Οἱ θεωρητικοὶ τοῦ ποιητικοῦ λόγου, ἀπὸ τὸν G. Hopkins μέχρι τὸν R. Jakobson, ἀπὸ τὸν Ρ. Valery μέχρι τὸν Τ.S. Eliot καὶ ἀπὸ τὸν V. Sklovsky μέχρι τὸν R. Barthes, ἔχουν δείξει ὅτι ἡ ποίηση (ὅπως καὶ οἱ ἄλλες τέχνες, ἰδίως ἡ μουσική) γίνεται μὲ πολὺ ἁπλὰ συστατικὰ τῆς γλώσσας, ἐντέχνως συνταιριασμένα: μὲ ὁμοιότητες καὶ διαφορὲς (ἀντιθέσεις), μὲ παραλληλισμούς, ὅπως ἔχουν χαρακτηρισθεῖ ἀπὸ τὸν G. Hopkins. Μὲ ὁμοιότητες κάθε μορφῆς: σὲ ἤχους (παρἤχηση / συνἤχηση / ὁμο-ἠχία), σὲ γραμματικὲς δομὲς (ὁμοιοκαταληξία, ὁμοιοτέλευτο), σὲ συντακτικὲς δομὲς (συντακτικὴ παραλληλία), σὲ σημασιολογικὰ στοιχεῖα (συνώνυμα), σὲ ἐτυμολογικὰ συστατικὰ (ὁμόρριζα), σὲ μετρικὲς δομὲς καὶ σὲ πιὸ ἀπαιτητικὲς ὁμοιότητες, ὅπως εἶναι ὅλα τὰ εἴδη τῆς μεταφορᾶς, τῆς παρομοίωσης καὶ τῆς ἐξεικόνισης. Ὅλες οἱ μορφὲς ὁμοιότητας ὑπάγονται στὸν βασικὸ γλωσσο-ἐπικοινωνιακὸ μηχανισμὸ τῆς ἐπανάληψης, ποὺ ἀποτελεῖ καίριο μηχανισμὸ τῆς ποιητικῆς γλώσσας. Μέσα στὸν «παραλληλισμὸ» ἀνήκει καὶ ἡ ποιητικὴ ἀξιοποίηση τῶν διαφορῶν, ἰδίως τῶν ἔντονων, ἑστιασμένων καὶ ἀλληλοαποκλειoμένων διαφορῶν, δηλαδὴ τῶν ἀντιθέσεων (ἀντωνύμων λέξεων, φράσεων κ.λπ.). Κι αὐτῶν ἡ ἐνεργοποίηση συνιστᾶ
βασικὸ μηχανισμὸ τοῦ ποιητικοῦ λόγου.
Αὐτοὺς τοὺς ποιητικοὺς μηχανισμοὺς τοὺς βιώσαμε μὲ τὸν πιὸ ἔντονο τρόπο στὴν ἐκκλησιαστική/λειτουργικὴ ποίηση τῶν ὕμνων τῶν ἡμερῶν αὐτῶν: τῆς M. Ἑβδομάδος, τοῦ Παρακλητικοῦ Κανόνος καὶ τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου. Ἄγνωστοι καὶ γνωστοὶ ὑμνογράφοι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας συνέθεσαν στοὺς βυζαντινοὺς καὶ μεταβυζαντινοὺς αἰῶνες τοὺς ὕμνους
ποὺ ἀκούσαμε τὶς
μέρες αὐτές. Θὰ ἐπιχειρήσω μία σύντομη ἀναφορὰ
στὴ γλώσσα αὐτῆς τῆς ὑμνογραφικῆς ποίησης.
Σημασιολογικὲς ὁμοιότητες
Στὸν προσεκτικὸ ἀκροατὴ τῶν Ὕμνων τῆς M. Ἑβδομάδας γίνεται αἰσθητή (χωρὶς νὰ εἶναι πάντοτε συνειδητή) ἡ μουσικότητα ποὺ παράγεται ἀπὸ τὴν παρήχηση συγκεκριμένων φθόγγων. Εἶναι ἐμφανὴς λ.χ. ἡ παρήχηση σὲ στίχους ὅπως: «Ἰούδας ὁ δοῦλος καὶ δόλιος, ὁ μαθητὴς καὶ ἐπίβουλος, ὁ φίλος καὶ διάβολος» καὶ «Ἰούδας ὁ προδότης δόλιος ὤν, δολίῳ φιλήματι, παρέδωσε τὸν Σωτῆρα Κύριον, τὸν Δεσπότην...» (M. Πέμπτη). Φαίνεται στὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, σὲ στίχους ὅπως «Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι ἡ Παρθένος ζητοῦσα...», μὲ τὴ μουσικότητα ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στοιχεῖο τῆς ἐτυμολογικῆς ἐπανάληψης. Τὸ ἴδιο καὶ στὰ ἐγκώμια τῆς M. Παρασκευῆς: «θάνατον θανάτῳ θανατοῖς, Θεέ μου, θείᾳ σου δυναστείᾳ» ἢ σὲ τροπάρια τῆς M. Πέμπτης: «Ἔστησαν τὰ τριάκοντα ἀργύρια τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου, ὃν ἐτιμήσαντο ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ».
Σωρευτικὴ παράθεση συνωνύμων, ἤτοι σημασιολογικῶν ὁμοιοτήτων σὲ ἐπίπεδο λέξεων, ἔχουμε στὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο: στὴν προσφώνηση τῆς Παναγίας «ἄσπιλε, ἀμόλυντε, ἄφθορε, ἄχραντε, ἁγνὴ Παρθένε». Στὸν γεμάτο ταπείνωση αὐτοχαρακτηρισμὸ τοῦ προσευχομένου: «μὴ βδελύξῃς με τὸν ἁμαρτωλόν, τὸν ἐναγῆ, τὸν αἰσχροῖς λογισμοῖς καὶ λόγοις καὶ πράξεσι ὅλον ἐμαυτὸν ἀχρειώσαντα». Στὴν παράκληση: «Καὶ δώρησαι ἡμῖν, ὁ Θεός, γρήγορον νοῦν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν, ὕπνον ἐλαφρὸν καὶ πάσης σατανικῆς φαντασίας ἀπηλλαγμένον». H σωρευτικὴ παράθεση συνωνύμων μὲ διάφορου βαθμοῦ σημασιολογικὲς ἀποχρώσεις ὄχι μόνο δὲν ἐπιβαρύνει τὸν λόγο, ἀλλὰ αὐξάνει κλιμακωτὰ τὴν ἔνταση τῶν λεγομένων.
Ὁμοιότητες καί ἀντιθέσεις
Περισσότερο ἴσως ἐκφραστικό,
καὶ ἐπικοινωνιακὰ καὶ ποιητικὰ περισσότερο ἀποτελεσματικό, μέσο εἶναι ἡ χρήση ἀντιθέσεων:
«Μικρᾶν φωνὴν ἀφῆκε ὁ ληστὴς ἐν τῷ σταυρῷ, μεγάλην πίστιν εὗρε». (M. Πέμπτη). Μιὰ σειρὰ ἀντιθέσεων
συνιστᾶ τὸ ἰδιόμελο τῆς M.
Τρίτης: «Ὅτε ἡ ἁμαρτωλὸς προσέφερε τὸ μύρον, τότε ὁ μαθητὴς συνεφώνει τοῖς
παρανόμοις/ ἡ μὲν ἔχαιρε κενοῦσα τὸ πολύτιμον, ὁ δὲ ἔσπευδε πωλῆσαι τὸν ἀτίμητον/
αὕτη τὸν δεσπότην ἐπεγίνωσκεν, οὗτος τοῦ δεσπότου ἐχωρίζετο/ αὕτη ἐλευθεροῦτο
καὶ ὁ Ἰούδας δοῦλος ἐγεγόνει τοῦ ἐχθροῦ».
Συνήθως, ὅπως εἶναι ἄλλωστε ἀναμενόμενο, ἡ ποιητικὴ γραφὴ ἀκολουθεῖ πιὸ σύνθετους τρόπους, συνδυάζοντας ὁμοιότητες καὶ ἀντιθέσεις μέσα σ᾽ ἕνα ἐξεικονιστικὸ πλαίσιο μὲ μεταφορὲς καὶ παρομοιώσεις. Παράδειγμα τὸ γνωστὸ ἀντίφωνο τῆς M. Πέμπτης κατὰ τὴν περιφορὰ τοῦ Ἐσταυρωμένου: «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου, ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας» (ἐπανάληψη: κρεμᾶται - κρεμάσας, ἀντίθεση: ἐπὶ ξύλου - ἐν ὕδασι, εἰκόνα-παρομοίωση: ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας). Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται ὁ τῶν ἀγγέλων βασιλεύς. Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται ὁ
περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις (ἀντίθεση - ἐπανάληψη - εἰκόνα). Ράπισμα
κατεδέξατο ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ. Ἥλοις προσηλώθη ὁ νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας».
Ἀνάλογος ποιητικὸς μηχανισμὸς λειτουργεῖ στὸν αἶνο τῆς M. Παρασκευῆς: «Σήμερον συνέχει
τάφος τὸν συνέχοντα παλάμῃ τὴν κτίσιν/ καλύπτει λίθος τὸν καλύψαντα ἀρετῇ τοὺς
οὐρανούς». Ἐδῶ ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ἕνας ἰδιαίτερα σύνθετος ὅσο καὶ συχνὸς παραλληλισμὸς
στὴν ἐκκλησιαστικὴ ποιητική μας ὑμνογραφία, ὅπως καὶ στὴν κοσμική/«θύραθεν»
ποίηση (στὸν Καβάφη λ.χ. ἢ στὸν Ἐλύτη). Ἀναφέρομαι στὴ δομικὴ-λειτουργικὴ ἐπανάληψη
παράλληλων συντακτικῶν δομῶν. Ἐν προκειμένῳ: τάφος συνέχει τὸν συνέχοντα τὴν
κτίσιν παλάμῃ (ὑποκείμενο - ρῆμα - μετοχὴ - ἀντικείμενο - ἐπιρρηματικὸ οὐσιαστικό).
Ἴδια ἀπολύτως δομή: λίθος καλύπτει τὸν καλύψαντα τοὺς οὐρανοὺς ἀρετῇ. Ἐδῶ δὲν εἶναι
ἁπλὲς λέξεις ποὺ ἐπαναλαμβάνονται καὶ συγκρίνονται, ἀλλὰ σύνθετα δομικά
(συντακτικά) σχήματα. Ὅ,τι πιὸ ἀπαιτητικὸ καὶ λεπτὸ στὴν ποίηση, ἀφοῦ ἡ ἐπανάληψη
συντακτικῶν δομῶν εἶναι πλησμονὴ καὶ συμμετρία νοημάτων καὶ λογικῶν σχημάτων.
Ἡ
παράκληση τοῦ ὑμνογράφου
Ἀλήθεια, δὲν εἶναι
γνήσια ποίηση, ποὺ μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ ἐπὶ ἴσοις ὅροις μὲ ὁποιοδήποτε λυρικὸ
κοσμικὸ ποίημα, οἱ ἀκόλουθοι στίχοι τοῦ ἀπόστιχου ἰδιόμελου τῆς M. Τρίτης: «Ὁ νυμφίος, ὁ κάλλει ὡραῖος
παρὰ πάντας ἀνθρώπους [...], τὴν δυσείμονά μου μορφὴν τῶν πταισμάτων ἀπαμφίασον
[...] καὶ στολὴν δόξης κοσμήσας τῆς σῆς ὡραιότητος, δαιτυμόνα φαιδρὸν ἀνάδειξον
τῆς βασιλείας σου». Καὶ δὲν εἶναι ποίηση, ἔντονα φορτισμένη συναισθηματικά, ἡ ἐξεικόνιση
τοῦ Χριστοῦ (σὲ ἐγκώμιο τῆς M.
Παρασκευῆς) μὲ πληγωμένο πουλί: «Ὥσπερ πελεκάν, τετρωμένος τὴν πλευράν σου,
Λόγε, σοὺς θανόντας παῖδας ἐζώωσας, ἐπιστάξας ζωτικοὺς αὐτοῖς κρουνούς». Καὶ ἡ
παράκληση τοῦ ὑμνογράφου πρὸς τὴν Παναγία (Ἀκάθιστος Ὕμνος) νὰ γίνει λιμάνι νὰ ἀγκυροβολήσουμε
καὶ νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὰ βάσανα, δὲν εἶναι γνήσια ποίηση: «λιμὴν ἡμῖν γενοῦ
θαλαττεύουσι καὶ ὁρμητήριον ἐν τῷ πελάγει τῶν θλίψεων καὶ τῶν σκανδάλων πάντων
τοῦ πολεμήτορος»;
Ἡ ποιητικὴ συγκίνηση κορυφώνεται καὶ δημιουργεῖ τὴν ἐπιθυμητὴ μέθεξη τοῦ ἀκροατῆ, ὅταν ὁ ὑμνογράφος, μὲ τὸν πιὸ ἀνθρώπινο τρόπο, παρουσιάζει τὴ μάνα τοῦ Χριστοῦ ὡς γυναίκα-μάνα νὰ μιλάει στὸν γιό της, μὲ θρηνητικὰ λόγια καὶ προσφωνήσεις ποὺ θυμίζουν μοιρολόγια τῆς δημοτικῆς μας ποίησης: (οἶκος τῆς M. Πέμπτης) «Τὸν ἴδιον ἄρνα ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον, ἠκολούθει Μαρία [...] βοῶσα. Ποῦ πορεύει, τέκνον; Τίνος χάριν τὸν ταχὺν δρόμον ἐπιτελεῖς; Μὴ ἕτερος γάμος πάλιν ἐστὶν ἐν Κανᾷ κακεῖ νῦν σπεύδεις [...]; Συνέλθω σοι, τέκνον, ἢ μείνω σοι μᾶλλον; Δός μοι λόγον, Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθῃς με ὁ ἁγνὴν τηρήσας με».
Χρησιμοποιώντας τὸ πιὸ δυναμικὸ στοιχεῖο ἐπικοινωνίας, τὴν ἐρώτηση καὶ τὸν διάλογο, ὁ ὑμνογράφος δίνει τὶς κορυφαῖες στιγμὲς τῆς ποίησης τῆς M. Ἑβδομάδος: (ἰδιόμελο M. Πέμπτης) «Σήμερόν σε θεωροῦσα ἡ ἄμεμπτος Παρθένος ἐν σταυρῷ, Λόγε, [...] στενάζουσα ὀδυνηρῶς ἐκ βάθους ψυχῆς, παρειὰς σὺν θριξὶ καταξαίνουσα, κατετρύχετο [...] Διὸ καὶ τὸ στῆθος τύπτουσα, ἀνέκραζε γοερῶς/ Οἶμοι, θεῖον τέκνον! Οἶμοι, τὸ φῶς τοῦ κόσμου! Τί ἔδυς ἐξ ὀφθαλμῶν μου, ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ;». Καὶ ἀμέσως μετά: «Υἱέ μου, ποῦ τὸ κάλλος
ἔδυ τῆς μορφῆς σου; Οὐ φέρω καθορᾶν σε ἀδίκως σταυρούμενον». Καὶ ποιὸς δὲν ἔχει
συγκινηθεῖ μὲ τὴν ποιητικότητα τῶν γνωστῶν στίχων τοῦ ἐπιταφίου θρήνου: «Ὢ
γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, ποῦ ἔδυ σου τὸ κάλλος;».
Ἀπὸ τὴν ἐπαφὴ μὲ αὐτὴ τὴν ποίηση, γεννῶνται εὔλογα ἐρωτήματα. Πόσο εἶναι εὐρύτερα γνωστὴ αὐτὴ ἡ
ποίηση, ἡ ἐκκλησιαστική μας ποίηση; Πόσο
οἱ φιλόλογοι καὶ τὸ ἀναλυτικὸ πρόγραμμα διδασκαλίας καὶ τὰ σχολικὰ βιβλία ἔχουν
ἀξιοποιήσει - ὄχι θεολογικά, ἀλλὰ φιλολογικά, πού θὰ πεῖ λογοτεχνικά, γλωσσικά,
αἰσθητικά - αὐτὴ τὴν ποίηση; Πόσο ἡ ποίηση τόσων αἰώνων ἑλληνικοῦ ἱστορικοῦ
βίου, ἐννοῶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ποίηση τοῦ Βυζαντίου, ἔχει ἀξιοποιηθεῖ σὲ ἐπίπεδο
λογοτεχνίας, γλώσσας, ἱστορίας τῶν κειμένων καὶ αἰσθητικῆς ἀπὸ τὸ Σχολεῖο, τὴ Γενικὴ
Ἐκπαίδευση καὶ τὴν ἐν γένει ἐπαφὴ μὲ τὴν ἑλληνικὴ λογοτεχνικὴ παράδοση; Γιατί δὲν
πιστεύω νὰ ἀμφιβάλλει κανεὶς ὅτι αὐτὴ ἡ δημιουργικὴ γραφὴ στὶς καλὲς στιγμὲς
της (ὅπως πάντα συμβαίνει) εἶναι κατ᾽ ἐξοχὴν κομμάτι καὶ καύχημα τῆς μακραίωνης
ποιητικῆς μας παράδοσης.
ΠΗΓΗ : "ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ", τ. 192, ΑΠΡΙΛΙΟΣ
2008, σ. 18 κ.ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου