Ο
εορτασμός των Χριστουγέννων διαρκούσε δώδεκα ημέρες, έως τα Θεοφάνεια. Ο λαός –
κατά τις ημέρες αυτές - έτρωγε και έπινε με Αυτοκρατορική δαπάνη. Οι αγρότες
συνέρρεαν στη Βασιλεύουσα, τραγουδώντας σε κάθε συνοικία ύμνους, εκ των οποίων
έλκουν τη καταγωγή τους και τα κάλαντα που τραγουδούν τα παιδιά. Πλην των
εκκλησιαστικών ακολουθιών, λάμβαναν χώρα Ιπποδρομίες (και άλλα αθλήματα) στο μεγάλο Ιππόδρομο της Βασιλεύουσας. Η Πόλη τη
χαρμόσυνη ημέρα των Χριστουγέννων «φορούσε» τη γιορτινή της στολή. Τα παράθυρα
και οι πόρτες στολίζονταν με κλαδιά δάφνης και στεφάνια. Οι ιπποκόμοι ντυμένοι
με πορφυρά ενδύματα, πήγαιναν με λαμπάδες και τις επευφημίες του κόσμου στους
ναούς, για να ευχηθούν υπέρ της επιτυχίας των αγώνων. Κατά την επιστροφή,
κατευθύνονταν στα μέγαρα των αρχόντων της πόλης, διένειμαν καθ΄ οδόν χρυσά
νομίσματα στο κόσμο. Ακόμη, οι ανδριάντες των Αυτοκρατόρων εκτίθονταν
δαφνοστόλιστοι. Ο Αυτοκράτωρ, μετά τη Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία στον
ναό της Αγίας Σοφίας, διένειμε δώρα (χρυσά νομίσματα) στους αυλικούς, τους
πατρικίους, τους μάγιστρους και γενικά σε όλους τους άρχοντες. Η τελετή αυτή
ονομάζονταν Ρόγα (διανομή χρυσών
νομισμάτων) και γίνονταν ως εξής : Μπροστά από μια τράπεζα μήκους δέκα πήχεων και
πλάτους τεσσάρων, γεμάτη από χρυσά νομίσματα, τοποθετημένα και ταξινομημένα σε
θήκες ανάλογα με τα ποσά που θα λάβει ο κάθε δικαιούχος, παρέλαυναν μπροστά από
τον - Αυτοκράτορα - με τάξη και επισημότητα, και σύμφωνα με τη προσφώνηση του
κήρυκα, ο οποίος ανακοίνωνε τα ονόματα των αξιωματούχων σύμφωνα με τη τάξη του
οφφικίου τους. Πρώτος καλούνταν ο Κουροπαλάτης (Αυλάρχης), ο οποίος λάμβανε
(φόρτωνε) τα χρυσά νομίσματα στον ώμο του μαζί με τέσσερις πορφυρές
στρατιωτικές χλαίνες. Ακολουθούσαν ο Μέγας Δομέστικος των σχολών (Γενικός
Διοικητής του στρατού), ο Δρουγγάριος των Πλωίμων (Αρχιναύαρχος), οι οποίοι
έπαιρναν ίδιο αριθμό νομισμάτων και πορφυρών στρατιωτικών χλαινών μιας και
είχαν ισότιμα αξιώματα και καθότι ήταν πολλά τα νομίσματα, με τη βοήθεια άλλων –
με κόπο - τα έσυραν από πίσω τους. Στη συνέχεια περνούσαν οι 24 Μάγιστροι, στον
καθένα εκ των οποίων δίδονταν 24 λίτρα χρυσών νομισμάτων με δύο πορφυρές
στρατιωτικές χλαίνες. Η τάξη των Πατρικίων που ακολουθούσε – μεγάλη στον αριθμό
- έπαιρνε 12 λίτρα χρυσών νομισμάτων και μια πορφυρά στρατιωτική χλαίνη. Ενώ τη
σκυτάλη έπαιρνε άπειρο πλήθος πρωτοσπαθάριων, σπαθάριων, σπαθαροκανδιδάτων,
κοιτωνιτών, μαγγλαβιτών, πρωτοκαράβων, εκ των οποίων άλλος έπαιρνε 7 λίτρα
χρυσών νομισμάτων, άλλος έξι, άλλος πέντε, άλλος τέσσερα, άλλος τρία, άλλος δύο
και άλλος ένα, ανάλογα με το αξίωμά τους. Η τελετή ξεκινούσε τη πέμπτη ημέρα των
Χριστουγέννων (από τη πρώτη έως τη τέταρτη ώρα) και τελείωνε την έβδομη ημέρα.
Εκείνοι που λάμβαναν λιγότερο από ένα λίτρο χρυσών νομισμάτων, τα παραλάμβαναν
όχι από τον Αυτοκράτορα, αλλά από τον Παρακοιμώμενο (Φύλακας της βασιλικής
κλίνης και αρχηγός των κοιτωνάριων), ο οποίος βάδιζε πίσω από τον Αυτοκράτορα. Τέτοιες
διανομές δώρων γίνονταν εκτός από τα Χριστούγεννα τη Κυριακή των Βαίων και κατά
τις δεξιώσεις ξένων ηγεμόνων και πρέσβεων. Κατά την ημέρα των Χριστουγέννων
παραθέτονταν 19 τράπεζες στο «εξάερο», το οποίο βρίσκονταν δίπλα στον
Ιππόδρομο. Εκεί, ο Αυτοκράτωρ και οι συνδαιτυμόνες, μετείχαν του συμποσίου όχι
καθήμενοι αλλά σχεδόν ξαπλωμένοι. Κατά τη διάρκεια των ημερών αυτών δεν
χρησιμοποιούνταν αργυρά σκεύη, αλλά
μόνον χρυσά. Μετά το δείπνο προσφέρονταν φρούτα εντός τριών χρυσών
αγγείων, τα οποία συνεπεία του βάρους τους μεταφέρονταν όχι από ανθρώπους αλλά
από οχήματα καλυμμένα με πορφυρά. Τα αγγεία μεταφέρονταν στη τράπεζα με τον
εξής τρόπο : μέσα από τρύπες του φατνώματος (ξύλινο πλαίσιο) κατέβαιναν τρία
σχοινιά καλυμμένα από δέρματα χρυσωμένα και κρίκους χρυσούς, οι οποίοι τοποθετούνταν
στις λαβές των αγγείων που προεξείχαν (με τη βοήθεια τεσσάρων ή περισσοτέρων
ανδρών), με στρόφιγγα η οποία υπάρχει πάνω από το ξύλινο πλαίσιο (φάτνωμα),
ανασύρονται από τη τράπεζα και έτσι τοποθετούνται πάνω της. Ακολουθούσε
ψυχαγωγία με διάφορα αθλήματα και ακροβατικά νούμερα. Για παράδειγμα, εμφανίζονταν
ένας νέος ο οποίος έφερε στο μέτωπό του ένα ξύλο μήκους μεγαλύτερου των 24
ποδών (πλάτους δύο πήχεων – ύψος μισού) και χωρίς λαβές, ενώ δύο ημίγυμνοι
παίδες, ανέβαιναν στο ξύλο και αθλούνταν με ποικίλες ασκήσεις διατηρώντας
θαυμαστή ισορροπία (έκαμαν ακροβατικά νούμερα). Η ημέρα των Θεοφανείων σφράγιζε
το κύκλο του εορτασμού των Χριστουγέννων με μέγα δείπνο το οποίο παρέθετε ο
Αυτοκράτορας, ενώ ακολουθούσε συμβολική θεατρική παράσταση, της οποίας τέσσερις
ηθοποιοί που εκλέγονταν από τις δύο φατρίες του Ιππόδρομου, κρατώντας στο ένα
χέρι ασπίδα και στο άλλο ραβδί, ορμούσαν στην αίθουσα του βασιλικού συμποσίου
και χτυπώντας με τις ράβδους τις ασπίδες, χόρευαν και τραγουδούσαν βαρβαρικά
άσματα, με τα οποία διακωμωδούνταν οι Γότθοι και άλλοι βαρβαρικοί λαοί.
Σημείωση
: η περιγραφή στο μεγαλύτερο μέρος της αναφέρεται στους χρόνους του
Κωνσταντίνου του Προφυρογέννητου (10ος αιών), και προέρχεται από το
Λουϊτπράνδο, πρέσβη του ιταλού ηγεμόνα Βεγγάριου Β΄ (ο οποίος διεκδικούσε το
Λογγοβαρδικό θρόνο), μετέπειτα επίσκοπο Κρεμόνας.
ΠΗΓΗ
: ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ Θ. Α., ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΕΝ ΤΩ ΒΥΖΑΝΤΙΩ, ΚΑΙ ΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΛΗ,
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1908.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου