡ ἐντολή του δέν εἶχε ἐκτελεστεῖ). –
«Πῶς πέρασες ἀπό τά τελώνια;» – «Σάν ἀστραπή». – «Γιατί ἔτσι;» – «Γιατί λίγο
πρίν πεθάνω εἶχα λάβει τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ». – «Τί εἶπες γιά τή
φιλονικία σου μέ τόν ἀδελφό στήν τράπεζα;» – «Ὁ Κύριος δέν μοῦ τό ὑπελόγισε». Ἐκεῖνον
τό καιρό εἶχε πεθάνει κάποια μοναχή ἀπό κάποιο Μοναστήρι καί ὁ ἡγούμενος ρώτησε
τον διάκονο τί μερίδα ἔλαβε μετά τό θάνατό της. «Αὐτή εἶναι ψηλότερα ἀπό μένα»,
εἶπε ὁ διάκονος. Τό ὅραμα ἐτελείωσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου