Του Θεολόγου κ. Νικόλαου Ρεντάκη
Στὴν[1] «Ἀποτρεπτικὴν Παραίνεσίν» του
«Πρὸς τοὺς ἀδεῶς εἰς Εὐρώπην χάριν πραγματείας πέμποντας τοὺς παῖδας» βρίσκουμε
τὴν πηγὴ τοῦ προσανατολισμοῦ τοῦ
Παπαδιαμάντη κατὰ τῶν σπουδῶν στὴν Ἑσπερία. Μέσα στὸ ἔργο του δὲν ἀφίνει εὐκαιρία
ὁ Παπαδιαμάντης ποὺ νὰ μὴν καυτηριάσει τὴ σοφία ποὺ ἐκτελωνίζεται ἀπ’ τὸ ἐξωτερικὸ
καὶ κείνους ποὺ ξιπάζουνται γιὰ τὶς σπουδὲς στὴ Δύση, ἢ γιὰ τοὺς καρποὺς τοῦ
Δυτικοῦ πολιτισμοῦ, ποὺ ἔμπαινε μὲ τὴ μία ἢ τὴν ἄλλη μορφὴ στὸ τόπο. Εἶναι ἀμείλικτη
ἡ κριτική του γιὰ ὅλα τοῦτα. Κ’ εἶναι ἰσόποση σὲ δριμύτητα μὲ τὴν κριτικὴ τοῦ Ἀθανασίου
τοῦ Παρίου. Εἶναι ἡ συνέχεια κ’ ἡ ἀνανέωσή της. Ἡ Βαυαρικὴ ἀντιβασιλεία νόμισε ἀφελέστατα
πὼς ἀντιγράφοντας τὸν τύπο καὶ τὴ μορφὴ τῆς Γερμανικῆς παιδείας ἐκπολιτίζει τὸν
τόπο. Κι ἀπὸ τότε ὡς σήμερα τὸ ἔθνος ζεῖ μὲ τοῦτα τ’ ἀντίγραφα, ἀντὶ ἡ παιδεία
του, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση, νἆναι ἡ συνέχεια κ’ ἡ ἔξαρση τῆς Χριστιανικῆς
γραμματείας, ποὺ εἶχε κι ἔχει νὰ τοῦ πεῖ περσότερα, σοφώτερα, χρησιμότερα καὶ τὸ
σπουδαιότερο ἀληθινά, ἄντικρυ στὰ πλανημένα τῆς θύραθεν σοφίας. Οὔτ’ ὁ
Βασίλειος διδάσκεται, οὔτ’ οἱ Γρηγόριοι, οὔτ’ ὁ Χρυσόστομος, οὔτ’ Ἀθανάσιος ὁ
Πάριος, ὁ Μακάριος ὁ Νοταράς, ὁ Νικόδημος
ὁ Ἁγιορείτης καὶ γενικὰ ἡ τόσο πλούσια Ὀρθόδοξη γραμματεία, ἐνῶ
διδάσκεται ὁ Λυσίας κι ὁ Λουκιανός.
Ἂν ὑπάρχουνε
στὸν τόπο ἐκπαιδευτικοὶ ἱκανοὶ ν’ ἀγγίξουνε τὴν ψυχὴ τῆς νεότητας θὰ συνθέτανε
παράλληλους βίους ἀληθινὰ δίπτυχα φυσιογνωμικά, ὅπου θὰ φανερωνότανε ἡ φτώχεια
τῶν ψευτοηρώων κι ὁ πλοῦτος τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων. Ξέρουνε πολλὰ τὰ παιδιά
μας γιὰ τὸν Θεμιστοκλῆ, ἀλλὰ δὲν ξέρουνε τίποτα γιὰ τοὺς Ἁγίους Ἀναργύρους, γιὰ
τὸν Ἀθανάσιο, γιὰ τὸν Ἅγιο Βασίλειο, γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο, γιὰ τὸν
Ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, γιὰ τὸν Ἅγιο Γεώργιο ἢ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο, ἢ τοὺς Ἀποστόλους.
Ἡ ἱστορία τοῦ ἔθνους εἶναι βέβαια ἡ ἱστορία τοῦ ἔθνους. Ἡ ἱστορία ὅμως αὐτὴ εἶναι
μονόπλευρη κι ἐγκληματικὰ λειψή, ὅταν ἐκκοσμικεύεται τόσο τερατομορφικὰ ὥστε ν’
ἀποκλείει καὶ νὰ διαγράφεται δυὸ χιλιάδων χρόνων χριστιανικὴ γραμματεία, ὁλόκληρη
δραστηριότητα ζωῆς τῆς ἀτ’ Ἀνατολὰς Ὀρθοδοξίας, ποὖναι γεμάτη ἀπὸ ἀτίμητα
πετράδια ἀπίθανης ἀχτινοβολίας. Μόνο ἡ παραστατικὴ σύγκριση τῶν δυὸ κόσμων θἄδινε
τὴ σωστὴ εἰκόνα. Κολλήσαμε στὴν ἱστορία πέντε αἰώνων κι ἀψηφᾶμε τὴν ἱστορία εἴκοσι
αἰώνων. Τέτοια στάση καὶ τέτοιοι ξενοκίνητοι προσανατολισμοὶ ἤτανε ἀκατανόητοι
κι ἀπ’ τ’ ἀναστήματα τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ σταθήκανε οἱ πνευματικοὶ πρόγονοι τοῦ
Παπαδιαμάντη, κι ἀπ’ τὸν ἴδιο τὸν Παπαδιαμάντη, καὶ γιὰ τοῦτο βλέπουμε τὴν τόσο
ἔντονη ἀντίδρασή του καὶ τὴν τόση προσκόλλησή του στὴν παράδοση, δηλαδὴ σ’ ὅτι
εἶχ’ ἀνόθευτο ὀρθόδοξο κι Ἑλληνικὸ κι ὀχτρὸ κάθε ἐπιχρυσομένου Δυτικοῦ
βαρβαρισμοῦ. Πολὺ εὔκολα μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς χιλιάδες τεκμήρια σ’ ὅλη τὴν ἱστορία
τῶν τελευταίων ἑκατὸ πενῆντα χρόνων ποὺ νὰ βεβαιώνουνε τὴν ἀλήθεια τοῦ
χαρακτιρισμοῦ. Καὶ τέτοια τεκμήρια βαρβαρικῶν πολιτιστικῶν ἐπιχρυσώσεων
προσκομίζει ὄχι λίγα ὁ Παπαδιαμάντης στὸ ἔργο του, ὅταν μιλᾶ γιὰ τὴν παιδεία,
γιὰ τὸν ἀνώτατο κλῆρο, γιὰ τὰ κοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ ἤθη. Καὶ γιὰ τοῦτο ἐναγώνια
εἶν’ ἡ προσπάθειά του νὰ σταθεῖ ἀνόθευτη ἀπ’ τὶς βαρβαρικὲς ἐπιχρυσώσεις περιοχὴ
τοῦ νησιοῦ του, ἐκεῖ ποὺ ἡ ζωντανὴ παράδοση δὲν εἶχε σβύσει. Τοῦτο δὲν σημαίνει
πὼς τοὺτη ἡ περιοχὴ ἤτανε λυτρωμένη ἀπ’ τὴ βαρειὰ νέφωση τῆς ἁμαρτίας. Κάθε ἄλλο.
Ἡ ἁμαρτία ὅμως κ’ οἱ ξενοβάρβαρες τάχα
πολιτιστικὲς εἰσβολὲς ἤτανε εὐδιάκριτες σὰν μυῖγα μέσα στὸ γάλα. Καὶ τὸ
σπουδαιότερο ἡ Βαβὲλ τῶν καιρῶν μας δὲν εἶχ’ ἐπικρατήσει ὥστε ἡ σύγχυση κι ὁ
συμμιγῆς μουσικὸς θόρυβος, τὸ θεατρικὸ μπούγιο κι ὅλα τ’ ἀλλοπρόσαλλα νὰ
κάνουνε τὴ ζωὴ καὶ τὸν ἄνθρωπο ἀκατανόητα φαινόμενα. Τὸ σκυλὶ ἤξερε τὸν ἀφέντη
του, τὸ πολιτικὸ ἀστέρι ἤτανε ἀμετακίνητο στὴ θέση του κι ὁ κόσμος ποὺ ζοῦσε
μέσα στὸ κλῖμα τῆς παράδοσης μισοκαταλάβαινε τὸν προορισμό του, καὶ γιὰ τοῦτο ἡ
ἐλπίδα θέρμαινε τὰ σπλάχνα του. Ὁ κόσμος τῆς σύγχυσης καὶ τῆς πνευματικῆς πελαγοδρομίας
φανέρωσε τῆν ἴδια ἀντίδραση κατὰ τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ φανέρωσε καὶ κατὰ τοῦ Ἀθανασίου
τοῦ Παρίου. Τοῦτο ἔχει σημασία. Ἕνας φτάνει γιὰ ν’ ἁλατίσει χιλιάδες κυβικὰ ἄγευστο
νερό. Κι ἂς ἔχει μωρανθεῖ τὸ ἅλας τῶν πολλῶν. Ἡ σιγὴ τύλιξε τὴ μνήμη τοῦ Ἀθανάσιου
τοῦ Πάριου. Κι ὅμως πενῆντα περίπου χρόνια μετὰ τὸ θάνατό του γεννιέται ἕνας
πνευματικός του ἐπίγονος, ὁ Παπαδιαμάντης, ποὺ βεβαίωσε τὴν ἀλήθεια τοῦ λόγου
του καὶ συνέχισε τὸ πλούσιο καὶ πνευματικώτατο ἔργο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου