"Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς" (Κατά Ιωάννη 8,32).

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

ΕΣΩΣΕ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΚΟΛΑΣΗ


Σαν έφτασε η νύχτα της έβδομης ημέρας, έγινα εκτός εαυτού και είδα στην αριστερή μου μεριά, μια λίμνη πολύ μεγάλη όσο κόβει το μάτι σου, ήταν γεμάτη ακαθαρσίες, βόρβορο και λάσπη που έβγαζε ανυπόφορη βρώμα και δυσωδία.

Μέσα στη λάσπη αυτή διέκρινα ανθρώπινα κεφάλια, χέρια και πόδια να ανεβαίνουν στην επιφάνεια και να κατεβαίνουν ακριβώς όπως βράζει το νερό και κοχλάζει. Μια τα ανέβαζε επάνω και μια τα κατέβαζε και τα πήγαινε στο βυθό της λίμνης.

Με τους αναβρασμούς αυτούς, βλέπω σε μια στιγμή, να ανεβαίνει στην επιφάνεια της λίμνης η μητέρα μου, η οποία, άμα με είδε , μ’ εγνώρισε και άρχισε να με φωνάζει απελπισμένα.

-Παιδί μου, παιδάκι μου, βοήθησέ με, ελέησέ με και σώσε με !...Και όπως έλεγε αυτά ο βρασμός και πάλι την κατέβασε και την πήγε στο βυθό.

Σε δεύτερη βράση, την ξανανέβασε μέχρι το στήθος και τότε φώναζε και πάλι :
 -Παιδί μου, αγαπητό μου παιδάκι, βοήθησέ με !... Δεν πρόλαβε να ειπεί τίποτε άλλο και την κατάπιε ο βρασμός.

Όταν για Τρίτη φορά, το κύμα του ακάθαρτου εκείνου βορβόρου την έφερε πάλι στην επιφάνεια, με θρήνους και αναστεναγμούς, φώναζε και μου έλεγε να την γλυτώσω :
-Σπλαχνίσου με, παιδάκι μου έλεγε, και μη μ’ αφήνεις σ’ αυτή τη βρωμιά, σε τέτοιο πόνο και φρικτό μαρτύριο της Κολάσεως.

Τότε, από τον πολύ πόνο για την μητέρα μου, δεν υπελόγισα καθόλου τον κίνδυνο μήπως παρασυρθώ κι εγώ μέσα σ’ εκείνο το βούρκο, άπλωσα το χέρι μου κι έπιασα την μητέρα μου από τα μαλλιά. Καθώς πήγε πάλι να βυθισθεί, βύθισα κι εγώ το χέρι μου και με πολύ δύναμη την έβγαλα έξω από τη βρωμερή εκείνη λίμνη. Αμέσως βλέπω στα δεξιά μου, πώς ήταν μια χρυσή κολυμβήθρα γεμάτη ολοκάθαρο νερό. Εκεί μέσα έβαλα τη μητέρα μου, την έπλυνα από το βρωμερό εκείνο βούρκο και την τοποθέτησα ανάμεσα σε κάτασπρους και λαμπροφορεμένους νέους, που ήταν δίπλα στην καθαρή κολυμβήθρα.

Η μητέρα μου άρχισε να ευχαριστεί και με δάκρυα ευγνωμοσύνης να υμνολογεί τον Κύριο της δόξης, Θεόν και Σωτήρα μας Ιησούν Χριστόν, ασπάζονταν με ευλάβεια τους λαμπροφορεμένους αγγέλους, καταφιλούσε και μένα και μ’ ευχαριστούσε, που με το έλεος και την πολλή ευσπλαχνία του Θεού, την έβγαλα από τη βρωμερή εκείνη Κόλαση.
                                              
Το πρωί, σαν ξημέρωσε ο Θεός την ευλογημένη εκείνη ημέρα, βγήκε κι ο άγιος εκείνος Ερημίτης και με ρώτησε :
-Αδελφέ, μήπως απόψε την νύχτα είδες καμιά οπτασία, κανένα όραμα ή ήρθες σε έκσταση κατά την προσευχή σου ;
-Πάτερ άγιε αυτό που είδα το τρομακτικό και μυστηριώδες ΟΡΑΜΑ δεν θα το ξεχάσω σε όλη μου τη ζωή ! Και του διηγήθηκα, με κάθε λεπτομέρεια, όλα όσα είδα και γίνηκαν την νύχτα εκείνη με τη μητέρα μου.

Τότε με βεβαίωσε κι εκείνος πως είδε ακριβώς τα ίδια και με δάκρυα στα μάτια, με πολλές ευχαριστίες, δόξαζε και υμνολογούσε τον Δεσπότη Χριστό, για το άπειρο έλεος και την ευσπλαχνία, που δείχνει στους δούλους Του και λυτρώνει από τον Άδη, ψυχές που τις αγόρασε με το τίμιο και Πανάγιο Αίμα Του, που, για την αγάπη και τη σωτηρία όλων των ανθρώπων, έχυσε επάνω στο Σταυρό.

Άπλωσα το δεξί χέρι μου, αυτό, που για να πιάσω τη μητέρα μου, βούτηξα μέσα στο βούρκο και τότε έβγαλε αφόρητη βρώμα και δυσοσμία. Λυπούμενος πολύ γιατί έμεινε επάνω στο χέρι μου η άσχημη αυτή μυρουδιά, είπα με παράπονο στον άγιο εκείνον Γέροντα :
-Τίμιε Πάτερ, θερμώς σε παρακαλώ κάμε δέηση στο Θεό να εξαλείψει αυτήν την άσχημη αποφορά που βγάζει το χέρι μου. Κι ο άγιος εκείνος Ερημίτης μου είπε :
-Γι’ αυτό, αγαπητέ μου αδελφέ, μη σε μέλλει. Έτσι ηθέλησεν ο Θεός, να μείνει αυτό το σημείο ανεξάλειπτο, για να πληροφορεί τους ολιγόπιστους ανθρώπους, που είναι γεμάτοι απορίες και αμφιβολίες.

Αυτή η αποφορά, που θα βγάνει το χέρι σου, θα πιστοποιεί και θα φανερώνει στους ανθρώπους που θα σε πλησιάζουν, ότι πραγματικά τιμωρούνται οι αμετανόητοι αμαρτωλοί και πως υπάρχει κόλαση και όσα άλλα κολαστήρια όργανα, αναφέρει το ιερό Ευαγγέλιο και οι άγιες Γραφές : Το «πυρ το αιώνιον, ο σκώληξ ο ακοίμητος που δεν τελευτά, ο βρυγμός και ο τρυγμός των οδόντων, η γεένα του πυρός». Θα μαρτυρεί ακόμη πως ο πανάγαθος Θεός, με τις ελεημοσύνες, τις δεήσεις και προσευχές των χριστιανών και της εκκλησίας τα μνημόσυνα, δίνει άφεση αμαρτιών, στους ζητούντας το έλεος και την άπειρη ευσπλαχνία Του και στους κοιμηθέντας πιστούς και ορθοδόξους χριστιανούς, τους επ’ ελπίδι Αναστάσεως και ζωής αιωνίου κοιμηθέντας.

-Ναι, τίμιε Πάτερ, είπα. αλλά δεν μπορώ να υποφέρω αυτή την αποφορά και δυσοσμία που βγαίνει και μαζί με εμένα θα υποφέρουν και όλοι εκείνοι που θα με πλησιάζουν, όπως έγινε με την Σεβασμιότητά σου, τώρα που σας διηγούμαι αυτά.

Τότε, ο άγιος εκείνος ερημίτης, έκοψε ένα κομμάτι από το ράσο που φορούσε, τύλιξε μ’ αυτό το χέρι μου και αμέσως σταμάτησε η κακή εκείνη αποφορά και δυσοσμία, η οποία όμως θα μένει στο χέρι μου, όπως μου είπεν ο Γέροντας, μέχρι που να πεθάνω.

Όποιος σηκώσει το κομμάτι αυτό του ράσου, όπως εκάματε και η αγιωσύνη σας, θα αισθάνεται, όπως είδατε, τη βρώμα και τη δυσωδία που δεν υποφέρεται.

Φαντασθείτε παρακαλώ, τι θα είναι η κόλαση, αφού ένα μέρος από τις πολλές τιμωρίες δεν μπορούμε να υποφέρουμε ! Αλλά οι άγιοι Πατέρες λέγουν πως, όλα τα βασανιστήρια της αιωνίου κολάσεως, είναι μηδαμινά μπροστά στην έλλειψη που θα έχει ο αμαρτωλός, γιατί θα είναι αιώνια χωρισμένος, από τον Δημιουργό και Πλάστη του Θεό, θα συγκατοικεί και θα τιμωρείται αιώνια με τους άσπλαχνους, πονηρούς και κακούργους δαίμονες.

Μετά απ’ αυτό ο δούλος του Θεού, ο μακάριος εκείνος Γέροντας, μου είπε :
-Αδελφέ, πολύ εκοπίασες και κακοπάθησες μαζί μου για να έρθεις έως εδώ ! Επειδή έξοδα δεν έχεις να γυρίσεις πίσω στην πατρίδα σου, θα παρακαλέσω τον Κύριον να σε βοηθήσει.

Και με το λόγο αυτό που είπε, φύσηξε δυνατός νότιος αέρας, ο οποίος ξέκοψε ένα σύννεφο στο οποίο είπε :
-Εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, πάρε τον αδελφόν αυτόν και να τον μεταφέρεις στον τόπο του, για να διηγείται στους ανθρώπους τα θαυμάσια του Θεού, την ευσπλαχνία και το άπειρο έλεος Αυτού. Να ομολογεί πώς, ο Θεός δίδει αμέτρητα χαρίσματα και θείες δωρεές στους ανθρώπους, (……….).

Άμα, ο άγιος εκείνος Γέροντας, τελείωσε την ευχή αυτή, η νεφέλη με παρέλαβε, με σήκωσε στον αέρα, όπως τον προφήτη Αββακούμ ο Άγγελος (………), έτσι και εγώ δεν κατάλαβα πότε βρέθηκα έξω από το σπίτι μου, που ήταν στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή είναι, Δέσποτα άγιε, η ιστορία του χεριού μου και ο λόγος που το έχω περιτυλίξει με το κομμάτι του ευλογημένου και αγιασμένου αυτού ράσου.

ΠΗΓΗ : ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Ο ΑΡΧΙΜ. ΙΕΡΕΜΙΑΣ ΚΑΚΑΒΕΛΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΨΥΧΩΦΕΛΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, ΑΘΗΝΑ 1978, σσ. 83-87.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου