(…)
Κυριευθείσα λοιπόν η ψυχή του από τέτοια αγάπη, δεν μπορούσε πλέον ούτε να
λέγει την ευχή ούτε άλλη προσευχή, παρά μόνο αισθάνονταν θείο έρωτα και θεϊκή
αγάπη να τον καταφλέγει, η δε ψυχή του ήταν κολλημένη στον Θεό (…). Μετά από
αυτά αιφνιδίως ήλθε σε έκσταση και έπαψε να βλέπει τον ναό, ούτε την ακολουθία
των αδελφών άκουγε, αλλά βρέθηκε σε μια ωραιότατη πεδιάδα, στολισμένη με
διάφορα άνθη και δένδρα. Η ωραιότητα, το κάλλος και η ευωδία αυτών ήσαν
απερίγραπτα και ανεκδιήγητα, το δε φως αυτής της πεδιάδας υπέρλαμπρον ωσάν να
έλαμπαν επτά ήλιοι. Παρατηρώντας ο μοναχός σε εκείνην την ωραιότατη πεδιάδα,
είδε πλήθος ανθρώπων ντυμένων όλων με λαμπρή στολή, νέων στην ηλικία και ωραίων
στο πρόσωπο, οι οποίο έλαμπαν περισσότερο από τον ήλιο και περπατούσαν αργά.
Σκέφθηκε πώς βρέθηκε εκεί, και τίνος ήταν ο περίβολος αυτός και ποιοί ήσαν οι
άνθρωποι αυτοί.
Αυτά συλλογιζόμενος και περπατώντας, παρατηρεί και άλλο πλήθος ανθρώπων, ντυμένων
όλων με στρατιωτική στολή, νέων στην ηλικία και ανδρειωμένων, πράων και
ωραιοπροσώπων, οι οποίοι έλαμπαν σαν τον ήλιο. και βλέποντας την
ωραιότητά τους ο μοναχός, στάθηκε και θωρώντας το κάλλος τους με μεγάλη ψυχική
χαρά και αγαλλίαση. Τότε ακούει μια φωνή εξ αυτών ο μοναχός η οποία έλεγε :
«Αυτός ο αδελφός μας επιθυμεί να πάει προς τον Βασιλιά, όπως γνωρίζετε και
πρέπει κάποιος από μας να τον οδηγήσει». Τότε ο ωραιότερος και πιο ανδρειωμένος
από αυτούς, φαινόμενος ως ο αξιωματικός τους, λαμπρός όπως η σελήνη μεταξύ των
αστέρων, ξεχώρισε και είπε : «Εγώ θα τον οδηγήσω, διότι έχει ιδιαίτερη αγάπη σε
μένα. Με επικαλείται ημέρα και νύκτα και έγινα εγγυητής γι’ αυτόν πολλές φορές
στον Βασιλιά.
Και ο μεν λαμπρός αξιωματικός, έρχονταν προς τον μοναχό, ο δε τελευταίος
συλλογίζονταν με απορία ότι «εγώ αυτούς τους ανθρώπους άλλοτε δεν τους είδα,
πώς αυτοί με γνωρίζουν ; Και πώς ξεύρουν ότι εγώ θέλω να πάω στον Βασιλιά ;» Τότε έφτασε ο λαμπρός αξιωματικός, λέγοντας
στον μοναχό με ιλαρό πρόσωπο, να τον ακολουθήσει για να πάνε στον Βασιλιά. Ο δε
μοναχός, του είπε : «Αδελφέ, σε παρακαλώ, άφησέ με. Τί άνθρωπος είμαι εγώ για
να πάω στον Βασιλιά ; Και τί με θέλει ο Βασιλιάς ; Και τι Βασιλιάς είναι αυτός
που με γνωρίζει ;» Τότε ο λαμπρός αξιωματικός του απαντά με ιλαρό πρόσωπο :
«Τάχα κάνεις πώς δεν ξεύρεις ποιός είναι εκείνος ο Βασιλιάς ; Ή, δεν γνωρίζεις
ποιός είμαι εγώ ; Επειδή με αγάπησες και επιμελείσαι ημέρα και νύκτα, να ήλθα
να σε οδηγήσω, γιατί είναι αδύνατον να σε αφήσω, ακολούθησέ με να πάμε στον
Βασιλιά».
Ο μοναχός τον ακολούθησε και σκέπτονταν ταυτόχρονα πώς να τον ρωτήσει ποιός
είναι και του δείχνει τόση αγάπη. Αφού λοιπόν περπάτησαν πολλή ώρα στην όμορφη
εκείνη πεδιάδα, μπήκαν σε μια στενότατη οδό που είχε τόσο μήκος ώστε δεν
φαίνονταν η άλλη της άκρη. από τα δύο της μέρη είχε τείχη ψηλά και ο
δρόμος ήταν τόσο στενός ώστε μόλις που χωρούσε ένας άνθρωπος πεζός. Τότε ο
μοναχός άρχισε να δειλιάζει αφού ο τόπος εκείνος ήταν άγριος και απαραμύθητος,
όμως χαίρονταν όσο η ψυχή του έβλεπε τον αξιωματικό οδηγό του. Γιατί αδελφέ
είναι τόσο ταραγμένη η ψυχή σου ; γιατί σε κυριεύει αμέλεια και διασκορπίζεις
το νου σου εδώ κι εκεί και δεν προσέχεις τον νου σου στην μελέτη του ονόματος
του Ιησού Χριστού ; Ή δεν ξέρεις πόση ζημιά έχει ο άνθρωπος όταν αμελήσει την
ευχή και σε μια μόνο αναπνοή του ; Και πάλι πόση ωφέλεια λαμβάνει όταν μελετά
το κοσμοσωτήριο όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού πάντοτε ; Αυτός ο άνθρωπος
ελευθερώνεται από τα πάθη και τις αμαρτίες του και γίνεται κατοικητήριο της
Αγίας Τριάδος, και θα φθάσει στη τέλεια αγάπη, της οποίας μέρος δοκίμασες κι
εσύ με την ευσπλαχνία του Θεού και ξέρεις τη γλυκύτητά της. Γιατί λοιπόν
αμελείς το έργο τούτο ; ως πότε αδελφέ θα είσαι στον βαθύ ύπνο της αμέλειας και
δεν θα ξυπνάς ; Μήπως ο Θεός δεν σου δίδαξε τον τρόπο, όταν έβαλες την αγία
Θεοτόκο Παρθένο μεσίτριά της σωτηρίας σου ; Μήπως δεν σε αξίωσε να βρεις
απλανείς οδηγούς προς βεβαίωση αυτού ; Δεν ξέρεις αδελφέ την ευσπλαχνία και την
αγάπη που σου έδειξε ο Θεός ; Εσύ προτίμησες καλύτερα την αμέλεια παρά την
αγάπη του Θεού σε σένα. Όταν τα έλεγε αυτά ο οδηγός, κατανύχθηκε ο αδελφός και
άρχισε να λέγει με συντετριμμένη καρδιά την ευχή και όσο έλεγε την ευχή αυτή,
τόσο θερμαίνονταν η καρδιά του από θείο έρωτα και θεϊκή αγάπη, και τόσο καθαρά
προσεύχονταν, ώστε δεν υπήρχε κανένας λογισμός για να εμποδίσει την ευχή, στην
οποία τόσο βυθίστηκε ώστε ελευθερώθηκε από τη προηγούμενη δειλία του και έλαβε
μεγάλη ψυχική δύναμη. Τότε πάλι του λέγει ο οδηγός, είδες τώρα πως είσαι
καλύτερα με το να λές την ευχή ; Αν θέλεις να είσαι πάντα σε αυτή την κατάσταση
και αγαπάς να σωθείς, άφησε το βαθύ ύπνο της αμέλειας (…). Πρόσεχε στην καθαρά
και καθημερινή ακριβή εξομολόγηση, χωρίς να κρύψεις ποτέ κανένα λογισμό από τον
Πνευματικό σου (…).
Άρχισαν πάλι την στενή οδοιπορία, και έβλεπε ο μοναχός ορισμένους σταυρούς
στα τείχη, ως οδοδείκτες, τους οποίος πλησιάζοντας ο οδηγός έκαμε τον σταυρό
του λέγοντας : «Τον Σταυρόν σου προσκυνούμεν Κύριε, και την αγίαν Σου Ανάστασιν
δοξάξομεν». έλεγε δε και του μοναχού να κάμει το ίδιο και έκαμνε.
Αφού δε περπάτησαν αρκετό διάστημα, και έφθασαν στην άλλη άκρη της στενής οδού,
ήλθαν σε έναν κρημνώδη και τρομερό τόπο, όπου φαίνονταν ένας λάκκος σκοτεινός
και ζοφώδης, χωρίς μάκρος και πλάτος, αλλά σαν πέλαγος αδιάβατο και σκοτάδι
ψηλαφητό. Αντίπερα του λάκκου πολύ μακριά, φαίνονταν ένα όρος υψηλό,
ουρανομήκες. στη μέση δε του φοβερού εκείνου λάκκου ήταν μια τρομερή
γέφυρα από ένα στρόγγυλο μονόξυλο, που είχε φάρδος μια σπιθαμή. Η μια άκρη της
γέφυρας ήταν στο τελευταίο μέρος της στενής οδού, και η άλλη έφθανε στους
πρόποδες του φαινομένου εκείνου όρους.
Όταν δε φυσούσε άνεμος, η γέφυρα εκείνη κλονίζονταν σαν το φύλλο του
δένδρου, και όταν πλησίασαν στη γέφυρα, φόβος και τρόμος ήλθε στη ψυχή του
αδελφού επειδή σκέπτονταν, ότι ήταν ανάγκη να την διαβούν, για να περάσουν
απέναντι, στους πρόποδες του όρους, αφού δεν είχε άλλη οδό σ’ εκείνο το
σκοτεινό πέλαγος. Και τότε πάλι άρχισε ο οδηγός να τον ελέγχει λέγοντας, πάλι
αμέλησες την ευχή, και γι’ αυτό δειλιάζεις, δώσε μου το χέρι σου. Τότε ο
αδελφός έδωσε το δεξί του χέρι στον οδηγό και στηριζόμενος απ’ αυτόν, ανέβηκε
στη γέφυρα και περπάτησαν μαζί. Προχωρώντας και βλέποντας ο αδελφός τη γέφυρα
να κουνιέται σ’ εκείνο το σκοτεινό χάος, φοβήθηκε, αλλά έπαιρνε θάρρος από τον
οδηγό που του κρατούσε το χέρι. Έπειτα, σταματώντας για λίγο ο οδηγός, του είπε
: «Κάνε τρεις φορές το σταυρό σου επικαλούμενος το όνομα της Υπεραγίας
Θεοτόκου, διότι σε αυτόν τον τόπο έχει μεγάλη δύναμη το όνομά της. Τότε ο
αδελφός έπραξε όπως του είπε ο οδηγός και έλαβε, ω του θαύματος ! τόση ανδρεία
στη ψυχή του, ώστε δεν ξαναδείλιασε πλέον, ακόμα και όταν η γέφυρα
κλυδωνίζονταν όπως πριν. Μετά δε από
αρκετή ώρα, έφθασαν στους πρόποδες του βουνού και τότε ο οδηγός άφησε το χέρι
του μοναχού, λέγοντάς του ότι δεν φοβάται πλέον, αλλά από υπερβολική αγάπη του
ξανάπιασε το χέρι και συνέχισαν τη πορεία. Άρχισαν να ανεβαίνουν στο υψηλό
εκείνο όρος του οποίου η κορυφή δεν φαίνονταν από το ύψος. Ήταν ανηφορικό και
πανέμορφο. Έχοντας προχωρήσει αρκετά, στάθηκε ο μοναχός και είδε παντού γύρω
του ελαιώνες και διάφορα άλλα δένδρα, και θαύμαζε την ωραιότητα και τον
στολισμό του όρους.
(Συνεχίζεται)
ΠΗΓΗ : «ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», έτος 25ο, 1960, σσ. 265 κ.ε., 319 κ.ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου