Τί
θὰ πεῖ πνευματικὴ φτώχεια; Ὅλοι σας ἔχετε δεῖ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι φτωχοὶ κι
ἄποροι. Γιὰ νὰ περιγράψουμε τὴν πνευματικὴ φτώχεια λοιπὸν ἂς ἐξετάσουμε πρῶτα
τὴν ὑλικὴ φτώχεια, ὥστε ἀπὸ τὰ ὅμοια νὰ φτάσουμε σὲ μία σωστὴ ἐξήγηση.
Ἄπορος,
ὅπως τὸ λέει κι ἡ λέξη, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει τίποτα. Ὅ,τι μπορεῖ νὰ
ἐλπίζει πὼς θὰ λάβει θὰ ἔρθει μόνο ἀπὸ τὴν εὐσπλαχνία τῶν ἄλλων. Οὔτε ἕνα
κομμάτι ψωμὶ γιὰ νὰ χορτάσει τὴν πείνα του δὲν ἔχει ἢ κάτι γιὰ νὰ ξεδιψάσει τὴ
δίψα του, ποὺ τὸ ἔχουν ἄφθονο ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Δὲν θὰ εἶχε κατάλυμα. Δὲν θὰ
εἶχε τίποτα νὰ ντύσει τὴ γύμνια του ἂν κάποιος φιλεύσπλαχνος δὲν τὸν λυπόταν
καὶ δὲν τοῦ ἀγόραζε ροῦχα. [...] Ὅλοι τὸν περιφρονοῦν καὶ τὸν κοροϊδεύουν λὲς
κι ἔχουν νὰ κάνουν μὲ σκουπίδια, ἂν καὶ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ κάποιοι φτωχοὶ
μπορεῖ νὰ λάμπουν ὅπως ὁ χρυσὸς στὸ χωνευτήρι.
Ἂς
προσπαθήσουμε τώρα νὰ μεταφέρουμε αὐτὰ τὰ φυσικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ φτωχοῦ καὶ
ἄπορου σὲ κάποιον ποὺ εἶναι «πτωχὸς τῷ πνεύματι». Μιλᾶμε γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ
παραδέχεται πὼς εἶναι πνευματικὰ φτωχός, ποὺ ὁμολογεῖ πὼς δὲν ἔχει τίποτα δικό
του· περιμένει τὰ πάντα μόνο ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι σίγουρος πὼς ὁ ἴδιος
δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ σκεφτεῖ μὰ οὔτε καὶ νὰ ἐπιθυμήσει κάτι καλό, ἂν δὲν τοῦ δώσει
ὁ Θεὸς ἕνα καλὸ λογισμὸ ἢ μία καλὴ ἔμπνευση. Εἶναι πεπεισμένος πὼς χωρὶς τὴ
χάρη τοῦ Χριστοῦ δὲν μπορεῖ οὔτε μία καλὴ πράξη νὰ κάνει. Τὸν ἑαυτό του τὸν λογαριάζει
σὰν τὸν χειρότερο καὶ τὸν πιὸ ἁμαρτωλὸ ἀπ’ ὅλους. Κάθε φταίξιμο τὸ ρίχνει στὸν
ἑαυτό του καὶ δὲν κρίνει ποτὲ τοὺς ἄλλους. Ὁμολογεῖ πὼς τὸ ἔνδυμα τῆς ψυχῆς του
εἶναι λερωμένο, βρώμικο, τελείως ἄχρηστο. Δὲν παύει νὰ ἱκετεύει τὸν Κύριο νὰ
καθαρίσει τὸ χιτώνα τῆς ψυχῆς του καὶ νὰ τὸν ντύσει μὲ τὸν ἄφθαρτο χιτώνα τῆς
δικαιοσύνης. Προσπαθεῖ πάντα νὰ καταφεύγει κάτω ἀπὸ τὰ φτερὰ τοῦ Θεοῦ. Πουθενὰ
ἀλλοῦ δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ ἀσφάλεια, παρὰ μόνο στὸν Κύριο. Ὅ,τι κι ἂν ἔχει τὸ
λογαριάζει σὰν δῶρο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ τὸν εὐχαριστεῖ καὶ τὸν δοξολογεῖ
διαρκῶς, μὰ καὶ δίνει μέρος ἀπὸ τὰ ἐλέη τοῦ Θεοῦ σ’ ἐκείνους ποὺ τοῦ ζητοῦν.
Αὐτὸς εἶναι ὁ «πτωχὸς τῷ πνεύματι».
Τέτοιος
φτωχὸς πνευματικὰ εἶναι πραγματικὰ μακάριος κι εὐτυχισμένος, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος.
Γιατὶ ὅπου ὑπάρχει ταπείνωση, ὅπου ὑπάρχει ὁμολογία τῆς φτώχειας καὶ τῆς
ἀθλιότητας, ἐκεῖ ὑπάρχει κι ὁ Θεός. [...] Σ’ αὐτοὺς τοὺς πνευματικὰ φτωχοὺς ἦρθε
ὁ Κύριος γιὰ νὰ φέρει τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τοῦ εὐαγγελίου τῆς βασιλείας τοῦ
Θεοῦ. Πρόσεξε: λέει στοὺς
πνευματικὰ φτωχοὺς κι ὄχι στοὺς πλούσιους, γιατὶ ἡ ὑπερηφάνειά τους ἀπομακρύνει
τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, καὶ τότε μοιάζουν μὲ σπίτι ἄδειο καὶ βρώμικο. Οἱ ἄνθρωποι δὲν
ἁπλώνουν τὸ χέρι τους γιὰ νὰ βοηθήσουν καὶ νὰ ἐλεήσουν ἐκείνους ποὺ εἶναι
πραγματικὰ φτωχοὶ καὶ ζητοῦν ἀπεγνωσμένα τὰ βασικὰ ἀγαθά; Τότε, πῶς δὲ θὰ
δείξει πολὺ περισσότερο ὁ Θεὸς τὸ ἔλεος καὶ τὴν πατρική του φροντίδα στοὺς
πνευματικὰ φτωχοὺς ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται καὶ δὲ θὰ τοὺς γεμίσει μὲ τ’ ἀμέτρητα
πλούτη Του; [...] Ὁ ἄνθρωπος, ἐκεῖ ποὺ ἦταν οὐράνιος, αἰχμαλωτίστηκε ἀπὸ τὸ
διάβολο κι ἔγινε ἐπίγειος, ἐγκλωβίστηκε στὴν ἐγκόσμια ματαιότητα. Οἱ ἁπλοὶ
ἄνθρωποι ἔγιναν πονηροί, οἱ καλοὶ ἔγιναν κακοί, οἱ ταπεινοὶ ὑπερήφανοι, οἱ
ἁγνοὶ ἁμαρτωλοί. Ἄνθρωποι ποὺ πρὶν ἦταν δυνατοὶ γιὰ κάθε ἀγαθό, ἅγιο κι
ἀληθινό, τώρα ἔγιναν ἀδύναμοι, δὲν μποροῦν νὰ κάνουν τίποτα καλό. Ἀγωνίζονται
νὰ διαπράξουν κάθε πονηρὸ ἔργο, γιὰ νὰ δικαιωθεῖ ἡ Γραφὴ ποὺ λέει «Ὅτι ἔγκειται
ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος αὐτοῦ» (Γεν. η΄ 21).
Μόνο ἡ πνευματικὴ φτώχεια καὶ ἡ σοφὴ ταπείνωση μποροῦν νὰ φέρουν τὴ βασιλεία
τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων.
ΠΗΓΗ
: Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κροστάνδης, Οἱ
Μακαρισμοί, Δέκα ἑρμηνευτικὲς ὁμιλίες, Ἀθήνα 2005.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου