"Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς" (Κατά Ιωάννη 8,32).

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΡΑΥΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΨΥΧΗΣ - ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ-ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΕΓΕΡΤΗ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ κ.κ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΑΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ 29ης ΜΑΙΟΥ 2003


Με ανείπωτη πνευματική συγκίνηση και εύλογη εθνική έξαρση ανέρχομαι στο βήμα αυτό τούτη τη συγκλονιστική στιγμή για να χαιρετήσω τη μεγάλη επετειακή μας σύναξη που είναι αφιερωμένη στη συμπλήρωση 550 χρόνων από την αποφράδα ημέρα του γένους μας, την 29 Μαΐου του 1453. Και αυθόρμητα μου έρχονται στο νου τα λόγια που ο θρυλικός Γέρος του Μωρία απηύθυνε στον άγγλο ναύαρχο Χάμιλτον αναφερόμενος στον τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Παλαιολόγο. «Ο βασιλεύς μας, είπε, εσκοτώθη, καμία συνθήκην δεν έκανε». Η φράση αυτή μου μιλάει στην καρδιά και με πληγώνει κάθε φορά που την σκέφτομαι. Αναλογίζομαι αν θα μπορούσαμε να μπούμε στην ψυχή του Κολοκοτρώνη για να ψυχανεμισθούμε το πάθος και το βάθος που κρύβουν τα πικρά τούτα λόγια. Αν θα μπορούσαμε να πάμε 550 χρόνια πίσω, τέτοιες σκληρές μέρες, από τις σκληρότερες που πέρασε  ο  Ελληνισμός στο διάβα της ιστορίας του, θα βιώναμε την μεγάλη οδύνη, το θρήνο και τον πόνο του γένους για την μεγάλη συμφορά. 


Αν θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε όχι με πάθος, αλλά με μάθος τις ψυχές τις τοτηνές με τις δικές μας ευτελισμένες από την καταναλωτική μανία και την υλιστική θεώρηση της ζωής ψυχές, θα βλέπαμε το μέγεθος της πλάνης μας κάθε φορά που αισθανόμαστε να αδειάζει ο εσωτερικός μας κόσμος από τα οράματα και τα θάματα της φυλής μας. Αν θα μπορούσαμε να μεταφερθούμε όχι τόσο παλιά, αλλά στα χρόνια του Κολοκοτρώνη και τόσων μετά από αυτόν Ελλήνων θα δοκιμάζαμε λίγο την πίστη τους και τα ιδανικά τους ταυτισμένα με τα οράματα του γένους μας. Αν διαβάζαμε όχι όλη, μα σπαράγματα μονάχα από την απάντηση του Κωνσταντίνου στον Μωάμεθ σαν αυτό «το δε την πόλιν σοι δούναι, ουτ, εμόν, ούτε άλλου των κατοικούντων εν αυτή πάντες γαρ αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών», θα μας κατελάμβανε δέος και γοητεία μαζί μπρος στον απαράμιλλο ηρωισμό, την άφθαστη ανδρεία και την ολόψυχη πίστη του τελευταίου αυτοκράτορα, ως εκφραστού της πίστεως των Ελλήνων στα υπερούσια ιδανικά τους.

Αν ύστερα ψάξουμε στα παραμύθια έστω, με τα οποία δίνουμε ψυχή και καρδιά στα παιδιά μας. αν με πείσμα αναδιφήσουμε σε σχολικά βιβλία όλων των βαθμίδων να βρούμε λίγη ψυχή και ιστορική μνήμη της Ρωμανίας τότε, φευ, πρέπει να ξαναγράψουμε νέους θρήνους για νέες αλώσεις, νέες δηλώσεις, νέες δουλείες, νέες λεηλασίες ψυχών χειρότερες από εκείνες της Άλωσης. Γιατί τότε υλικά, εμπράγματα παλάτια, ναοί, σκεύη, σπίτια, θησαυροί, σώματα παραδόθηκαν στον όλεθρο της φωτιάς, της αρπαγής, του θανάτου. Σήμερα όμως παραδώσαμε ό,τι ωραιότερο, ό,τι πολύτιμο και τζιβαϊρικό στον όλεθρο της λήθης και της συνειδητής λησμονιάς. Όχι μνήμη, όχι αλήθεια, όχι πίστη, όχι ιστορία. Όλα αυτά σήμερα κρίνεται ότι απειλούν τον νέο Έλληνα, την πρόοδο του και τον εκσυγχρονισμό του. Έτσι που γίναμε μας φαίνονται σαν παρανοϊκά όλα τούτα τα αληθινά που συνέβησαν κάποτε σαν σήμερα όταν την Πόλιν πήραν την και έφριξε όλη η γη. Η παράδοση τούτη, οι θρήνοι και οι θρύλοι, το θεμέλιο του νέου Ελληνισμού, το ζωτικό όραμα που έθρεψε γενιές και γενιές και οδήγησε στην ανάσταση, με την ελπίδα της αναβίωσης του μαρμαρωμένου βασιλιά, της συνέχισης της λειτουργίας που κόπηκε στη μέση και της μεγάλης κραυγής της Ελληνικής ψυχής προς την μεγάλη Δέσποινα και Βασίλισσα μας, σκέφτομαι περίλυπος αν θα υπάρχει αύριο κάποιος να τα θυμίσει, να κλάψει, να φωνάζει, να στοχασθεί, να διδαχθεί καινά τα διδάξει. Τόση σιωπή, τόση άπνοια, τόση λήθη, τόση ακηδία, τόση αφασία, τόση συρρίκνωση ψυχής, μνήμης, καρδιάς. Τόση διάβρωση στα τελευταία 50 χρόνια. Τόσο βύθισμα στην μηδενική θεώρηση των πάντων, τόσος εθνικός μηδενισμός, αβυσσαλέα έκπτωση, θανατερή διαγραφή του ζωτικού και σωστικού μας μύθου.

Και διερωτώμαι πως μπορούμε μέσα στην πανσπερμία των εθνών να εξασφαλίσουμε την επιβίωση μας, χωρίς ιστορική μνήμη, χωρίς θρύλους, χωρίς διδαχή. Ψάχνω να βρω την ψυχή μας σήμερα τουλάχιστον 29 Μαΐου. Και βέβαια δεν απελπίζομαι. Η σημερινή εκδήλωση μνήμης ετούτης της βραδιάς, οφειλόμενη στην πρωτοβουλία της Εκκλησίας με τη συμμετοχή, δι' εκπροσώπων των, όλων των Αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών και οι ανάλογες με την αποψινή παρεμφερείς επετειακές εκδηλώσεις που και άλλες Ιερές Μητροπόλεις της Εκκλησίας μας και πλείστοι ιδιωτικοί φορείς όλως εξαιρετικά εφέτος διοργάνωσαν είναι μια σταγόνα δροσιάς, μια γουλιά δροσερό νερό, απ' την αστείρευτη βρυσομάνα της εθνικής μνήμης, λίγος καθαρός αέρας μέσ' την μπόχα της   παραμορφωτικής αλλοτρίωσης που συστηματικά καλλιεργείται με στόχο την εμπέδωση της ιδίως στις νεότερες γενιές από σκοτεινές δυνάμεις που απεργάζονται τον όλεθρο και την περιθωριοποίηση μας.

Και δε θα πρέπει ασφαλώς να μείνουμε μόνο στις τελετές και στην αναμόχλευση της μνήμης. Πρέπει να περάσουμε δυναμικά στη διδακτική ανάλυση των αιτιών της πτώσεως, των ιδικών μας ευθυνών και της αναγνώρισης των αναγκαίων προεκτάσεων τους στη σύγχρονη εποχή. Γιατί η πτώση της πόλης δεν έγινε απροσδόκητα, αλλά ήταν νομοτελειακή συνέπεια σειράς ιστορικών γεγονότων από την πρώτη Άλωση από τους Σταυροφόρους το 1204 μέχρι τον Μάιο του 1453, όταν καταλύθηκε οριστικά η χιλιόχρονη Βυζαντινή Ρωμαϊκή μας Αυτοκρατορία. Τότε το μεν κράτος κατέρρευσε, το έθνος όμως επέζησε. Και επέζησε χάρις στην πρόνοια του Θεού που ανέδειξε την μόνη εναπομείνασα οργανωμένη δύναμη του Έθνους, δηλαδή την εκκλησία, ως Εθναρχούσα. Και όπως παρατηρεί ο σύγχρονος μας Βρετανός βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν «Όσον Εκκλησία επεβίωνε, το έθνος δεν μπορούσε να πεθάνει». Το Γένος χρειαζόταν μία δύναμη που θα εμπόδιζε την αλλοτρίωση του και θα εξασφάλιζε την επιβίωση και ανάκαμψη του. Αυτή τη δυσκολότατη αλλά και αναγκαιότατη αποστολή ανέλαβε η Εκκλησία. Αυτή επύργωσε τις ελπίδες στις ψυχές των ραγιάδων. Αυτή διέσωσε την Ορθόδοξη πίστη. Αυτή εκαλλιέργησε την παιδεία και την γλώσσα. Αυτή διεφύλαξε την εθνική αυτοσυνειδησία. Αυτή κράτησε αναμμένη τη φλόγα της ελπίδας στην εθνική αποκατάσταση. Άλλοτε καθημαγμένη και αιμάσουσσα, άλλοτε ελισσομένη και πειθαρχούσα, και άλλοτε εξεγειρομένη και επαναστατούσα, μπόρεσε να κρατήσει άσβεστη τη φλόγα της πίστεως στο Θεό και της αγάπης στην πατρίδα σε σημείο να κατορθώσει το ακατόρθωτο. Δηλαδή το έθνος του 1821 να είναι το ίδιο και απαράλλακτο με το έθνος του 1453, όπως τονίζει ο εθνικός μας ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος.

Τώρα έχω μπροστά μου μια εικόνα με δυο Κωνσταντίνους. Τον Μέγα και πρώτο, τον ιδρυτή της Πόλης του, τον Ρωμαίο που έγινε Ρωμιός και αγίασε την πόλη και τα νερά της, και απ' την άλλη τον τελευταίο Κωνσταντίνο, τον Δραγάτη Παλαιολόγο, τον Έλληνα με το ακάνθινο στεφάνι και το πικρό πρόσωπο. Και αισθάνομαι την πίκρα του. Πίκρα διπλή. Για το φαρμάκι του θανάτου όχι του ίδιου μα της ιδέας που σάρκωνε. Και πίκρα πικρότερη για το κατάντημα μερικών υστερών συνελλήνων του, για τον θάνατο των ψυχών τους, για την αμνησία που τους οδηγεί σε νέες αλώσεις χειρότερες της πρώτης. Και έπειτα έχω μπροστά μου κάποιες άλλες σύγχρονες εικόνες της ψεύτικης πραγματικότητας που μοιάζει με μια νέα πορεία στα Σούσα της παραχάραξης κάθε νοήματος, αξίας και αξιοπρέπειας του τόπου αυτού, του «μικρομέγα». Είπα παραπάνω ότι ελπίζω στην αντίδραση και στην αντίσταση του λαού μας. Γιατί πιστεύω ότι ούτε ένας γνήσιος Έλληνας δεν έχει τη διάθεση να αυτοχειριαστεί μόνος του να φωνάξει τάχα σ' όλο τον κόσμο «δεν είμαι αυτός που νομίζετε". Άλλοι τώρα κατοικούν σε αυτό τον τόπο. Άλλοι, που δεν μοιάζουν και ούτε θέλουν να μοιάζουν με εκείνους τους πλάνους και αιθεροβάμονες, τους σκοτισμένους και μεσαιωνικούς καλογήρους με ψυχή γιγάντων. Όχι. Εδώ ζουν πλέον καθαροί, ξεπλυμένοι από την βρωμιά της ιστορίας τους, νέοι άνθρωποι. Ας λεν οι Γάλλοι και οι Άγγλοι «πρώτα Γάλλοι, πρώτα Άγγλοι και υστέρα Ευρωπαίοι". Εμείς εδώ οι άρριζοι και ανάδελφοι δεν ξέρουμε τι είμαστε. Δεν θέλουμε όμως να είμαστε σαν τους παππούδες και τους πατεράδες μας. Ο Παλαιολόγος δεν υπέγραψε καμιά συνθήκη. Εμείς όμως με χέρια και πόδια υπογράφουμε και θα υπογράψουμε τη μεγάλη μας ντροπή. Ευχαρίστως θα βγάλουμε και το δέρμα μας, και την καρδιά μας, και την ψυχή μας και θα τα θυσιάσουμε για μια χούφτα δολάρια, για μια χεριά ξυλοκέρατα». Πιστεύω ότι τούτα τα λόγια κανένας Έλληνας, κανένας νέος σε τούτην την πατρίδα της παράδοσης και του ήθους δεν  θα τολμούσε  ποτέ να ξεστομίσει.  Και δεν θα τα ξεστομίσει όσο θα υπάρχει σ' αυτό το τόπο μια ζωντανή Εκκλησία, μια ακμαία πνευματική ηγεσία, μια αντάξια της ιστορίας μας πολιτική ηγεσία, άνθρωποι με ψυχή, με γνώση και επίγνωση. Διανοούμενοι, δημοσιογράφοι, εκπαιδευτικοί, επιστήμονες, επαγγελματίες, οικογενειάρχες, κληρικοί και λαϊκοί, ψυχωμένοι και αντρειωμένοι που θα πολεμήσουν την ύβρη, τη βλασφημία και τον εξευτελισμό της ομορφιάς που έσωσε τον τόπο.

Αν όλοι εμείς συγκινηθούμε και δραστηριοποιηθούμε θα αποτρέψουμε το να γίνει ο λαός μας «παλιόψαθα των εθνών», και δεν θα επιτρέψουμε να ανταλλάξουμε τα πρωτοτόκια μας με τα «κούφια καρύδια», όπως ο στρατηγός Μακρυγιάννης εχαρακτήριζε τα ξενικά και ψευδεπίγραφα ήθη, που μετά την ηρωική επανάσταση των Ελλήνων επιβάλλονταν σατανικά από τους ξένους Βαυαρούς, στον αμόρφωτο μεν αλλά θυμόσοφο και ευλαβή λαό μας.

Αγαπητοί μου
Οι βάρβαροι φαίνεται πως ήλθαν. Φαίνεται πως ήλθαμε. Να πιστέψω ότι η επιδιωκόμενη επί 170 τώρα χρόνια λύση του προβλήματος— Ελλάς, έφθασε; Να πιστέψω πως ενώ, κατά τον Κολοκοτρώνη «ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, και καμίαν συνθήκην δεν υπέγραψε», εμείς υπογράφουμε; Να παραδεχθώ πως σήμερα μετά από 550 χρόνια η μνήμη μας έχει τόσο εξασθενήσει ώστε να μη πιστεύουμε πια στην αξιοθαύμαστη αντοχή της Ελληνικής ψυχής; Μη γένοιτο. Εμείς όλοι, εσείς όλοι, τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας, οι ζωντανοί και οι νεκροί δεν έχουμε το δικαίωμα να ξεχάσουμε. Αν το κάνουμε, θα είμαστε άξιοι της τύχης μας. Και η τύχη μας θα είναι προδιαγεγραμμένη. Η απώθηση μας στο περιθώριο της ιστορίας, η στέρηση μας από την ζωντανή εντελέχεια της ύπαρξης μας, η αφομοίωση και ο εξανδραποδισμός μας. Και μια τέτοια εξέλιξη δεν μας πρέπει. Είναι άδικη για εμάς και για τα παιδιά μας. Για την ιστορία μας και για την πατρίδα μας. Για τον λαό μας που ήταν ανέκαθεν «ευκολόπιστος και καταπροδομένος».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου