"Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς" (Κατά Ιωάννη 8,32).
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2020

O ΠΑΠΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ


Την ώρα που μπήκαν οι Τούρκοι στην Αγιά Σοφιά δεν είχε τελειώσει ακόμη η λειτουργία. Ο παπάς, που έκανε την λειτουργία, πήρε αμέσως το άγιο δισκοπότηρο, ανέβηκε στα κατηχούμενα, εμπήκε σε μια θύρα και η θύρα έκλεισε αμέσως. Οι Τούρκοι που τον εκυνήγησαν, είδαν να γίνει άφαντος και ηύραν εμπρός των τοίχο. πολέμησαν να τον χαλάσουν με τα όπλα τους και δεν μπόρεσαν. Έφεραν ύστερα χτίστες, κ΄ εκείνοι δεν έκαμαν τίποτα. Προσκάλεσαν κατόπιν όλους τους χτίστες της Πόλης έβαλαν τα πάντα εις ενέργεια  να γκρεμίσουν εκείνον τον τοίχο, αλλά και αυτών οι κόποι πήγαν χαμένοι. Ούτε με λοστούς, ούτε με όλα των τα σύνεργα δεν μπόρεσαν να χαλάσουν τον τοίχο, γιατί είναι θέλημα Θεού ν΄ ανοίξει μόνη της, όταν έλθει η ώρα και να βγει από κει ο παπάς να τελειώσει την λειτουργία στην Αγιά Σοφιά, όταν θα πάρωμε πίσω την Πόλη.

ΠΗΓΗ : Μιχαήλ Σωφρονιάδου, Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453, 1920, σ. 257 κ.ε.



Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΡΑΥΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΨΥΧΗΣ - ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ-ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΕΓΕΡΤΗ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ κ.κ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΑΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ 29ης ΜΑΙΟΥ 2003


Με ανείπωτη πνευματική συγκίνηση και εύλογη εθνική έξαρση ανέρχομαι στο βήμα αυτό τούτη τη συγκλονιστική στιγμή για να χαιρετήσω τη μεγάλη επετειακή μας σύναξη που είναι αφιερωμένη στη συμπλήρωση 550 χρόνων από την αποφράδα ημέρα του γένους μας, την 29 Μαΐου του 1453. Και αυθόρμητα μου έρχονται στο νου τα λόγια που ο θρυλικός Γέρος του Μωρία απηύθυνε στον άγγλο ναύαρχο Χάμιλτον αναφερόμενος στον τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Παλαιολόγο. «Ο βασιλεύς μας, είπε, εσκοτώθη, καμία συνθήκην δεν έκανε». Η φράση αυτή μου μιλάει στην καρδιά και με πληγώνει κάθε φορά που την σκέφτομαι. Αναλογίζομαι αν θα μπορούσαμε να μπούμε στην ψυχή του Κολοκοτρώνη για να ψυχανεμισθούμε το πάθος και το βάθος που κρύβουν τα πικρά τούτα λόγια. Αν θα μπορούσαμε να πάμε 550 χρόνια πίσω, τέτοιες σκληρές μέρες, από τις σκληρότερες που πέρασε  ο  Ελληνισμός στο διάβα της ιστορίας του, θα βιώναμε την μεγάλη οδύνη, το θρήνο και τον πόνο του γένους για την μεγάλη συμφορά. 


Αν θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε όχι με πάθος, αλλά με μάθος τις ψυχές τις τοτηνές με τις δικές μας ευτελισμένες από την καταναλωτική μανία και την υλιστική θεώρηση της ζωής ψυχές, θα βλέπαμε το μέγεθος της πλάνης μας κάθε φορά που αισθανόμαστε να αδειάζει ο εσωτερικός μας κόσμος από τα οράματα και τα θάματα της φυλής μας. Αν θα μπορούσαμε να μεταφερθούμε όχι τόσο παλιά, αλλά στα χρόνια του Κολοκοτρώνη και τόσων μετά από αυτόν Ελλήνων θα δοκιμάζαμε λίγο την πίστη τους και τα ιδανικά τους ταυτισμένα με τα οράματα του γένους μας. Αν διαβάζαμε όχι όλη, μα σπαράγματα μονάχα από την απάντηση του Κωνσταντίνου στον Μωάμεθ σαν αυτό «το δε την πόλιν σοι δούναι, ουτ, εμόν, ούτε άλλου των κατοικούντων εν αυτή πάντες γαρ αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών», θα μας κατελάμβανε δέος και γοητεία μαζί μπρος στον απαράμιλλο ηρωισμό, την άφθαστη ανδρεία και την ολόψυχη πίστη του τελευταίου αυτοκράτορα, ως εκφραστού της πίστεως των Ελλήνων στα υπερούσια ιδανικά τους.

Αν ύστερα ψάξουμε στα παραμύθια έστω, με τα οποία δίνουμε ψυχή και καρδιά στα παιδιά μας. αν με πείσμα αναδιφήσουμε σε σχολικά βιβλία όλων των βαθμίδων να βρούμε λίγη ψυχή και ιστορική μνήμη της Ρωμανίας τότε, φευ, πρέπει να ξαναγράψουμε νέους θρήνους για νέες αλώσεις, νέες δηλώσεις, νέες δουλείες, νέες λεηλασίες ψυχών χειρότερες από εκείνες της Άλωσης. Γιατί τότε υλικά, εμπράγματα παλάτια, ναοί, σκεύη, σπίτια, θησαυροί, σώματα παραδόθηκαν στον όλεθρο της φωτιάς, της αρπαγής, του θανάτου. Σήμερα όμως παραδώσαμε ό,τι ωραιότερο, ό,τι πολύτιμο και τζιβαϊρικό στον όλεθρο της λήθης και της συνειδητής λησμονιάς. Όχι μνήμη, όχι αλήθεια, όχι πίστη, όχι ιστορία. Όλα αυτά σήμερα κρίνεται ότι απειλούν τον νέο Έλληνα, την πρόοδο του και τον εκσυγχρονισμό του. Έτσι που γίναμε μας φαίνονται σαν παρανοϊκά όλα τούτα τα αληθινά που συνέβησαν κάποτε σαν σήμερα όταν την Πόλιν πήραν την και έφριξε όλη η γη. Η παράδοση τούτη, οι θρήνοι και οι θρύλοι, το θεμέλιο του νέου Ελληνισμού, το ζωτικό όραμα που έθρεψε γενιές και γενιές και οδήγησε στην ανάσταση, με την ελπίδα της αναβίωσης του μαρμαρωμένου βασιλιά, της συνέχισης της λειτουργίας που κόπηκε στη μέση και της μεγάλης κραυγής της Ελληνικής ψυχής προς την μεγάλη Δέσποινα και Βασίλισσα μας, σκέφτομαι περίλυπος αν θα υπάρχει αύριο κάποιος να τα θυμίσει, να κλάψει, να φωνάζει, να στοχασθεί, να διδαχθεί καινά τα διδάξει. Τόση σιωπή, τόση άπνοια, τόση λήθη, τόση ακηδία, τόση αφασία, τόση συρρίκνωση ψυχής, μνήμης, καρδιάς. Τόση διάβρωση στα τελευταία 50 χρόνια. Τόσο βύθισμα στην μηδενική θεώρηση των πάντων, τόσος εθνικός μηδενισμός, αβυσσαλέα έκπτωση, θανατερή διαγραφή του ζωτικού και σωστικού μας μύθου.

Και διερωτώμαι πως μπορούμε μέσα στην πανσπερμία των εθνών να εξασφαλίσουμε την επιβίωση μας, χωρίς ιστορική μνήμη, χωρίς θρύλους, χωρίς διδαχή. Ψάχνω να βρω την ψυχή μας σήμερα τουλάχιστον 29 Μαΐου. Και βέβαια δεν απελπίζομαι. Η σημερινή εκδήλωση μνήμης ετούτης της βραδιάς, οφειλόμενη στην πρωτοβουλία της Εκκλησίας με τη συμμετοχή, δι' εκπροσώπων των, όλων των Αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών και οι ανάλογες με την αποψινή παρεμφερείς επετειακές εκδηλώσεις που και άλλες Ιερές Μητροπόλεις της Εκκλησίας μας και πλείστοι ιδιωτικοί φορείς όλως εξαιρετικά εφέτος διοργάνωσαν είναι μια σταγόνα δροσιάς, μια γουλιά δροσερό νερό, απ' την αστείρευτη βρυσομάνα της εθνικής μνήμης, λίγος καθαρός αέρας μέσ' την μπόχα της   παραμορφωτικής αλλοτρίωσης που συστηματικά καλλιεργείται με στόχο την εμπέδωση της ιδίως στις νεότερες γενιές από σκοτεινές δυνάμεις που απεργάζονται τον όλεθρο και την περιθωριοποίηση μας.

Και δε θα πρέπει ασφαλώς να μείνουμε μόνο στις τελετές και στην αναμόχλευση της μνήμης. Πρέπει να περάσουμε δυναμικά στη διδακτική ανάλυση των αιτιών της πτώσεως, των ιδικών μας ευθυνών και της αναγνώρισης των αναγκαίων προεκτάσεων τους στη σύγχρονη εποχή. Γιατί η πτώση της πόλης δεν έγινε απροσδόκητα, αλλά ήταν νομοτελειακή συνέπεια σειράς ιστορικών γεγονότων από την πρώτη Άλωση από τους Σταυροφόρους το 1204 μέχρι τον Μάιο του 1453, όταν καταλύθηκε οριστικά η χιλιόχρονη Βυζαντινή Ρωμαϊκή μας Αυτοκρατορία. Τότε το μεν κράτος κατέρρευσε, το έθνος όμως επέζησε. Και επέζησε χάρις στην πρόνοια του Θεού που ανέδειξε την μόνη εναπομείνασα οργανωμένη δύναμη του Έθνους, δηλαδή την εκκλησία, ως Εθναρχούσα. Και όπως παρατηρεί ο σύγχρονος μας Βρετανός βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν «Όσον Εκκλησία επεβίωνε, το έθνος δεν μπορούσε να πεθάνει». Το Γένος χρειαζόταν μία δύναμη που θα εμπόδιζε την αλλοτρίωση του και θα εξασφάλιζε την επιβίωση και ανάκαμψη του. Αυτή τη δυσκολότατη αλλά και αναγκαιότατη αποστολή ανέλαβε η Εκκλησία. Αυτή επύργωσε τις ελπίδες στις ψυχές των ραγιάδων. Αυτή διέσωσε την Ορθόδοξη πίστη. Αυτή εκαλλιέργησε την παιδεία και την γλώσσα. Αυτή διεφύλαξε την εθνική αυτοσυνειδησία. Αυτή κράτησε αναμμένη τη φλόγα της ελπίδας στην εθνική αποκατάσταση. Άλλοτε καθημαγμένη και αιμάσουσσα, άλλοτε ελισσομένη και πειθαρχούσα, και άλλοτε εξεγειρομένη και επαναστατούσα, μπόρεσε να κρατήσει άσβεστη τη φλόγα της πίστεως στο Θεό και της αγάπης στην πατρίδα σε σημείο να κατορθώσει το ακατόρθωτο. Δηλαδή το έθνος του 1821 να είναι το ίδιο και απαράλλακτο με το έθνος του 1453, όπως τονίζει ο εθνικός μας ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος.

Τώρα έχω μπροστά μου μια εικόνα με δυο Κωνσταντίνους. Τον Μέγα και πρώτο, τον ιδρυτή της Πόλης του, τον Ρωμαίο που έγινε Ρωμιός και αγίασε την πόλη και τα νερά της, και απ' την άλλη τον τελευταίο Κωνσταντίνο, τον Δραγάτη Παλαιολόγο, τον Έλληνα με το ακάνθινο στεφάνι και το πικρό πρόσωπο. Και αισθάνομαι την πίκρα του. Πίκρα διπλή. Για το φαρμάκι του θανάτου όχι του ίδιου μα της ιδέας που σάρκωνε. Και πίκρα πικρότερη για το κατάντημα μερικών υστερών συνελλήνων του, για τον θάνατο των ψυχών τους, για την αμνησία που τους οδηγεί σε νέες αλώσεις χειρότερες της πρώτης. Και έπειτα έχω μπροστά μου κάποιες άλλες σύγχρονες εικόνες της ψεύτικης πραγματικότητας που μοιάζει με μια νέα πορεία στα Σούσα της παραχάραξης κάθε νοήματος, αξίας και αξιοπρέπειας του τόπου αυτού, του «μικρομέγα». Είπα παραπάνω ότι ελπίζω στην αντίδραση και στην αντίσταση του λαού μας. Γιατί πιστεύω ότι ούτε ένας γνήσιος Έλληνας δεν έχει τη διάθεση να αυτοχειριαστεί μόνος του να φωνάξει τάχα σ' όλο τον κόσμο «δεν είμαι αυτός που νομίζετε". Άλλοι τώρα κατοικούν σε αυτό τον τόπο. Άλλοι, που δεν μοιάζουν και ούτε θέλουν να μοιάζουν με εκείνους τους πλάνους και αιθεροβάμονες, τους σκοτισμένους και μεσαιωνικούς καλογήρους με ψυχή γιγάντων. Όχι. Εδώ ζουν πλέον καθαροί, ξεπλυμένοι από την βρωμιά της ιστορίας τους, νέοι άνθρωποι. Ας λεν οι Γάλλοι και οι Άγγλοι «πρώτα Γάλλοι, πρώτα Άγγλοι και υστέρα Ευρωπαίοι". Εμείς εδώ οι άρριζοι και ανάδελφοι δεν ξέρουμε τι είμαστε. Δεν θέλουμε όμως να είμαστε σαν τους παππούδες και τους πατεράδες μας. Ο Παλαιολόγος δεν υπέγραψε καμιά συνθήκη. Εμείς όμως με χέρια και πόδια υπογράφουμε και θα υπογράψουμε τη μεγάλη μας ντροπή. Ευχαρίστως θα βγάλουμε και το δέρμα μας, και την καρδιά μας, και την ψυχή μας και θα τα θυσιάσουμε για μια χούφτα δολάρια, για μια χεριά ξυλοκέρατα». Πιστεύω ότι τούτα τα λόγια κανένας Έλληνας, κανένας νέος σε τούτην την πατρίδα της παράδοσης και του ήθους δεν  θα τολμούσε  ποτέ να ξεστομίσει.  Και δεν θα τα ξεστομίσει όσο θα υπάρχει σ' αυτό το τόπο μια ζωντανή Εκκλησία, μια ακμαία πνευματική ηγεσία, μια αντάξια της ιστορίας μας πολιτική ηγεσία, άνθρωποι με ψυχή, με γνώση και επίγνωση. Διανοούμενοι, δημοσιογράφοι, εκπαιδευτικοί, επιστήμονες, επαγγελματίες, οικογενειάρχες, κληρικοί και λαϊκοί, ψυχωμένοι και αντρειωμένοι που θα πολεμήσουν την ύβρη, τη βλασφημία και τον εξευτελισμό της ομορφιάς που έσωσε τον τόπο.

Αν όλοι εμείς συγκινηθούμε και δραστηριοποιηθούμε θα αποτρέψουμε το να γίνει ο λαός μας «παλιόψαθα των εθνών», και δεν θα επιτρέψουμε να ανταλλάξουμε τα πρωτοτόκια μας με τα «κούφια καρύδια», όπως ο στρατηγός Μακρυγιάννης εχαρακτήριζε τα ξενικά και ψευδεπίγραφα ήθη, που μετά την ηρωική επανάσταση των Ελλήνων επιβάλλονταν σατανικά από τους ξένους Βαυαρούς, στον αμόρφωτο μεν αλλά θυμόσοφο και ευλαβή λαό μας.

Αγαπητοί μου
Οι βάρβαροι φαίνεται πως ήλθαν. Φαίνεται πως ήλθαμε. Να πιστέψω ότι η επιδιωκόμενη επί 170 τώρα χρόνια λύση του προβλήματος— Ελλάς, έφθασε; Να πιστέψω πως ενώ, κατά τον Κολοκοτρώνη «ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, και καμίαν συνθήκην δεν υπέγραψε», εμείς υπογράφουμε; Να παραδεχθώ πως σήμερα μετά από 550 χρόνια η μνήμη μας έχει τόσο εξασθενήσει ώστε να μη πιστεύουμε πια στην αξιοθαύμαστη αντοχή της Ελληνικής ψυχής; Μη γένοιτο. Εμείς όλοι, εσείς όλοι, τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας, οι ζωντανοί και οι νεκροί δεν έχουμε το δικαίωμα να ξεχάσουμε. Αν το κάνουμε, θα είμαστε άξιοι της τύχης μας. Και η τύχη μας θα είναι προδιαγεγραμμένη. Η απώθηση μας στο περιθώριο της ιστορίας, η στέρηση μας από την ζωντανή εντελέχεια της ύπαρξης μας, η αφομοίωση και ο εξανδραποδισμός μας. Και μια τέτοια εξέλιξη δεν μας πρέπει. Είναι άδικη για εμάς και για τα παιδιά μας. Για την ιστορία μας και για την πατρίδα μας. Για τον λαό μας που ήταν ανέκαθεν «ευκολόπιστος και καταπροδομένος».


Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ - ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ


Σὰν σήμερα πάρθηκε ἡ Πόλη ἀπ’ τὸν σουλτὰν Μεμέτη στὸ 1453, μέρα Τρίτη, βγαίνοντας ὁ ἥλιος.

Μιὰ τέτοια ἱστορία δὲ μπορεῖ νὰ τὴ γράψῃ ἄξια κανένας· δὲν πιστεύω νὰ βρίσκεται τέτοιος μεγάλος μάστορης. Κανένας, ἂς ἤτανε κι ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος, ποὺ τραγούδησε μὲ λόγια σὰν κοτρώνια τὸν φημισμένον ἐκεῖνο πόλεμο τῆς Τρωάδας.

Κείνη τὴ μέρα, ποὺ δὲν πρέπει νὰ λογαριαστῇ μηδὲ στὶς μέρες τῶν χρονῶν, μηδὲ στὶς μέρες τῶν μηνῶν, παρὰ νὰ τὴ σκεπάσῃ σκοτάδι, ὅπως λέγει Ἰὼβ γιὰ τὴ μέρα ποὺ γεννήθηκε, φόβος ποὔπιασε τοὺς ἀνθρώπους ἤτανε τέτοιος, ποὺ τρεῖς καὶ τέσσερες γενιὲς δὲ φτάξανε γιὰ νὰ συνεφέρουνε. Ἀκόμα καὶ σήμερα, σὰ διαβάζει κανένας ὅσα γράψανε οἱ ἱστορικοὶ ἐκεινοῦ τοῦ καιροῦ, εἶνε στιγμὲς ποὺ τρέμει στἀλήθεια, σὰ νὰ βρίσκεται ἴδιος μέσα στὴν Πόλη, κι ὥρα μὲ τὴν ὥρα περιμένει νὰ δῇ τοὺς Τούρκους νὰ σφάξουνε τὸν κόσμο μπροστὰ στὰ μάτια του.

Ἀναλόγως τὰ μεγαλεῖα, ποὺ εἶδε αὐτὴ φημισμένη Κωνσταντινούπολη, ἀναλόγως τὰ χίλια χρόνια πὤζησε, ἀναλόγως στάθηκε καὶ τὸ ψυχομαχητό της. Ὅλος κόσμος ταράχτηκε· στὰ πειὸ ξέμακρα μέρη τῆς χριστιανωσύνης ἀκούστηκε βρόντος πὤκανε τὸ κορμί της σὰν ἔπεσε ἄψυχο ἀνάμεσα ἀνατολὴ καὶ δύση. Δὲ μιλῶ σὰ ρωμιός μιλῶ σὰν ἄνθρωπος γιὰ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ σκληρὲς συμφορὲς ποὺ πέρασε ἀνθρωπότητα. Θεριὸ πρέπει νἆνε κανένας γιὰ νὰ μὴ δακρύσῃ τὸ μάτι του.


Καὶ ποιός δὲν τὴν ἔκλαψε! Ἕλληνες, Βενετσάνοι, Γενοβέζοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Ροῦσσοι, Πολωνοί, Ἀρμεναῖοι, ἀκόμα κοἱ ἴδιοι οἱ Τοῦρκοι, ὅλοι τὴν κλάψανε, γιατὶ στὰ καλὰ χρόνια της ὅλοι τὴν καμαρώνανε. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε γιομάτος παραξενιές. Χαίρεται καὶ καυχιέται γιὰ τὰ σπουδαῖα πράγματα, ποὺ μπόρεσε νὰ φτιάσῃ μὲ τόσους κόπους, μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς του, μὰ πάλι ὁ ἴδιος, σὰν νὰ τὸν σπρώχνη ὁ διάολος μὲ τὰ δικά του τὰ χέρια πάει καὶ τὰ χαλᾶ, ρίχνει χάμω τὸ εἴδωλο ποὺ λάτρεψε, τὸ τσακίζει καὶ τὸ ποδοπατᾶ. Σάμπως καὶ σήμερα, ποὺ λέγει πὼς τάχα μέρεψε, δὲ δουλεύει σὰ μερμῆγκι νὰ φτιάξῃ ὄμορφα πράγματα, τέχνες, χτίρια, βιβλία, γιὰ νὰ τὸν πιάσῃ ἄξαφνα μιὰ μέρα ἡ τρέλλα νὰ τοὺς δώσῃ μιὰ κλωτσιὰ καὶ νὰ πιάσῃ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή! Ἔχω ἀκουστά, πὼς σ’ ἕνα νησὶ τῆς Ἰνδίας, ἐκεῖ δὰ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦνε εἰρηνικὰ καὶ κουβεντιάζουνε γνωστικά, στὰ καλὰ καθούμενα τοὺς πιάνει ἄξαφνα μιὰ μανία καὶ τρέχουνε σὰ λυσσασμένοι στοὺς δρόμους, σκοτώνοντας ὅποιον λάχῃ μπροστά τους. Ἕνα τέτοιο πράγμα πιάνει κάθε τόσο καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, γίνεται θηρίο ἀνήμερο καὶ δαγκώνει τὰ κρέατά της.


Σὰν ἕνα μπουρίνι, ποὺ μὲ μιᾶς μελανιάζει ὁ οὐρανὸς καὶ γίνεται μέρα σὰ νύχτα κι ἀκούγονται ἀπὸ μακρυὰ βροντὲς κι ἀστροπελέκια, καὶ σὲ λίγο ξεσπᾶ δρόλαπας, κι φόβος σφίγγει κάθε καρδιά, ἀπὸ τοῦ πουλιοῦ ποὺ κελαϊδοῦσε πρὶν ἀπὸ λίγο, ἴσαμε τοῦ λιονταριοῦ, ποὖνε καμωμένη ἀπἀτσάλι, ἔτσι ξέσπασε ἀπάνω στὴ γερασμένη τὴν Πόλη σίφουνας καὶ τὴν ἔκανε στάχτη. Μέσα σὲ 55 μέρες χάθηκε ὅ,τι γίνηκε σὲ χίλια χρόνια.

Αὐτὸς ὁ θανατερὸς ἄνεμος ἔπιασε νὰ φυσᾶ ἀπὸ τὶς ἐρημιὲς τῆς Ἀσίας, ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ δὲ φυτρώνει χορτάρι, σπρώχνοντας κατὰ δῶθε ἕνα κοπάδι ἀνθρώπους δίχως σπίτια, δίχως χωράφια, ἀγρίμια ἄκαρδα, ποὺ τἆχε κάψει ἄπονη φύση μὲ τὸ κρύο, μὲ τὴν πείνα καὶ μὲ τὸν πόλεμο. Σὰν τοὺς λύκους, ποὺ λυσσᾶνε σὰν πέσῃ πολὺ χιόνι στὰ βουνὰ καὶ τρῶνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἔτσι πλανιόντανε αὐτὰ τὰ πλάσματα, ὣς ποὺ φτάξανε σὲ τοῦτα τὰ σύνορα, ποὺ ζούσανε ἀρχαῖες φυλές, ἀνθρῶποι ποὔχανε σπίτια θεμελιωμένα ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, ποὔχανε καὶ καράβια καὶ κουβαλούσανε ἀπὸ μακρυὰ κάθε τι, ποὖνε γιὰ τὴν καλοπέραση τἀνθρώπου. Τὸ πειὸ μεγάλο κάστρο, Κωνσταντινούπολη, ἤτανε χτισμένο ἀπάνω στὴν ἀκρογιαλιά, ἀνάμεσα σὲ δυὸ στεριές, γιομάτο σπίτια, μαγαζιά, ἐκκλησιές, παλάτια, συντριβάνια, ὅλα ἀπὸ πέτρα καὶ μάρμαρο. Οἱ ἀνθρῶποι ἤτανε ντυμένοι μὲ ροῦχα ἀκριβά, γράφανε καὶ διαβάζανε ἀπάνω στὸ χαρτί, ξέρανε πράγματα λογῆς-λογῆς, τέχνες καὶ ζαναάτια πολλά. Εἴχανε πλῆθος ἀγάλματα στεριωμένα ἀπάνω σὲ κολῶνες ἀπὸ χρωματιστὰ μάρμαρα, εἰκόνες ζωγραφισμένες ἀπάνω σὲ σανίδια μὲ μπογιὲς καὶ μὲ χρυσάφι, καμπάνες κρεμασμένες στὰ καμπαναριά, πράγματα ποὺ οἱ Τοῦρκοι ἀπορούσανε μὲ τί τρόπο τὰ φτιάνανε. Ἄλογα τρέχανε χλιμιντρίζοντας μέσα στὰ μεϊντάνια, κ’ οἱ ἀνθρῶποι περπατούσανε ἀπάνω σὲ δρόμους ποὺ ἤτανε στρωμένοι μὲ πελεκητὲς πέτρες. Τί κάστρο ἤτανε τοῦτο, γιομᾶτο ἀπὸ θαυμαστὰ πράγματα, ποὺ μηδὲ ὁ Προφήτης δὲν τἆχε στὸν Παράδεισο!


Δίχως νὰ χάσουνε καιρὸ τὸ ζώσανε, σουλτὰν Μεμέτης σὰ φίδι τὸ περιτύλιξε. Τοῦτοι ποὔχανε ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἀσία ἤτανε σὰ λιονταρόπουλα ἀδάμαστα· εἴχανε κότσα γερά, τὸ αἷμα τους ἔβραζε σὰ μοῦστος. Μὰ οἱ ἄλλοι ποὺ ἤτανε σφαλισμένοι μέσα στὸ σαραβαλιασμένο κάστρο, ἤτανε ράτσες γερασμένες, κουρασμένες ἀπτὰ πάθια, ἀπτὰ βιβλία κι ἀπὸ τὴν προσευχή, περήφανοι γιὰ τὸ σόϊ τους, θλιμμένοι γιὰ τὸ κατάντημά τους. σουλτάνος ἔδερνε μὲ τὸ καμουτσὶ τοὺς στρατιῶτες του, τοὺς μαχαίρωνε, τσάκιζε τὸ κεφάλι τους μὲ τὸ χρυσὸ τοποῦζι ποὺ βαστοῦσε στὸ χέρι του. Μὰ ὁ βασιλέας, ποὺ ἤτανε σφαλισμένος μέσα στὸ κάστρο, μιλοῦσε στοὺς δικούς του σὰ Χριστὸς μὲ τ’ ἀγκάθινο στεφάνι ὁποὺ τὦχε γιὰ κορώνα βασιλική. Δὲ διάταζε τοὺς στρατιῶτες του, τοὺς παρακαλοῦσε μὲ τὴ θλιμμένη φωνή του, μὲ τὰ μάτια του, ποὺ ἤτανε μελανιασμένα ἀπ’ τὴν ἀγρύπνια.

Οἱ Τοῦρκοι ἤτανε ὣς τετρακόσιες χιλιάδες· ἀπαὐτοὺς οἱ ἑκατὸ ἤτανε καβαλλαραῖοι. Οἱ Χριστιανοί, ποὺ σηκώνανε ἅρματα, μαζευόντανε ὅλοι ὅλοι ἑφτὰ χιλιάδες, Ἕλληνες, Βενετσάνοι καὶ Γενοβέζοι.

Ἡ πολιορκία ἄρχισε στὶς 5 Ἀπριλίου. Ὁ σουλτάνος ἔστησε τὴν τέντα του κοντὰ στὴν Καστρόπορτα Καλιγαρία καὶ κούρντισε ἀπάνω της τὸ μεγάλο κανόνι τοῦ Οὐρμπάν. Ὑστερώτερα ὅμως τὸ κουβάλησε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ Ρωμανοῦ. Γιὰ νὰ τὸ γιομίσουνε χρειαζόντανε δυὸ ὧρες σωστές, καὶ γιὰ τοῦτο βαροῦσε μονάχα ἑφτὰ φορὲς τὴ μέρα. Σαράντα ζευγάρια βόδια τὸ τραβούσανε, γιὰ νὰ τὸ φέρουνε ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη, καὶ γιὰ νὰ περάσουνε δυὸ μερῶν δρόμο κάνανε δυὸ μῆνες. Τετρακόσοι γενιτσάροι τὸ βαστούσανε γιὰ νὰ μὴ γύρη, διακόσοι ἀπὸ κάθε μεριά. Ὁ σουλτάνος κράτησε γύρω στὴν τέντα του δεκαπέντε χιλιάδες γενιτσάρους. Τὸ βουνὸ ποὖνε ἀπάνω ἀπ’ τὸ Γαλατᾶ, τὤπιασε ὁ Ζαγανὸ πασᾶς. Ναύαρχος ἤτανε ὁ Μπαλτάογλους, κ’ εἶχε στὸν ὁρισμό του καμμιὰ τετρακοσαριὰ καράβια, τὰ πειὸ πολλὰ μαοῦνες καὶ μικρὰ μπριγκαντίνια.


Τὰ καράβια πάλι, ποὔχανε οἱ Χριστιανοί, ἤτανε τρία γενοβέζικα, ἕνα γαλλικό, ἕνα σπανιόλικο, τρία κρητικὰ καὶ τρεῖς μεγάλες Βενετσάνικες γαλέρες.

Ἴσαμε τὶς 18 οἱ Τοῦρκοι βαρούσανε μὲ τὸ κανόνι καὶ κάνανε ψευτοπόλεμο. Οἱ γενίτσαροι χυμίζανε σὰν ζῶα χωρὶς νὰ λογαριάζουνε τὴ ζωή τους, κι ἅμα σκοτωνότανε κανένας, πηγαίνανε οἱ ἄλλοι καὶ τὸν παίρνανε στὸν ὦμο τους. Κι ἂν σκοτωνόντανε ἢ λαβωνόντανε καὶ τοῦτοι, τρέχανε πάλι ἄλλοι Τοῦρκοι καὶ τοὺς παίρνανε. Μποροῦσε νὰ σκοτωθοῦνε δέκα, παρὰ ν’ ἀφήσουνε ἕναν σκοτωμένον. Ἐξὸν ἀπ’ τὸ μεγάλο κανόνι, οἱ Τοῦρκοι εἴχανε κι ἄλλα πολλὰ μικρότερα, καὶ πλῆθος μηχανές, βαλίστρες λεγόμενες, ποὺ σφεντονίζανε βροχὴ ἀπὸ πέτρες κι ἀπὸ σαΐτες.


Στὶς 18 ἕνα κοπάδι Τοῦρκοι χύθηκε καταπάνω στὸ κάστρο μὲ τόση βουὴ καὶ τέτοιο οὔρλιασμα, πἀκουγότανε ἴσαμε τὴν ἀνατολή, δώδεκα μίλια μακρυὰ ἀπτὸ στρατόπεδο. Μὰ δὲ μπορέσανε νὰ κάνουνε τίποτα. Σκοτωθήκανε μονάχα διακόσιοι Τοῦρκοι. Κάνανε καὶ μιὰ μεγάλη τέντα ἀπὸ τομάρια ἄσπρα καὶ κόκκινα, καὶ φυλαγμένοι ἀπὸ τούτη τὴ σκεπή, σιμώσανε στὸ κάστρο κι ἀνοίξανε λαγούμια μέσα στὴ γῆ καὶ φτάξανε ἀπὸ κάτω ἀπ’ τὰ σπίτια. Μὰ οἱ Γραικοὶ ἀνοίξανε ἄλλες τρύπες καὶ διώξανε αὐτοὺς τοὺς τυφλοπόντικους. Ὕστερ’ ἀπὸ λίγες μέρες οἱ Τοῦρκοι σκαρώσανε πάλι μιὰ μεγάλη καὶ φοβερὴ μηχανή, ποὺ τὴν εἴπανε οἱ παλιοὶ Ἐλέπολι. Ἀπ’ ὄξω κι ἀπὸ μέσα τὴν εἴχανε καπλαντισμένη μὲ τρία ἀπανωτὰ βοδοτόμαρα, κι ἀπάν’ ἀπάνω εἶχε πύργους κλεισμένους πάλι μὲ τομάρια γιὰ νὰ φυλάγωνται οἱ πολεμιστές, κ’ ἕνα σωρὸ ρόδες γιὰ νὰ τὴν κυλᾶνε. Σὰν τὴν εἴδανε, ἄξαφνα τὸ πρωὶ οἱ Ἕλληνες, εἰδοποιήσανε τὸ βασιλιὰ καὶ πῆγε μὲ τὴν ἀκολουθία του νὰ δοῦνε αὐτὴ τὴν παράξενη μηχανή. Κι ἅμα τὴν εἴδανε, ἀπομείνανε σὰν πεθαμένοι. Οἱ Τοῦρκοι τὴ γεμίσανε μὲ ξύλα καὶ μὲ χώματα κι ἀφοῦ τὴν κολλήσανε κοντὰ στὸ κάστρο, πασχίσανε νὰ βουλώσουνε τὸ χαντάκι, ποὺ βρισκότανε ὁλοτρόγυρα στὸ φρούριο καὶ νὰ κατεβάσουνε ἀπάν’ ἀπὸ τοὺς πύργους κάτι γιοφύρια ποὔχανε ἕτοιμα καὶ νὰ τὰ ρίξουνε ἀπάνω στὸ φρύδι τοῦ κάστρου. Μὰ οἱ Χριστιανοὶ πολεμήσανε μὲ παλληκαριὰ καὶ γκρεμνίζανε τοὺς Τούρκους μέσα στὸ χαντάκι. Τὶς τρύπες, ὁποὺ ἀνοίγανε οἱ μπάλλες πὤριχνε τὸ μεγάλο κανόνι, κάτι κοτρῶνες φοβερὲς ἀπὸ μάρμαρο τῆς Μαύρης Θάλασσας στρογγυλεμένες μὲ τὸ καλέμι, τὶς βουλώνανε γρήγορα μὲ ξύλα καὶ μὲ βαρέλια γιομάτα χῶμα. Σὲ τούτη τὴ δουλειὰ δουλεύανε γυναῖκες, παιδιά, παπάδες καὶ δεσποτάδες ἀκόμα. Καταφέρανε μάλιστα νὰ κάψουνε καὶ τὴ μεγάλη μηχανὴ κι ἄλλες πειὸ μικρές. Ὁ σουλτὰν Μεμέτης, σὰν τὴν εἶδε νὰ καίγεται, ὡρκίσθηκε πὼς κ’ οἱ τριανταεφτὰ χιλιάδες προφῆτες νὰ τοῦ τὸ λέγανε, πάλι ποτὲ δὲν θὰ τὸ πίστευε.


Οἱ δυστυχισμένοι οἱ Χριστιανοὶ πήρανε λιγάκι ἀπάνω τους, ποὖχε κόψει τὸ αἷμα τους. Μέρα νύχτα ἀκούγανε κεῖνο τ’ ἄγριο τ’ ἀνθρωπομάζωμα νὰ οὐρλιάζῃ κάτ’ ἀπ’ τὰ τειχιά. Καὶ τοῦτα δὰ ἤτανε τόσο σαραβαλιασμένα, ποὺ πολλὲς φορὲς γκρεμνιζόντανε μονάχα ἀπὸ τὸ βρόντο τοῦ κανονιοῦ. Νύχτες ὁλάκερες δὲ σφαλίξανε μάτι. Ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδιὰ ὣς τοὺς γέρους ὅλοι δουλεύανε, κουβαλούσανε χώματα καὶ πέτρες. Κ’ οἱ καλογέροι εἴχανε ζωσθῇ τ’ ἅρματα καὶ βαστούσανε ἕνα κομμάτι τοῦ κάστρου. Στὴν πόρτα τοῦ Ρωμανοῦ ἔστεκε ὁ βασιληᾶς, ἔχοντας κοντά του τὸ γενοβέζο Γιουστινιάνη, τὸν ἀρχιστράτηγο, καὶ τὸν δὸν Φραγκίσκο ἀπ’ τὸ Τολέδο, μαζὶ μὲ πεντακόσους διαλεχτοὺς γενοβέζους. Τὴν πόρτα, τὴ λεγόμενη Μυρίανδρο, τὴ βαστούσανε δυὸ ἀδέρφια ἀντρειωμένα, ὁ Παῦλος κι ὁ Ἀντώνης Μπογιάρδοι. Τὴν πόρτα τῆς Καλιγαρίας τὴ διαφεντεύανε ὁ Θόδωρος ἀπὸ τὴν Κάρυστο κι ὁ Γιάννης Γερμανός, ὁ ἕνας πρῶτος στὸ δοξάρι κι ὁ ἄλλος στ’ ἀρκεμπούζι. Στὴν Ξυλόπορτα καὶ στὸν Πύργο τοῦ Ἀνεμᾶ στεκότανε ὁ γενοβέζος καπιτάνιος Λεονάρδος Λαγκάσκος. Στὴν κόρδα τοῦ κάστρου, ποὺ κύτταζε κατὰ τὸ λιμάνι, ἤτανε ὁ ναύαρχος Νοταρᾶς. Ὁ καπιτὰν Γαβριὴλ Τρεβιζάνος εἶχε ἀραδιασμένα τὰ καράβια του ἀπὸ τὴν κόχη τοῦ κάστρου ἴσαμε τὸ φάρο κι ὁ Ἀνδρέας Ντῖνος φύλαγε μὲ τὰ δικά του τὸ μπάσιμο τοῦ λιμανιοῦ. Ὁ σπανιόλος Πέτρος Τζουλιάνος βαστοῦσε τὸ μέρος ποὖνε ἀπ’ τὸ παλάτι τοῦ Βουκολέοντα ὣς τὸ Κοντοσκάλι. Ἤτανε κι ἄλλοι πολεμάρχοι σ’ ἄλλες μεριές. Θέλω νὰ συντομέψω τὰ καθέκαστα, μὰ δὲν ξέρω τί νὰ πῶ καὶ τί ν’ ἀφήσω. Κατὰ τὴ στεριὰ νὰ κυττάξω, γιὰ κατὰ τὴ θάλασσα;


Στὶς 20 τοῦ Μαγιοῦ, τ’ ἀπόγευμα, φανήκανε τέσσερα χριστιανικὰ καράβια γιὰ νὰ δώσουνε βοήθεια. Ἐρχόντανε πρύμα, μὰ σὰ φτάξανε κοντὰ στὴν Πόλη, ἔπεσε μὲ μιᾶς ὁ ἀγέρας καὶ καρφωθήκανε στὸν τόπο. Ὁ σουλτάνος σὰν εἶδε πὼς τὸν βοηθοῦσε ὁ προφήτης, πρόσταξε εὐθὺς τὰ καράβια του νὰ κινήσουνε καταπάνω τους. Τὰ τούρκικα χυμίξανε μὲ τούμπανα καὶ μ’ ἀλαλαγμὸ φοβερόν, κ’ ἔπιασε πόλεμος, ποὺ φοβηθήκανε ὣς καὶ τὰ ξύλα τ’ ἄψυχα. Τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα χριστιανικὰ καράβια πάλευε ἄλλο μὲ πέντε, ἄλλο μὲ τριάντα κι ἄλλο μὲ σαράντα τούρκικα. Ἡ θάλασσα ἔπηξε, πὤλεγες πὼς ἤτανε νησὶ δασωμένο ἀπὸ κατάρτια. Τρεῖς ὧρες ἤτανε κολλημένα, δίχως νὰ μπορέσουνε οἱ Τοῦρκοι νὰ τὰ πατήσουνε. Ἀπάνω στὰ τέσσερα καράβια ἔπεφτε βροχὴ ἀπὸ σαγίτες, βροχὴ ἀπὸ φωτιά, ποὺ σφεντονίζανε οἱ ζαροβοτάνες. Οἱ τσάγκρες ἀμολούσανε στουπιὰ ἀναμμένα, δεμένα ἀπάνω σὲ σαγίτες. Βουτηχτὲς βουτούσανε ἀποκάτω ἀπ’ τὶς καρίνες καὶ πολεμούσανε νὰ τὰ τρυπήσουνε. Οἱ Χριστιανοὶ πάλι ἀδειάζανε ἀπάνω στοὺς Τούρκους λεβέτια μὲ κατράμι καὶ λυωμένο ξύγκι. Ὁ καπιτὰν Φλικτανέλος κ’ οἱ τρεῖς ἀντρειωμένοι συντρόφοι του ἀπὸ τἄλλα τρία καράβια, ὁ Κατανέος, ὁ Νοβάρας κι ὁ Βαλονάρης, πολεμούσανε σὰν λιοντάρια. Ἡ θάλασσα εἶχε γιομίσει ἀπ’ τὰ κοντάρια κι ἀπ’ τὶς σαγίτες καὶ τὰ τούρκικα δὲ μπορούσανε νὰ κουνηθοῦνε. Πολλὰ ἀπὸ δαῦτα τρακάρανε καὶ βουλιάξανε, ἄλλα πάλι λαμπαδίσανε καὶ γινήκανε στάχτη. Ὁ κόσμος εἶχε μαζευτῇ καὶ κύτταξε ἀπάν’ ἀπὸ τὸ κάστρο. Ὁ σουλτάνος ἄφριζε, φώναζε, σὰ νἆχε χάσει τὸ λογικό του. Στὸ τέλος, σὰν εἶδε πὼς θὰ ξεφεύγανε οἱ Χριστιανοί, καβαλλίκεψε τἄλογό του, τὸ σπιρούνισε καὶ χύμιξε μέσα στὴ θάλασσα, τραβώντας κατὰ τὰ καράβια, κι ἀπὸ πίσω του πέσανε στὸ νερὸ οἱ πασάδες του. Οἱ ναῦτες, ποὺ δὲν ἤτανε μακρύτερα ἀπὸ μιὰ πετριά, βλέποντας τὸν ἀφέντη τους νὰ πέφτῃ στὸ νερό, ὡρμήσανε μὲ περισσότερη μανία στὴ φωτιά, μὰ ἀδιαφόρετα. Σὲ μιὰ στιγμὴ φύσηξε λίγος ἀγέρας καὶ τὰ τέσσερα καράβια περάσανε ἀνάμεσα στὰ τούρκικα, μπήκανε στὸ λιμάνι καὶ τὸ κλείσανε μὲ τὴν ἁλυσίδα. Μέσα σὲ τρεῖς ὧρες σκοτωθήκανε ἀπάνω ἀπὸ δώδεκα χιλιάδες, ὅπως λέγει ὁ Φραντζῆς, πράγμα ἀπίστευτο.


Τὴν ἄλλη μέρα σουλτᾶνος εἶπε νὰ φέρουνε μπροστά του τὸ Μπαλτάογλου, τὸ ναύαρχο, κι ἀφοῦ τὸν ἔβρισε, ὥρμησε νὰ κόψῃ τὸ κεφάλι του μὲ τὸ σπαθί του, μὰ κεῖνος ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοὖπε. « Ἀφέντη μου, κύτταξε μὲ τὰ μάτια σου πὼς μονάχα στὸ καράβι μου ἀπάνω σκοτωθήκανε ἑκατὸ δεκαπέντε δοῦλοι τοῦ Προφήτη, κἐγὼ δὲ ξεκόλλησα μηδὲ στιγμὴ ἀπὸ τὴν πρύμη τἄπιαστου καραβιοῦ. Βουλιάξανε καὶ καήκανε τόσα καράβια καὶ τόσος κόσμος σκοτώθηκε, ποὺ φαίνεται πὼς ἤτανε θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ ξεφύγουνε οἱ γκιαούρηδες. Ὥστε, σὲ παρακαλῶ, πάψε τὸ θυμό σου καὶ συγχώρησέ με.» Ὁ Μεμέτης δὲν τὸν σκότωσε, μὰ τὸν ἔδειρε ἀλύπητα μὲ τὸ καμουτσί του ποὖχε χρυσὸ πόμολο καὶ τὸ βαστοῦσε πάντα στὸ χέρι του.

Ποῦ νὰ ξιστορήσῃ κανένας, ἀκόμα καὶ μὲ δυὸ λόγια, τὸ πῶς πέρασε σουλτᾶνος τὰ καράβια του μέσα στὸ λιμάνι, κυλώντας τα ἀπάνω στὴ στεριά, ποὺ τὴν ἄλειψε μὲ ξύγκι, τὸ πῶς Γιουστινιάνης θέλησε νὰ κάψῃ τὴ νύχτα τὴν τούρκικη ἀρμάδα, μὰ οἱ Τοῦρκοι γκρεμνίσανε ἕνα κανόνι ἀπάνἀπὸ τὸ κάστρο καὶ βουλιάξανε τὸ πυρπολικό, ἐπειδὴς ἤτανε προδομένο τὸ σχέδιο τῶν Χριστιανῶν. Σὰν ξημέρωσε σφάξανε μπροστὰ στὰ μάτια τῶν Ἑλλήνων κάτ’ ἀπὸ τὸ κάστρο, τὰ παλληκάρια ποὔχανε πιασμένα. Μίαν ἄλλη μέρα οἱ Ρωμιοὶ θελήσανε νὰ κάψουνε τὸ γεφύρι, ποὔχανε ρίξει οἱ Τοῦρκοι ἀπάνω στὸ λιμάνι. Προφτάξανε καὶ κάψανε μονάχα ἕνα καράβι τούρκικο, γιατὶ οἱ Τοῦρκοι βουλιάξανε μὲ τὶς πέτρες τὰ ἑλληνικὰ καΐκια. Τὴν ἄλλη μέρα πάλι σφάξανε ὅσους πιάσανε ἀπὸ βραδύς. Τότε κ’ οἱ Ἕλληνες σκοτώσανε ἀπάνω στὸ κάστρο καμμιὰ διακοσαριὰ Τούρκους, ποὔχανε πιασμένους.


Στὶς ἑφτὰ βδομάδες, ἔστειλε ὁ σουλτᾶνος τὸ γαμπρό του Ἰσφεντιάρογλου στὸ βασιλιᾶ Κωνσταντῖνο νὰ τοῦ πῇ νὰ πάψουνε τὸν πόλεμο καὶ νὰ τοῦ παραδώσῃ τὴν Πόλη γιὰ νὰ μὴ χυθῇ ἄλλο αἷμα καὶ γιὰ νὰ μὴ σκλαβωθοῦνε τόσος λαός. Καὶ πὼς τὸν ἄφηνε νὰ πάρῃ μαζί του ὅ,τι ἤθελε καὶ νὰ πάγῃ νὰ βασιλέψῃ στὸ Μοριά, δίχως νὰ τὸν πειράξῃ κανένας. Ὁ Παλαιολόγος ὅμως δὲν τὸ παραδέχτηκε κι ἀποφάσισε νὰ σκοτωθῇ. «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὒτ’ ἐμόν ἐστι, οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ κοινὴ γὰρ γνώμη πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.»

ΠΗΓΗ : Τὸ Πάρσιμο τῆς Πόλης, ἐκδ. Ἀκρίτας.