Η δακτυλογράφηση έγινε από την ιστοσελίδα : http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=68552
Ἀνέγνωσα τὴν «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου. Εἶναι ἡ «ἀπολογία»
τοῦ π. Αὐγουστίνου. Εἶναι μία ἔκθεσις τῆς δράσεως τοῦ συντάκτου της. Ὄχι ὅμως ὁλόκληρη.
Ἀναφέρεται εἰς τὴν εἰκοσαετία τῆς ὑπάρξεώς της. Ὑπὸ δραματικὰς συνθήκας εἶδε τὸ
φῶς τὸ μικρὸν αὐτὸ φύλλον. Τὸ τόσον μαχητικό. Τὸ θερμό, τὸ πηγαῖο, τὸ Ὀρθόδοξο.
Τὸ παλλόμενο ἀπὸ πατερικὸν ζῆλο.
Εἰς τὴν ἔκθεσιν τοῦ εἰκοσαετοῦς βίου τῆς
«ΣΠΙΘΑΣ»
δὲν προβαίνει ὁ π. Αὐγουστῖνος «ἀπὸ κενόδοξο περιαυτολογία». Γίνεται διὰ τοὺς πάντοτε μὴ ἀπουσιάζοντας «ψευδαδέλφους».
Δι᾽ἐκείνους τοὺς στείρους καὶ ἐνταυτῷ βασκάνους τῶν καλῶν.
Ὁ πατὴρ τῆς μικροσκοπικῆς «ΣΠΙΘΑΣ» μᾶς λέγει, ὅτι τὸ φύλλον δὲν ἐγεννήθη «ἐν
πάσῃ ἠρεμίᾳ ἐντὸς γραφείου ἀρθρογράφου, φιλοσοφοῦντος μετὰ πάσης ἀνέσεως». Τῆς ἐκδόσεως
τῆς «ΣΠΙΘΑΣ» προηγήθη «ἐπώδυνος πνευματικὸς τοκετός. Διότι τέκνον πόνου καὶ
δακρύων εἶναι ἡ «ΣΠΙΘΑ».
Δὲν ἀμφιβάλλομεν. Καὶ εἴμεθα εἰς θέσιν νὰ γνωρίζωμεν,
ὅτι καὶ ἐν συνεχείᾳ
κάθε ἔκδοσις της προήρχετο ἐξ ἐπωδύνου τοκετοῦ καὶ δακρύων. Ἐνιστάμεθα μόνον διὰ τὸν τίτλον. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ εἶναι σημεῖον τῆς μετριοφροσύνης τοῦ συντάκτου της. Διότι ἡ
«Χριστιανικὴ
Σπίθα» δὲν εἶναι σπίθα, ἀλλὰ φλόγες, φλόγες ὀρθοδόξως καιομένης καρδίας. Καὶ τὸ θαυμαστὸν, εἶναι ὅτι διετηρήθη ἐν τῇ θερμότητί της. Μέγα τὸ νὰ
κρατῇ κανεὶς τὸν πυρσὸν ἄσβεστον διὰ τοῦ χρόνου. Μέγιστον νὰ αὐξάνῃ τὸ πῦρ, νὰ δαπανᾷ
τὰ σάπια καὶ αὐτὸ μηδέποτε νὰ δαπανᾶται. Καὶ τοῦτο ἀποἀποδεικνύει τὴν ἐνυπόστατον, ὄχι ἐνθουσιαστικὴν καὶ φευγαλέα, φύσιν του.
Τὸ χριστιανικὸ
αἴτημα ἔγκειτει εἰς τὴν διατήρησιν ἢ συντήρησιν τοῦ πυρός, τὸ ὁποῖον ἦλθε νὰ ἀνάψῃ ὁ Χριστὸς ἐπὶ τῆς γῆς. Πόσοι δὲν ἐπέρασαν ἀπὸ ἐνθουσιασμόν, ἀπὸ θέρμην; Ὁ
βίος, ὁ χρόνος, οἱ μέριμνες, οἱ ἁμαρτίες τῶν λογισμῶν, τὰ πάθη, ἡ ἀμέλεια, ἡ λήθη, ἡ ἄγνοια, ἔσβυσαν τὴν λαμπάδα. Καὶ ἐνταῦθεν ἡ νέκρωσις τῆς ψυχῆς, τὸ πνευματικὸν σκότος. «Ἔστωσαν οἱ ὀσφύες ὑμῶν περιεζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι». Οἱ πέντε παρθένοι κατεκρίθησαν διότι δὲν διετήρησαν τὴν
λαμπάδα ἀναμμένη…
* * *
Προφήτης ὑπῆρξε ὁ π. Αὐγουστῖνος καὶ ὄρχαμος λαοῦ δεδουλωμένου. Καὶ μάρτυς
τῇ προαιρέσει. Καὶ πυρσὸς εὐσεβείας καὶ εὐαγγελιστὴς μέσα εἰς τὰ σκότη τῆς μικρᾶς
ἐθνικῆς νυκτός. Καὶ ἄγγελος παρήγορος τῶν ἀπελπισμένων. Καὶ τοῦτο ὄχι ἄνευ
κινδύνου. «Ὁσάκις ἐκήρυττον ἠγνόουν ἐὰν θὰ κατηρχόμην ζῶν ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος». Καὶ
τὸ ἐγνώριζε, τὸ προσφερόμενον εἰς τὸ θυσιαστήριον τῆς Πίστεως καὶ Πατρίδος τὸν
βωμὸν ἐθελόθυτον σφάγιον. Διότι, ὡς ἀποκαλύπτει, ὄχι ἀπὸ κενοδοξίαν, μὴ ἔχουσαν
τόπον εἰς τὴν τὸ μαρτύριον μελετῶσαν καὶ ποθοῦσαν ψυχήν μου, ἀλλ᾽᾽ἀπὸ ζῆλον θεοῦ,
«πόθος μαρτυρίου διὰ τὸ ἔθνος μου ἐφλεγε τὴν καρδίαν μου».
Διερωτῶμαι, τί εἶναι «ὁ κακοπαθῶν καλὸς στρατιώτης Χριστοῦ» ἂν ὄχι ὁ τοιαῦτα
καὶ λέγων καὶ ἐγαζόμενος; Καὶ τὰ ἀθλήματα αὐτὰ καὶ οἱ ἀγῶνες μέχρι θανάτου εἰς ἀκριτικὰς
περιοχὰς ἐν μέσῳ συμπατριωτῶν σκλάβων, δὲν ἀπέβλεπον εἰς τέλη ἀνθρώπινα. Ἦσαν
καρπὸς ἀγάπης καὶ ἐξάρσεως τῆς ψυχῆς μέχρι δίψης τοῦ θανάτου ὑπὲρ τῶν ὁμογενῶν
του. Προσεφέρετο εὐχαρίστως, ἀλλὰ κατὰ ἄγνωστον καὶ ἀνεξιχνίαστον θεοδικίαν, ἀντ᾽
αὐτοῦ παρεδίδοντο εἰς σφαγὴν ἄλλοι τινὲς δεδεμένοι εἰς κάποιον φυτὸν Σαβέκ. Καὶ
παρεπονεῖτο διὰ τοῦτο. Διὸ καὶ ἀσχάλλων λέγει. «Μολονότι ἐπλησίασα τὰς πύλας τοῦ
Ἅδου, δὲν μὲ ἔκρινεν ἄξιον τοῦ Μαρτυρίου ὁ Κύριος!» Διότι τὸν ἐφύλαττε, λεγομεν
ἡμεῖς, ἐν τῇ πανσόφῳ οἰκονομίᾳ του, διὰ τοὺς καλοὺς ἀγῶνας τοῦ λόγου ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας
καὶ τοῦ Ἔθνους.
Διότι, ἂς μᾶς συγχωρηθῇ ἡ ἀπόφασις, ὁ π. Αὐγουστῖνος ἔχει πίστιν. Καὶ ὅταν ἔλθῃ
ὁ Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς, νομίζω «εὑρήσει τὴν πίστιν» εἰς τὸν ἄνδρα. Καὶ τὰ ἔργα
του εἶναι ἔργα πίστεως ἐν μέσῳ γενεᾶς ἀπίστου ἢ ὀλιγοπίστου.
Ἂνθρωπος ποὺ πεινᾷ καὶ διψᾷ καὶ ἀγρυπνεῖ καὶ κακοπαθεῖ καὶ ἐκτίθεται εἰς
κινδύνους ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας καὶ ἀπωθεῖ ἀξιώματα καὶ προσεύχεται καὶ ἐλέγχει
Βασιλεῖς καὶ μάχεται κατὰ τῶν παραβάσεων τῶν νόμων τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἱ. Κανόνων
τῆς Ἐκκλησίας, κἂν ἄρχοντες κἂν Ἐπίσκοποι κἂν Πατριάρχαι εἶναι, εἶναι ἄνθρωπος
πίστεως.
Κληρικὸς Ὀρθόδοξος ποὺ φυλάττει τὴν Ὀρθόδοξον διδασκαλίαν καὶ παράδοσιν καὶ
ζῇ κατ᾽ αἴσθησιν ψυχῆς τὸ μεγαλεῖον τῆς θρησκείας του καὶ παθαίνεται καὶ πάσχει
ὅταν κινδυνεύῃ καὶ ἐλέγχει καὶ διαμαρτύρεται καὶ συνεγείρει τὸν λαὸν καὶ
γνωρίζει φίλους καὶ ἀδελφοὺς εἰμὴ τοὺς ποιοῦντας τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς εἶναι
ἱερωμένος πίστεως.
Θεολόγος ποὺ δὲν συμπαρεσύρθη ἀπὸ τὸ ἰσχυρότατον ρεῦμα τοῦ «εὐσεβοῦς» ὀρθολογισμοῦ,
ποὺ ψυχραίνει τὴν πίστιν, καὶ βιοῖ ὡς Μοναχὸς καὶ ὁμιλεῖ διὰ τοὺς ἁγίους
Πατέρας καὶ μιμεῖται τοὺς ἀσκητικοὺς διδασκάλους καὶ δὲν ἐπαισχύνεται, ὅπως οἱ
πολλοί, νὰ κηρύττῇ περὶ θανάτου καὶ κρίσεως καὶ διαβόλου καὶ κολάσεως καὶ περὶ
τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἐν μεταρσιώσει καὶ μυστικῇ μεθέξει τῶν αἰωνίων ἀληθειῶν ποὺ
κηρύττει, εἶναι θεολόγος πίστεως.
Καὶ ὁ π. Αὐγουστῖνος εἶναι ὅλα αὐτά. Διότι· δὲν ἐλησμόνησε τὰς φρικτὰς πρὸς
τὸν Θεὸν ὑποσχέσεις του. Καὶ συντηρεῖ καθαροὺς τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς, ὥστε νὰ
βλέπῃ τὰ ἐπέκεινα. Διὰ νὰ φοβῆται, νὰ ἐλπίζῃ, νὰ ἀγαπᾷ, νὰ χαίρῃ, νὰ εὐγνωμονῇ,
νὰ συσταυροῦται τῷ Χριστῷ, νὰ πάσχῃ χαίρων, νὰ νικᾷ δερόμενος καὶ ν᾽ αὐξάνῃ ἐντεῦθεν
τὴν πίστιν του. Πίστιν ζῶσαν, πίστιν φλογεράν, πίστιν δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένην.
Καὶ ὁ Θεὸς τὸν διεφύλαξεν ἀσινῆ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν του, διὰ τὸν λαόν του. Διότι
σήμερον οἱ πολλοί, «ἵνα μὴ τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκονται», κατὰ παλαιοτάτην
τακτικήν, προβαίνουν εἰς ἕνα προδοτικὸν συμβιβασμὸν μὲ τὸν «κόσμον». Χάριν
συμφερόντων χοϊκῶν, ἕνεκεν φόβου, χάριν «δυστήνου δοξαρίου». Καὶ προδίδουν τὸν
λαὸν τοῦ Θεοῦ, «ὑπὲρ οὗ Χριστὸς ἀπέθανε» καὶ προδίδουν τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν του,
«ἥν περιεποιήσατο τῷ ἰδίῳ αἵματι». Τὸ λέγω ἐν γνώσει καὶ ἐπιγνώσει τῆς σημασίας
τοῦ λόγου. Καὶ ἐντεῦθεν περιπίπτω εἰς βαθεπιαν θλῖψιν. Ναί. Οἱ πολλοὶ
συνεβιβάσθησαν μὲ τὸν κόσμο. Καὶ ἄρχοντες τῆς πολιτείας καὶ πρίγκιπες τῆς Ἐκκλησίας
καὶ ἐπίδοξοι ἀξιωματοῦχοι. Ὁλίγοι οἱ ἐκλεκτοί, ποὺ καταφρονοῦν καὶ τιμὰς καὶ πλοῦτον
καὶ εὐπάθειαν σώματος. Καὶ προκινδυνεύουν τῆς ἀληθείας.
* * *
Ἀλλ᾽ ὁ π. Αὐγουστῖνος δίδει μίαν ἄλλη ἐξήγησι, διατὶ ὁ Κύριος δὲν τὸν ἔκρινε
ἄξιον μαρτυρίου. «Ἐπεφυλάσσετο δι᾽ ἐμέ, λέγει, ἄλλο εἶδος μαρτυρίου. Ἦτο τὸ
μαρτύριο τοῦ διωγμοῦ μου ἐκ μέρους τῆς ἐπισήμου Ἐκκλησίας διὰ τὸ μέγα ἔγκλημα
ποὺ διέπραττα, νὰ λέγω ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος τῆς Κοζάνης ὡρισμένας πικρὰς ἀληθείας καὶ
νὰ καλῶ τὸν λαὸ μας εἰς βαθεῖαν αὐτοκριτικήν».
Ὁ διωγμός. Ἡ Ἐκκλησία διώκουσα τὸν ἥρωα στρατιώτη. Παρηγορηθῆτε ὅσοι οἱ δεδιωγμένοι.
«Χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε… οὕτω γὰρ ἐδίωξαν καὶ τοὺς πρὸ ὑμῶν προφήτας…». Ποῖοι ἔδιωξαν;
Οἱ Ἐθνικοἰ; Ἡ ἄθεος Πολιτεία; Ὄχι. Οἱ τῆς Συναγωγῆς τότε, οἱ τῆς Ἐκκλησίας
τώρα. Ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται!
Ἀλλ᾽ ἂς κάμωμεν μίαν παρένθεσιν. Ὁ ἔλεγχος εἰς τὸν σοφὸν προκαλεῖ τὴν ἀγάπην
του. Εἰς τὸν κακὸν γεννᾶ μῖσος. Οἱ Στωϊκοι μᾶς ὑπερέβαλλον. Ζητοῦσαν τὸν ἔλεγχο.
Ἡμεῖς καὶ τὸν ἀποφεύγομε καὶ μισοῦμεν τὸν ἐπ᾽ ἀγαθῷ ἐλέγχοντα. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ
θεῖος Χρυσόστομος ἐλέγχων τοὺς πιστοὺς ἔλεγε, «κατῄσχυναν ἡμᾶς παῖδες Ἑλλήνων».
Καὶ ἡ «ΣΠΙΘΑ» εἶναι ὄργανο ἐλέγχου. Ὁ ἔλεγχος εἶναι ἡ πρωθύστερος φάσις οἰκοδομῆς.
Χωρὶς ἔλεγχο οὐδεὶς προάγεται εἰς ἀγαθόν. Ἐὰν τὸ σκάνδαλον εὑρίσκεται μέσα εἰς
τὴν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, διότι εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ ὑπάρχῃ εἶναι «ἀνένδοτον»,
καθίσταται φανερὸν ὅτο πρέπει νὰ πολεμηθῇ. Ὅσον ὑπάρχει διαταράσσει τὴν ἁρμονίαν
τῆς Ἐκκλησίας ἐν ἑαυτῇ καὶ πρὸς τὸν Θεόν. Καὶ πρέπει νὰ ἐκτοπισθῇ.
Θὰ εἴπωμεν ὅμως μίαν ὀφειλομένην ἀλήθειαν. Τὸν ἔλεγχον ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ δὲν
δύναται νὰ ἐνεργήσῃ οἱοσδήποτε. Τὸν ἀσκεῖ ὁ πρὸς τοῦτο τεταγμένος ὁ Ἐπίσκοπος.
«Τὸ ἔλαττον ὑπὸ τοῦ κρείττονος εὐλογεῖται». Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ ἀρμόδιος δὲν κάμνει τὸν
ἔλεγχο; Τότε διασαλεύεται ἡ τάξις, τὴν ὁποίαν ἀποκαθιστᾷ ἕτερος τις.
Ἡ ἀξία τοῦ ἐλέγχου δὲν συνίσταται εἰς τὴν ἐπισήμανσι τοῦ στόχου τόσον, ὅσον
εἰς τὴν παρρησίαν. Πόσοι ἁρμόδιοι καὶ μή, γνωρίζουν τί δέον νὰ ἐλέγξουν καὶ ὅτι
τὸ ὀφείλουν τοῦτο; Ἐν τούτοις σιωποῦν. Διατί; Διότι εἶναι ἀνελεύθεροι, εἶναι δοῦλοι
ἐγκοσμίων συμφερόντων, δοῦλοι τοῦ φόβου. Ἐντεῦθεν ὁ ἔλεγχος ἀνατίθεται εἰς
κάποιον. Καὶ ὁ Θεὸς ἐξεγείρει τὸ πνεῦμα παιδαρίου τινὸς Δανιήλ. Ἐν προκειμένῳ τὸ
παιδάριον εἶναι ὁ πρὸς τοῦτο κατάλληλος π. Αὐγουστῖνος. Διότι ἐκρατήθη ἐντὸς τῶν
ὅρων τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας. Εἶναι ἐλεύθερος ὑπὸ πάντων». Καὶ τὸ μεγαλεῖον του
εἰς τοῦτο συνίσταται: Εἰς τὸ ὅτι εἶναι ἐλεύθερος καὶ ποιεῖ ἔργα ἐλευθερίας. Καὶ
εἶναι ὑπέρτερος καὶ κολακείας καὶ φόβου. Διότι πάντα τὰ ἐν τῷ κόσμῳ εἶναι «ἡ ἀπάτη
τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου», εἰς τὰ ὁποῖα δουλούμεθα.
* * *
Ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἤλεγχον. Καὶ τὸ πέλαγος τῶν κακῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ
τῇ Πολιτείᾳ τὸ ἀπέδιδον εἰς τὴν μὴ ἄσκησιν ἐλέγχου. Τὸ πρᾶγμα εἶναι σχεδὸν αὐτονόητον.
Ἀλλ’ εἴπομεν, ὅτι ὁ ἔλεγχος προΰποθέτει ἐλευθερίαν ψυχῆς. Ἰδοὺ ὁλὀκληρος ὁ π. Αὐγουστῖνος.
Ἀφαιρέσατε του τὴν παρρησίαν, τὸν ἔλεγχον. Τί θὰ μείνῃ; Ὑπάρχει , βέβαια, καὶ εὐφυΐα
καὶ δυναμισμὸς καὶ κρίσις φωτεινὴ καὶ δυναμισμὸς καὶ κρίσις φωτεινὴ καὶ ἀγάπη
καὶ οἶκτος εἰς τὴν ψυχήν του. Καὶ χάρισμα ρητορείας σπάνιον καὶ συγγραφικὴ εὐτοκία
καὶ λόγος οἰκοδομῆς. Καὶ ὅταν ἀποθέτει τὸ ξῖφος τοῦ λόγου, ὕστερα ἀπὸ τὸν κόπον
τῆς μάχης, μεταξὺ τέκνων καὶ συναγωνιστῶν του γίνεται ὡσὰν παιδίον καὶ παίρνει
μίαν ἄπειρον στοργήν… Ναί. Ἀλλ’ αὐτὰ δὲν εἶναι ὁ π. Αὐγουστῖνος. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀκαταδάμαστος
ἐλεγκτὴς τῶν σκανδάλων καὶ τῶν ποιούντων τὰ σκάνδαλα. Εἶναι ὁ φλογερὸς
Σαβοναρόλας τῆς συγχρόνου ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας. Ὅλη του σχεδὸν ἡ δρᾶσις ἐπὶ τριακονταετίαν
καὶ πλέον, εἶναι ἔλεγχος. Ἔλεγχος καὶ εἰς τοὺς δύο τομεῖς. Καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησία
καὶ εἰς τὴν πολιτεία. Καὶ τόσοι οἱ στόχοι καὶ τὰ σκάνδαλα, ὥστε νὰ μὴ μείῃ σχεδὸν
καιρὸς δι’ ἄλλην ἀσχολίαν. Ἐὰν ἤλεγχον οἱ εἰς τοῦτο τεταγμένοι, ἀσφαλῶς αὐτὸς δὲν
θὰ ἤλεγχε. Δὲν ἐλέγχει διότι τὸ θέλει. Κατευθύνει τὴν μάχη ἐνῷ θὰ ἤθελε νὰ εἶναι
ἁπλοῦς στρατιώτης, ὅπως καὶ εἶναι. Καὶ οἱ μὲν ἀμελοῦντες θὰ δώσουν λόγον τῷ Θεῷ
διὰ τὴν παράλειψιν τῆς διακονίας. Αὐτὸς δὲ θὰ δικαιωθῇ ὡς ὁ Φινεές. «Καὶ ἔστη
Φινεὲς καὶ ἐξιλάσατο καὶ ἐκόπασεν ἡ θραῦσις». Καὶ ὄχι μόνον αὐτό. Ἀλλὰ «καὶ ἐλογίσθη
αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην». Τί ἔκανε ὁ Φινεές; Πῆρε τὸ μαχαῖρι καὶ κατέκοψε τοὺς ἁμαρτήσαντας
ὁμογεεῖς του Τότε σταμάτησεν ὁ Ἄγγελος νὰ φονεύῃ.
* * *
Ὁ ἔλεγχος εἶναι ἀμφίστομος μάχαιρα. Καὶ ὁ χειριζόμενος αὐτὴν πολλάκις, συνηθέστατα,
κόπτεται ὁ ἴδιος. Δὲν δυνάμεθα νὰ ὁμιλῶμεν μόνον περὶ δικαιώματος ἐλέγχου.
Χρειάζεται νὰ καθορίσωμεν ποῖος ὁ ἐλέγχων. Ποῖος ὁ ἐλεγχόμενος. Ποῖον τὸ ἐλεγχόμενον
σκάνδαλον. Πῶς δέον νὰ γίνεται ὁ ἔλεγχος. Διατὶ νὰ γίνεται. Ἰδιαιτέρως, μεταξὺ
δύο ἢ τριῶν ἐν Ἐκκλησίᾳ. ἐν δήμῳ; Καὶ ποῖος ὁ δῆμος, φιλικός, ἐχθρικός; Καὶ ποῖαι
αἱ συνέπειαι τοῦ ἐλέγχου· Μήπως βλασφημηθήσεται ὁ Θεὸς δι’ ἡμᾶς; Καὶ μάλιστα ἄνευ
τινὸς κέρδους ἐκ τοῦ ἐλέγχου;
Ἀλλὰ καὶ ἂν προκύψῃ καλόν τι διὰ τὴν Ἐκκλησία, δύναται νὰ ἰσομετρηθῇ μὲ τὴν
ζημίαν ποὺ θὰ προκαλέσῃ πρὸς τοὺς ἔξω; Καὶ συγκεκριμένως. Σήμερα ποὺ ἡ Ἐκκλησία
εἶναι κυκλωμένη ὑπὸ παντοειδῶν ἐχθρῶν καὶ οἱ χριστιανοὶ ἐνδεχομένως δὲν θὰ ἐζημιοῦντο
ἀπὸ ἕνα ἐλεγχόμενο σκάνδαλο Ἐπισκόπου ἠθικῆς φύσεως, ἀλλ’ ἐντοπισμένον ὅμως εἰς
τὴν ἐπαρχίαν του μόνον, συμφέρει νὰ ἐλεγχθῇ διὰ τοῦ τύπου πρὸς διόρθωσιν, ἔστω;
Τὰ μέσα διαδόσεως καὶ τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ σήμερον εἶναι τοιαῦτα, ὥστε θὰ πρέπει
νὰ εἶναι κανεὶς ἄφρων καὶ ἐθελόκακος, διὰ νὰ πάρῃ ἕνα σκάνδαλον ἑνὸς χωρίου καὶ
νὰ τὸ μεταφέρῃ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης διὰ τοῦ τύπου.
Τὸ τοῦ Κυρίου, «ἔλεγξον μεταξὺ σοῦ καὶ αὐτοῦ», «μεταξὺ δύο μαρτύρων» καὶ «εἰπὲ
τῇ Ἐκκλησίᾳ», καθορίζει τὸν τρόπο καὶ τὸν σκοπὸν τοῦ ἐλέγχου. Ἀλλ᾽ὅταν
πρόκειται νὰ μᾶς ἀκούσουν καὶ ἄλλο, ξένοι πρὸς τὴν Ἐκκλησία ἢ οἱ καραδοκοῦντες ἐχθροί;
Ὅταν πρόκειμένου νὰ μᾶς ἀκούσουν 200 – 500 χιλιάδες ἀληθῶν πιστῶν, μᾶς ἀκούουν
συγχρόνως καὶ ὅλοι οἰ Ἕλληνες καὶ πλήθη ξένων, ἀσθενεῖς τῇ πίστει, ἀπληροφόρητοι
διὰ τὰ ἡμέτερα, ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως θὰ βλάψουν καὶ θὰ βλαβοῦν;
Διὰ νὰ κάμῃ κανεὶς ἔλεγχο σωτήριον πρέπει νὰ εἶναι ἐλεύθερος παθῶν μεμπτῶν.
Νὰ ἔχῃ ἀγάπην καὶ διάνοιαν φωτεινήν. Καὶ ἀκόμη πρέπει νὰ εἶναι θεολόγος, ὁ ἐλέγχων
ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Θεολόγον λέγω, δὲν ἐννοῶ ἐξ ἐκείνων ποὺ ἀποφοίτησαν τῶν
θεολογικῶν σχολῶν. Ἀλλὰ τὸν καθαρὸν τῆ καρδίᾳ καὶ πατερικῶς στοιχειωμένον. Καὶ
νὰ εἶναι καὶ νοῦς φιλόσοφος. Νὰ ἐμβαθύνῃ καὶ νὰ κρίνῃ μὲ εὔροιαν νοῦ. Διότι ὅταν
δὲν συνέρχωνται τὰ στοιχεῖα αὐτά, τότε ὁ ἔλεχων δὲν ἐλέγχει, ἀλλὰ πυρπολεῖ τὴν Ἐκκλησία.
Ἐξαίρεσιν ἀποτελεῖ ἡ περίπτωσις κινδύνου αἱρέσεως. Τότε σοφοὶ καὶ ἄσοφοι, ἀκάθαρτοι
καὶ καθαρὶ τῇ καρδίᾳ πρέπει νὰ ἐξεγείρωνται, καὶ νὰ ἐλέγχουν.
* * *
Ἀλλ᾽ὁ π. Αὐγουστῖνος, γενικῶς θεωρουμένου τοῦ ἐλέγχου του, δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν,
ἐλέγχει μετὰ συνέσεως καὶ ἀγάπης. Γνωρίζει πολλὰ καὶ ἐλέγχει τὰ καίρια μόνον. Ὅσα
ἤδη ἔγιναν ἀντικείμενον τοῦ «κόσμου» καὶ δέονται διορθώσεως. Ὄχι προσωπικά.
Γενικῆς σημασίας σκάνδαλα ἐλέγχει. Παραβάσεις Ἱ. Κανόνων στιγματίζει.
Παρανομίας σιωπωμένας διελέγχει. Δογματικὰ ὀλισθήματα βασιλέων κακίζει. Τὴν ἀντιχριστιανικὴν
μασσωνίαν στηλιτεύει. Τὸν βασιλέα ἐρωτᾷ εὐθαρσῶς νὰ ἀπαντήσῃ ὅτι δὲν εἶναι μασσῶνος
διὰ νὰ νὰ καταπαύσῃ ὁ σκανδαλισμός. Τὴν βασίλισσαν νουθετεῖ νὰ ἀπέχῃ ἀπὸ χοροὺς
καθ᾽ ὅν χρόνον, πρώτη μητέρα αὐτή, πολλὲς μητέρες κλαίουν τὰ ἀρπαγέντα τέκνα
των. Εἰδωλολατρικὰς ἑορτὰς καταπολεμεῖ ἐνεργῶς. Τὴν ἐξαχρείωσιν τῆς Ἑλληνίδος,
διὰ τῶν λεγομένων καλλιστείων, φραγγελώνει. Βλάσφημον πρωθυπουργὸν κεραυνοβολεῖ.
Ὑπὲρ καθαρμοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἐκ φαύλων εἰσηγεῖται. Διαφωτίζει τὸν λαὸν περὶ τῆς
φύσεως τοῦ Καθολικισμοῦ καὶ τῶν κινδύνων ποὺ ἀπειλοῦν τὴν Ὀρθοδοξίαν ἀπὸ ἀσυνέτους
οἱακοστροφίας τῆς Ἐκκλησίας. Τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην διελέγχει διὰ τὰς
σκανδαλιζούσας τὸν Ὀρθόδοξον λαὸν ἐκδηλώσεις του. Καὶ καταπολεμεῖ ὡς
πεφωτισμένος ὀρθόδοξος κληρικὸς τὰς ἀδοκίμους καὶ μητραλοιακὰς ἑνωτικὰς ἢ ἑνοτητικὰς
βουλάς του. Ὁ ἴδιος ἰδοὺ πῶς συνοψίζει τοὺς στοόχους τοῦ ἐλέγχου του. «Τὰ
δημοσίως λεγόμενα καὶ πραττόμενα καὶ σκανδαλίζοντα τὸν λαόν, ταῦτα ἠλέγξαμεν. Ἡ
‘’Σπίθα’’ ἐξήσκησε τὸν ἔλεγχο πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν. Ἀπὸ καλύβης μέχρις ἀνακτόρων».
Παρὰ ταῦτα διέπραξε ἄφευκτα εἰς ἕνα πολεμιστὴν λάθη. Τὸ γνωρίζει καὶ τὸ ὁμολογεῖ
δημοσίως καὶ τοῦτο πρὸς ἔπαινόν του. «Δὲν καυχώμεθε, λέγει. Δὲν λέγομεν, ὅτι ἀρθογραφοῦντες
ἔχομεν τὸ ἀλάθητον. Ἄπαγε τῆς βλησφημίας. Τὰ ἄρθρα μας, ὡς προερχόμενα ἀπὸ ἄνθρωπον
δὲν ἀποκλείεται νὰ ἔχουν τὰς ἐλλείψεις των καὶ εἰς νοήματα καὶ εἰς ἔκφρασιν. Καὶ
ἀναμφιβόλως ἔχουν. Ἐν δὲ τῇ ἐπιθυμίᾳ μας νὰ ἴδωμεν τὴν Ἐκκλησίαν μας εἰς τὸ ὕψος
τῆς ἀποστολῆς της, καὶ ὑπὸ τὸ κράτος ζωηρῶν συναισθημάτων, ἴσως παρεσυρθημεν καὶ
ἠλέγξαμεν σφοδρότερον τοῦ δέοντος πρόσωπα καὶ καταστάσεις καὶ ἐγενόμεθα
πρόξενοι λύπης….»
Τί ἄλλο θὰ ἤθελε κανεὶς ἐκ τῶν δυσανασχετούντων δι᾽ ἐνδεχομένας ὑπερβολὰς
τοῦ π. Αὐγουστίνου, ἀπὸ τὴν εἰς τὸ κοινὸν ταπεινόφρονα ἀναγνώρισιν τῶν
σφαλμάτων του; Ἴσως ἕνα ἀκόμη. Ἀφοῦ δὲν δυνάμεθα νὰ ἀμφισβητήσωμεν τὴν εὐεργετικότητα
καὶ τὴν ἀνάγκην τοῦ ἐλέγχου καὶ ἐκ τοῦ ἄλλου ἀναγνωρίζοντες τὴν καταλληλότητα
καὶ τὰ θεάρεστα ἐλατήρια τοῦ π. Αὐγουστίνου, θὰ ἠθέλαμεν ὅπως τὰ σφάλματα τοῦ
παρελθόντος γίνουν πεῖρα διὰ τὸν ἔλεγχον τοῦ μέλλοντος.«...Ἴσως ἕνα ἀκόμη. Ἀφοῦ
δὲν δυνάμεθα νὰ ἀμφισβητήσωμεν τὴν εὐεργετικότητα καὶ τὴν ἀνάγκην τοῦ ἐλέγχου
καὶ ἐκ τοῦ ἄλλου ἀναγνωρίζοντες τὴν καταλληλότητα καὶ τὰ θεάρεστα ἐλατήρια τοῦ
π. Αὐγουστίνου, θὰ ἠθέλαμεν ὅπως τὰ σφάλματα τοῦ παρελθόντος γίνουν πεῖρα διὰ τὸν
ἔλεγχον τοῦ μέλλοντος. Καὶ συγκεκριμένως εἰς ὅ,τι ἀφορᾷ εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Ἐπισκόπου.
Πολλοὶ βλάπτονται ἐκ τοῦ ἐλέγχου τῶν Ἐπισκόπων σὲ θέματα ἥσσονος σπουδαιότητος διὰ
τὴν Ἐκκλησία. Ἂν καὶ δὲν ὑπάρχουν μικρά, «ὅταν εἰς μέγα ἐκβαίνουν».
Ἀλλὰ θὰ τὸ ἐπιτύχῃ αὐτὸ ὁ π. Αὐγουστῖνος; Πολὺ ἀμφιβάλλομεν. Διότι εἶναι ἰδιοσυστασία
ποὺ ζητεῖ τὸ ἀπόλυτον. Καὶ παρασύρεται πολλάκις, λησμονῶν ὅτι ζῇ εἰς ἕναν
κόσμον ἑλκόμενον ἀπὸ τὸ σχετικόν. Τοὺς φορεῖς τοῦ Ὀρθοδόξου πνεύματος θέλει ἰδεῶδεις.
Διὰ τοῦτο, παρ᾽ ὅ,τι ἀνέχεται τὴν πνευματικὴν των καθίζησιν, ἐξεγείρεται ὁσάκις
εἰς τὴν ἀντιπνευματικότητα προστεθῇ καὶ τὸ σκάνδαλον.
Εἰς τὸν νοῦν του ἔχει πρότυπα ἁγίων Ἐπισκόπων. Καὶ ταράσσεται κυκλούμενος ἀπὸ
μετριότητας. Θητεύων εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ὑπὲρ τὰ τριάκοντα ἔτη γνωρίζει σχεδὸν ἐκ
παίδων τοὺς πλείωνας τῶν ἐπισκόπων. Καὶ ἐπαναλαμβάνει τὸ τοῦ Παπουλάκου: «Καὶ σὺ
Μῆτρο Δεσπότης»; Ἀλλὰ πῶς νὰ κάμωμεν π. Αὐγουστῖνε, ὅταν ὁ Θεὸς δίδῃ κατὰ τὴν
καρδίαν τοῦ λαοῦ τοὺς ἄρχοντας; Μᾶς φθάνει ἡ ὁμολογία των, ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξοι.
Ἂν δὲν φωτίζουν τὸν λαόν, ὅμως τὸν ἁγιάζουν. Μόνον σκάνδαλα νὰ μὴ κάμνουν καὶ νὰ
ὑπερμαχοῦν τῆς πίστεως κινδυνευούσης. Τὰ σκάνδαλα βλάπτουν καὶ ἡ ὑποτονία τοῦ
φρονήματος τῆς Ὀρθοδοξίας. Τί πταίουν εἰς ἡμᾶς ἂν δὲν ἠμποροῦν νὰ ἐξαρθοῦν ὑψηλότερα;
Πταίουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ δώσουν λόγον.
* * *
Χωρὶς «τὸ ἐπίφθονον καὶ ἐπικίνδυνον ὕψος» τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος, πολλοὶ
θὰ ἧσαν θαυμάσιοι χριστιανοί. Θέλει δύναμιν μεγάλην διὰ νὰ ἀνθέξῃς εἰς τὸ ὕψος.
Τὸ σφάλμα εὑρίσκεται εἰς τὴν συγκατάθεσιν. «Εἰ τις ὀρέγεται ἐπισκοπῆς...». Ἀπὸ ἐκεῖ
ἀρχίζει τὸ κακὸ, δι᾽ ἑαυτοὺς καὶ τὴν Ἐκκλησία. Τινὲς δὲν εἶναι μικροὶ ὅσον
φαίνονται. Τοὺς κάμνει τὸ ὕψος τοῦ ἀξιώματος. Ὅσον εἶσαι εἰς τὸ χωρίον σου
θεωρεῖσαι ἀξία. Μετεφέρθης εἰς τὴν πρωτεύουσα, ἐχάθης.
Λοιπόν; Θὰ ἀφίσωμεν μοιρολατρικῶς τὰ πράγματα εἰς τὴν φοράν των; Ἐὰν ὁ Χριστὸς
εἶναι παρὼν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ του, ἂς μὴ θέλωμεν νὰ τὰ διορθώσωμεν ὅλα ἡμεῖς. Ἂς
κρατήσωμεν περιθώρια ἐνεργείας καὶ εἰς τὸν Χριστόν. Τὸ δρᾶμα τῶν ἐκλεκτῶν
πνευμάτων καὶ τῶν θεωρητικῶν ψυχῶν εἶναι αὐτὴ ἡ ὕπαρξίς των ἐν μέσῳ μετρίων καὶ
ἀπτέρων ἀνθρώπων. Ἔρχεται ὅμως ἡ χριστιανικὴ ταπείνωσις καὶ βλέπεις τὸν ἑαυτόν
σου «χείρονα δαιμόνων» καὶ εἰρηνεύεις. Μόνον ποὺ δὲν παύεις νὰ ἐλέγχῃς ἂν ἔλαβες
τὸ χάρισμα. Καὶ τὸ χάρισμα τοῦτο τὸ ἔχει ὑπερεκπερισοῦ. Ἂν σταματήσῃ τὸν ἔλεγχο
θὰ ἀποθάνῃ ὡς πνευματικὸς λειτουργός. Πάρετε τὸν Ἠλία τὸν Θεσβίτην. Ὑποχρεώσατε
τὸν ὀρεσίβιον αὐτὸν νὰ ζῇ εἰς τὰς πόλεις, ἀφαιρέσατε καὶ τὸν ἔλεγχο καὶ ἰδού. Δὲν
θὰ εἶναι πλέον Ἠλίας. Μεταφέρατε τὸν κοινωνικώτατον καὶ φιλόξενον Ἀβραάμ ἀπὸ τῆς
πόλεως εἰς τὴν ἔρημον διὰ νὰ ἀσκήσῃ ἡσυχασμόν. Καὶ ἰδοὺ ἐχάθη ὁ ὑμνηθεὶς ὡς μέγας φιλόξενος. Ἀμεταμέλητα
τὰ χαρίσματα.
Ἂς μὴ ζητῶμεν λεπτότητας καὶ μέτρον ἀπὸ τοὺς ζηλωτὰς ἀνθρώπους. Φαίνονται ὑπέρμετροι
εἰς ἡμᾶς διότι ἀντὶ τῶν πτήσεων προτιμῶμεν τὴν ἔρπυσιν. Τετρακοσίους ἐπέρασεν ἐν
στόματι μαχαίρας ὁ προφήτης Ἠλίας. Καὶ ἀκόμα ἔπνεε ζῆλον. «Ζηλῶν ἐζήλωκα Κυρίῳ
παντοκράτορι».
* * *
Λοιπόν, τί εἴπωμεν εἰς τὸν ζηλωτὴν π. Αὐγουστίνο; Ἔκτεινε καὶ κατευοδοῦ καὶ
βασίλευε πνευματικῶς, ἀδελφέ. Καὶ εἰσερχόμενος εἰς τὴν δευτέραν εἰκοσαετίαν διὰ
τῆς «Σπίθας» σου, δέχου τὰς εὐχάς μας καὶ τὴν ἐν Κυρίῳ ἀγάπην μας. Ἂν καὶ μᾶς
παρεπίκρανες. Μᾶς ἤλεγξες ἀπὸ ἀγάπη καὶ πρὸς διόρθωσιν. «Εἰ ἑαυτοὺς ἐκρίνομεν οὐκ
ἂν ἐκρινόμεθα. Κρινόμεθα δὲ ὑπὸ Θεοῦ διὰ
σοῦ, ἵνα μὴ σὺν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν». Οἱ σοφοὶ σὲ ἠγάπησαν περισσότερον. Οἱ ὑπὸ
τῆς ἰδίας συνειδήσεως ἐλεγχόμενοι καὶ οἱ
ἀφελεῖς σὲ ἐμίσησαν. Μὴ σοὶ μελέτω. Ὅσοι δὲν
ἀγνοοῦν, ὅτι τὸ ἅγιον Ὄρος δὲν εἶναι κοινωνία ἀγγέλων, δὲν
σκανδαλίζονται. Ὅσοι γνωρίζουν ὅτι ὁ Ἄθως εἶναι τόπος μετανοίας ὑποκλίνονται ἐν
σεβασμῷ.
Φέρομεν καὶ ἡμεῖς τὰ στίγματα τῶν πταισμάτων μας. Καὶ δυστυχῶς τὸ λησμονοῦμεν
πολλάκις. Καὶ ἐντεῦθεν περιπίπτομεν εἰς ναρκισσισμὸν ἁγιωσύνης. Καὶ ὅταν μᾶς ἐξυπνήσουν
ἀδελφικοὶ ἔλεγχοι ταρασσόμεθα. Ἄνθρωποι εἴμεθα... Εὐλογημένος νὰ εἶσαι.
Πάντως, τώρα ποὺ «πάντες ἐξέκλιναν ἅμα ἠχρειώθησαν» ἐν τῷ κόσμῳ τὸ φραγγέλιόν
σου γίνεται ρομφαία ἀρχαγγελική. Καὶ τὸ πύρινον κήρυγμά σου φωνὴ Θεοῦ. Καὶ ἡ
«Σπίθα» σου κατακαίει τοὺς φαύλους καὶ αἰρετικούς. Καὶ γίνεται πνεῦμα δρόσου εἰς
τοὺς δεξιᾶς προαιρέσεως. Καὶ ἐκ τῆς τέφρας, κατὰ τὸ μυθολογούμενον πτηνόν,
συντελεῖται ἀναγέννησις ἐντὸς τῆς ἀπείρου ἀζωΐας καὶ νεκκρότητος καὶ ζωηφανείας
τῆς ἐποχῆς μας. Αὐτὸ τὸ πιστώνουν οἱ καλλίνικοι ἀγῶνες σου. Τὰ μεγάλα ἔργα σου.
Τὰ οἰκοτροφεῖα σου καὶ οἱ θεολόγοι σου. Καὶ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ λαός σου. Ποὺ
ὁμνύουν εἰς τὸ ὄνομα σου καὶ ἀποθνήσκουν ὑπὲρ σοῦ. Κτίσματα καὶ μέλαθρα ἀνήγειραν
καὶ ἄλλοι. Ἀλλὰ σὺ οἰκοδόμησες ψυχὰς δυνατὰς καὶ πνεύματα Πατερικά. Ποὺ «εἷς διώξεται
χιλιάδας καὶ δύο μυριάδας». Διότι γνωρίζεις, ὅτι «κρεῖσσον εἷς ποιῶν τὸ θέλημα
τοῦ Θεοῦ ἢ μύριοι παράνομοι». Ποὺ δὲν εἶναι «ἐπτοημένοι» ὡς ἡμεῖς ἀπὸ τίτλους
καὶ ἀξιώματα, ἄνευ τῶν ὁποίων αἰσθανόμεθα ὅτι εἴμεθα τίποτε.
Ἀλλὰ ἡ σφραγὶς τῆς ἀποστολῆς σου ἐν Κυρίῳ εἶναι αὐτὸς ὀ λαός. Ὁ μαρτυρικὸς
λαὸς τῶν Γρεβενῶν, τῆς Κοζάνης, τῆς Θεσσαλονίκης, τῶν Ἀθηνῶν τῆς Ἑλλάδος, ὁ ἐν
γῃ ἀλλοτρίᾳ. Αὐτὸς ποὺ σὲ ἠγάπησε καὶ ὑπὲρ οὗ ἔθηκας τὴν ψυχήν σου. Αὐτὸς ποὺ
σοῦ ἐνέπνευσε τὴν 18ην Ἀπριλίου τοῦ 1945 τὴν θείαν ὠδὴν τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης
ποιμένος πρὸς ποίμνιον. Καὶ σοῦ ἐπεξειργάσθη ἐν τοῖς μυχίοις σου τὸν
«Συντακτήριόν» σου τοῦτο:
«...Ἀλλὰ ἂς ἀφήσωμεν τοὺς ἐπισήμους νὰ λέγουν καὶ νὰ γράφουν καὶ ἀποφασίζουν
κατὰ τοῦ ἱεροκήρυκος ὅ,τι θέλουν καὶ ἂς στραφῶμεν πρὸς τὸν λαὸν τῆς Κοζάνης, μὲ
τὸν ὁποῖον συνεπίομεν τὰ πικρὰ τῆς δουλείας ποτήρια καὶ συνεδέθημεν μὲ τὰ ἄρρηκτα
δεσμὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
Χαῖρετε, λοιπὸν προσφιλεῖς μου ἀκροαταί, οἱ ὁποῖοι κατὰ χιλίαδας ὡς εἷς ἄνθρωπος
μέχρις ἀσφυξίας συνεκεντρώνεσθε εἰ τοὺς ἀποκέντρους Ἱ. Ναοὺς τῆς πόλεως, διὰ νὰ ἀκούσετε τὸ ἁπλοῦν τοῦ Εὐαγγελίου κήρυγμα.
Χαίρετε νέαι καὶ νέοι, οἱ ὁποῖοι γύρω ἀπὸ τὸν Ἱεροκήρυκα ἀπετελέσατε τὸ μικρὸν ἐπιτελεῖον
τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καὶ ὑπηρετήσατε ὡς ἐθελονταὶ τὴν Κοινωνίαν. Χαίρετε εὐλαβεῖς
γυναῖκες τῆς πόλεως, αἱ ὁποῖαι ὡς ἄλλαι μυροφόραι, ὅρθου βαθέος πρὶν νὰ ἀνατείλῃ
ὁ ἥλιος ἐσπεύδατε εἰς τὴν Ἑστίαν διὰ νὰ προσφέρετε δωρεὰν τὰς ὑπηρεσίας σας μὲ
τὴν χαρὰν εἰς τὸ πρόσωπον, ὅτι ὑπηρετεῖτε τὸν πτωχὸν Ναζωραῖον. Χαίρετε
πρόσφυγες πυροπαθεῖς, δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης καὶ ἀληθείας,
φυλακισμένοι, ὅσοι εἰς τὴν Ἑστίαν εὑρήκατε τὸ ἄσυλόν σας. Χαίρετε ὀρφανὰ θύματα
τῆς Ἐθνικῆς μας Καταιγίδος, χαίρετε γέροντες καὶ ἀσθενεῖς καὶ ναυαγοὶ τῆς ζωῆς.
Χαίρετε ὑποστηρικταὶ τοῦ ἔργου, δωρηταὶ γνωστί, ἀνώνυμοι, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα
μνησθείη Κύριος ὁ Θεὸς ἐν τῇ Βασιλείᾳ Αὐτοῦ. Χαίρετε τέλος ἐκλεκτοί μου νέοι, χαίρετε στενοὶ μου συνεργάται ὅσοι ἐμείνατε
γύρω ἀπὸ τὸ λάβαρο τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν ἐγκαταλείψατε καὶ ὅταν ἀκόμη κληρικοὶ σᾶς
προέτρεπον νὰ μᾶς ἐγκαταλείψητε «διὰ νὰ μὴν πέσῃ φωτιὰ στὰ σπίτια σας». Ὤ πιστοὶ
καὶ εὐλαβεῖς ψυχαί. Ἐπὶ 15 μῆνες χωρὶς μισθόν, χωρὶς ἂλλην τινὰ ἀποζημίωσιν
προσφέρατε τὴν ὑπηρεσίαν εἰς τὸν λαόν. Ποῖος θὰ
ἀμείψῃ τοὺς κόπους σας; Μόνον ὁ Ἐσταυρωμένος. Χαίρετε φίλοι καὶ ἐχθροί. Ὁ
Ἱεροκῆρυξ Αὐγουστῖνος, ἀναχωρεῖ. Εἶμαι εὐτυχὴς διότι ὑπηρέτησα τὴν πόλιν τῆς
Κοζάνης μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς μας. Λησμονῶ τοὺς κόπους καὶ ἐνθυμοῦμαι τὴν ἀγάπην
σας. Ἐγκόλπιον καὶ μῖτρα σπινθηροβολοῦσα θὰ εἶναι δι' ἐμὲ ἡ ἀναμνήσις τῶν κόπων
καὶ τῶν κινδύνων τῶν φρικτῶν ἡμερῶν ποὺ ἐπερ;ασαμεν μαζί. Πιστεύω, ὅτι εἰς τὸ
νέον μου δρομολόγιον νὰ μὲ συνοδεύουν αἱ εὐχαὶ ὅλων σας. Ἔτσι εἶπα νὰ περάσω τὴν
ζωήν μου. Θὰ πετῶ ἀπὸ βράχον εἰς βράχον καὶ ἀπὸ θάμνον εἰς θάμνον καὶ ἀπὸ
κλάδον εἰς κλάδον, διὰ νὰ ψάλλω τὸ γλυκύ
μου ἆσμα: «ΧΡΙΣΤΟΣ - ΕΛΛΑΣ».
Ἀδελφοί μου, χαίρετε. Ὁ Κύριος ἂς εἶναι πάντα μαζί σας». Ἐλησμόνησεν ὁ π. Αὐγουστῖνος
νὰ γράψῃ ὡς ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «Ἀδελφοί μου, μέμνησθέ μου λιθασμῶν», ἴσως
διότι θέλει νὰ τοὺς μνημονεύῃ μόνον ὁ Κύριος. Ἀλλ' ἡμεῖς δὲν τοὺς λησμονῶμεν.
Καὶ τοὺς θεωροῦμεν ὑπὲρ πᾶν ἀξίωμα καὶ κεμὸν τίτλον. Καὶ στίγματα Κυρίου ἀρρήτου ἀξίας. Ἀθλητά· δέρου καὶ νίκα.
Θεόκλητος Μοναχὸς Διονυσιάτης
Καλύβη Ἁγ. Γερασίμου - Νέα Σκήτη
Ἅγιον Ὅρος 29.2.1964
ΠΗΓΗ : «ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», έτος 29ο, 1964, αριθ. 331-332, σσ.
81-88. Toῦ Ἁγιορείτου μοναχού Θεόκλητου
Διονυσιάτη,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου