Ἄλσος εὔσκιον περιβάλλει
τὸ ἐρημικὸν μοναστήριον. Ἀπαράλλαχτα καθὼς τὸ περιγράφει ὁ ἱστορικὸς Προκόπιος:
«Ἄγχιστα δέ πῃ τῶν Χρυσῶν καλουμένων πυλῶν, δάσος ἐκ κυπαρίσσων ἀμφιλαφές, λειμὼν
τεθηλὼς ἄνθεσι, παράδεισος εὐφορῶν τὰ ὡραῖα· πηγὴ ἀψοφητὶ βλύζουσα γαληνὸν καὶ
πότιμον ὕδωρ· ἱεροπρεπῆ ἐπιεικῶς πάντα...». Μέσα εἰς τὸ ἄλσος αὐτὸ ὑπάρχει τὸ
κοιμητήριον τῶν ἑλλήνων, ὅπου τὰ κρύα μάρμαρα καὶ τὰ πλέον κρύα ἐπιγράμματά των
κατανύγουσιν ὅμως τὸν ξένον. Διὰ μέσου πυκνοφύλλων βαΐων προχωροῦμεν εἰς τὴν
πλακόστρωτον αὐλήν. Ἐδῶ κελλιά. Ἐκεῖ ὁ μαρμαρόκτιστος ὡραῖος ναὸς μὲ τὸν μέγαν ἀσημένιον
πολυέλαιον. Πρὸ τῆς εἰσόδου του γύρω-γύρω οἱ τάφοι τῶν Πατριαρχῶν μαρμάρινοι, ὑπὸ
τὴν σιωπηλὴν σκιὰν τῶν βαΐων καὶ κυπαρίσσων. Ἰδὲ σκαλιστοὺς σταυραετοὺς εἰς τὰς
πλάκας καὶ Πατριαρχικὰς μίτρας. Ἰδὲ σιωπηλὰ μάρμαρα καὶ φλύαρα ἐπιγράμματα.
Ἀπ’ ἐκεῖ ἡ κάθοδος εἰς
τὸν ὑπόγειον τῆς Παναγίας ναόν, ὅπου τὸ πολυθαύμαστον καὶ θαυματουργὸν Ἁγίασμα.
Κατερχόμεθα διὰ μαρμαρίνων κλιμάκων, ἀναγινώσκοντες τὰ ἐπὶ τῶν κατέναντι
μαρμάρων ἐπιγράμματα.
Ἰδοὺ ὁ ὑπόγειος ναός.
Μικρός, μυστηριώδης,
σκιερός. Πρὸ τῶν ἀργυρῶν εἰκόνων καίουσιν ἄφθονοι λαμπάδες.
Γεμᾶτος κόσμον. Καὶ
χριστιανοὶ καὶ τοῦρκοι. Πολίτισσαι μὲ τὰ τσεμπέρια των, καὶ χανούμισσαι μὲ τὰ σάλια
των. Νά καὶ γυναῖκες χωριαναὶ τῆς Προποντίδος μὲ ἱμάτια-βρακία ποδήρη, ὡς ἄνδρες
βρακοφορεμέναι ἀπὸ τὴν μέσην καὶ κάτω, ὡς ὡραῖαι γυναῖκες ἀπὸ τὴν μέσην κ’ ἐπάνω.
Κατερχόμενος διὰ
μαρμαρίνης κλίμακος, φθάνεις εἰς μίαν πύλην, δεξιὰ τῆς ὁποίας εἶνε ζωγραφισμένη
ἐπὶ τοῦ τοίχου Εἰκὼν τῆς Θεοτόκου, ἐνώπιον τῆς ὁποίας ἀνάπτει ἀκοίμητος
κανδήλα· παρέκει δὲ ἀναγινώσκονται οἱ ἑξῆς ἴαμβοι:
Διψῇς; Κατελθών, ξεῖν’,
ἄδιψος ἔλθ’ ἄνω,
θείου δροσισμοῦ ἔμπλεως,
θεορρύτου·
ἀλλ’ αὖ ἀπελθεῖν
ἀγλαῆς πηγῆς θέλων,
εὖξαι ὑπὲρ νῦν καὶ
παλαιῶν
κτιτόρων.
Διὰ τῆς πύλης αὐτῆς εἰσέρχεσαι
πλέον εἰς τὸ πολυύμνητον Ἁγίασμα τοῦ Μπαλουκλίου. Κατέναντι τοῦ μαρμαρίνου
τεμπλέου.
Εὐωδία λεπτὴ καὶ δρόσος
ὑγρὰ πληροῖ τὸν ναΐσκον. Ἰδοὺ πρὸς δυσμὰς ὅλος ὁ νάρθηξ μεταβεβλημένος εἰς μίαν
μεγάλην μαρμαρίνην λεκάνην θολοσκέπαστον. Διαυγὲς ὕδωρ ἄφθονον ἐντὸς σχηματίζει
τεχνητὸν πάλλευκον λιμνίδιον, ὡς τὰ ἐκ τῶν πιδάκων. Χρυσὴ ἡ Εἰκὼν τῆς Παναγίας,
ἡ Ζωοδόχος Πηγή, ἐφάπτεται τοῦ κρυεροῦ νάματος. Εἰς δὲ τὸ μαρμάρινον τοῦ λιμνιδίου
χεῖλος χάλκινα κύπελλα κατὰ σειράν, δι’ ὧν οἱ προσκυνηταὶ ἀντλοῦντες ἁγίασμα,
πίνουν ἀκορέστως, καὶ λούονται εὐλαβῶς χεῖρας καὶ ὄψεις καὶ λαιμοὺς καὶ
κεφαλάς.
Αὐτὸ εἶνε τὸ Ἁγίασμα τοῦ
Μπαλουκλῆ.
Εἶδες βεβαίως πολλάκις τὴν
εἰκόνα εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τὴν παριστάνουσαν τὴν Ζωοδόχον Πηγήν. Ἡ σκηνὴ αὐτὴ εἶνε
ἀντιγεγραμμένη εἰς τὴν εἰκόνα. Σκηνή, τὴν ὁποίαν σκιάζει ὡς ἀπὸ θυμιάματος νεφέλη
ἡ πίστις, καὶ πληροῖ εὐωδίας ἡ χάρις τῆς Παναγίας, μαρτυρουμένη ὡς χαρὰ εἰς τὸν
τεθλιμμένον, καὶ ὡς ὑγεία εἰς τὸν πάσχοντα.
Ἐδῶ μία χεὶρ κρατοῦσα τὸ
χαλκοῦν ἄντλημα καὶ τείνουσα πρὸς τὸ νάμα. Ἐκεῖ ὄψις νεαρά, δροσιζομένη ἀπὸ τῆς
Πηγῆς τὴν θείαν δρόσον. Παρέκει γέρων χωλός, πίνων σιωπηλῶς, πίνων εὐλαβῶς. Ἐγγὺς
ἐδῶ ὀρθόδοξος διαβρέχει συγκεκινημένος τοὺς ὀφθαλμούς του, οἱ ὁποῖοι εἶνε
κατακόκκινοι ἀπὸ τὴν νόσον. Καὶ παρὰ τὸ πλευρόν του μωαμεθανὸς νίπτων τὸ ὠχρὸν
πρόσωπόν του καὶ ἀρμενία στάζουσα τὴν θαυματουργὸν δρόσον μέσα εἰς τὰ στήθη
της. Ἡ μητέρα αὕτη προσπαθεῖ νὰ λούσῃ τὸ παιδάκι της, τὸ ὁποῖον θαυμαστῶς οὔτε
κραυγάζει, οὔτε κλαίει. Καὶ εἰς ὅλα αὐτὰ οἱ ἱερεῖς μὲ τὰ ἐπιτραχήλια,
ψιθυρίζοντες εὐχάς, καὶ γράφοντες ὀνόματα.
Ἐὰν ἔλθῃς Παρασκευήν,
δυσκόλως θὰ καταβῇς. Ἐὰν ἔλθῃς κατὰ τὴν πανήγυριν – τὴν Παρασκευὴν τῆς
Διακαινησίμου – οὔτε θὰ προσεγγίσῃς κἂν εἰς τὴν ἱερὰν περιοχὴν τοῦ Ἁγιάσματος.
Πληθυσμὸς ἀμύθητος οἱ προσκυνηταί, μυριάδες μυριάδων.
Ἔπιον καὶ ἐλούσθην. Πόσον
εἶνε κρύον καὶ πόσον εἶνε καθαρὸν τὸ ὕδωρ τὸ ἅγιον! Λάμπει τὸ νερὸν καὶ λάμπει
τὸ μάρμαρον ὑπὸ τὸν σκοτεινὸν ὑπόγειον θόλον. Φρικίασις ἐλαφρὰ σχηματίζεται εἰς
τὴν ὁμαλὴν ἐπιφάνειαν τοῦ Ἁγιάσματος ἐκ τῶν ἀντλούντων, καὶ φρικίασις ἄλλη ἱερὰ
διατρέχει τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ λουομένου καὶ πίνοντος.
Ὦ μαρμαρένια βρύσις καὶ
μαρμαρένιο μου νερό! Πῶς νὰ σὲ χορτάσω, γλυκύτατον νεράκι, τὸ ὁποῖον πάραυτα ἐξατμίζει
ἡ πίστις!
Ἔπιον ἅπαξ, δίς, τρὶς ἀκορέστως.
Ἐλούσθην. Ἐδροσίσθην δι’ ἓν ἔτος, μοῦ φαίνεται, δι’ ὅλην μου τὴν ζωήν. Ἐπλήρωσα
καὶ μίαν φιάλην διὰ τὴν μητέρα μου. Ἂς πιῇ καὶ αὐτὴ ἡ καϋμένη, ὁποὺ τόσον
παρακαλεῖ διὰ τὸν ταξειδιώτην της.
Κ’ ἐκεῖ ὅπου ἔκυψα καὶ πάλιν
ν’ ἀντλήσω, βλέπω μέσα εἰς τὴν μαρμαρένια τοῦ κρύου νεροῦ λάμψιν τέσσαρας σκιὰς
νὰ πηδοῦν ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, καθὼς πηδᾶ καὶ φεύγει ἀστραπιαίως ἡ ἀσαφὴς σκιὰ ταχέως κινουμένου
πράγματος ἐν τῷ φωτὶ τῆς λυχνίας ἐπὶ τοῦ τοίχου. Τώρα αἱ σκιαὶ ἐχάθησαν ὑπὸ τὸ
μάρμαρον ἐκεῖνο εἰς τὴν σκοτίαν τῆς λεκάνης. Ὁ ἱερεὺς ἔρχεται τότε, ἐννοήσας τὴν
περιέργειάν μου, καὶ ραντίζων σταγόνας ὕδατος βιαίως διὰ τοῦ κυπέλλου,
προσπαθεῖ νὰ ἐκβάλῃ τὰς ἀφανεῖς σκιὰς εἰς τὸ μέσον πάλιν τῆς λεκάνης. Κρατεῖ
κηρίον ἀνημμένον καὶ τὸ πλησιάζει μέχρι τῆς ἐπιφανείας τῶν ὑδάτων. Φωτίζεται αἴφνης
ἡ πηγὴ λαμπρῶς. Θαρρεῖς καὶ εἶνε ἡ μαρμαρένια λεκάνη γεμάτη ἀπὸ διαμαντένιο
νερό.
Ἀναταράσσεται ἐλαφρῶς ὁ
πυθμήν. Καὶ ἐξέρχονται ἀράδα-ἀράδα αἱ τέσσαρες ἀόριστοι καὶ πεταχταὶ σκιαί.
Ἄχ! εἶνε τέσσαρα
ψαράκια μικρά. Ὦ, τὰ καϋμένα! Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ μαῦρα-μαῦρα σὰν τηγανισμένα, καὶ
ἀπὸ τὴν ἄλλην κόκκινα σὰν μπαρμπουνάκια.
– Ἦσαν πέντε, μοῦ λέγει
τότε ὁ ἱερεύς. Τὸ ἓν ἀπέθανε πρὸ ἐτῶν. Καὶ εἶνε ἐκεῖ. Καὶ μοῦ ἔδειξε τὴν κατέναντι
χρυσὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τὴν ἐφαπτομένην τοῦ ὕδατος.
Καὶ εἶδον τότε ἕνα ὁλόχρυσο
μικρὸ ψαράκι νὰ κρέμαται ὡς τάξιμον ἀπὸ τῆς χρυσῆς εἰκόνος τῆς Παναγίας.
– Τὰ δὲ ἄλλα αὐτά...
Ἤδη τὰ τέσσαρα
συμπαθητικὰ ἰχθύδια, τινάσσοντα ἐλαφρὰ ταῖς οὐρίτσαις των, ἔφερον γύρω τὸν λουτῆρα,
τὸ ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου ὡς ἐν παρατάξει, χορεύοντα τὸν κύκλον μέσα εἰς τὸ
διαυγὲς τῆς Παναγίας νάμα, ἀνερχόμενα μέχρι τῆς ἐπιφανείας καὶ πάλιν βυθιζόμενα
εἰς τὸν πυθμένα.
– Εἶνε ὅπως τὰ βλέπεις
χρόνια τώρα! μοῦ προσέθηκεν ὁ ἱερεύς. Οἱ παπποῦδες μας τὰ ηὗραν ἔτσι ἀπὸ τοὺς
παπποῦδες των. Οὔτε μεγαλώνουν, οὔτε ἀλλάζουν...
Καὶ ἐπλησίαζεν ἀκόμη
περισσότερον εἰς τὸ ὕδωρ ὁ ἱερεὺς τὸ κηρίον. Τὰ ἰχθύδια, ἐκπλησσόμενα ἀπὸ τὴν ἐπὶ
τοῦ νάματος ζωγραφουμένην σκιὰν τῆς γενειάδος τοῦ ἱερέως, ἔφερον γύρω
τινάσσοντα ταῖς οὐρίτσαις των, καὶ παίζοντα τὰ μικρὰ πτερύγιά των.
– Ἂχ τὰ καϋμένα! Ἀπὸ τὴν
μιὰ μεριὰ εἶνε μαῦρα-μαῦρα σὰν τηγανισμένα, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλην κόκκινα σὰν
μπαρμπουνάκια...
Ὦ! τίς ἀγνοεῖ τὴν ὡραίαν
βυζαντινὴν παράδοσιν;
– Θέλουν νὰ ποῦν, ἐπανέλαβεν
ὁ ἱερεύς, ὅτι τὴν νύκτα ποὺ θέλα πάρουν οἱ Τοῦρκοι τὴν Πόλιν, μιὰ καλόγρῃα ἐτηγάνιζε
ψάρια στὸ τηγάνι. «– Πάψε, γρῃά, τὸ μαγειρειό, ἐφώναξεν ἔξαφνα μιὰ φωνὴ ἀπὸ
πάνω της, κ’ ἡ Πόλι θὰ τουρκέψῃ!».
«– Χριστὸς καὶ
Παναγία!» ἀπήντησεν ἡ καλόγρῃα. Καὶ ἐξηκολούθει ἥσυχος τὸ μαγειρειό της. «–
Πάψε, γρῃά, τὸ μαγειρειό, κ’ ἡ Πόλι θὰ τουρκέψῃ!» φωνάζει πάλιν ἀπὸ πάνω της ἡ
μυστηριώδης φωνή. Ἀλλ’ ἡ καλογρῃὰ πιστεύουσα εἰς τὴν ἀκατανίκητον δύναμιν τῆς
Πόλεως, δὲν ἔδιδεν ἀκρόασιν εἰς τὴν φωνὴν ἐκείνην, μόνον ἐξηκολούθει τὸ
τηγάνισμα... –Τσσς; ἐτσιτσίριζαν τὰ ψαράκια, τηγανιζόμενα μέσα εἰς τὸ τηγάνι.
Καὶ ἡ καλόγρῃα τὸ ἐγύριζεν ἀπ’ ἐδῶ τὸ τηγάνι πρὸς τὴν φλόγα, τὸ ἐγύριζεν ἀπ’ ἐκεῖ
μὲ προσοχήν, καὶ ἡτοιμάζετο πλέον νὰ τὰ γυρίσῃ τὰ ψαράκια ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά. Ἡ
φλὸξ ἔλαμπεν εἰς τὸ ἥσυχον λευκὸν πρόσωπόν της, πρόσωπον ἁγίας. Κ’ ἐκεῖ ποὺ ἔλαβε
τὸ πηρούνι νὰ τὰ γυρίσῃ τὰ ψαράκια, ἕνα ἕνα μὲ προσοχήν, καὶ νὰ ρίψῃ καὶ ἄλλο
λάδι, ἀκούει πάλιν, τρίτην φορὰν τώρα:
– «Πάψε, γρῃά, τὸ
μαγειρειό, κ’ ἡ Πόλι θὰ τουρκέψῃ!».
Αὐτὴν τὴν φορὰν ἡ φωνὴ ἦτο
ἀπαισία. Ἡ καλόγρῃα ἐταράχθη, τὸ γαλήνιον πρόσωπόν της ἐσκυθρώπασεν. Εἰς τὸ
λευκὸν μέτωπόν της ἐσχηματίσθησαν ζαρώματα πόνου καὶ τρόμου. Ἀλλὰ πάλιν
περιέστειλεν ἑαυτήν. Ἔκαμε τὸν σταυρόν της, ἐμειδίασε καὶ ἀπήντησε πρὸς τὴν ἄγνωστον
φωνήν:
– Σὰν ζωντανέψουν τὰ ψάρια
καὶ πηδήσουν ἀπὸ τὸ τηγάνι, τότε θὰ πάρουν καὶ οἱ τοῦρκοι τὴν Πόλιν...
ΠΗΓΗ : "Κιβωτός",
Ἀπρίλιος 1953.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου