"Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς" (Κατά Ιωάννη 8,32).

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

ΟΠΤΑΣΙΑ ΩΦΕΛΙΜΟΣ ΜΟΝΑΧΟΥ ΤΙΝΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ Δ΄


Τότε με ιλαρό και γαλήνιο πρόσωπου του λέγει ο Βασιλεύς :

«Αγαπητέ μου Γεώργιε, ας γίνει το θέλημά σου.» και σηκωθείς ο άγιος Γεώργιος χαρούμενος, στάθηκε ενώπιον του Βασιλέως με παρρησία μεγάλη (………….) και ο Βασιλεύς άπλωσε το αριστερό το χέρι, πήρε ποτήρι γεμάτο από ένα είδος ποτού κόκκινο όμοιο με το κρασί και αφού το ευλόγησε με το δεξί του χέρι, το έδωσε στον άγιο Γεώργιο λέγοντας : «Τούτο είναι το ποτήριο της αγάπης μου δώσε σ’ αυτόν να πιεί». Ο άγιος Γεώργιος πήρε το ποτήρι και πλησίασε στον μοναχό λέγοντάς του : «κάνε τον Σταυρό σου και πιές». Ο μοναχός αφού έκαμε τρεις φορές το Σταυρό του, ήπιε το ευλογημένο κρασί, που ήτο τόσο γλυκό και νόστιμο, ώστε δεν μπορούσε να το παρομοιάσει με κανένα γήϊνο ποτό.

 Και ο μεν άγιος Γεώργιος επέστρεψε το ποτήρι στον Βασιλέα, ο δε αδελφός, κυριεύθηκε από θεϊκό έρωτα και υπερβολική αγάπη, δεν μπορούσε να παραμένει έξω, αλλά εισήλθε στον Ναό, και πλησιάσας τον Παμβασιλέα, έπεσε στους άχραντους πόδας του και κατεφίλει αυτούς με μεγάλη παρρησία και ήταν τόσο προσκολλημένη η ψυχή του στον Βασιλέα, ώστε δεν ήθελε να σηκωθεί. Τότε άκουσε τον Βασιλέα να λέγει : «Γεώργιε, πάρε αυτόν από εδώ και πήγαινέ τον να αγωνιστεί καλώς, για να αποκτήσει και πάλι την προηγούμενη διαγωγή του την οποία έχασε, και αφού προετοιμαστεί κάποιο καιρό, εγώ θα τον αξιώσω να πιεί το ποτήριο όταν γίνει το θέλημά μου».

Τότε ο άγιος πήρε από το χέρι τον αδελφό, τον σήκωσε από τους άχραντους πόδας του φιλανθρώπου και εύσπλαχνου Βασιλέως Χριστού και αφού έκαμαν και οι δύο από τρεις μετάνοιες στον Βασιλέα και προσκυνήσαντες αυτόν, καταφηλίσαντες τους άχραντους πόδας Αυτού, βγήκαν από τον Ναό και κλείστηκε η λαμπρή Πύλη του.

Εκεί πάλι είδε ο αδελφός τους οσίους της λαμπρής αίθουσας, που προαναφέρθηκαν, που ήλθαν για να τους αποχαιρετίσουν, λέγοντας στον αδελφό : «Αδελφέ βίαζε τον εαυτό σου να φτάσεις εδώ γιατί εμείς σε περιμένουμε». Βγαίνοντας από την αίθουσα στο προαύλιο, είπε ο μοναχός στον οδηγό του, τον άγιο Γεώργιο. «Αγαπημένε μου άγιε Γεώργιε, δεν υπάρχει τρόπος να μείνουμε εδώ και να μην ξαναγυρίσουμε στον κόσμο πλέον ;» Ο άγιος του απάντησε : «Αυτό είναι το θέλημα του Θεού, να γυρίσουμε πίσω όπως προσταχθήκαμε, για να προετοιμαστείς εκεί με κάθε είδος αρετής και να φυλάξεις όλες τις εντολές του Κυρίου, απαρασάλευτα, και να δοκιμασθείς πρώτα, όπως ο χρυσός στο χωνευτήριο, κι έτσι μετά θα έλθεις εδώ. Αν πάλι δε μείνεις στην αμέλεια, είδες τον λάκκο εκείνο που πάνε οι αμελείς και αμαρτωλοί. Να φυλάττεις και να θυμάσαι, όσα είδες και άκουσες από το άπειρο έλεος του φιλανθρώπου Θεού».

Κατόπιν, βγήκαν από το περίφημο εκείνο Παλάτι και αφού έκαμαν τρεις φορές τον Σταυρό τους μπροστά από τη μεγάλη πόρτα, ξεκίνησαν την οδοιπορία τους. (…)

(…)
Έπειτα, κατεβαίνοντας στους πρόποδες του όρους, ο άγιος Γεώργιος έπιασε το χέρι του αδελφού, και ανέβηκαν στη γέφυρα πάνω στην οποία περπατούσαν με ασφάλεια και όταν έφθασαν στη μέση της, ο άγιος Γεώργιος είπε στον αδελφό : «η Βασιλεία των Ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». είδες την ευσπλαχνία του Θεού και μην φανείς αχάριστος προς τον ευεργέτη Θεό. Αγωνίσου να αποκτήσεις την αγάπη του και όλες τις αρετές. Και η Χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της Κυρίας Θεοτόκου δεν θα σε αφήσουν ορφανό, αλλά ούτε και εγώ θα σε εγκαταλείψω αβοήθητο. Έπειτα κάνοντας τρεις φορές τον τύπο του τιμίου Σταυρού στο πρόσωπο του αδελφού, ο άγιος Γεώργιος, λέγοντας : «Υπεραγία Θεοτόκε βοήθει τον δούλον σου», έγινε άφαντος από τα μάτια του μοναχού, μένοντας ολομόναχος στη μέση της γέφυρας. Τότε ξέσπασαν βροντές και ταραχές κάτω στον λάκκο, από τον οποίο ακούγονταν φωνές που έλεγαν : «τώρα που έμεινε μόνος ας τον γκρεμίσουμε κάτω». Άλλοι δε έλεγαν : «να ο άνθρωπος που θέλει να μαρτυρήσει». Και τρίζοντας τα δόντια φώναζαν : «τώρα που έφυγε ο Γεώργιος, ελάτε να τον γκρεμίσουμε, πριν έλθει να τον πάρει». Άκουγε τις άγριες φωνές των δαιμόνων, αλλά ουδείς απ’ αυτούς μπορούσε να τον πλησιάσει, παρά μόνον κουνούσαν την γέφυρα.

Τότε ο αδελφός αβοήθητος, μη μπορώντας να πάει ούτε μπροστά, ούτε πίσω, για να λυτρωθεί από τους δαίμονες, κοίταξε στον ουρανό και είπε : «Κύριε, ποιός μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο εδώ ;» Τότε ήλθε μια βροντώδη φωνή λέγουσα : «τα καλά έργα βοηθούν τον άνθρωπο εδώ και η μεγάλη ευσπλαχνία της Θεοτόκου σε όποιον την ευλαβείται επικαλούμενος το χαριτώνυμο και μυριοπόθητο όνομά της». Με τη φωνή αυτή έπαυσαν οι ταραχές των δαιμόνων.

Ο αδελφός, επικαλούμενος τη βοήθεια της Υπεραγίας Θεοτόκου και του αγίου Γεωργίου, βοηθήθηκε εξ αυτών και επιστρέψας εις τον εαυτό του, έλαβε τέρμα η όρασις.

Ο αδελφός, αφού δόξασε τον Θεό εκ βάθους ψυχής για την ευεργεσία που του έκαμε, και ευχαριστήσας τον απλανή οδηγό του Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, έζησε το υπόλοιπο της ζωής του με ειρήνη, μετάνοια και αγάπη θερμή προς τον Θεό, εξεμέτρησε το ζειν και εισήλθε να απολαύσει τα αγαπητά σκηνώματα του Θεού.

ΠΗΓΗ : «ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», έτος 26ο, 1961, σσ. 176 κ.ε.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου