Παλιά ήταν ένας δια
Χριστόν σαλός, όλοι τον ήξεραν σαν Γιώργη. Ήταν ρακένδυτος, κάτι κουρέλια
σκέπαζαν το κορμί του. Ανάμεσα στα βάτα αν άνοιγε τα χέρια δεν ξεχώριζες αν
ήταν άνθρωπος ή αϊτός. Δε μαγείρευε ποτέ. Έτρωγε βατόμουρα, κάστανα, κούμαρα
και στο τέλος βελανίδια. Ζούσε έξω απ΄ την Εσφιγμένου και γυρνούσε στα πανηγύρια.
Δεν έτρωγε τίποτε. Κοινωνούσε εκεί κι ύστερα πασάλειβε με αυγά και φαγιά τα
γένια του και νόμιζες πως πάντα τρώει. Φεύγοντας απ΄ τα πανηγύρια φώναζε φαί -
ζωή, νηστεία - θάνατος. Στην αρχή τον είχαν για δαιμονισμένο. Όλοι τον έλεγαν ο
δαιμονισμένος. Μα ο π. Γερμανός, ένας πάνω από 85 χρόνια, που είχε προορατικό, μου
΄πε να το εξομολογηθώ. Τότε ήμουν τραπεζάρης. Ήρθε λοιπόν ο Γιώργης και τον
παραφύλαξα. Καθόταν έξω και ήξερε όλους τους ήχους, τα πάντα, όλη την τάξη της
εκκλησίας απ΄ έξω.
ΠΗΓΗ : ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΠΕΡΙ ΠΑΛΑΙΩΝ
ΑΘΩΝΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ, ΣΙΜΟΝΟΠΕΤΡΑ 3 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1979, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, σ. 10.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου