Ο πατήρ Άνθιμος ησύχαζε
κάποτε στις κορυφές του Άθω, κ΄ έμειν΄ εκεί γι΄ αρκετό χρονικό διάστημα. Ο
φίλος του ο τραπεζάρης (της Μονής του Αγίου Παντελεήμονα), συνηθισμένος να τον
διακονεί, αλλά και να παρηγορείται και να οικοδομείται πνευματικά από την
αναστροφή μαζί του, στεναχωριότανε κι ανησυχούσε. Σήκωσε τα χέρια του, λοιπόν,
και προσευχήθηκε στο Θεό να πληροφορήσει τον Γέροντα για την ανησυχία του, ώστε
να μην αργήσει να έρθει στο Μοναστήρι. " Ίσως αυτή τη στιγμή - σκεφτόταν -
νά΄ χει αποκάμει από τη νηστεία και τον κόπο ο Γέροντας. Ω, αν ήταν εδώ να του
προσφέρω να φάει κάτι και να του δώσω να πιεί λίγο ζεστό τσάι !". Την άλλη
μέρα πρωί - πρωί, ιδού ο Γέροντας μπροστά στο μαγειρείο του φίλου του, και στα
χείλι του ν΄ ανθίζει ένα χαμόγελο : "Ορίστε, αδελφέ μου, κατά την επιθυμία
σου κατέβηκα απ΄ τις κορφές του Άθωνα, καταπονημένος από την τόση κούραση και
με τα πόδια μου σκισμέν΄ από ταγριολίθαρα. Πες μου, λοιπόν, το τσάι σου αξίζει
τόσον κόπο ;". Ο αδελφός εθαύμασε για άλλη μια φορά το διορατικό του
Γέροντα και του ζήτησε συγχώρεση, για τον τόσο κόπο που έκανε για νά΄ ρθει
κοντά του.
[...]
Έτσι, μια φορά, όταν
του έτυχε μια βαριά λύπη (του τραπεζάρη της Μονής του Αγίου Παντελεήμονα), που
γινόταν λίγο - λίγο ακηδία, μη ξέροντας πως να λυτρωθεί απ΄ αυτή την κατάσταση,
προσευχήθηκε πάλι στο Θεό, να του στείλει την παρηγοριά του π. Ανθίμου. Δεν
πρόλαβαν να περάσουν λίγες ώρες και να σου, φανερώθηκε μπροστά του ο π.
Άνθιμος. Ο θλιμμένος αδελφός, βλέποντας τον ξαφνικά εμπρός του, καταχάρηκε. Του
έβαλε μετάνοια και τον ρώτησε : "Πώς έγινε πάτερ μου, και ήρθες τώρ΄
ακριβώς που σ΄ έχω τόσην ανάγκη ;". Κι ο Γέροντας του απαντά χαμογελώντας
: "Αδελφέ μου, εσύ ήθελες να με ιδείς και παρακάλεσες γι΄ αυτό. ορίστε,
λοιπόν, που ο Θεός μ΄ έστειλε σε σένα !".
ΠΗΓΗ : Π. Β. ΠΑΣΧΟΥ, Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΘΙΜΟΣ Ο ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ Ο ΔΙΑ
ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ (+9/12/1867), "ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ", τομ/ ΚΓ΄, 1981, σελ. 617
κ.ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου