Ὁ
γερο-Εὐθύμιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 1915 στὸ χωριὸ Γομάτι Χαλκιδικῆς ἀπὸ τὸν Ἀθανάσιο
Παπουτσῆ καὶ τὴν Ἑλένη. Στὴν βάπτιση ὠνομάσθηκε Ἀστέριος. Ὡς λαϊκὸς ἐργαζόταν
καὶ βοηθοῦσε τοὺς γονεῖς του στὶς ἐργασίες τους ἀλλὰ τοῦ ἄρεσε καὶ ἡ μουσική. Ἦταν
καλλίφωνος, ἔπαιζε βιολὶ καὶ τραγουδοῦσε.
Ἡ
χάρις τοῦ Θεοῦ τὸν φώτισε καὶ ἦρθε στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ μονάση. Τὸν Ἰανουάριο τοῦ
1950 κοινοβίασε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κωνσταμονίτου, ὅπου μετὰ τὴν κανονικὴ δοκιμασία
ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Εὐθύμιος. Ἔμεινε πέντε-ἕξι χρόνια στὴν ὑπακοὴ τοῦ
κοινοβίου καὶ ὕστερα ἐπεθύμησε τὴν ἐρημικὴ ζωή. Εἶπε τὸν λογισμό του στὸν Ἡγούμενο
καὶ ἐκεῖνος τὸν ἔστειλε γιὰ μία ἑβδομάδα στὸ δάσος νὰ κόβη ξύλα μὲ τὸ τσεκούρι,
χωρὶς φαγητό. Πέρασε ἡ ἑβδομάδα καὶ ὁ γερο-Εὐθύμιος ἄντεξε τὸν κανόνα. Εἶχε
πολλὲς δυνάμεις καὶ πολὺ ζῆλο, ὁ ὁποῖος τὸν ὡδήγησε στὴν ἔρημο τῆς Βίγλας γιὰ μεγαλύτερους
ἀγῶνες.
Ὑποτάχθηκε
στὸν ἐνάρετο ἱερομόναχο καὶ Πνευματικό, γέροντα Βαρλαάμ, πρώην χωροφύλακα, στὴν
Καλύβη τῶν ὁσίων Βαρλαὰμ καὶ Ἰωάσαφ. Ὁ γερο-Εὐθύμιος ἔλεγε γιὰ τὸν Γέροντά του
ὅτι ἔλαμπε (ἀπὸ ἀρετές) σ’ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος. «Ἦταν ἅγιος ὁ Γέροντάς μου»,
διηγεῖτο ἀργότερα καὶ ἔκλαιγε ἀπὸ συγκίνηση καὶ ἀγάπη.
Ἐκεῖ
στὴν ὑπακοὴ τοῦ γέροντος Βαρλαὰμ ἐπιδόθηκε ὁ γερο-Εὐθύμιος σὲ μεγάλες ἀσκήσεις.
Νήστευε πολύ, ἔκανε διπλές, δηλαδὴ ἔτρωγε κάθε δύο μέρες ἕνα πιάτο ἀλάδωτο. Γιὰ
τὸν Γέροντά του πήγαινε στὴν θάλασσα, ψάρευε καὶ τὸν ἀνέπαυε καθὼς ἦταν
ἡλικιωμένος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος γευόταν τῆς ἐγκρατείας τὴν τρυφήν, παξιμάδι καὶ νερόβραστα
ὄσπρια ἢ λαχανικά, ἀνέλαια φυσικά. Μαζὶ μὲ τὴ νηστεία ἔκανε μετάνοιες ἀμέτρητες
καὶ εὐχὴ ἀδιάλειπτη. Φρόντιζε καὶ τὴν μικρὴ περιοχὴ τῆς Καλύβης τους καὶ ἔκανε καὶ
λίγο ἐργόχειρο. Ἔμαθε νὰ κάνη κουτάλες. […] Γιὰ περισσότερη ἡσυχία καὶ
ἀπερίσπαστη ἐπίδοση στὴν εὐχὴ ἔκτισε παραδίπλα ἕνα κελλάκι μικρὸ μὲ κτιστὸ
κάθισμα. Ἐκεῖ ὁ γερο-Εὐθύμιος ἀγρυπνοῦσε τὶς νύχτες λέγοντας τὴν εὐχή. Ὅταν
ἤθελε νὰ ξεκουραστῆ, κοιμόταν καθιστὸς στὸ κτιστὸ κάθισμά του, καὶ πάλιν, ὅταν ξυπνοῦσε,
συνέχιζε τὴ νοερά του ἐργασία. [...]
Ἄλλη
φορὰ ἡρπάγη σὲ θεωρία καὶ εἶδε τὸ ἄκτιστο φῶς. Τὸ ἐκμυστηρεύτηκε στὸν γέροντα
Παΐσιο, καὶ ἐκεῖνος γιὰ νὰ ὠφελήση κάποιον νέον θεολόγο καὶ μοναχὸ τοῦ ἀνέφερε
τὸ γεγονός. Ὁ νέος πῆγε στὸν γερο-Εὐθύμιο καὶ τὸν ρωτοῦσε ἐπίμονα μὲ ἐνδιαφέρον
τί ἔκανε, πῶς εἶδε τὸ ἄκτιστο φῶς καὶ ἂν εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἦταν μία ἑβδομάδα σὲ
θεωρία. Ἐκεῖνος ἀποφεύγοντας νὰ ἀποκαλύψη τὰ μυστικά του βιώματα τοῦ εἶπε :
«Ναί, μ’ ἔβαλε ὁ Γέροντάς μου κανόνα μία βδομάδα θεωρία. Μαλώσαμε κάποτε· τὸν
ἔδειρα καὶ μὲ κανόνισε ἔτσι». Ὁ νέος φυσικὰ τὰ ἔχασε καὶ δὲν κατώρθωσε νὰ βρῆ
ἄκρη μὲ τὸν ἀσκητὴ τῆς Βίγλας, τὸν γερο-Εὐθύμιο.
Ἀφοῦ
ἔθαψε τὸν Γέροντά του καὶ πῆρε τὴν εὐχή του, συνέχισε τοὺς
ἀσκητικούς του ἀγῶνες μὲ πιὸ μεγάλη ἔνταση. [...]
Μαζὶ
μὲ τ’ ἄλλα ἀγωνίσματά του ἔκανε καὶ πολὺ ὡραῖες, ἐπιτυχημένες σαλότητες.
Πήγαινε
στοῦ Φιλοθέου παλαιά, ποὺ ἦταν ἰδιόρρυθμο, καὶ ὅταν ὁ ὑπεύθυνος μοναχὸς μοίραζε
τὴν κουμπάνια στοὺς πατέρες, ὁ γερο-Εὐθύμιος ἔλεγε σ’ ἕνα καλογέρι· «τώρα νὰ
δῆς τί θὰ τοὺς κάνω». Πήγαινε καὶ ἔμπαινε μπροστὰ στὴν γραμμὴ πρὶν ἀπ’ ὅλους
τοὺς πατέρες, καὶ ἐνῷ δὲν ἐδικαιοῦτο κουμπάνια, γιατὶ δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ
Μοναστήρι, ἔλεγε ἀπαιτητικά: «Θὰ μοῦ δώσεις δυὸ κουτιὰ καλαμαράκια, μία πλάκα
τυρί, ἐκεῖνο καὶ ἐκεῖνο», καὶ ἀφοῦ γέμιζε τὸν ντορβά του μὲ τρόφιμα, πήγαινε
καὶ τὰ μοίραζε σὲ φτωχὰ καὶ ἀνήμπορα γεροντάκια. Ἔδινε τὴν ἐντύπωση τοῦ παράξενου,
τοῦ ἰδιότροπου, τοῦ σαλοῦ, τοῦ πλεονέκτη, ἐνῷ ὁ ἴδιος ζοῦσε τόσο πτωχικὰ καὶ
ἀσκητικά.
Κάποτε
εἶχε καρφώσει ἕνα καρούλι στὸν τοῖχο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Καθολικοῦ τῆς Λαύρας.
Ἐκεῖ κρεμοῦσε τὸ τριακοσάρι του κομποσχοίνι καὶ καθήμενος στὸ στασίδι του
«τραβοῦσε κομποσχοίνι». Ἀλλὰ τὸ καρούλι γυρίζοντας ἔκανε θόρυβο. Ἕνας
προϊστάμενος τὸν παρατήρησε καὶ ὁ γερο-Εὐθύμιος τοῦ ἔδωσε ἕνα χαστούκι.
Πῆγε
στὴν πανήγυρη ἑνὸς Κελλιοῦ καὶ ἔψαλε. Στὸ τέλος εἶπε ἐπιτακτικὰ στὸν Γέροντα
τῆς συνοδείας: «Θὰ μοῦ δώσεις αὐτὸ καὶ κεῖνο καὶ κεῖνο καὶ ἕνα μουλάρι νὰ τὰ
φορτώσω, καὶ ἕνα καλογέρι νὰ φέρη πίσω τὸ μουλάρι». [...] Πολλοὶ νέοι μοναχοὶ
ζήτησαν νὰ μείνουν μαζί του, ἀλλὰ κανεὶς δὲν μπόρεσε νὰ τὸν ἀκολουθήση στὴν
ἄσκηση. Αὐτοὺς ποὺ ἤθελε νὰ τοὺς διώξη, γιατὶ ἔβλεπε ὅτι δὲν κάνουν γι’ αὐτὴν
τὴν ζωή, τοὺς ἔκανε διάφορες δοκιμὲς καὶ ἔτσι ἀναγκάζονταν νὰ φύγουν.
[...]
Ἕνας
ἱερομόναχος ζήτησε νὰ μείνη μαζί του. Τὸν δέχτηκε καὶ τοῦ εἶπε νὰ ποτίση τὰ
δέντρα. Μετὰ ὁ ἱερομόναχος περίμενε νὰ τοῦ στρώση τράπεζα. Ἔλεγε ὁ γερο-Εὐθύμιος:
«Νόμιζε ὅτι μετὰ θὰ
τὸν τραπεζώσω. Μοῦ λέει : «Θὰ φύγω». «Νὰ φύγης τώρα ποὺ εἶναι ἥλιος». Καὶ ἔφυγε
καὶ αὐτός». [...] Ἄλλος Ἱερομόναχος ζητοῦσε νὰ μείνη μαζί του καὶ ὁ
γερο-Εὐθύμιος τοῦ ἔγραψε τὴν ἑξῆς ἐπιστολή :
«Ἐγὼ
ὁ Γέρων Εὐθύμιος πρὸς σὲ τὸν Κύριον Πρεσβύτερον... ὑποκλινόμενος σᾶς χαιρετῶ.
Πολλάκις
μοῦ πείραξες γιὰ νάρθης γιὰ συνοδεία. Ἐὰν λοιπὸν ἐν ἀληθείᾳ θέλεις νὰ
συμβιοτεύσωμε τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς μας, ἔλα σοῦ δέχομαι. Καὶ ὅπως
βρίσκομαι ἐγὼ καθὼς ξέρεις καὶ δὲν ἠμπορῶ νὰ διαλεχθῶ μὲ ἀνθρώπους, ἐσὺ θὰ ἔχεις
ὅλη τὴν προστασία τοῦ Ἡσυχαστηρίου, καὶ ἂν εὕρης καὶ κανέναν ἀκόμα, νὰ τὸν ἔχης
βοηθὸν καὶ εἰς τὰς Λειτουργίας καὶ εἰς τὰς λοιπὰς ἀνάγκας· ἄσχημα δὲν θὰ εἶσαι.
Καὶ ἐμένα, ἂν μὲ ρωτᾶτε, ἔξω δὲν θὰ πέσετε εἰς οἱονδήποτε ζήτημα, μὲ τὴν
βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἕνα κομμάτι ψωμὶ νὰ μοῦ δίνετε, εὐχαριστημένος θὰ εἶμαι. Ὅ,τι
ἔζησα δὲν θὰ ζήσω. Τὸ ψωμί μου τόφαγα.
Ἴσως καὶ νὰ εἶναι καὶ θέλημα Θεοῦ, δὲν ξέρω, καὶ γι’ αὐτὸ ἂς τ’ ἀφήσω στὸν Θεὸ
καί, ὅπως εἶναι θέλημά Του, ἂς γίνη. Μέχρι τώρα ἀντιστέκομαν καὶ δὲν κράτησα
κανέναν ἀπὸ ὅσους πέρασαν ἀπ’ ἐδῶ. Τώρα θὰ τ’ ἀφήσω στὸν Θεὸ καὶ ὅπως θέλει ἂς
γίνη.
Ὑποκλινόμενος
σὲ χαιρετῶ.
Εὐθύμιος
Βιγλολαυριώτης».
Τελικὰ
οὔτε αὐτὸς πῆγε νὰ μείνη μαζί του. Καὶ ἔτσι συνέχισε μόνος του τὸν ἀγώνα του.
Ἦταν ἀσυγκατάβατος καὶ ἀκριβής. Δὲν ἐπέτρεπε καμμία οἰκονομία, οὔτε στὸν ἑαυτό του
οὔτε σ’ αὐτὸν ποὺ θὰ ἔμενε μαζί του. [...]
Κάποτε
φιλοξένησε φιλομόναχο νέον. Τὸν ἔβαλε νὰ κοιμηθῆ στὸ κελλὶ τοῦ Γέροντός του.
[...]Μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ παρέθεσε τράπεζα. Ὅ,τι καλύτερο εἶχε γιὰ νὰ ἀναπαύση τὸν
ἐπισκέπτη του. Ρεβύθια βρασμένα ἀλάδωτα, παξιμάδι βρεγμένο καὶ δυὸ εἴδη ἐλιές.
«Αὐτὲς εἶναι καλύτερες», εἶπε. Ἀλλὰ καὶ οἱ δυὸ ἦταν κατάπικρες. Τὰ πιάτα ἦταν πήλινα,
τὸ τραπέζι παλαιό, ἡ κουζίνα μισοσκότεινη καὶ κάτω στρωμένη μὲ χῶμα, ἀλλὰ ὅλα
ἦταν ταιριαστά, εἶχαν χάρι ἀσκητική, ἁπλότητα καὶ πιὸ εὐχάριστα ἀπὸ τὸ
πολυτελέστερο ξενοδοχεῖο. Ὕστερα στὴν συζήτηση ὁ Γέροντας ἦταν πατρικὸς καὶ
στοργικός· συμβούλευε πολὺ ὡραῖα καὶ πρακτικὰ τὸν ἐπισκέπτη. Μιλοῦσε μὲ μία
ἐλευθερία, μὲ ἀπάθεια, ἐνῷ τὰ γαλανά του μάτια, ὅμοια μὲ τὸν καταγάλανο οὐρανό,
ἔδειχναν μία ἀθωότητα μικροῦ παιδιοῦ. [...]
Μὲ
τὸ πέρασμα τῶν χρόνων, κατέπεσαν οἱ δυνάμεις του. Αἰσθανόταν ἀδυναμία καὶ
δυσκολευόταν νὰ πηγαίνη στὶς Λειτουργίες. [...]
Ἔτσι
ἀναγκάστηκε λόγῳ γήρατος καὶ ἀδυναμίας νὰ κοινοβιάση στὴν Λαύρα. Ἤδη εἶχε
ἀπολέσει τὴν ἀκοή του καὶ ἐνίοτε ὑπέγραφε «Εὐθύμιος ὁ κωφός». Ἀργότερα ἔμεινε
καὶ τυφλός, γιατὶ δὲν θέλησε νὰ βγῆ στὸν κόσμο νὰ κάνη ἐγχείρηση. Ἔσπασε τὸ
πόδι του καὶ δὲν θέλησε μὲ τίποτε νὰ βγῆ ἔξω.
Στὴν
Λαύρα ἀκολούθησε τὸ τυπικὸ καὶ πρόσεχε νὰ μὴν τρώη τίποτε ἐκτὸς τραπέζης. [...]
Ἔλεγε: «Ὅλη ἡ βάση εἶναι ἡ νηστεία. Ἀπὸ δῶ γεννῶνται ὅλα τ’ ἄλλα· καὶ ἡ
προσευχή, ἡ ὑπακοή, ἡ ἀγρυπνία. Ὅταν νηστεύη ὁ ἄνθρωπος, ὁ νοῦς ἀποκτᾶ δύναμη καὶ
νικᾶ τοὺς λογισμούς. Τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με», ἀκούγεται μέσα του. Τὴν
μονοφαγία τὸ παλιόκορμο δὲν τὴν φοβᾶται. Ἡ μονοφαγία (δηλ. νὰ τρώη κανεὶς μία
φορὰ τὴν ἡμέρα μετὰ τὸν Ἑσπερινό), δὲν θέλει καθησιό, θέλει καὶ δουλειά. Ὅταν
νηστεύη ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ δυὸ ἡμέρες καὶ πάνω τότε μπορεῖ νὰ μὴ δουλεύη. [...]
Σὲ
ὅσους τὸν ρωτοῦσαν, ἔδινε πρακτικὲς καὶ ὠφέλιμες συμβουλές, ἐνῷ προετοιμαζόταν
ὁ ἴδιος γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι. Προσευχόταν συνεχῶς γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν
κόσμο. Ἔλεγε συχνά: «Τί νὰ κάνω; Δὲν ἔχω δάκρυα γιὰ νὰ κλάψω τὸν κόσμο». [...]
Στὸ
νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς θυμήθηκε κάποια πρόσωπα ποὺ τὸν εἶχαν στενοχωρήση καὶ
ἄρχισε νὰ τοὺς κατακρίνη καὶ νὰ τοὺς καταδικάζη, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν ἐγκαταλείψη
ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Διακόπηκε ἡ προσευχή του καὶ βυθίστηκε σὲ μία κατάσταση
ἀπογνώσεως. Ἐπὶ ἕξι μῆνες ὑπέφερε, ζοῦσε τὴν κόλαση. Οἱ πατέρες ποὺ τὸν
διακονοῦσαν κατάλαβαν τὴν αἰτία τοῦ πειρασμοῦ καὶ κάλεσαν τοὺς πατέρες μὲ τοὺς ὁποίους
ὁ γερο-Εὐθύμιος εἶχε διαφορές. Συγχωρήθηκαν μεταξύ τους καὶ σταδιακὰ συνῆλθε
τελείως καὶ ξαναβρῆκε τὴν εἰρήνη καὶ τὴν εὐχή.
Προαισθανόμενος
τὴν κοίμησή του συγχωρήθηκε μὲ ὅλους τοὺς πατέρες
καὶ ἐκοιμήθη εἰρηνικὰ στὶς 9 Ἰουλίου τοῦ ἔτους 2004.
Τὴν
εὐχή του νὰ ἔχουμε.
Ἀμήν
ΠΗΓΗ
: Ἀπὸ τὴν Ἀσκητικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ ἁγιορείτικη
παράδοση, ἐκδ. Ἱ. Ἡσυχαστήριον «Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος», ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2011.
την ευχη του και την πρεσβεια στη γενετειρα του
ΑπάντησηΔιαγραφή