"Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς" (Κατά Ιωάννη 8,32).

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

"Ή ΕΣΥ ΘΑ ΠΑΥΣΕΙΣ ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ Ή ΕΓΩ ΘΑ ΦΥΓΩ"


Ένας καλόγηρος της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα, μια ημέρα πήγε για ψάρεμα με αγκίστρι. Αλλά ώ του θαύματος ! Αντί για ψάρι, το αγκίστρι έπιασε μια εικόνα της Παναγίας. Επέστρεψε στο κελλί του και την έβαλε στην αρμόζουσα θέση. Αυτός όμως κάπνιζε τσιγάρο, το οποίο η Θεοτόκος δεν ήθελε. Μια ημέρα ακούει φωνή από την αγία εικόνα να λέει : "Ε γέροντα ! Σταμάτα το κάπνισμα". Αυτός όμως εξακολούθησε να καπνίζει. Η Κυρία Θεοτόκος, μη ανεχόμενη τη βρώμα του καπνού του λέγει για δεύτερη φορά: "Ή εσύ θα παύσεις το κάπνισμα, ή εγώ θα φύγω". Αυτός από τη κακή συνήθεια του καπνίσματος ή ανευλάβεια, δεν μπορούσε να το παρατήσει και κατέφυγε σε έναν πνευματικό, στον οποίον αφού εξιστόρησε τι συμβάν, παρέδωσε την θαυματουργή εικόνα. Ο πνευματικός, παρέλαβε την εικόνα και την πήγε στον άγιο Πέτρο τον Αθωνίτη, όπου βρίσκεται έως σήμερα.

"ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ", ετ. Ε΄, 1940-41, αρ. 50-51, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1940,  σ. 99.



Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

ΓΕΡΩΝ ΕΥΛΟΓΙΟΣ ΤΟΥ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΟΥ (1840 - 1948)


Ο Γέρων Ευλόγιος γεννήθηκε στο χωριό Αχλάδι της Β. Εύβοιας το 1840. Ήταν γιος ευκατάστατων, πολύτεκνων και θεοφοβούμενων γονέων, του Ιωάννου Μαλανδάρα και της Βασιλικής. Στο άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Ευστάθιος.

Από μικρός ποθούσε τη μοναχική αφιέρωση. Τον πόθο του ήλθε να τον φουντώσει η ίδια η Θεοτόκος, με τη μορφή άγνωστης γυναίκας, λέγοντάς του ν΄ αφήσει τα πρόβατα που βοσκούσε, να χαιρετήσει τους δικούς του και ν΄ αναχωρήσει για το Άγιον Όρος, αφού πρώτα σε ορισμένη θέση θα εύρισκε ένα μοναχό που θα τον βοηθούσε. Πράγματι, μετά τον αποχαιρετισμό της μητέρας του και με την ευλογία της, συνάντησε τον μοναχό, κατά την πρόρρηση της Θεοτόκου, και μαζί αναχώρησαν για το Άγιον Όρος, χωρίς ποτέ να ξαναεπισκεφθεί το χωριό του.

Με τη φροντίδα της Θεοτόκου οδηγήθηκε από τον προστάτη του μοναχό στο κοινόβιο του Αγίου Παντελεήμονος. Ήταν τότε 25 ετών. Στο μοναστήρι δεν έμεινε πολύ καιρό, γιατί σχετίστηκε με τον περίφημο Γέροντα Χατζηγιώργη, και έγινε υποτακτικός του στο κελλί του Αγίου Δημητρίου στην Κερασιά.

Η ζωή του κοντά στον Χατζηγιώργη ήταν πολύ ασκητική. εγκράτεια, νηστεία, βαριά εργασία και κυρίως αγρυπνία και προσευχή. Μετά από ευδόκιμη δοκιμασία εκάρη μοναχός με το όνομα Ευλόγιος. Από την αρχή ξεχώριζε μέσα στη συνοδεία, η οποία απετελείτο από 40 περίπου μοναχούς, για τη θετική και ζωντανή του παρουσία και την προκομμένη πνευματική του ζωή. Μετά την απομάκρυνση του Χατζηγιώργη από την Κερασιά, η ευλογημένη συνοδεία διασκορπίστηκε σε όλο το Άγιον Όρος σε μικρές συνοδείες. Η αγωγή του Χατζηγιώργη είχε βαθειά επίδραση στον Γέροντα Ευλόγιο, ο οποίος με άλλους παραδελφούς του εγκαταστάθηκε το έτος 1872 στο κελλί του Αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου, πλησίον των Καρυών, όπου, με Γέροντα τον αρχαιότερο μεταξύ αυτών π. Παχώμιο, διατήρησαν τις αυστηρές παραδόσεις των Γερόντων των.

Ο χώρος του ιστορικού κελλιού, που φέρει την προσωνυμία από θαυμαστή φανέρωση του Αγίου στη δίωξη ληστών, έγινε τόπος εντατικής προσπάθειας αναδημιουργίας και ανακαινίσεως. Ο Γ. Ευλόγιος, δεύτερος της συνοδείας, ήταν η ψυχή όλων. Με την πνευματικότητα και την εργατικότητά του ήταν ο βασικός συντελεστής της αναμορφώσεως του κελλιού. Το 1891, ύστερα από 20 χρόνια εργασίας, τελείωσαν οι ανακαινιστικές εργασίες και θεμελιώθηκε νέος ναός.

Ο Γ. Ευλόγιος με την άσκηση και την αρετή του έλαβε από τον Θεό πλούσια χάρη και δύναμη. Η φήμη του ως πνευματικού και διακριτικού Γέροντος άρχισε να διαδίδεται και πολλοί έτρεχαν κοντά του να πάρουν συμβουλές και κατευθύνσεις για τη μοναχική τους ζωή, να παρηγορηθούν και να λάβουν την ευλογία του. Αγαπούσε ιδιαίτερα τους φτωχούς, που εύρισκαν κοντά του στοργή και συμπαράσταση. Έκτισε γι΄ αυτούς, δίπλα στο κελλί, ξεχωριστό οίκημα, για να έχουν μόνιμη κατοικία, εργαζόμενοι κατά δύναμη από ευγνωμοσύνη στις διάφορες εργασίες του κελλιού. Χαρακτηριστικό για τον Γέροντα ήταν ότι, ενώ σ΄ όλους τους άλλους ήταν επιεικής στο θέμα της νηστείας και της πνευματικής ζωής γενικά, στον εαυτό του ήταν πολύ αυστηρός και απαιτητικός. Επί 13 ολόκληρα έτη δεν έφαγε λαδερό φαγητό. Τις νύκτες αγρυπνούσε πολύ με ακατάπαυστες μετάνοιες, και προσευχόμενος φωτιζόταν από ένα θείο φως, που τον σκέπαζε σαν ομπρέλα και τον έλουζε όλο. Μία νύχτα, καθώς προσευχόταν, ήλθε ένας δαίμονας στο παράθυρό του κάνοντας θόρυβο για να διαταράξει την προσοχή του από την προσευχή. Τότε, με θεία δύναμη, ένας ξύλινος σταυρός που κρεμόταν στον τοίχο καρφώθηκε στο παράθυρο, αναγκάζοντας τον πονηρό να εξαφανιστεί κραυγάζοντας θρηνητικά.

Το 1901 ο Γ. Παχώμιος, γερασμένος και ασθενής, στην επιθανάτια κλίνη έβλεπε δαίμονες. Ο Γ. Ευλόγιος στάθηκε συμπαραστάτης και παρηγορητής του και όταν, κατά τις ανεξερεύνητες κρίσεις του Θεού, προσευχόμενος είδε την ψυχή του να πορεύεται στην κόλαση, πρόσπεσε με θερμά δάκρυα στη μεσιτεία της Παναγίας για την ψυχή του Γέροντός του. Μη μπορώντας να αντέξει την απώλειά του, δανείστηκε χρήματα για να κάνουν λειτουργίες ιερείς και να προσευχηθούν ασκητές επί σαρανταήμερο για την ψυχή του. Την τεσσαρακοστή ημέρα εμφανίστηκε χαρούμενος μπροστά του ο Γ. Παχώμιος και τον ασπάστηκε, ευχαριστώντας τον για τη σωτηρία του. Προς χάρη του η Θεοτόκος τον είχε απαλλάξει της κολάσεως.

Ο Γέροντας αγαπούσε πολύ την Παναγία και δεν εύρισκε τρόπους να της αποδώσει ευχαριστίες και ύμνος για την τόση εύνοια και προστασία που είχε δείξει σ΄ αυτόν. Τους Χαιρετισμούς τους έλεγε καθημερινά με θερμά δάκρυα και στις θεομητορικές γιορτές πανηγύριζε πολύ. Μία ημέρα, εορτή του Ακαθίστου, ενώ έλεγε τους Χαιρετισμούς μπροστά στην εικόνα Της, άγγελος θεάθηκε να θυμιάζει την εικόνα και όλο το ναό. Έγινε τότε εκστατικός όλος και άφθονα δάκρυα ευγνωμοσύνης γέμισαν το πρόσωπό του.

Στην πανήγυρη του γειτονικού κελλιού της Αγίας Τριάδος, διακονώντας ο Γέροντας στην τράπεζα βλέπει δύο δαίμονες να κάθονται στ΄ άπλυτα πιάτα και να γλύφουν σαρκαστικά κόκαλα ψαριών. Και τούτο γιατί κατά τον κανόνα του κοινού Γέροντός των Χατζηγιώργη δεν επιτρεπόταν να καταλύουν ψάρια. Ο Γέροντας έδεσε αοράτως τα δαιμόνια και κάλεσε τους αδελφούς του κελλιού να δουν το θέαμα. Έντρομοι εκείνοι μπροστά σ΄ αυτό που έβλεπαν, ζήτησαν συγχώρεση από τον Γέροντα, ο οποίος επιτιμώντας και κανονίζοντας τους, απέλυσε τα δαιμόνια.

Το 1910 ήλθε να μονάσει στο Άγιον Όρος ένα κοντοχωριανός του Γέροντος, ο π. Παχώμιος. Ύστερα από ένα πολυκύμαντο βίο έφθασε στη μονή Κουτλουμουσίου, όπου παρέμεινε για λίγο καιρό ως εργαζόμενος. Εδώ αρρώστησε από κρυοπαγήματα και κλήθηκε ο Γ. Ευλόγιος, ως πρακτικός γιατρός, να τον θεραπεύσει. Η γνωριμία αυτή στάθηκε αρχή του συνδέσμου τους. Μόλις έγινε καλά ήλθε και υποτάχθηκε στον Γέροντα. Ο π. Παχώμιος ήταν απλός και ήρεμος άνθρωπος. Εκοιμήθη το 1974, παραμονή του Αγίου Γεωργίου, προγνωρίζοντας τον θάνατό του από τρεις ημέρες. Την ώρα που έφευγε η ψυχή του ακούστηκε αγγελικός χαιρετισμός : "Χαίροις ψυχή απερχομένου". Ταυτόχρονα ευωδία γέμισε όλο το κελλί, το οποίο είχε μια δυνατή δυσοσμία, από την πολύκαιρη κατάκλισή του,

Το 1924 προστέθηκε ο τελευταίος της ευλογημένης συνοδείας, ο ευλαβής π. Γεώργιος, που, κατά πρόρρηση του π. Παχωμίου, εκοιμήθη το 1982. Στην αγάπη του π. Γεωργίου οφείλεται και η διάσωση των πληροφοριών αυτών.

Το 1941 ο Γέρων Ευλόγιος, 100 ετών, ήταν ολόλευκος, γαλήνιος, χωρίς σωματικές δυνάμεις, αλλά ακμαίος στις ψυχικές. Ένα πρωϊνό του Νοεμβρίου, ενώ οι υποτακτικοί του έφυγαν για το μάζεμα των ελιών, δέχθηκε την άγρια επίθεση δαιμόνων, που τον χτύπησαν αλύπητα και τον άφησαν μισοπεθαμένο. Στην κατάσταση αυτή τον βρήκαν οι μοναχοί του επιστρέφοντας στο κελλί. Όταν συνήλθε, τους διηγήθηκε το πάθημά του, δοξάζοντας τον Θεό που δεν επέτρεψε να του αφαιρέσουν τη ζωή οι ανίσχυροι δαίμονες.

Καταβεβλημένος πια από τα γηρατειά, στις 11 Απριλίου του 1948, ο πολυπαθής και ηρωϊκός Γέροντας, εγκατέλειψε τον κόσμο αυτό για να πορευθεί στη μακάρια ζωή της αιωνιότητας και της θεϊκής απολαύσεως. Είχε προγνωρίσει τον θάνατό του και κάλεσε τους μοναχούς του για να τους αποχαιρετήσει. Τους έδωσε τις τελευταίες συμβουλές, χαρίζοντάς τους τον ασπασμό της αγάπης.

Ιερομ. Δαυίδ

ΠΗΓΗ : ΠΡΩΤΑΤΟΝ, αρ. 8, Έτος 2, Ιανουάριος - Φεβρουάριος  1984, σ. 10 κ.ε.



Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΗ ΘΕΟΤΟΚΟ



ΠΗΓΗ : ΠΡΩΤΑΤΟΝ, αρ. 9, Έτος 2, Μάρτιος-Απρίλιος 1984, σ. 21 κ.ε.



ΜΟΝΑΧΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ (1814 - 1880)


Τον ίδιο καιρό που ζούσαν στην Κερασιά οι γεροντάδες π. Χατζή-Γεώργιος και π. Παχώμιος, στο κελλί των Αγίων Αποστόλων ζούσε ο Σαλός μοναχός π. Διονύσιος, Έλλην το γένος. Αυτός γεννήθηκε το 1814 και ήρθε στο Άγιον Όρος 28 έτη από τη γέννησή του, συνεπώς το 1842. Στην αρχή προσήλθε στη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, σε κάποιον γέροντα π. Νικηφόρο, με τον οποίον ζούσε και άλλος υποτακτικός, ο μοναχός π. Παρθένιος, που είχε πάθει στην υγεία του υπομένοντας την αυστηρότητα του γέροντα. του είχε δημιουργηθεί ένα είδος αργής φυματίωσης. Γι΄ αυτό το λόγο ο π. Παρθένιος, με την ευλογία του γέροντα, αγόρασε για τον εαυτό του το κελλί του μεγαλομάρτυρος αγίου Γεωργίου, όπου μετακόμισε, παίρνοντας μαζί του και τον Διονύσιο. εκεί τον έκανε μοναχό. Μ΄ αυτόν τον γέροντα ο Διονύσιος έζησε περίπου 14 χρόνια κι έπειτα αγόρασε με τη σειρά του το κελλί των Αγίων Αποστόλων στη Κερασιά. Εκεί έζησε περίπου 20 χρόνια σε μεγάλη πενία, ως έσχατος των επαιτών.

Ο μικρός ναός, όπως και το ενδιαίτημά του, ήταν φτωχά με όλη τη σημασία της λέξεως. Άγνωστο πως προμηθευόταν λάδι για τα καντήλια, διότι δεν είχε με τί να αγοράσει, πόσο μάλλον που μόνο λίγο πριν το θάνατό του άρχισε να δέχεται ελεημοσύνες. Πρωτύτερα δεν δεχόταν από κανένα τίποτα. Τα ρούχα του, μια φορά που τα φορούσε, δεν τα άλλαζε ποτέ.

Κοντά στο κελλί υπήρχε ένα μικρό αμπέλι και κάτι καρποφόρα, για τα οποία, όπως και για το ίδιο το κελλί, εντελώς αδιαφόρησε και τόσο τα εγκατέλειψε ώστε χορτάριασαν εντελώς. Η αδιαφορία του όμως αυτή, αν και του επιτρεπόταν με σκοπό την ολοκληρωτική του εμβάθυνση στη σκέψη του Θεού και τη προσευχή, τον βοήθησε, εκθέτοντάς τον σε μεγάλο πειρασμό : επανειλημμένως η Λαύρα του υπενθύμισε να φροντίσει το κελλί του, όπως ήταν υποχρεωμένος. αυτός όμως δεν έδωσε προσοχή. Τελικά η Λαύρα άρχισε να απειλεί πως θα τον έδιωχνε αν δεν διόρθωνε το κελλί του που ρήμαζε κι αν δεν καλλιεργούσε τον κήπο του.

Ορισμένοι προεστοί, που γνώριζαν και εκτιμούσαν τον γέροντα ως άνθρωπο έξυπνο, συνεκράτησαν τους υπόλοιπους να μην τον εξορίσουν. Ο γέροντας όμως, αργότερα, άρχισε να μην απορρίπτει τις δωρεές. Και ιδού τι προηγήθηκε : τέσσερα περίπου χρόνια νωρίτερα κάποιος συνάντησε τον γέροντα μακριά απ΄ το κονάκι του. Τον συμπόνεσε, λοιπόν, του έδωσε ένα τουρκικό νόμισμα και συνέχισε τον δρόμο του. Το νόμισμα εκείνο ξάφνιασε τον αφιλοχρήματο γέροντα τόσο, που αναζήτησε τον άνθρωπο και του επέστρεψε το νόμισμα λέγοντας : "Για ποιό λόγο μου το έδωσες ; Ρούχα φορώ, ψωμί έχω. τί να τα κάνω τα λεφτά ;".

Ο π. Διονύσιος είχε εμφανώς στενοχωρεθεί πάρα πολύ με την πρόθεσή του να κρατήσει το νόμισμα, εν τούτοις τον προτρέψανε να το κρατήσει για το λάδι της εκκλησίας. Ο γέροντας κράτησε το νόμισμα, κοντοστάθηκε για λίγο σε βαθύ συλλογισμό και, ξάφνου, απέθεσε το νόμισμα καταγής, εσηκώθη κι έφυγε βιαστικά. Ο μύχιος βίος του ήταν, όπως φαίνεται, αφιερωμένος εντελώς στον Θεό, ο Οποίος μερίμνησε γι΄ αυτόν ως αφοσιωμένο δούλο Του.

Ο γέροντας είχε τελειώσει την νοερά προσευχή σε υψηλό βαθμό, ενώ απέκρυπτε το γεγονός με διάφορες αλλοκοτιές, προσπαθώντας να εμπνεύσει σ΄ όσους τον εγνώριζαν πώς ήταν χαμένος άνθρωπος και πλανεμένος. Με ελάχιστους άνοιγε συζήτηση, η οποία, εν τούτοις, αποκάλυπτε το βάθος της σοφίας και της πείρας του στην πνευματική ζωή. Με τους υπόλοιπους άνοιγε τέτοια συζήτηση, που, αν δεν τον γνώριζες, εύκολα τον έλεγες παράφρονα.

Ο γέροντας έλεγε : "Σήμερα οι μοναχοί σώζονται μόνο δια του πειρασμού, διότι αρετή δεν υπάρχει. όσοι δεν υποστούν τη δοκιμασία του πειρασμού, θα ευρεθούν με τους παλαιότερους Πατέρες, που πολλά εργάζονταν. Αρκεί να αντέξει κανείς τον πειρασμό, διότι η αγόγγυστη υπομονή ισοδυναμεί με προσευχή. Ο διάβολος μας πειράζει όχι όσο εκείνος θέλει, αλλά όσο του επιτρέπει ο Θεός. Με τις δολοπλοκίες του ο εχθρός επιχειρεί να αμβλύνει τη συνείδηση του ανθρώπου, του εμπνέει απελπισία και απόγνωση ή του καταφέρει καύχηση και έπαρση για ανύπαρκτη αγιότητα. Οι πανουργίες και οι κατεργαριές του - πλήθος. Σ΄ όσους επιθυμούν τη σωτηρία, εκείνος ρίχνεται σα λυσσασμένος σκύλος.............. Εγώ του έχω πει : "Διάβολε, κάνε με ό,τι θέλεις ! Τίποτα, δεν θα κατορθώσεις. Πνευματικό έχω και κοινωνώ των Αγίων Μυστηρίων. Τί να κατορθώσεις με τις δολοπλοκίες σου ;".

Προσκαλώντας τον γέροντα σε ευρύτερη συζήτηση τον ρωτήσαμε : "Άραγε και στη μόνωση δεν υπάρχουν πειρασμοί ; Άραγε κι εσύ, ζώντας εδώ, δεν απέκτησες κάποιες ιδιαίτερες εμπειρίες ;". - "Ώ ! πόσους πειρασμούς δεν μου έστειλε ο εχθρός και πόσες δεν ήταν οι πλεκτάνες του ! Απέκτησα πείρα και άλλων τόπων, εν τέλει όμως απεφάσισα να υπομείνω εδώ, σ΄ αυτό εδώ το μέρος, γνωρίζοντας ότι τους πειρασμούς δεν τους αποφεύγεις πουθενά ! Αν θέλεις να μη σε μάχεται ο εχθρός, πιές, φάε, κοιμήσου και κάνε ό,τι του είναι επιθυμητό. δεν πρόκειται να σ΄ ενοχλήσει ούτε με πειρασμούς ούτε με σκοτούρες. Είναι σαν τον σκύλο. δεν τον πειράζεις, κάθεται ήσυχος. τον πείραξες, χυμά να σε δαγκώσει. Πρέπει να έχεις έμπειρο πνευματικό και σύμβουλο, τον οποίον να ευλαβείσαι, διότι εκεί, στην ευλάβεια, περικλείεται η ταπείνωση".

Κάποτε, Μεγάλη Παρασκευή, μαζεύτηκαν σ΄ ένα κελλί διάφοροι γέροντες ερημίτες για να κάνουν την αγρυπνία του Μεγάλου Σαββάτου. Δύο απ΄ αυτούς, που ήρθαν από την αρχή, στάθηκαν στα στασίδια δίπλα στην πόρτα. Ήταν ήδη σκοτεινά αλλά αυτοί πρόσεξαν ότι δίπλα στην πόρτα, σε μια γωνία, στεκόταν κάποιος και πλησίασαν σιγανά για να δουν. Ήταν ο γέροντας Διονύσιος, ο οποίος ευρίσκετο εν εκστάσει νοός προς τον Θεό. όταν το σώμα φαντάζει εξαϋλωμένο.

Κατάλαβαν ποιός ήταν και αναρωτήθηκαν μεταξύ τους : "Τον είδες τον σαλό ;" "-Τον είδα. Κοίτα που βρίσκεται τώρα ! ". Δίχως βαθειά ευλάβεια δεν μπορούσαν να κοιτάξουν τον γέροντα, διαισθανόμενοι που είχε εξυψωθεί η ψυχή του από το βάθος της νοεράς προσευχής της καρδιάς. Επί πολλήν ώρα ο π. Διονύσιος δεν τους είχε αντιληφθεί, που τον είχαν πλησιάσει. όταν συνήλθε και τους πρόσεξε, άρχισε αμέσως τις συνηθισμένες του αλλοκοτιές για να νομισθεί παράφρων.

Ο γέρων πατήρ Διονύσιος ετελειώθη το 1880.

ΠΗΓΗ : ΠΡΩΤΑΤΟΝ, αρ. 6, Έτος 1, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1983, σ. 114 κ.ε.