Οι ψυχές των αμαρτωλών στη κόλαση - ψηφιδωτό στο ναό του Τορτσέλλο της Βενετίας, 12ος αιών. |
Πέθανε
ένας άνθρωπος, ο οποίος είχε γυναίκα και τέκνα και την επομένη ημέρα κατά παραχώρηση
Θεού αναστήθηκε, πήγε αμέσως στην εκκλησία και απέδωσε την ευχαριστία του στον
Θεό όπως έπρεπε.
Κατόπιν,
μοίρασε τα υπάρχοντά του στους πτωχούς, αφήνωντας στη σύζυγο και τα παιδιά του ένα
μέρος αυτών, ώστε να ζουν πτωχικά και αναχώρησε σε έρημο τόπο.
Εκεί
έκτισε μια καλύβα δίπλα σε έναν ποταμό, και ασκήτευε με μεγάλη σκληραγωγία. Κατά
τον χειμώνα, έμπαινε με τα ράσα μέσα στο κρύο ποτάμι και δεν έβγαινε ώσπου να
παγώσουν από το ψύχος τα ράσα του. Ήθελε να γίνει όλος ένα κομμάτι κρύσταλλο
παγωμένο. Τότε έβγαινε μισοπεθαμένος, και έχοντας προετοιμάσει ζεστό νερό σε ένα
χάλκινο αγγείο, έμπαινε μέσα και στέκονταν ώσπου να λιώσει ο πάγος. Και κατόπιν
ξαναέμπαινε στον ποταμό – επαναλαμβάνοντας την τρομερή αυτή άσκηση - κι έτσι έκαμε
όλο το χειμώνα.
Οι
άλλοι ερημίτες που ήσαν πλησίον του, τον νουθετούσαν να παύσει τη σκληρή αυτή άσκηση,
για να μην πεθάνει πριν την ώρα του. Αυτούς όμως του απαντούσε : «αν βλέπατε,
αδελφοί και πατέρες, όλα όσα είδα εγώ στην κόλαση την ημέρα που πέθανα, θα κάματε
μεγαλύτερο αγώνα».
Παρακινηθείς
δε υπ΄ αυτών να τους εξηγήσει, τους αποκρίθηκε :
«Όταν
εξήλθε η ψυχή από το άθλιο σώμα μου, με συνόδευσε ένας νέος λαμπρότατος, και
βρεθήκαμε σε ένα μεγάλο λαγκάδι, όπου ήσαν δύο λίμνες, η μια γεμάτη φωτιά σπινθηροβολούσα,
και η άλλη πάγος και χιόνι ψυχρότατο. Οι λίμνες ήταν γεμάτες ψυχές ανθρώπων και
τις τιμωρούσαν οι δαίμονες, τις έβγαζαν από τη μια λίμνη και τις έριχναν στην άλλη,
και το αντίθετο γίνονταν ασταμάτητα. Και έτσι με πήγαν σε τόπο ζοφώδη και
σκοτεινό, από τον οποίο έβγαιναν φωνές, κραυγές και οδυρμοί αναρίθμητοι. Δεν
μπορούσα να δω κανέναν. Το μόνο που έβλεπα ήταν να βγαίνουν μερικές ψυχές από
τον πυθμένα του Άδη όλο φωτιά σαν σπίθες, και έρχονταν βρώμα και δυσωδία
απερίγραπτη. Βλέποντας αυτά, ήλθε μια ομάδα δαιμόνων να με αρπάξει και τότε μια
λάμψη σαν άστρο δεν τους άφησε και τους είπε : “Ο Δεσπότης πρόσταξε να επιστρέψει στο κορμί αυτή η ψυχή, να κάμει μετάνοια”.
Έτσι μου έδωσε ο Θεός πάλι ζωή».
Έτσι
αδελφοί, προτιμώ να κολάζομαι καλύτερα εδώ στη γη για λίγο καιρό, παρά στον Άδη
αιώνια. Αυτό έκαμε ως το τέλος της ζωής του και έτσι απήλθε «εις τας ουρανίους
μονάς».
ΠΗΓΗ
: ΑΓΑΠΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ, ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ ΣΩΤΗΡΙΑ,
ΕΝ ΒΕΝΕΤΙΑ 1851, σ. 82.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου