Για τους κληρικούς των χριστιανών, είχε καθιερωθεί ευθύς, από τους αποστολικούς
χρόνους, το μελανό ένδυμα και ο μέλας σκούφος, κυλινδροειδής ή πυραμοειδής. Ο κυλινδροειδής
και άνευ γύρου σκούφος, φορούνταν από τους μοναχούς, ο δε πυραμοειδής σκούφος
και ο κέτασσος φορούνταν κυρίως από τους έγγαμους ιερείς.
Ο δε πυραμοειδής σκούφος κατασκευάζονταν από τρία τριγωνικά τεμάχια
υφάσματος (συμβολίζουν τα 3 πρόσωπα της Αγίας Τριάδος), τα οποία έραβαν έτσι
ώστε η μεν βάση της τριγωνικής πυραμίδας σχημάτιζε κύκλο όμοιο προς το σχήμα της
κεφαλής, η δε κορυφή ήταν κορυφή τριγωνικής πυραμίδος. Με τέτοιο πυραμοειδή
σκούφο ζωγραφίζουν συνήθως οι ζωγράφοι τον άγιο Σπυρίδωνα. Ο γράφων τις γραμμές
αυτές, θυμάται ιερείς που φορούσαν ακόμη κατά τα τέλη του παρελθόντος αιώνα
τέτοιο σκούφο. Στη βάση του τριγωνικού τεμαχίου, τα οποίου φορείτε πίσω της κεφαλής
προς το μέρος του τραχήλου, ράβονταν τέταρτο τεμάχιο, το οποίο όταν κατέβαινε
κάλυπτε τον αυχένα σε καιρό ψύχους ή βροχής, και αυτός ο σκούφος ο αποτελούμενος
από 4 τεμάχια, ονομάζεται Καλυμαύχι(ο) δηλ. κάλυμμα αυχένα. Από το πυραμοειδές
δε αυτό Καλυμαύχι, ονομάστηκε συνεκδοχικά
Καλυμαύχι και το μετά την άλωση αντικαταστήσαν τον σκούφο τούτο, σκληρό
τρουλωτό κάλυμμα, που χρησιμοποιείται σήμερα, αν και δεν έχει πρόσθετο τεμάχιο
που καλύπτει τον αυχένα.
Είναι μαρτυρημένο ιστορικώς, ότι σε όλο τον μεσαίωνα μέχρι την άλωση, οι
Κληρικοί της Ορθοδόξου Ανατ. Εκκλησίας, φορούσαν σκούφο ή σκιάδιο. Αλλά μετά
την άλωση, επήλθε γενική μεταβολή του καλύμματος, και καθορίστηκε αγράφως, αλλά
δια παραδόσεως, ομοιόμορφος τύπος του εν χρήσει τρουλωτού καλύμματος, εκ του
εξής θρησκευτικού λόγου. Είναι γνωστόν, ότι μετά την άλωση, ο Οικουμενικός
Πατριάρχης Κων/πόλεως, αναγνωρίστηκε από τον Μωάμεθ, ως Εθνάρχης του γένους των
Ρωμιών. Επειδή ο ορθόδοξος κλήρος κατά την εξωτερική του εμφάνιση απέβη σύμβολο
που συμβόλιζε τον ναό, γι’ αυτό στο κάλυμμα της κεφαλής του, ο τύπος και το
σχήμα του τρούλου του ναού, και έτσι προήλθε το σκληρό τρουλωτό κάλυμμα που
συνεκδοχικά ονομάστηκε καλυμαύχι.
ΠΗΓΗ : «ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», ΕΤΟΣ
1938, Θεσσαλονίκη, σελ. 12 κ.ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου