"Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς" (Κατά Ιωάννη 8,32).

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Το ατομικόν δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας της Εκκλησίας να καθορίζη η ίδια την ύλη του ΜτΘ - Τοῦ κ. Γεωργίου Η. Κρίππα, Διδάκτορος Συνταγματικοῦ Δικαίου


Ὡς γνωστὸν τὸ ἀτομικὸ δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἀναγνωρίζεται σὲ ὅλους τοὺς πολίτες (ἄρθρον 13 τοῦΣυντάγματος, ἄρθρον 9 τῆς Εὐρωπ. Συμβ. Ἀνθρ. Δικαιωμάτων ἄρθρον 10 τῆς Εὐρωπαϊκῆς Χάρτας Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων) εἰδικώτερον εἰς ὅλα τὰ φυσικὰ πρόσωπα καὶ βεβαίως καὶ εἰς τὰ νομικὰ πρόσωπα, ποὺ εἶναι φορεῖς τοῦ ἐν λόγῳ ἀτομικοῦ δικαιώματος, ὅπως εἶναι οἱ ἐκκλησίες καὶ οἱ θρησκευτικὲς ὀργανώσεις.

Εἰς τὰ ἐν λόγῳ νομικὰ πρόσωπα ἀναγνωρίζεται ἐπὶ πλέον καὶ τὸ ἀτομικὸν δικαίωμα «τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ τους», (εἰδικὴ ἀνάπτυξη τοῦ ὁποίου ἔχω παραθέσει παλαιότερον εἰς τὸ παρὸν περιοδικό)1, ἤτοι τὸ δικαίωμα νὰ καθορίζουν οἱ ἴδιες τὰ τῆς ἐσωτερικῆς τους ὀργανώσεως καὶ τὰ τῆς λατρείας τους, χωρὶς καμμία ἀρχὴ νὰ δικαιοῦται νὰ ἐπέμβει καὶ νὰ καθορίσει ἐκείνη τὰ στοιχεῖα αὐτὰ οὐδὲ ἐπἐλάχιστον. Ἄλλως ἀνακύπτει σοβαρὸ θέμα ἀντισυνταγματικότητος.

Εἶναι σαφὲς δὲ ὅτι εἰς τὸν ἐν λόγῳ τομέα τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ τους περιλαμβάνεταικαὶ ἡ διδασκαλία τῆς θρησκείας τους, ὁπότε οἱ ἐν λόγῳ θρησκευτικὲς ὀργανώσεις μόνον ἐκεῖνες δικαιοῦνται, νὰ προσδιορίζουν,συνθέτουν, καταρτίζουν κ.λπ. τὴν διδακτέαν ὕλη τῆς θρησκείας τους καὶ εἰδικώτερον τὴν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶνὀψέποτε, ὁποτεδήποτε καὶ ἀπὸ ὁποιονδήποτε φορέα ἀποφασισθεῖ μία τοιαύτη διδασκαλία, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ γίνεται εἴτε ἀπὸ τὶςἴδιες τὶς θρησκευτικὲς ὀργανώσεις εἴτε ἀπὸ ἄλλον φορέα κυρίως δὲ ἀπὸ τὸ κράτος, ὅταν εἰς τὸ κράτος αὐτὸ τὸ Σύνταγμά τουπροσδιορίζει ὁρισμένη θρησκεία ὡς ἐπικρατοῦσα (ὅπως π.χ. εἰς τὴν Ἑλ λάδα, Ἀγγλία, σκανδιναυϊκὲς χῶρες, χῶρες μὲ καθολικὴθρησκεία, ποὺ ἔχουν συνάψει κονκορδάτο μὲ τὸν Πάπα κ.λπ.) ἢ ἡ πλειοψηφία τοῦ πληθυσμοῦ ἀνήκει σὲ συγκεκριμένη θρησκεία.

Ἐπισημαίνουμε δὲ ἐπεὐκαιρίᾳ ὅτι κατ᾽ ἄρθρον 2 τοῦ Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως ἈνθρωπίνωνΔικαιωμάτων τὰ εὐρωπαϊκὰ κράτη ὑποχρεοῦνται, νὰ σέβονται τὸ δικαίωμα τῶν γονέων, νὰ ἐξασφαλίζουν διὰ τὰ τέκνα τουςἐκπαίδευση σύμφωνη πρὸς τὶς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις.

Ὡς γνωστὸν εἰς τὴν Ἑλλάδα τὸ Σύνταγμα εἰς τὸ ἄρθρον 3 ἀναγνωρίζει ὡς ἐπικρατοῦσα θρησκεία τὴν Ὀρθόδοξο Χριστιανική,ἀναφέρεται δὲ ἐν συνεχείᾳ εἰς τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τῆς ὁποίας καὶ προσδιορίζει τὴν ὀργάνωσή της, τὴν ὑπαγωγήτης εἰς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τοὺς κανόνες ποὺ τηρεῖ. Εἰς δὲ τὸ ἄρθρον 16 παρ. 2 ἐπιβάλλει μεταξὺ ἄλλων τὴν διὰ τῆςπαιδείας ἀνάπτυξη τῆς «θρησκευτικῆς συνειδήσεως» τῶν μαθητῶν. Ὡς γνωστὸν καὶ ὡς γίνεται παγίως δεκτόν, ἡ τοιαύτη ἀνάπτυξη πραγματοποιεῖται διὰ τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν2.

Μέχρι στιγμῆς τὸ ἁρμόδιο Ὑ π. Ἐθν. Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων συντάσσει καὶ ἐκδίδει τὸ ἴδιο ὅλα τὰ σχολικὰ βιβλία, ποὺδιανέμονται εἰς τοὺς μαθητὰς διαμορφῶνον τὴν ὕλην τους κατὰ τὴν βούλησή του. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ διὰ τὸ βιβλίο τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν. Βεβαίως γνωρίζουμε (ἀκροθιγῶς ἐὰν δὲν ἔχουμε ἐνδιατρίψει εἰδικῶς ἐν προκειμένῳ) ἢ τεκμαίρεται (κατὰλογικὴν συνέπειαν) ὅτι τὸ ἐν λόγῳ Ὑπουργεῖο κατὰ τὴν σύνταξη τῆς ὕλης τῶν σχολικῶν βιβλίων ἀπευθύνεται εἰς τοὺς εἰδικοὺς γνῶστες τοῦ καθ᾽ ἕκαστα θέματος (κατὰ κανόνα μέσῳ τοῦ Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου συμφώνως πρὸς τὸ ἄρθρον 24 τοῦ Ν. 1566/ 1985), τοὺς ὁποίους εἴτε συμβουλεύεται εἴτε τοὺς ἀναθέτει τὴν σύνταξη τῆς ὕλης, τὴν ὁποίαν τὸ ἴδιο τὸ Ὑπουργεῖο ἐγκρίνει τελικῶς. Νομικὴ ὅμως δέσμευση τοῦ Ὑπουργείου πρὸς σύνταξη ὁρισμένης ὕλης ὁρισμένου μαθήματος δὲν ὑ πάρχει. Ὑπενθυμίζουμε ἐπ᾽εὐκαιρίᾳ, τὸ πλῆθος διαμαρτυριῶν, ποὺ εἶχαν διατυπωθεῖ πανταχόθεν διὰ ἕνα σχολικὸ ἐγχειρίδιο τοῦ μαθήματος τῆς ἱστορίας, τὸὁποῖο ἀνέφερε ὅτι κατὰ τὴν μικρασιατικὴ καταστροφὴ οἱ Ἕλληνες τῆς Σμύρνης καὶ τῶν πέριξ πόλεων συνωστίζοντο εἰς τὴν παραλία πρὸς τέρψιν τους (ἢ κάτι τέτοιο) καὶ ὄχι διότι οἱ Τοῦρκοι Τσέτες τοὺς ἔσφαζαν ἀδιακόπως καὶ ἐκινδύνευε ἡ ζωή τους. Καὶὑποτιθεμένου (δηλ. βεβαιουμένου εἰς τὴν πραγματικότητα) ὅτι ἡ ἄποψη αὐτὴ τοῦ σχολικοῦ ἐγχειριδίου ἦταν ἐντελῶς ἀνακριβὴς καὶπροκλητικὴ καὶ κατ᾽ ἀκολoυθίαν παράνομη, ἡ ἀντίστοιχη διοικητικὴ πράξη τοῦ Ὑπουργοῦ, ποὺ ἐνέκρινε τὸ ἐγχειρίδιο αὐτό, δὲν μποροῦσε νὰ ἀντιμετωπισθεῖ, διότι ἀποτελοῦσε πράξη διοικητικὴ ὄχι ἀτομική, ἀλλὰ κανονιστική, ἡ ὁποία ὡς γνωστὸν δὲν προσβάλλεται δι᾽ αἰτήσεως ἀκυρώσεως (Π.Δ. 18/1989 ἄρθρον 47, τὸ ὁποῖο ἀπαιτεῖ συνδρομὴ ἐν νόμου συμφέροντος ἀμέσου καὶπροσωπικοῦ). Τίθεται κατόπιν τούτου τὸ ἐρώτημα. Τὸ προαναφερθὲν ἀτομικὸν δικαίωμα τοῦ “αὐτοπροσδιορισμοῦ τῶν ἐκκλησιῶν” (ὡς μία ὑποδιαίρεση τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας), περιλαμβάνει καὶ τὸν καθορισμὸ τοῦ περιεχομένου τῆς διδασκαλίας τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας ἢ τῆς ἐπισήμου ἀνεγνωρισμένης ἐκκλησίας ἢ τῆς κρατικῆς ἐκκλησίας, χωρὶς ὅμως νὰἔχει ἐξασφαλίσει τὴν σύμφωνη γνώμη της;3 Τὸ θέμα αὐτὸ δὲν ἔχει τεθεῖ ποτὲ εἰς τὴν Χώραν μας εὐθέως (δηλ. ἀπὸ πλευρᾶς Συντάγματος καὶ νόμου). Ἁπλῶς ἔχουν ἐκφρασθεῖ κάποιες ἀπόψεις ἐπιφανειακές. Ὅμως ἡ ἀπάντηση εἰς τὸ ἐν λόγῳ ἐρώτημα εἶναι σαφής. Ἐπισημαίνουμε πρὸς τοῦτο δύο διατάξεις τοῦ Νόμου 590/77, τὶς ἑξῆς: α) Τὸ ἄρθρον 2 τοῦ ἐν λόγῳ νόμου ἀναφέρει ὅτι “ἩἘκκλησία τῆς Ἑλλάδος συνεργάζεται μετὰ τῆς Πολιτείας προκειμένου περὶ θεμάτων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος ὡς τὰ τῆς χριστιανικῆςἀγωγῆς τῆς νεότητος”. Β) Τὸ δὲ ἄρθρον 9 εἰς μὲν τὴν παράγραφον 1 ἀναφέρει, ποῖες εἶναι οἱ ἁρμοδιότητες τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, εἰς δὲ τὸ ἐδάφιον (ε´) μεταξὺ τῶν ἐν λόγῳ ἁρμοδιοτήτων προσδιορίζει καὶ τὴν ἑξῆς ἐπὶ λέξει: «Παρακολουθεῖ τὸδογματικὸν περιεχόμενόν των διὰ τὰ σχολεῖα τῆς στοιχειώδους καὶ μέσης ἐκπαιδεύσεως προοριζομένων διδακτικῶν βιβλίων τοῦμαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν». Θὰ πρέπει δὲ νὰ δεχθοῦμε κατ’ ἀνάγκην, ὅτι ἡ ratio τῶν ἐν λόγῳ διατάξεων δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸὅτι καὶ ὁ νόμος καὶ τὸ Σύνταγμα (ἄρθρον 16 παρ. 2) δὲν ἐπιτρέπουν σὲ καμμία περίπτωση τὰ δόγματα καὶ ἡ διδασκαλία τῆς ὑπὸ τοῦΣυντάγματος καθιερουμένης ὡς ἐπικρατούσης θρησκείας (ἢ Ἐκκλησίας) νὰ νοθεύονται ὑπὸ κρατικῆς Ἀρχῆς οὐδὲ ἐπ’ ἐλάχιστον. Καὶφυσικὰ δὲν ἐπιτρέπεται, νὰ νοθεύονται (παραποιοῦνται κ.λπ.) εἰς τὸν εὐαίσθητον χῶρο τῆς ἐκπαιδεύσεως καὶ εἰδικώτερον ὅσονἀφορᾶ τὴν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν. Ἑπομένως ἡ Ἐκκλησία καὶ συνεργάζεται μετὰ τοῦ κράτους κατὰ τὰ ἀνωτέρω ἐπὶτοῦ προκειμένου καὶ παρακολουθεῖ τὴν ἐν συνεχείᾳ ἐξέλιξη.

Τίθεται ὅμως ἐδῶ τὸ ἐρώτημα: Ἐν ὄψει τῶν προαναφερομένων διατάξεων (ποὺ ἔχουν χαρακτήρα προκαταρκτικόν, συμβουλευτικόν, ἐποπτικὸν κ.ο.κ.), τί δέον γενέσθαι ἐν συνεχείᾳ; Δηλ. τί δέον γενέσθαι, ἐὰν ἡ Ἐκκλησία διαπιστώσει ὅτι ἡ Πολιτεία προέβη π.χ. εἰς διατύπωση ὕλης τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὰ σχολεῖα νοθευούσης τὴν διδασκαλίαν της καὶ τὶς ἀρχές της; Εἰς τὴν περίπτωση αὐτὴν εἶναι σαφές, ὅτι ἐπὶ κυκλοφορίας π.χ. σχολικοῦ βιβλίου περὶ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, τοῦὁποίου ἡ ὕλη παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν διδασκαλία καὶ τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἔχουμε ἀδιαμφισβητήτως «διατάραξη τῆςὈρθοδόξου Ἐκκλησίας δι᾽ ἑτεροδιδασκαλίας». Τὴν περίπτωση αὐτὴν τὴν ἔχει ἤδη προβλέψει ὁ νόμος ρητῶς καὶ ἔχει μεριμνήσει διὰτὴν ἀντιμετώπισή της. Πρόκειται περὶ τοῦ ἄρθρου 9 παρ. 1 ἐδάφιον (ζ) τοῦ ἰδίου ὡς ἄνω νόμου 590/77, τὸ ὁποῖον ἀναφέρει, ὅτι  ἩΔιαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος (ΔΙΣ): «Εἰς περίπτωσιν διαταράξεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δι᾽ ἑτεροδιδασκαλίαςἢ ἄλλης ἐπεμβάσεως εἰς βάρος αὐτῆς ζητεῖ τὴν ἐπέμβαση τῶν ἁρμοδίων Ἀρχῶν». Φυσικὰ ἐδῶ ἡ ἐν λόγῳ ἑτεροδιδασκαλία ἢ ἄλλη ἐπέμβαση ἡ ὡς ἄνω διάταξη δὲν μᾶς προσδιορίζει ἀπὸ ποῦ μπορεῖ νὰ προέρχεται. Ὡς ἐκ τούτου κατὰ λογικὴν συνέπειαν θὰ πρέπει νὰ καταλήξουμε ὅτι ἡἐνέργεια αὐτὴ μπορεῖ νὰ προέρχεται ἀπὸ ὁπουδήποτε καὶ βεβαίως καὶ ἀπὸ κρατικὴν ὑπηρεσίαν. Ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Ποινικὸς Κῶδιξ εἰς τὰ ἄρθρα 235 ἕως 263Β προβλέπει σειρὰν ὅλην ἀξιοποίνων πράξεων διαπραττομένων ἀπὸ κρατικὰ ὄργανα καὶ μόνον. Εἰς τὴν παροῦσα δὲ περίπτωση οὐδόλως ἀποκλείεται ἡ παράβαση τῶν ὡς ἄνω διατάξεων, νὰ συνιστᾶ καὶ ἀξιόποινη πράξη (π.χ. προσηλυτισμό, παράβαση τῶν ἄρθρων 198 ἕως 201 τοῦ Ποινικοῦ Κώδικος κ.λπ.) διαπραχθεῖσαν καὶ ἀπὸ κρατικὸ ὄργανο. Φυσικὰ ἡἐπέμβαση τῶν Ἀρχῶν, ποὺ προβλέπει ἐδῶ ὁ νόμος, δὲν ἀφορᾶ ἀπαραιτήτως ἀξιόποινο πράξη. Μπορεῖ ἡ προσβολὴ νὰ μὴ εἶναιἀξιόποινη, ἀλλὰ νὰ παραβιάζει ἄλλη διάταξη ἢ καὶ νὰ μὴ παραβιάζει καμμία διάταξη, ἀλλὰ νὰ ἔχει χαρακτήρα “ἑτεροδιδασκαλίας”,ἤ τοι νοθεύσεως τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον καὶ καθ’ οἱονδήποτε τρόπον.

Ἐπειδὴ ὅμως πρόκειται ἐδῶ περὶ θέματος λεπτοῦ, ἤδη ὁ νομοθέτης ἐμερίμνησε διὰ τὴν ἐπίλυσή του ὑπὸ τῶν ὡς ἄνω διατάξεων τοῦΝόμου 590/77. Ἑπομένως οἱ προαναφερόμενες διατάξεις δὲν ἀποτελοῦν κενὸν γράμμα ἀλλὰ τυγχάνουν πλή ρους ἐφαρμογῆς καὶμάλιστα «εἰδικῆς ἐφαρμογῆς», ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία προσφύγει εἰς τὶς Δημόσιες Ἀρχὲς γιὰ ὁποιοδήποτε θέμα (καὶ βεβαίως καὶ διὰ τὸ ὑπὸἀνάπτυξη) μπορεῖ νὰ κάνει καὶ μὲ ἄλλες γενικότερες διατάξεις (π.χ. Κῶδιξ Διοικητικῆς Διαδικασίας ἄρθρα 3, 4,16, 24, 25, 26). Ἄρα οἱ ἐπισημαινόμενες διατάξεις τοῦ Ν. 590/77 ἐνέχουν ὅλως ἰδιαιτέραν σημασίαν καὶ βεβαίως ἀποτελοῦν παρέκταση τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος καθ᾽ ἣν ἔκταση ἐπιβάλλει τὴν εἰς τοὺς μαθητὰς τῶν σχολείων παροχὴ «θρησκευτικῆς συνειδήσεως». Ἐνἐναντίᾳ περιπτώσει ἡ ἐν λόγῳ συνταγματικὴ διάταξη θὰ ἀπέβαινε γράμμα κενόν, καθ᾽ ὅσον εἰς πᾶσαν περίπτωση τυχὸν καταργήσεως ἢ ἀποδυναμώσεως τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἢ νοθεύσεως τῆς ὕλης του δὲν ἔχουμε παροχὴ ὑπὸ τοῦ κράτους γνησίας (κατὰ τὸ Σύνταγμα) θρησκευτικῆς συνειδήσεως. Θὰ πρέπει δὲ περαιτέρω νὰ δεχθοῦμε ὅτι οἱ ἐπίμαχες διατάξεις τοῦ Ν. 590/77 ὡς ἀποτελοῦσες εἰς τὴν πράξη ἐφαρμογὴν τοῦ ἄρθρου 16 παρ. 2 τοῦ Συντάγματος δὲν δύνανται νὰ καταργηθοῦν. Τὸδεδομένο αὐτὸ τὸ ἔχει ἐπισημάνει καὶ ἡ νομολογία τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας, ἡ ὁποία ἔχει δεχθεῖ ὅτι δὲν εἶναι δυνατὴ ἡκατάργηση νόμου ἐκδοθέντος πρὸς ἐφαρμογὴν συνταγματικῆς διατάξεως, ἑπομένως ἐξακολουθεῖ, νὰ ἰσχύει ὁ καταργηθεὶς νόμος.4Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχε τοιοῦτος νόμος προβλέπων τὴν ἐφαρμογὴν συνταγματικῆς δια τάξεως, ἡ διοίκηση θὰ ὤφειλε, νὰσυμπεριφερθεῖ καὶ νὰ δράσει ὡς ἐὰν ὁ νόμος αὐτὸς ὑπῆρχε, ὡς ἔχω ἀναλύσει εἰδικῶς παλαιότερον.5

Ἑπομένως τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας δὲν δικαιοῦται νὰ καθορίζει τὴν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἀφ᾽ ἑαυτοῦ, παρὰ μόνον μὲ συνεργασία καὶ ἔγκριση αὐτῆς ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τοῦτο διότι φορεὺς τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆςἐλευθερίας εἶναι καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, τὸ δικαίωμά της δὲ αὐτὸ παραβιάζεται, ὀψέποτε ἡ Πολιτεία ἀποφασίσει νὰ διδάσκει ὡςὕλη μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κείμενο ἢ κείμενα, ποὺ ἡ ἐν λόγῳ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὡς ἀσυμβίβαστα κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον πρὸς τὶς ἀρχές της καὶ τὴν διδασκαλίαν της. Νομίζουμε ἑπομένως ὅτι οἱαδήποτε ἄλλη ἄποψη δὲν μπορεῖνὰ εὐσταθήσει.

Τὰ ἴδια ἀκριβῶς ἰσχύουν καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα κράτη τῆς Εὐρώπης, ὑπάρχει δὲ ἐπὶ τοῦ προκειμένου τεράστια ad hoc νομολογία καὶβιβλιογραφία, εἰς τὴν ὁποίαν ἀξίζει νὰ ἐμβαθύνουμε. Καὶ ξεκινᾶμε ἀπὸ τὴν Γερμανία, ὅπου συναντοῦμε τὸ περισσότερο ὑλικό, μὲ τὸὁποῖο ἔχουν ἀσχοληθεῖ οἱ πλέον διαπρεπεῖς συγγραφεῖς καὶ πανεπιστημιακοὶ καθηγηταὶ καὶ ἔχουν προβεῖ σὲ λεπτομερεῖς ἀναλύσεις μὲ ἐκτενῆ ἐπιχειρηματολογία. Ἰδοὺ λοιπὸν τί προκύπτει εἰδικώτερον ἐν προκειμένῳ:

1) Τὸ Συνταγματικὸ Δικαστήριο τῆς Γερμανίας (Bundesverfassungsgericht) εἰς τὴν ἀπόφαση τοῦ BverfGE 123, 39, 52 ἑπ.6ἐπισημαίνει ὅτι τὸ ἄρθρον 7 παρ. 3 τοῦ γερμανικοῦ Συντάγματος (Grundgesetz) κατοχυρώνει τὸ ἀτομικὸν δικαίωμα τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸ κράτος, νὰ καθορίζει τὴν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, μόνον μετὰ σύμφωνη γνώμη (in Ubereinstimmung) τῆς Ἐκκλησίας7.

2)Οἱ v. von Munch καὶ Kunig εἰς τὸ μόλις κυκλοφορῆσαν εἰς 6ην ἔκδοση γνωστὸ κλασσικὸ ἔργο τους, ποὺ ἀποτελεῖ ἑρμηνεία κατ᾽ἄρθρον τοῦ Συντάγματος8 ἀναφέρουν ὅτι τὸ δικαίωμα τῆς Ἐκκλησίας νὰ καθορίζει ἡ ἴδια τὴν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν συνιστᾶ ἀτομικὸν δικαίωμα ὑπὲρ αὐτῆς εὐθέως ἐκ τοῦ Συντάγματος προβλεπόμενο, ἐπικαλοῦνται δὲ τὴν προαναφερομένην ἀπόφαση τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου.

3) Οἱ ἐπίσης γνωστοὶ ὑπομνηματισταὶ τοῦ γερμανικοῦ Συντάγματος Jarras-Pierroth εἰς τὸ ἐπίσης μόλις κυκλοφορῆσαν εἰς 12ηνἔκδοση κλασσικὸ ἔργο τους9 ἀναφέρουν, ὅτι oι Ἐκκλησίες εἶναι φορεῖς (Τrager) τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τοῦ καθορισμοῦ τῆς ὕλης τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν.

4) Ὁ F. Hufen10 ἀναφέρει ὅτι τὸ ἐν λόγῳ ἀτομικὸν δικαίωμα (δηλ. τῆς ὑποχρεώσεως τοῦ κράτους νὰ καταρτίζει τὴν ὕλη τοῦμαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν μόνον κατόπιν συμφώνου γνώμης τῆς ἀντιστοίχου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας) θεμελειώνει δικαίωματῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἀντιτίθεται εἰς πᾶσαν ἀνάμιξη τοῦ κράτους ἐπὶ τοῦ περιεχομένου τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν11, ὄχι μόνον ἀρχικῶς ἀλλὰ καὶ εἰς πᾶσαν περαιτέρω μεταβολὴ τῆς ὕλης. Ἀναφέρει δὲ ἐν συνεχείᾳ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι φορεὺς τοῦ ἐν προκειμένῳ ἐξειδικευμένου ἀτομικοῦ δικαιώματος καὶ ἔχει ὅλες τὶς ἐξ αὐτοῦ προκύπτουσες ἐξουσίες.

5) Οἱ Epping−Hillburger12 ἀναφέρουν ὅτι πᾶσα παρέκκλιση τοῦ κράτους ἐκ τῶν ὑπὸ τῆς προαναφερομένης συνταγματικῆς διατάξεως ἐπιβαλλομένων εἰς αὐτὸ ὑποχρεώσεων ἀποτελεῖ παραβίαση/προσβολὴ ἀτομικοῦ δικαιώματος ἀναγνωριζόμενου εἰς τὴνἘκκλησία.

6) Ὁ Rudolf Schmidt13 ἀναφέρει ὅτι ἡ ὡς ἄνω συνταγματικὴ διάταξη θεσπίζει ἀτομικὸ δικαίωμα τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἀπαίτησή τουςἀπὸ τὸ κράτος, νὰ εἰσαγάγει εἰς τὰ σχολεῖα ὕλην τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν σύμφωνη μὲ τὴν διδασκαλίαν τους,ἐπικαλούμενος ad hoc νομολογία.

7) Καὶ πρὸς ἀποφυγὴν ἀσκόπων ἐπαναλήψεων ἐπισημαίνουμε ὅτι τὰ ἴδια ἀκριβῶς δέχονται καὶ πλῆθος ἄλλων Γερμανῶν συνταγματολόγων μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ οἱ πιὸ γνωστοὶ Ipsen14, Schmidt−Seitel15, Epping16, v. Campenhausen − de Wall17,Winter18, Classen19. Ἐπισημαίνουμε δὲ ἐπ᾽ εὐκαιρίᾳ ὅτι ἡ ἐκτενέστερη μελέτη εἰς Γερμανία περὶ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν (ἐκτάσεως 71 σελίδων) εἶναι ἡ τοῦ πανεπιστημιακοῦ καθηγητοῦ Christoph Link20, ἡ ὁποία εἰς τὴν σελ. 448 (τοῦ τόμου εἰς τὸν ὁποῖον δημοσιεύεται) ἀναφέρει ὅτι τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὴν Γερμανία τυγχάνει κατ᾽ οὐσίαν «κηρυγματικὸ» (ἐπὶ λέξει «Kerygmatischer Religionsunterricht») ἢ ἄλλως «Ἐκκλησία ἐντὸς τοῦσχολείου» (ἐπὶ λέξει «Kirche in der Schule»). Ὁ ἴ διος συγγραφεὺς (σελ. 492) ἀναφέρει ὅτι ἐναντίον τῆς οὕτω πως καθοριζομένηςὕλης τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν ἀναγνωρίζεται εἰς τὸν πολίτη δικαίωμα προσφυγῆς εἰς τὰδικαστήρια μὲ αἴτημα τὴν ἀλλοίωση ἢ κατάργησή του. Ἀντιθέτως ἡ ἀξίωση κατὰ τοῦ κράτους μὲ αἴτημα νὰ διδάσκει ὡς μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν τὴν ὕλη, ποὺ καθορίζει ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἀγώγιμη (klagbar)21.

Ἀξίζει ἐπίσης νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι οἱπροαναφερόμενοι συγγραφεῖς von Munch−Kunig εἰς τὸ παραπεμπόμενο ἔργον τους (σελ. 661)ἀναφέρουν ὅτι τὸ ἐν λόγῳ ἀτομικὸ δικαίωμα δὲν θεσπίζεται μόνον ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ τοῦ κράτους, καθ᾽ ὅσον τὸμάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀποτελεῖ συγχρόνως καὶ ἠθικὴ διδασκαλία τῶν μαθητῶν καὶ συντελεῖ, εἰς τὸ νὰ γίνουν ἔντιμοι καὶἠθικοὶ πολίτες.

8) Πρέπει ἐπίσης νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι ὁ Detterbeck22 ἀναφέρει ὅτι ἡ προμνημονευθεῖσα διάταξη τοῦ ἄρθρου 7 τοῦ Συντάγματος εἶναι εἰδικὴ καὶ ὑπερέχει τῆς γενικῆς τοῦ ἄρθρου 4 (ποὺ ἀναφέρεται εἰς τὸ ἀτομικὸ δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας) βάσει τῆς ἀρχῆς jus specialis derogat generalis.

9) Πέραν τῶν συνταγματολόγων τὰ ἴδια δέχονται καὶ οἱ ἀναφερόμενοι εἰδικῶς εἰς τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν συγγραφεῖς, ἐκ τῶν ὁποίων ἐπισημαίνουμε τὴν Uta Hildebrandt23, τῆς ὁποίας τὸ ἐν ὑποσημειώσει παραπεμπόμενο ἔργο ἀφορᾶ εἰδικῶς τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀναφέρει ὅ,τι καὶ οἱ προηγούμενοι συγγραφεῖς, προσθέτει δέ, ὅτι εἰδικώτερον ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν θὰ πρέπει νὰ περιέχει ὅ,τι ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὡς ἀλήθεια. Περαιτέρω ἀναφέρει ὅτι τυχὸν ἀντίθετες διατάξεις τῶν τοπικῶν νόμων τῶν γερμανικῶν κρατιδίων εἶναι ἀντισυνταγματικές24. Τέλος σὲ πολλὰ σημεῖα ἀναφέρει ὅτι τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι ἐκ τοῦ Συντάγματος κατ’ ἀνάγκην «κατηχητικὸ» (konfessionel)25. Ὡς ἐκ τούτου δὲ δὲν ἐπιτρέπεται σὲ καμμία περίπτωση ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος νὰ εἶναι «πολυθρησκευτικὴ» (γενικὴ θρησκειολογία)26 ἢ ὁποιασδήποτε ἄλλης μορφῆς πέραν τῆςὕλης, ποὺ καθορίζει ἡ Ἐκκλησία, διότι ἄλλως θὰ παρεβιάζετο τὸ ἀτομικὸ δικαίωμα αὐτοπροσδιορισμοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν, παραπέμπει δὲ ὡς πρὸς τὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ σὲ ad hoc νομολογία τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου27.

Οἱ ἐπίσης εἰς τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀναφερόμενοι συγγραφεῖς W. Raack− R. Doffing−M. Raack εἰς τὸ παραπεμπόμενο ἐνὑποσημειώσει σύγγραμμά τους (σελ. 209 ἑπ.) ἀναφέρουν ὅτι τὸ ἄρθρον 7 παρ. 3 τοῦ Συντάγματος ἐπιβάλλει τὸν καθορισμὸ τῆςὕλης τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν μόνον τῇ ἐγκρίσει τῆς Ἐκκλησίας28, ὁπότε προκύπτει ὅτι τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶνεἶναι κατηχητικό.

Οἱ ὡσαύτως μὲ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ἀσχοληθέντες Niehwes−Rux εἰς τὸ ἐν ὑποσημειώσει σύγγραμμά τους29 (σελ. 72)ἀναφέρουν, ἀκριβῶς καὶ κατὰ λέξιν, ὅ,τι καὶ τὸ προηγούμενο σύγγραμμα.

10) Εἰς τὴν Αὐστρία ἰσχύουν τὰ ἴδια, ὅπως εἰς τὴν Γερμανία. Ἐπισημαίνουμε ὅτι ὡς τονίζει ὁ Erwin Konjecic30 τὸ ἐν πλήρει ἰσχύϊ σήμερον ἄρθρον 17 παρ. 4 τοῦ αὐστριακοῦ συνταγματικοῦ νόμου τοῦ 1867 ἀναφέρει ἐν προκειμένῳ ὅτι περὶ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὰ σχολεῖα μεριμνᾶ ἡ ἀντίστοιχη Ἐκκλησία ἢ θρησκευτικὴ ὀργάνωση (28). Ἐν συνεχείᾳ παραθέτει τὸ κείμενο τοῦΝόμου «Περὶ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν» τῆς 13.7.1949 (ὡς ἐτροποποιήθη μεταγενεστέρως), ὁ ὁποῖος (νόμος) εἰς τὴν παράγραφον 2 ἀναφέρει, ἀφ᾽ ἑνὸς ὅτι περὶ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὰ δημόσια σχολεῖα μεριμνᾶ ἡ Ἐκκλησία καὶ ἀφ᾽ἑτέρου ὅτι ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν συντάσσεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.

Ὑπ’ ὄψιν ὅτι εἰς τὸ INTERNET ἔχει ἀναρτηθεῖ καὶ ἐγκύκλιος τοῦ Αὐστριακοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, Τέχνης καὶ Πολιτισμοῦ (http:/ www.gv.at/ministerium/rs/2007 –05.xml) περὶ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν. Ἡ ἐν λόγῳ ἐγκύκλιος ἀναφέρει μεταξὺ ἄλλωνὅτι τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὰ δημόσια σχολεῖα εἶναι «δεσμευτικῶς κατηχητικὸ» (ἐπὶ λέξει «Der Religionsunterricht istkonfessionell gebunden»). Ὁ πολὺ γνωστὸς Αὐστριακὸς συνταγματολόγος Felix Ermacora εἰς τὸ ἐνὑποσημειώσει παραπεμπόμενο γνωστὸ σύγγραμμά του31 εἰς μὲν τὴν σελ. 184 ἀναφέρεται εἰς τὸ περιεχόμενο τοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τὸ ὁποῖον περιλαμβάνει καὶ τὴν ὑπ’ αὐτῆς καθοριζομένη ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἰς δὲ τὴν σελ. 189 ἀναφέρει ἀκριβῶς τὰ ἴδια καθὼς καὶ τὴν ὑποχρέωση τοῦ κράτους νὰ παράσχει γνησία θρησκευτικὴ ἐκπαίδευση.

Ἐπισημαίνουμε περαιτέρω ὅτι ἡ Αὐστρία ἔχει συνάψει Κονκορδάτο μὲ τὸ Βατικανό, τὸ ὁποῖο εἰς τὴν παράγραφο 1 ἐδάφιον τελευταῖο περιέχει τὴν ἑξῆς διάταξη: «Τὰ διδακτικὰ πλάνα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν συντάσσονται ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες. Ὡς διδακτικὰ ἐγχειρίδια μποροῦν νὰ χρησιμοποιηθοῦν μόνον ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ἐνεκρίθησαν ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες ὡς ἐπιτρεπτά»32.

Ὑπ’ ὄψιν ὅτι τὸ αὐστριακὸ κράτος ἔχει συνάψει σύμβαση μὲ τὴν ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀναφέρει τὰ ὡς ἄνω κατὰ λέξιν (παράγραφος 4) καὶ ἐπίσης ὅτι τὰ διδακτικὰ βιβλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν θὰ περιέχουν ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον διδασκαλία Χριστιανικὴ καὶ τίποτε ἄλλο (παράγραφος 5 ἐδάφιον 2). Τὸ ὅτι τὴν ὕλη τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὴν Αὐστρία τὴν καθορίζει ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία γίνεται γενικῶς ἀποδεκτὸν καὶ ἀπὸ τὴν ad hoc νομολογία33 καὶ ἀπὸ τὴν ad hoc βιβλιογραφία34.

11) Εἰς τὴν Ἑλβετία ἰσχύουν τὰ ἴδια ὡς ἀναφέρει κατ᾽ ἀρχὴν ὁ Winzeler, εἰς τὸ ἐν ὑποσημειώσει παραπεμπόμενο σύγγραμμά του35. Τὸ ἐν λόγῳ σύγγραμμα εἰς τὴν ἐπισημαινομένη σελίδα 127 ἀναφέρει ὅτι κανένα Καντόνι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ εἰσαγάγει εἰς τὸσχολεῖο μάθημα θρησκευτικῶν ἢ νὰ ἱδρύσει θεολογικὴ σχολὴ εἰς τὸ πανεπιστήμιό του, ἐὰν δὲν συνεννοηθεῖ προηγουμένως μὲ τὴνἀντίστοιχη Ἐκκλησία36. Τὸ ἴδιο σύγγραμμα (σελ. 126) μᾶς πληροφορεῖ ὅτι εἰς τὴν Ἑλβετία ἔχει διεξαχθεῖ καὶ δημοψήφισμα, κατὰ τὸὁποῖο ὁ λαὸς ἀ πέρριψε τὸν χωρισμὸ κράτους – Ἐκκλησίας. Ὑπ᾽ ὄψιν ἐξ ἄλλου ὅτι τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὰ ἑλβετικὰ σχολεῖα προβλέπει καὶ τὸ ἄρθρον 15 παρ, 4 τοῦ Ἑλβετικοῦ Συντάγματος, ὁ δὲ καθηγητὴς τῶν θρησκευτικῶνἐπιβάλλεται νὰ ἀνήκει εἰς τὴν ἐκκλησία, τὸ μάθημα τῆς ὁποίας διδάσκεται. Τέλος ἡ ἴδια πηγὴ μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ ὕλη τοῦμαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ σὲ καμμία περίπτωση μία γενικὴ θρησκειολογία ἢ κάποιες γενικὲς γνώσεις περὶ θρησκειῶν37. Τοῦτο διότι οἱ μαθηταὶ διὰ τῆς ὕλης τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν πρέπει νὰ εἰσάγονται εἰς τὴν θρησκείαν τους. Καὶ αὐτὸ τὸ ἐπιβάλλει τὸ ἄρθρον 15 τοῦ Συντάγματος38.

Ὑπ᾽ ὄψιν ἐξ ἄλλου ὅτι τὸ ἑλβετικὸ Σύνταγμα ἀρχίζει μὲ τὴν ἑξῆς φράση εἰς τὸ προοίμιόν του «Ἐν ὀνόματι τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ» (Im Namen Gottes des Allmachtigen). Ὁ Schwarzenberger εἰς τὸ ἐν ὑποσημειώσει σύγγραμμά του39 καὶ εἰς τὴν σελ. 41 ἀναφέρει ὅτιὁ Χριστιανισμὸς ἀποτελεῖ τὴν παράδοση καὶ τὸν πολιτισμὸ τῆς Εὐρώπης. Εἰς δὲ τὶς σελ. 42 καὶ 43 ἀναφέρει ὅτι ἡ διδασκαλία μαθήματος κατηχητικοῦ – Χριστιανικοῦ δὲν παραβιάζει τὴν θρησκευτικὴ ἐλευθερία, τὴν ὁποίαν δὲν παραβιάζουν καὶ οἱθρησκευτικοὶ ὕμνοι καὶ τὰ θρησκευτικὰ ἄσματα εἰς τὰ σχολεῖα. Τέλος εἰς τὴν σελ. 48 ἀναφέρει ὅτι, ἐὰν δὲν ἐδιδάσκετο τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ὡς κατηχητικὸ θὰ καταλήγαμε εἰς θρησκευτικὸν ἀναλφαβητισμόν.

12) Καὶ πρὸς ἀποφυγὴν σχοινοτενῶν ἀναλύσεων ἀναφέρουμε ἐν τέλει καὶ δύο δεδομένα, τὰ ἑξῆς: α) Εἰς τὰ Συντάγματα τῶν ἑξῆς εὐρωπαϊκῶν χωρῶν ὑπάρχει διάταξη ἐπιβάλλουσα τὴν διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ὡς χριστιανικοῦ/κατηχητικοῦ. Γερμανία (ἄρθρον 7 παρ. 3), Ἰρλανδία (ἄρθρον 4 παρ. 1 – 4), Ὁλλανδία (ἄρ θρον 23 παρ. 3), Ἱσπανία (ἄρ θρον 27 παρ. 3), Ἑλβετία (ἄρθρον 49 παρ. 3), Πορτογαλία (ἄρθρον 41 παρ. 5), Κύπρος (ἄρθρον 18 παρ. 4), Λιχτενστάϊν (ἄρθρον 16 παρ. 1 καὶ 4), Αὐστρία (ἄρθρον 17 τοῦ Συνταγματικοῦ νόμου), Μάλτα (ἄρθρον 2 παρ. 2), Βέλγιο (ἄρ θρον 24)40. β) Εἰς ὅσες χῶρεςἐπικρατοῦσα θρησκεία εἶναι ὁ καθολικισμὸς τὸ ἀντίστοιχο κράτος ἔχει συνάψει Κονκορδάτο μὲ τὸ Βατικανό, διὰ τοῦ ὁποίουἀναλαμβάνει τὴν ὑποχρέωση νὰ διδάσκει μάθημα θρησκευτικῶν τῆς Καθολικῆς ἐκκλησίας, γ) Εἰς τὶς προτεσταντικὲς χῶρες (Ἀγγλία, Δανία, Σκανδιναυΐα) ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζεται ὡς ἐπίσημη κρατικὴ ἐκκλησία καὶ εἶναι ἑνωμένη μὲ τὸκράτος. Τὸ παρὸν θέμα δὲν περιορίζεται βεβαίως εἰς τὸ ἐσωτερικὸ τῶν εὐρωπαϊκῶν κρατῶν. Ἐνέχει καὶ πανευρωπαϊκὴν προέκταση. Καὶ πρὸς ἀπόδειξη τούτου ἐπισημαίνουμε ὅτι καὶ τὸ Συμβούλιο τῆς Εὐρώπης ἔχει ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ θέμα καὶ κατόπιν μακρῶν συζητήσεων καὶ μελετῶν ἔχει δὲ παραπέμψει τὸ θέμα εἰς τὴν Κοινοβουλευτικὴ Συνέλευση (Assemblee Parlementaire -Parliamentary Assembly) τοῦ ἐν λόγῳ εὐρωπαϊκοῦ ὀργανισμοῦ, ἡ ὁποία τελικῶς κατέληξε εἰς τὴν διατύπωση Συστάσεως πρὸς τοὺςἁρμοδίους Ὑπουργοὺς τῶν Εὐρωπαϊκῶν κρατῶν (ὡς ἐτροποποιήθη καὶ διεμορφώθη τελικῶς τὴν 4.10.2007). Πρόκειται περὶ τῆς Συστάσεως (Recommandation) τῆς Κοινοβουλευτικῆς Συνελεύσεως τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης Νο 1720/2005 φέρουσα τὸν τίτλον «Ἐκπαίδευση καὶ θρησκεία» (Education et Religion). Καὶ ἡ Σύσταση αὐτὴ δέχεται τὰ ὡς ἄνω ἀναφέρουσα μεταξὺ ἄλλων καὶτὰ ἑξῆς: εἰδικώτερον: α) Ἡ δημοκρατία καὶ ἡ θρησκεία δὲν ἀντιτίθενται [παράγραφος 5], β) Οἱ κυβερνήσεις πρέπει νὰ ἐνισχύουν τὴν διδασκαλία τῶν Θρησκευτικῶν41 [παράγραφος 6], γ) Τὰ εὐρωπαϊκὰ κράτη, ποὺ ἔχουν ἐπίσημη θρησκεία δικαιοῦνται νὰἀναγνωρίζουν εἰς αὐτὴν θέση προνομιακὴ42 [παράγραφος 9], δ) Ἡ Συνέλευση συνιστᾶ ἐπίσης εἰς τὴν Ἐπιτροπὴ Ὑπουργῶν νὰἐνθαρρύνει τὰ κράτη μέλη, εἰς τὸ νὰ ἐπαγρυπνοῦν ἐπὶ τῆς διδασκαλίας τῶν Θρησκευτικῶν εἰς τὴν πρωτοβάθμια καὶ τὴν δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση τῆς ἐθνικῆς τους παιδείας43 [παράγραφος 14], ε) Οἱ καθηγηταὶ τῶν Θρησκευτικῶν πρέπει, νὰ ἔχουνἐξειδικευμένη κατάρτιση44 [πα ράγραφος 14.5].

13)Ὡς προκύπτει ἐκ τῶν ὡς ἄνω καὶ ὡς ἔχω ἀποδείξει ἐν πλήρει ἐκτάσει εἰς τὴν ἐν ὑποσημειώσει Νο 2 παραπεμπομένη μονογραφία μου τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν διδάσκεται εἰς ὅλην τὴν Εὐρώπη καὶ μάλιστα «κατηχητικὸ» καὶ ὄχι ὑπὸ μορφὴν κάποιας γενικῆς θρησκειολογίας (ὡς ὅλως ἀντιθέτως, ἀλλὰ καὶ περιέργως ἔδειξαν, νὰ ἐπιθυμοῦν κάποιοι νὰ συμβεῖ εἰς τὴν Ἑλλάδα). Καὶἀναφέρω τὴν φράση «περιέργως», διότι οἱ διατυποῦντες τοιαύτην γνώμη ἐμφανίζονται ὡς εἰδικοὶ ἐπιστήμονες ἐπὶ τοῦ παρόντος πεδίου. Ὁπότε καὶ οἱ ἐν πρoκειμένῳ (ἄλλως οἱ πολέμιοι τοῦ ὁμολογιακοῦ χαρακτῆρος τῆς ὕλης τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν)ὤφειλαν τὴν ἐν λόγῳ ἄποψή τους νὰ τὴν αἰτιολογήσουν ἐπιστημονικῶς καὶ νὰ παραθέσουν πειστικὰ ἐπιστημονικὰ ἐπιχειρήματα (προϊόντα δηλ. ἐνδελεχοῦς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης) ἀντίστοιχα τῶν εἰς τὴν παροῦσα μελέτη παρατιθεμένων. Ὅμως κανέναἐπιστημονικῶς πειστικὸν ἐπιχείρημα (προϊὸν ἐνδελεχοῦς καὶ ὑπευθύνου ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης) δὲν εἶδα μέχρι σήμερον νὰπαρατίθεται, οὔτε καὶ περιορισμένης ἰσχύος. Μᾶς μένει τώρα ἡ Γαλλία, τὴν ὁποίαν οἱ ὡς ἄνω ἀντιτιθέμενοι ἐπικαλοῦνται συνεχῶς διὰ τρεῖς λόγους: α) Διότι τὸ Γαλλικὸ Σύνταγμα εἰς τὸ ἄρθρον 2 ἀναφέρει ὅτι ἡ Γαλλία εἶναι «Etat laic» (κράτος «λαϊκὸν») καὶσυμπεραίνουν ὅτι ἡ ἑλληνικὴ λέξη «λαϊκὸν» σημαίνει κράτος ἄθεο καὶ κράτος ἔχον θεσπίσει τὸν χωρισμὸν κράτους Ἐκκλησίας καὶβ) Ἐπικαλοῦνται τὸν καὶ σήμερον ἐν ἰσχύϊ γαλλικὸ νόμο τῆς 9.12. 1905, ὁ ὁποῖος ἐπιβάλλει (κατὰ τὴν ἄποψή τους) τὸν πλήρη χωρισμὸν κράτους – Ἐκκλησίας. Εἰς ἀπάντηση τῆς ἀπόψεως αὐτῆς ἐπισημαίνω τὰ ἑξῆς, ἀφοῦ προηγουμένως ὑπενθυμίσω ὅτι ὡςἀναφέρει ὁ Ἀριστοτέλης45, ἐὰν θέλουμε νὰ ἐρευνήσουμε τί καθεστὼς ὑπάρχει σὲ ἕνα κράτος δὲν προσφεύγουμε ἁπλῶς εἰς τὴν ψυχρὴ νομοθεσία, ἀλλὰ ἐρευνοῦμε πῶς οἱ ἀντίστοιχοι νόμοι ἐφαρμόζονται εἰς τὴν πράξη (δηλ. μὲ τὰ σημερινὰ δεδομένα προσφεύγουμε εἰς τὴν ad hoc νομολογία καὶ βιβλιογραφία). Ἐπὶ τοῦ προκειμένου ἐπισημαίνω ὅτι ὡς ἔχω ἀποδείξει διὰ παραθέσεως τοῦ συνόλου σχεδὸν τῆς ad hoc γαλλικῆς βιβλιογραφίας καὶ νομολογίας46 ὁ ὅρος Etat laic, ποὺ χρησιμοποιεῖ τὸ γαλλικὸ Σύνταγμα δὲν σημαίνει χωρισμὸ κράτους – Ἐκκλησίας, οὔτε ὅτι ἡ Γαλλία εἶναι κράτος ἄθεο. Αὐτὸ δέχονται ὅλοι σχεδὸν οἱ Γάλλοι Συνταγματολόγοι. Μερικοὶ μάλιστα ἐπισημαίνουν47 ὅτι ὁ ὅρος «laicite» εἰσήχθη εἰς τὸ ἀρχικὸ κείμενο τοῦ γαλλικοῦ Συντάγματος τοῦ 1946 συνοδευόμενο ἀπὸ τὴν φράση «ὁ χωρισμὸς κράτους –Ἐκκλησίας εἶναι ἠγγυημένος» (elle est garantie nottament parseparation des eglises et de l’ Etat»), πλὴν ὅμως ἡ φράση αὐτὴ ἀπερρίφθη διὰ δημοψηφίσματος καὶδὲν συμπεριελήφθη εἰς τὸ Σύνταγμα. Ἐπειδὴ δὲ τὸ παραπεμπόμενο ἔργο μου (ποὺ παραθέτει τὸ σύνολο σχεδὸν τῆς ad hoc βιβλιογραφίας καὶ νομολογίας) ἔχει ἐκδοθεῖ τὸ ἔτος 2008, ἐπισημαίνω ὅτι τὰ ἴδια ἀκριβῶς δέχεται καὶ ἡ νεωτέρα βιβλιογραφία παρατιθεμένη ἐν ὑποσημειώσει48.

Ὡς πρὸς τὸν νόμο τῆς 9.12.1905, ὁ ὁποῖος προβάλλεται ὡς ὁ νόμος, ποὺ θεσπίζει τὸν χωρισμὸ κράτους – Ἐκκλησίας εἰδικῶς δὲ εἰς τὰἄρθρα 1 καὶ 2 αὐτοῦ (οἱ λοιπὲς διατάξεις του εἶναι ἁπλῶς διαδικαστικὲς ἢ ἐπιβοηθητικὲς) ἐπισημαίνουμε ὅτι οἱ διατάξεις αὐτὲς καθ’ ν ἔκταση προβάλλονται ὡς θεσπίζουσες τὸν χωρισμὸ κράτους – Ἐκκλησίας δὲν ἀναφέρουν τίποτε περὶ «χωρισμοῦ» ἀλλὰ ἁπλῶςἀναφέρουν δύο θέματα: α) Ἡ Γαλλία δὲν ἀναγνωρίζει καμμία θρησκεία καὶ β) Ἀπαγορεύεται ἡ ἀπὸ τὸν κρατικὸ προϋπολογισμὸχρηματοδότηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀμφότερες οἱ διατάξεις αὐτὲς σήμερον οὐδόλως τηροῦνται. Τοῦτο ἀφ᾽ ἑνός, διότι ἡ Γαλλία ἔχει θεσπίσει καθεστὼς ἀναγνωρίσεως Ἐκκλησιῶν (ἐξ οὗ καὶ σειρὰ ἀποφάσεων τοῦ Εὐρωπ. Δικ/ρίου, εἰς τὸ ὁποῖο καὶ προσέφυγαν οἱχιλιασταί, διότι ἡ Γαλλία δὲν τοὺς ἀναγνωρίζει, ἐνῶ ἀναγνωρίζει ἄλλες Ἐκκλησίες) καὶ ἀφ’ ἑτέρου, διότι ἡ Γαλλία χρηματοδοτεῖ ἐκ τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία. Ἐξ αὐτοῦ δὲ τοῦ γεγονότος μάλιστα ὁ Γάλλος πανεπιστημιακὸς καθηγητὴς τοῦ Πανεπ/μίου τῆς Σορβόνης Odon Vallet εἰς ἄρθρον του εἰς τὴν ἐφημερίδα Le Monde φύλλο τῆς 11.5.1996 (σελὶς 13) ὑπὸ τὸν τίτλον «La France n’ est pluslaicque» ἀναφέρει ὅτι ἡ Γαλλία δὲν εἶναι πλέον «λαϊκὸν κράτος» λόγῳ τοῦ ὅτι χρηματοδοτεῖ μὲτεράστια ποσὰ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία. Προσθέτει δὲ ὅτι τὸ ποσὸν χρηματοδοτήσεως ἀνέρχεται εἰς 40 δισεκατομμύρια φράγκα (περὶ τὰ 6 δισεκατομμύρια Εὐρὼ) καὶ ἀντιστοιχεῖ εἰς τὸ 12% τῶν ἐσόδων τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ ἐκ τοῦ φόρου εἰσοδήματος. Τὸ ὅτι τὸ κράτος δικαιοῦται νὰ χρηματοδοτεῖ τὴν Ἐκκλησία ἐκ τοῦ κρατικοῦ προϋπολογισμοῦ τὸ δέχεται καὶ ἡ ad hoc νομολογία49.

Ἐρχόμεθα εἰς τὸ θέμα, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει. Τί ἰσχύει εἰς τὴν Γαλλία διὰ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν; Ἐπὶ τοῦ προκειμένου ἰσχύουν τὰ ἑξῆς: α) Εἰς τὴν Γαλλία εἰς τὶς περιοχὲς Ἀλσατίας καὶ Λωραίνης καὶ στὶς ὑπερπόντιες κτήσεις (ἐν συνόλῳ σὲ ἕνδεκα περιοχὲς τῆςΓαλλίας) κράτος καὶ Ἐκκλησία εἶναι ἡνωμένα καὶ δὲν ὑπάρχει καμμία ἀποστασιοποίηση ἢ χωρισμός. Εἰς τὶς περιοχὲς αὐτὲς τὸμάθημα τῶν Θρησκευτικῶν διδάσκεται κανονικὰ ὡς κατηχητικὸ ἡ δὲ ὕλη του καθορίζεται ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας. β) Εἰς τὴν λοιπὴΓαλλία τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν διδάσκεται εἰς τὰ ἰδιωτικὰ σχολεῖα (καὶ χρηματοδοτεῖται ὑπὸ τοῦ κράτους), δὲν διδάσκεται δὲἐντὸς τῶν δημοσίων σχολείων. Διδάσκεται ὅμως ἐκτὸς αὐτῶν. Συγκεκριμένως ὑπὸ τοῦ ἄρθρου L141-3 τοῦ ΚώδικοςἘκπαιδεύσεως (Code d’ Education), προβλέπεται ὅτι τὰ δημόσια σχολεῖα θὰ ἔχουν καθ᾽ ἑβδομάδα μίαν ὥρα κενή, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱμαθηταὶ (ποὺ τὸ ἐπιθυμοῦν) θὰ ἀπέρχονται, διὰ νὰ μεταβοῦν εἰς χῶρον, ποὺ θὰ ἔχει καθορίσει ἡ Ἐκκλησία, προκειμένου νὰπαρακολουθήσουν μάθημα Θρησκευτικῶν, ὡς ἄλλωστε τοῦτο ἀναφέρεται καὶ ἀπὸ τὴν ad hoc βιβλιογραφία50. Καὶ ἐφ᾽ ὅσον οἱμαθηταὶ θὰ μεταβαίνουν εἰς χῶρον τῆς Ἐκκλησίας, διὰ νὰ παρακολουθήσουν μάθημα Θρησκευτικῶν εἶναι σαφές ὅτι θὰ διδάσκονται μάθημα θρησκευτικῶνκατηχητικὸν (δηλ. τοῦ ὁποίου τὴν ὕλη θὰ καθορίζει ἡ Ἐκκλησία). Ἡ ρύθμιση (καλλίτερα ἡ ἄποψη) αὐτὴδὲν δύναται, νὰ ἀμφισβητηθεῖ, καθ᾽ ὅσον ἄλλως θὰ εἴχαμε εὐθεῖα παραβίαση τῆς Εὐρ. Συμβάσεως Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, τῆςὁποίας τὸ ἄρθρον 2 τοῦ Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου ρητῶς ἐπιβάλλει εἰς τὰ εὐρωπαϊκὰ κράτη, νὰ παρέχουν εἰς τοὺς πολίτες τους διὰ τὰ τέκνα τους θρησκευτικὴν ἐκπαίδευση ἀντίστοιχη τῶν θρησκευτικῶν ἢ φιλοσοφικῶν πεποιθήσεων τῶν γονέων τους.

Βλέπουμε λοιπὸν ἐδῶ νὰ ἀνακύπτει κάτι ποὺ κανεὶς δὲν εἶχε προσέξει μέχρι σήμερα εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἤτοι ὅτι εἰς τὴν Γαλλία διδάσκεται μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καὶ μάλιστα «κατηχητικό», τὴν δὲ ὕλη του τὴν καθορίζει ἡ Ἐκκλησία.Φυσικὰ ἐὰν ἴσχυε τὸ ἀντίθετο (π.χ. τὴν ὕλη νὰ τὴν συνέτασσε κάποια κρατικὴ ὑπηρεσία κ.ο.κ.), θὰπαρεβιάζετο τὸ ἀτομικὸν δικαίωμα τῆς Ἐκκλησίας, νὰ καθορίζει ἡ ἴδια τὸ περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας της).

Ὑποσημειώσεις:

1.Κρίππα, Τὸ ἀτομικὸν δικαίωμα τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ τῶν ἐκκλησιῶν καὶτῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων (Ἐπιθ. Δημ. Διοικ. Δικ. 2006 σελ. 703 ἑπ.)

2.Βλέπε ἐκτενῆ βιβλιογραφία καὶ νομολογία ἡμεδαπὴ καὶ ἀλλοδαπὴ περὶ τούτου εἰς Κρίππα, Ἡ συνταγματικὴκατοχύρωσις τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν παρ’ ἡμῖν καὶ παρ’ ἀλλοδαπῇ (περ. «Θεολογία» τόμ. 71 σελ. 311 ἑπ. καὶμεταγενεστέρως 5η ἔκδ. ἐν ἀνατύπῳ 2013).

3.Ὡς ἔχω ἀποδείξει μὲ πλήρη στοιχεῖα (Κρίππα, Σχέσεις κράτους – Ἐκκλησίας στὶς χῶρες –μέλη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, 2008) εἰς τὸν χῶρο τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως ὑπάρχουν ἀρκετὰ κράτη, τὰ ὁποῖα ἀναγνωρίζουν εἴτε ἐπικρατοῦσα θρησκεία/Ἐκκλησία, εἴτεἀνεγνωρισμένη Ἐκκλησία, εἴτε ἐπίσημη Ἐκκλησία κ.λπ., τὸ δὲ ἄρθρον 17 τῆς Συνθήκης/ΕΕ ἀναφέρει ὅτι ἡ Ε.Ε σέβεται καὶ δὲν θίγει τὸ καθεστὼς σχέσεων κράτους − Ἐκκλησίας τῶν χωρῶν − μελῶν της, ἐπίσης ἀναφέρει ὅτι ἡ ΕΕ διατηρεῖ ἀνοιχτὸ διάλογο μὲ τὶςἘκκλησίες ἀναγνωρίζουσα τὴν συμβολήν τους.

4. ΣτΕ 2056/2000 Δι. Δικ. 2001 σελ. 87 ἑπ. Ὁμοίως καὶ Καλλιαντέρη-Τουτζιαράκη, Ἡ ἀρχὴ τῆς νομιμότητος, (Ἐπιθ. Δημ. Διοικ. Δικ. 2001 σελ. 28).

5. Κρίππα, Νομοθετικὸ κενὸ συνταγματικῶς ἀνεπίτρεπτο καὶ ἐν τεῦ θεν ὑποχρεώσεις τῆς κρατικῆς διοικήσεως (ΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟΝ ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΧΑΤΖΗ, 1989 σελ. 335 ἑπ.). Τὰ ἴδια δέχεται καὶ ἡ ἀλλοδαπὴ θεωρία πρβλ. Ribes,Existe-t-il un droit a la norme? Controle de constitutionnalite et omission legislative (REVUE BELGE DU DROIT CONSTITUTIONNEL, 1999 σελ. 237 ἐπ.).

6. Βλέπε τὴν ἀπόφαση αὐτὴν εἰς Bumke-Vosskuhle, «Casebook Verfassungsrecht», 5η ἔκδ. 2008 σελ. 165.

7. σχετικὴ διάταξη τοῦ Συντάγματος ἔχει ἐπὶ λέξει ὡς ἑξῆς εἰς τὸ πρωτότυπον: «wird der Religionsunterricht in Ubereinstimmungmit den Grundsatzen der Religionsgemeinschaften erteilt».

8. Grundgesetz Kommentar, τόμ 1ος, 6η ἔκδοση 2012 σελ. 665 ἐπὶ λέξει «Unstreitig ist dagegen Art. 7 Abs. 3 ein Grundrecht derReligionsgemeinschaften selbst zu entnehmen».

9. Grundgesetz fur die Bundesrepublik Deutschland Kommentar, 12η ἔκδ. 2012 σελ. 275.

10. Staatsrecht II Grundrechte, 2007 σελ. 514-515.

11.Abwehrrecht der Religionsgemeinschaften gegen eine Einmisachtung des Staates in die Lehrinhalte ( ὑπογράμμιση εἶναιτοῦ συγγραφέως).

12. Grundgesetz – Kommentar, 2009 σελ. 135.

13.Grundrechte, 9η ἔκδ. 2007 σελ. 242-243.

14. Staatsrecht II, Grundrechte, 8η ἔκδ. 2005 σελ. 103.

15.Grundrechte 2α ἔκδ. 2001 σελ. 211.

16. Grundrechte, 2α ἔκδ. 2007 σελ. 210.

17.Staatskirchenrecht, 4η ἔκδ. 2006 σελ. 215.

18. Staatskirchenrecht der Bundesrepublik Deutschland, 2α ἔκδ. 2008 σελ. 134 - 135.

19. Religionsrecht, 2006 σελ. 203.

20. Der Religionsunterricht in der geltenden Rechtsordnung, εἰς Handbuch des Staatskirchenrechts, τόμ. ΙΙ, 1996 σελ. 439 ἔπ.

21.Πρβλ. Umbach-Clemens, Grundgesetz – Mitarbeiter Kommentar und Handbuch, τόμ. Ι, 2002 σελ. 596, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν ὅτι ἡἀξίωση αὐτὴ εἶναι «klagbar» (δηλ. ἀγώγιμη). Ὁμοίως Rademacher, Schulpflicht auch im Glauben, (Jura, 2008 σελ. 227).

22. Offentliches Recht, 8η ἔκδ. 2011 σελ. 179.

23.Das Grundrecht auf Religionsunterricht, 2000 σελ. 66-67.

24.Ἐνθἀν. σελ. 84.

25. Π.χ. σελ. 176 ἔπ., 215, 224, 231 ἑπ. 234.

26. Σελ. 234.

27. Αὐτόθι σελ. 222 καὶ ὑποσημ. 25 διὰ τὴν νομολογία.

28.Recht der Religiosen Kindererziehung, 2003 σελ. 209 ἑπ.

29. Schul -und Prufungsrecht, τόμος Ι, 2006 σελ. 7225.

30. Rechtliche Grundlagen des Religionsunterrichts in Osterreich (Katechetisches Amt der Erzdiozese Salzburg, 2013 σελ. 1). Ἡσχετικὴ συνταγματικὴ διάταξη ἔχει ὡς ἑξῆς ἐπὶ λέξει «Fur den Religionsunterricht in den Schulen ist von den betreffenden Kirche oder Religionsgemeinschaft Sorge zu tragen».

31. Menschenrechte in der sich wandelnden Welt, 1974

32. Τὸ κατὰ λέξιν κείμενο τῆς διατάξεως αὐτῆς εἰς τὸ πρωτότυπον ἔχει ὡς ἑξῆς: «Die Lehrplane fur den Religionsunterricht werden von den Kirchenbehorde aufgestellt; als Religionslehrbucherkonnen nur solche Lehrbucher verwendet werden, welcher von der Kirchenbehorde fur zulassig erklart wurden».

33. Verwaltunghsgerichtshof ἀπόφαση τῆς 10.11.1989 (osterreichisches Archiv fur Kirchenrecht, 1990 σελ. 422 ἑπ.).

34. Walter-Mayer, Grundriss des οsterreichischen Bundesverfassungsrechts, 6η ἔκδ. 1988 σελ. 474. Koctelesky, auf dem Weg zur Partnerschaft zwischen Kirche und Staat (Osterreichisches Archiv fur Kirchenrecht, 1992 σελ. 65).

35. Cristoph Winzeler, Einfuhrung in das Religionsunterricht der Schweiz, 2009 σελ. 127.

36. Αὐτόθι ἐπὶ λέξει: «So kann z.B. kein Staat Religionsunterricht an den offentlichen Schulen erteilen lassen oder eine Theologiefakultat an seiner Universitat unterhalten, ohne sich daruber mit den betroffenen Religionsgemeinschaften abgesprochen zu haben».

37.Αὐτόθι σελ. 132, ὅπου ἀναφέρεται ἐπὶ λέξει «gilt als solcher nur die Anleitung im Glauben einer Religion, nicht aber die blossse Vermittlung von Kenntnissen uber sie». Βλέπε καὶ σελ. 135 διὰ τὴν ὑποχρέωση τοῦ καθηγητοῦ, νὰ ἀνήκει εἰς τὴν ἐκκλησία, τὸμάθημα τῆς ὁποίας διδάσκει.

38.Αὐτόθι σελ. 136, ὅπου ἀναφέρεται ἐπὶ λέξει, ὅτι «Gegenstand des Religionsunterrichts, wie ihn Art. 15 Bundesverfassung voraussetzt, ist die Unterweisung der Schulerinnen und Schuler in ihrer eigenen Religion.

39. Die Glaubens–und Gewissensfreiheit im Kontextder offentlichen Schulen, 2011.

40.Εἰδικῶς διὰ τὸ Βέλγιο ἰδὲ Sambon, Le Droit a l’ enseignement (RΕVUE DU DROIT COMMUNAL, 1996 σελ. 223).

41. Les gouvernements devraient faire plus pour encourager l’ enseignement du fait religieux

42. Pays a religion d’ Etat…privilegient une seule religion.

43. L’ Assemble recommande aussi au Comite des Ministre d’ encourager les gouvernement des Etats membres a veiller a l’ enseignement du fait religieux aux niveau primaire et secondaire de l’ education nationale.

44. Les enseignants des religions devront avoir une formation specifique.

45. Ρητορική, Βιβλίο Α παράγραφος 1365b 25, 8.

46. Κρίππα, Σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας στὶς χῶρες – μέλη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, 2008 (εἰδικῶς διὰ τὴν Γαλλία ἰδὲ σελίδες 11 ἕως 41).

47.Ὅπως Iried «De la difficile adaptation du principe republicain de laicite a l’ evolution socio-culturelle francaise» (REVUE DU DROIT PUBLIC, 2005 σελ.434).

48. Hennette – Vancher, Roman, Droits de l’ Homme et libertes fondamentales, 2013 σελ. 423. Haarscher, La laicite, 2011 5η ἔκδ. σελ. 102. Pontier Droits fondamentaux et libertes publiques 4η ἔκδ. 2010 σελ. 112. Prelot, Droit des libertes fondamentales, 2α ἔκδ. 2010σελ. 245 -247. Turpin, Libertes publiques et droits fondamentaux, 2009 σελ. 151.

49.Παραθέτουμε ἐπὶ λέξει ἀπόσπασμα τῆς ἀπὸ16.2.2002 ἀποφάσεως τοῦ Πρωτοδικείου Λυὼν ἔχον ἐπὶ λέξει ὡς ἑξῆς εἰς τὸπρωτότυπον (καὶ δημοσιευομένης εἰς τὸ περιοδικὸACTUALITE JURIDIQUE DROIT ADMINISTRATIF 16.2. - 2002) «Nonobstant les dispositions de la Loi du 5 decembre 1905, une association cultuelle au sens de l’ article 18 de cette loi, peut recevoir une subvention publique des lors que lui a ete conferee la reconnaissance d’ utilite publique».

50. Πρβλ. Pontier ἐνθ’ ἀν. σελ. 112, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὅτι ἡ ὡς ἄνω διάταξη θεσπίζει μίαν ὑποχρέωση τῶν ὑπηρεσιῶν τῆς δημοσίαςἐκπαιδεύσεως νὰ ἀφήνουν κενὸν χρόνον ἐπὶ μίαν ἡμέρα καθ’ ἑβδομάδα, διὰ νὰ ἐπιτρέπουν εἰς τοὺς μαθητάς, ποὺ τὸ ἐπιθυμοῦν, νὰπαρακολουθήσουν θρησκευτικὴν ἐκ παίδευση (ἐπὶ λέξει εἰς τὸ πρωτότυπον «obligation faite aux etablissements d’ enseignementpublique de vaquer un jour par semaine pour permettre aux eleves qui le souhaitent de recevoir une eeducation religieuse»).

ΠΗΓΗ:http://www.petheol.gr/nea/toatomikondikaiomatesthreskeutikeseleutheriastesekklesiasnakathorizeeidiatenyletoumtth

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου