Ἔχουμε
μιὰ ἀποστολὴ στὸν ἐκκοσμικευμένο κόσμο, μιὰ ἀποστολὴ σ’ ἐκείνους ποὺ δὲν
βλέπουν τὸν Λόγο οὔτε μέσα στὴν δημιουργία, οὔτε μέσα στὴν Ἐνσάρκωση. Ἀλλὰ ὁ δυναμισμός,
ἡ δύναμη, τὸ νόημα τῆς ἀποστολῆς μας μπορεῖ νὰ ἀποκαλυφθεῖ μόνο στὴν ἀνεξαρτησία
μας ἀπὸ τὰ κοσμικὰ γεγονότα καὶ στὴ δύναμή μας νὰ τὰ ὑ π ε ρ β ο ῦ μ ε. «Ὁ Θεὸς
ἔγινε ἄνθρωπος», εἶπε ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὄχι γιὰ νὰ ἐξαφανισθεῖ ὡς Θεός, ἀλλὰ «γιὰ
νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος Θεός». Τὸ χριστιανικὸ εὐαγγέλιο, τὸ «καλὸ ἄγγελμα»
συνίσταται σ’ αὐτό, καὶ μόνο σ’ αὐτό.
Αὐτὴ ἡ θεολογία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὡς Λόγου, ἰδιαίτερα ὑπὸ τὸ φῶς τῆς Ἐνσαρκώσεως, ἔχει σπουδαῖες πρακτικὲς συνέπειες γιὰ τὴν χριστιανικὴ ἱεραποστολὴ καὶ τὴν ζωὴ τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Ἂν ὁ Λόγος εἶναι ὁ Δημιουργός, τὸ νόημα καὶ τὸ πρότυπο σ ύ ν ο λ η ς τῆς κτίσεως, τὸ Σῶμα Του, ἡ Ἐκκλησία ἀναγκαστικὰ ἀναλαμβάνει μιὰ συνὑπευθυνότητα, μποροῦμε μάλιστα νὰ ποῦμε μιὰ συνδημιουργία, στὸν κόσμο ὡς ὅλον. Πραγματικὰ αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ ἔκφραση τῆς καθολικότητας
τῆς Ἐκκλησίας, τῆς συμμετοχῆς της στὸ σύνολο τῆς δημιουργίας, γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ
Δημιουργὸς εἶναι ἡ κεφαλή της.
Πρῶτα
ἀπ’ ὅλα ἡ χριστιανικὴ εὐθύνη εἶναι μιὰ εὐθύνη πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Σὲ μιὰ
ὁμιλία του γιὰ τὴν Παρθένο Μαρία, στὴν Ὀξφόρδη, ὁ C. S. Lewis εἶπε κάποτε: «Δὲν εἶναι μικρὸ πράγμα νὰ ζῆς σὲ μιὰ
κοινωνία δυνάμει θεῶν καὶ θεαινῶν, νὰ θυμᾶσαι ὅτι καὶ τὸ πιὸ τιποτένιο, ὅπως
καὶ τὸ πιὸ ἐνδιαφέρον πρόσωπο στὸ ὁποῖο μιλᾶς, μπορεῖ κάποια μέρα νὰ γίνει ἕνα
πλάσμα ποὺ ἂν τὸ ἔβλεπες τώρα ὅπως θὰ εἶναι στὴν αἰωνιότητα, θά ‘χες ἕναν
ἰσχυρὸ πειρασμὸ νὰ τὸ λατρέψεις ἢ ἀντίστροφα θά ’νοιωθες φρίκη καὶ φθορὰ τέτοια
ποὺ τώρα, ἂν τὴν συναντᾶς καθόλου, αὐτὸ συμβαίνει μόνο στοὺς ἐφιάλτες.
Σ’
ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας, σὲ κάποιο βαθμό, βοηθᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο στὸν δρόμο
του πρὸς ἕναν ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς προορισμούς. Ὅλες οἱ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων
σχέσεις, ὅλες οἱ φιλίες, ὅλες οἱ ἀγάπες, ὅλα τὰ παιγνίδια, κάθε εἴδους πολιτικὴ
καὶ κοινωνικὴ δραστηριότητα πρέπει νὰ γίνονται στὴν προοπτικὴ τῶν ἐξαιρετικῶν
δυνατοτήτων τους καὶ μὲ τὸν σεβασμὸ ποὺ τοὺς ἁρμόζει».
Ἡ χριστιανικὴ εὐθύνη δὲν περιορίζεται στὰ «πνευματικὰ ζητήματα», ἢ στὴν ἔννοια τῆς «ὀρθῆς πίστεως», νοουμένης σὰν ἕνα σύνολο ἐννοιῶν ποὺ γίνονται ἀντιληπτὲς μόνο ἀπὸ τὴν διάνοια. Ὁ λόγος τοῦ
Θεοῦ δὲν μεταδίδεται μόνο μὲ ἀνθρώπινες λέξεις⋅ εἶναι μετάδοση τῆς ἴδιας της ζωῆς. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία
ποὺ ἡ Ἐκκλησία, σ’ ὅλες τὶς ἐποχές, γνώριζε πῶς νὰ «διαδίδει τὸν λόγο» μὲ τὴν ἁ
γ ι ό τ η τ α τῶν μελῶν της, μὲ τὴν ποίηση, μὲ τὶς ε ἰ κ ό ν ε ς, μὲ τὴν μ ο υ
σ ι κ ή, μ’ ἄλλα λόγια φανερώνοντας τὴν ἁ ρ μ ο ν ί α, τὴν τ ά ξ η, τὴν ἀλήθεια
τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ.
Ἐδῶ θὰ κάνω μιὰ πρόταση: ἐκεῖνο ποὺ χρειάζεται περισσότερο ἀπ’ ὁτιδήποτε ἄλλο σήμερα γιὰ νὰ ἀκουσθεῖ ἀπ’ τοὺς συγχρόνους μας καὶ πάλι τὸ χριστιανικὸ μήνυμα, εἶναι ἡ ἀνάκτηση αὐτῆς τῆς αἴσθησης τῆς ἁρμονίας καὶ ὀμορφιᾶς. Καὶ ἡ ἀνάκτηση αὐτὴ εἶναι δυνατὴ μόνο στὴ βάση μιᾶς ἀνανεωμένης συλλήψεως τοῦ Λ ό γ ο υ, ὡς Δημιουργοῦ καὶ Λυτρωτῆ μαζί. Ποτὲ οἱ χριστιανοὶ δὲν διαπράττουν μεγαλύτερο πνευματικὸ ἔγκλημα ἀπὸ ὅταν ἀποδέχονται τὸν δυαλισμὸ χάρης καὶ φύσης, ἱεροῦ καὶ κοσμικοῦ, ὅταν πιστεύουν στὴν ὕπαρξη μιᾶς α ὐ τ ό ν ο μ η ς φυσικῆς σφαίρας, ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει τὴν δική της ὡραιότητα (διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν «θρησκευτική»), τὴν δική της ἁρμονία (δημιουργημένη ἀπ’ τὸ Θεό, ἀλλὰ κατὰ κάποιο τρόπο ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὸν Χριστό). Εἶναι καιρὸς ν’ ἀρχίσουμε νὰ βεβαιώνουμε καὶ νὰ
κηρύσσουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ
δημιουργὸς τῆς ὀμορφιᾶς καὶ ὅτι τίποτε δημιουργημένο δὲν νομιμοποιεῖται νὰ
«ἐκκοσμικευθεῖ». Ὅπως εἶπε ὁ Ντοστογιέφσκυ, ἡ ὀμορφιὰ ποὺ δημιούργησε ὁ Θεὸς
εἶναι ἐκείνη ποὺ θὰ σώσει τὸν κόσμο.
Ὅλοι ξέρουμε, παραδείγματος χάριν, πὼς διαμέσου τῶν αἰώνων ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποίησε τὴν ὕλη, τὴν μουσικὴ καὶ τὶς εἰκόνες, γιὰ νὰ φανερώσει τὴν παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὴν Λειτουργία. Πώς, μὲ τὶς τελετὲς τοῦ καθαγιασμοῦ καὶ τῆς εὐλογίας,
διεκήρυξε τὴν πίστη της στὴν οἰκουμενικότητά της, ποὺ συμπεριλαμβάνει τὸ σύνολο
τῆς κοσμικῆς πραγματικότητας. Τίποτε ἀπὸ τὴν «παλαιὰ κτίση» δὲν μπορεῖ ν’
ἀφεθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν «καινή».
Τοῦτο ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι κ ά θ ε πολιτιστικὴ μορφὴ συμβάλλει στὴν φανέρωση τῆς «καινῆς κτίσεως» ἢ ὅτι κάθε μορφὴ τέχνης ἔχει τὴν δύναμη τῆς Ρωμανικῆς, τῆς Γοτθικῆς ἢ τῆς Βυζαντινῆς τέχνης νὰ ἀντικατοπτρίσει τὸ μυστήριο τῆς Ἐνσαρκώσεως. Τὸ δράμα μιᾶς ἐκκοσμικευμένης κοινωνίας, ποὺ ἀποκλείει
τὸν λ ό γ ο τῆς δημιουργίας καὶ κτίζει τὶς μορφές της πάνω στὴν βάση τῆς
ἀντίδρασης καὶ τῶν διαθέσεων τῆς «αὐτόνομης» ἀνθρωπότητας, ἔχει βαθύνει πολὺ
στὸν κόσμο μας σήμερα.
Μιὰ διαδικασία ἐπιλογῆς, καθαρισμοῦ καὶ ἀπολύτρωσης, ὅμοια μ’ ἐκείνη ποὺ ἐφάρμοσαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἀνέλαβαν τὸ γιγαντιαῖο ἔργο νὰ μεταστρέψουν τὸν Ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο στὸ Χριστό, βρίσκεται πάλι σήμερα μπροστά μας. Βέβαια τὸ ἔργο
μας εἶναι πολὺ πιὸ δύσκολο, γιατὶ ὁ
κόσμος ποὺ βλέπουμε εἶναι ἕνας μετα-χριστιανικὸς κόσμος· κάνει
πὼς γνωρίζει τὶς χριστιανικὲς ἀλήθειες καὶ πὼς τὶς ἀπορρίπτει συνειδητά. Ὁ
Χριστιανισμὸς ἔχει τραγικὰ χάσει τὴν νεωτεριστικότητά του⋅ μυρίζει ἀντιδραστικὸ παρελθόν. Μιὰ ἁπλὴ ἐπαναστροφὴ
στὴν ἀρχαία λειτουργία, στὴν ἀρχαία τέχνη, στὴν ἀρχαία μουσικὴ εἶναι ἑπομένως
καὶ ἀνεπαρκὴς καθεαυτήν, ἀλλὰ καὶ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ ἀκόμα μεγαλύτερο
συμβιβασμὸ τὴν χριστιανικὴ μαρτυρία ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι πάντα νέα καὶ
δημιουργική.
Προσωπικὰ
πιστεύω ὅτι ὁ ἀρχαιολογικὸς συντηρητισμός, μιὰ «ἐπιστροφὴ» στὸ παρελθόν, εἶναι
συχνὰ καλύτερη ἀπὸ τοὺς κακοὺς αὐτοσχεδιασμούς. Ἀλλά, ἂν ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς
εἶχε βέβαια δίκιο ὅταν καθόριζε τὸν «λόγο τοῦ εἶναι» ὡς μιὰ κίνηση, θὰ πρέπει
μὲ τὴ σειρά μας ἐμεῖς ν’ ἀναγνωρίσουμε ὅτι ἡ χριστιανικὴ ἀποστολὴ ἀπαιτεῖ νέες
μορφές, νέους τρόπους συμπεριλήψεως τοῦ συνόλου τῆς σημερινῆς ἀνθρωπότητας, τοῦ
σημερινοῦ κόσμου, μέσα στὸ πεδίο της. Τέτοιες ὅμως μορφὲς δὲν μποροῦν νὰ
εἰσαχθοῦν ἁπλὰ ἀπὸ τὸν πεσμένο κόσμο, δίχως κριτική⋅ πρέπει νὰ προσαρμοσθοῦν στὸ ἀμετάλλαχτο περιεχόμενο
τοῦ χριστιανικοῦ Εὐαγγελίου καὶ νὰ φανερώσουν τὸ περιεχόμενο αὐτὸ κατὰ ἕνα
τρόπο ποὺ θὰ ἦταν συνεπὴς μὲ τὴν ἁγία παράδοση τῆς ἀρχαίας καθολικῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ αὐθεντικὴ χριστιανικὴ δημιουργικότητα ἀπαιτεῖ αὐτὴ τὴν προσπάθεια ἐπιλογῆς,
διακρίσεως καὶ τόλμης στὴν ἀποδοχὴ νέων πραγμάτων.
Πολλοὶ θὰ ποῦν: ὅλ’ αὐτὰ εἶναι
οὐτοπικά. Οἱ μέρες ἑνὸς χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ ἔχουν περάσει. Ἡ
ἐποχή μας θὰ παραμείνει κοσμικὴ καὶ οἱ χριστιανοὶ ἔχουν μόνο δύο ἐναλλακτικὲς
λύσεις: ἢ νὰ ἀφομοιωθοῦν στὸν κόσμο ὅπως εἶναι, ἀναγνωρίζοντας τὶς κοσμικὲς
ἀρχὲς μιᾶς κοσμικῆς ψευδο-θεολογίας, ἢ ν’ ἀποσυρθοῦν σὲ μιὰ σεκταρικὴ ἀπομόνωση,
μὲ τὶς ρομαντικὲς ἀναμνήσεις τῆς περασμένης χριστιανικῆς δόξας. Καμμία ἀπ’ τὶς
δύο αὐτὲς λύσεις δὲν εἶναι δεκτή. Ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας μπορεῖ νὰ μὴ δεῖ
ποτὲ ἕνα πραγματικὰ «χριστιανικὸ πολιτισμὸ» νὰ ὑλοποιεῖται καὶ νὰ ἐπιτυγχάνει
ὁλοκληρωτικά. Στὴν πραγματικότητα εἶναι σίγουρα λάθος νὰ πιστεύουμε ὅτι ὁ
Μεσαίωνας, Ἀνατολικὸς ἢ Δυτικός, εἶχε κι αὐτὸς πετύχει ὁλοκληρωτικά. Ὁ Χριστιανισμὸς
ποτὲ δὲν ὑπῆρξε καὶ οὔτε θὰ πρέπει νὰ γίνει μιὰ οὐτοπία.
Ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ δὲν
προσδοκοῦμε ἕνα «εὐτυχισμένο τέλος» στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος σίγουρα δὲν κατεχόταν ἀπὸ αἰσιοδοξία, ὅταν μιλοῦσε γιὰ αἰῶνες ἢ ἀκόμα καὶ χιλιετίες ποὺ θὰ προηγοῦνταν τῆς Παρουσίας του. Ἔτσι οὔτε κι ἐμεῖς εἴμαστε αἰσιόδοξοι μὲ τὴν κοσμικὴ ἔννοια.
Ὡστόσο κανένας χριστιανὸς δὲν μπορεῖ ποτὲ ν’ ἀπαρνηθεῖ τὴν ἑνότητα δημιουργίας καὶ σωτηρίας· τὴν ἑνότητα τοῦ Λόγου «δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο» καὶ τοῦ ἐνσαρκωμένου Λόγου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ «πάλιν ἐρχομένου κρίναι ζῶντας καὶ νεκρούς». Ὅλη ἡ δημιουργία τοῦ ἀνήκει, ὅπως κι ἐμεῖς. Δὲν θὰ παραδοθοῦμε!
ΠΗΓΗ
: Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΩΤΗΡΑΣ ΣΗΜΕΡΑ, εκδ. ΣΥΝΑΞΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου