Ο Γέρων Ευλόγιος
γεννήθηκε στο χωριό Αχλάδι της Β. Εύβοιας το 1840. Ήταν γιος ευκατάστατων,
πολύτεκνων και θεοφοβούμενων γονέων, του Ιωάννου Μαλανδάρα και της Βασιλικής.
Στο άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Ευστάθιος.
Από μικρός ποθούσε τη
μοναχική αφιέρωση. Τον πόθο του ήλθε να τον φουντώσει η ίδια η Θεοτόκος, με τη
μορφή άγνωστης γυναίκας, λέγοντάς του ν΄ αφήσει τα πρόβατα που βοσκούσε, να
χαιρετήσει τους δικούς του και ν΄ αναχωρήσει για το Άγιον Όρος, αφού πρώτα σε
ορισμένη θέση θα εύρισκε ένα μοναχό που θα τον βοηθούσε. Πράγματι, μετά τον
αποχαιρετισμό της μητέρας του και με την ευλογία της, συνάντησε τον μοναχό,
κατά την πρόρρηση της Θεοτόκου, και μαζί αναχώρησαν για το Άγιον Όρος, χωρίς
ποτέ να ξαναεπισκεφθεί το χωριό του.
Με τη φροντίδα της
Θεοτόκου οδηγήθηκε από τον προστάτη του μοναχό στο κοινόβιο του Αγίου
Παντελεήμονος. Ήταν τότε 25 ετών. Στο μοναστήρι δεν έμεινε πολύ καιρό, γιατί
σχετίστηκε με τον περίφημο Γέροντα Χατζηγιώργη, και έγινε υποτακτικός του στο
κελλί του Αγίου Δημητρίου στην Κερασιά.
Η ζωή του κοντά στον
Χατζηγιώργη ήταν πολύ ασκητική. εγκράτεια, νηστεία, βαριά εργασία και
κυρίως αγρυπνία και προσευχή. Μετά από ευδόκιμη δοκιμασία εκάρη μοναχός με το
όνομα Ευλόγιος. Από την αρχή ξεχώριζε μέσα στη συνοδεία, η οποία απετελείτο από
40 περίπου μοναχούς, για τη θετική και ζωντανή του παρουσία και την προκομμένη
πνευματική του ζωή. Μετά την απομάκρυνση του Χατζηγιώργη από την Κερασιά, η
ευλογημένη συνοδεία διασκορπίστηκε σε όλο το Άγιον Όρος σε μικρές συνοδείες. Η
αγωγή του Χατζηγιώργη είχε βαθειά επίδραση στον Γέροντα Ευλόγιο, ο οποίος με
άλλους παραδελφούς του εγκαταστάθηκε το έτος 1872 στο κελλί του Αγίου Γεωργίου
του Φανερωμένου, πλησίον των Καρυών, όπου, με Γέροντα τον αρχαιότερο μεταξύ
αυτών π. Παχώμιο, διατήρησαν τις αυστηρές παραδόσεις των Γερόντων των.
Ο χώρος του ιστορικού
κελλιού, που φέρει την προσωνυμία από θαυμαστή φανέρωση του Αγίου στη δίωξη
ληστών, έγινε τόπος εντατικής προσπάθειας αναδημιουργίας και ανακαινίσεως. Ο Γ.
Ευλόγιος, δεύτερος της συνοδείας, ήταν η ψυχή όλων. Με την πνευματικότητα και
την εργατικότητά του ήταν ο βασικός συντελεστής της αναμορφώσεως του κελλιού. Το
1891, ύστερα από 20 χρόνια εργασίας, τελείωσαν οι ανακαινιστικές εργασίες και
θεμελιώθηκε νέος ναός.
Ο Γ. Ευλόγιος με την
άσκηση και την αρετή του έλαβε από τον Θεό πλούσια χάρη και δύναμη. Η φήμη του
ως πνευματικού και διακριτικού Γέροντος άρχισε να διαδίδεται και πολλοί έτρεχαν
κοντά του να πάρουν συμβουλές και κατευθύνσεις για τη μοναχική τους ζωή, να
παρηγορηθούν και να λάβουν την ευλογία του. Αγαπούσε ιδιαίτερα τους φτωχούς,
που εύρισκαν κοντά του στοργή και συμπαράσταση. Έκτισε γι΄ αυτούς, δίπλα στο
κελλί, ξεχωριστό οίκημα, για να έχουν μόνιμη κατοικία, εργαζόμενοι κατά δύναμη
από ευγνωμοσύνη στις διάφορες εργασίες του κελλιού. Χαρακτηριστικό για τον
Γέροντα ήταν ότι, ενώ σ΄ όλους τους άλλους ήταν επιεικής στο θέμα της νηστείας
και της πνευματικής ζωής γενικά, στον εαυτό του ήταν πολύ αυστηρός και
απαιτητικός. Επί 13 ολόκληρα έτη δεν έφαγε λαδερό φαγητό. Τις νύκτες αγρυπνούσε
πολύ με ακατάπαυστες μετάνοιες, και προσευχόμενος φωτιζόταν από ένα θείο φως,
που τον σκέπαζε σαν ομπρέλα και τον έλουζε όλο. Μία νύχτα, καθώς προσευχόταν,
ήλθε ένας δαίμονας στο παράθυρό του κάνοντας θόρυβο για να διαταράξει την
προσοχή του από την προσευχή. Τότε, με θεία δύναμη, ένας ξύλινος σταυρός που
κρεμόταν στον τοίχο καρφώθηκε στο παράθυρο, αναγκάζοντας τον πονηρό να
εξαφανιστεί κραυγάζοντας θρηνητικά.
Το 1901 ο Γ. Παχώμιος,
γερασμένος και ασθενής, στην επιθανάτια κλίνη έβλεπε δαίμονες. Ο Γ. Ευλόγιος
στάθηκε συμπαραστάτης και παρηγορητής του και όταν, κατά τις ανεξερεύνητες
κρίσεις του Θεού, προσευχόμενος είδε την ψυχή του να πορεύεται στην κόλαση, πρόσπεσε
με θερμά δάκρυα στη μεσιτεία της Παναγίας για την ψυχή του Γέροντός του. Μη
μπορώντας να αντέξει την απώλειά του, δανείστηκε χρήματα για να κάνουν
λειτουργίες ιερείς και να προσευχηθούν ασκητές επί σαρανταήμερο για την ψυχή
του. Την τεσσαρακοστή ημέρα εμφανίστηκε χαρούμενος μπροστά του ο Γ. Παχώμιος και
τον ασπάστηκε, ευχαριστώντας τον για τη σωτηρία του. Προς χάρη του η Θεοτόκος
τον είχε απαλλάξει της κολάσεως.
Ο Γέροντας αγαπούσε
πολύ την Παναγία και δεν εύρισκε τρόπους να της αποδώσει ευχαριστίες και ύμνος
για την τόση εύνοια και προστασία που είχε δείξει σ΄ αυτόν. Τους Χαιρετισμούς
τους έλεγε καθημερινά με θερμά δάκρυα και στις θεομητορικές γιορτές πανηγύριζε
πολύ. Μία ημέρα, εορτή του Ακαθίστου, ενώ έλεγε τους Χαιρετισμούς μπροστά στην
εικόνα Της, άγγελος θεάθηκε να θυμιάζει την εικόνα και όλο το ναό. Έγινε τότε
εκστατικός όλος και άφθονα δάκρυα ευγνωμοσύνης γέμισαν το πρόσωπό του.
Στην πανήγυρη του γειτονικού
κελλιού της Αγίας Τριάδος, διακονώντας ο Γέροντας στην τράπεζα βλέπει δύο
δαίμονες να κάθονται στ΄ άπλυτα πιάτα και να γλύφουν σαρκαστικά κόκαλα ψαριών. Και
τούτο γιατί κατά τον κανόνα του κοινού Γέροντός των Χατζηγιώργη δεν επιτρεπόταν
να καταλύουν ψάρια. Ο Γέροντας έδεσε αοράτως τα δαιμόνια και κάλεσε τους
αδελφούς του κελλιού να δουν το θέαμα. Έντρομοι εκείνοι μπροστά σ΄ αυτό που
έβλεπαν, ζήτησαν συγχώρεση από τον Γέροντα, ο οποίος επιτιμώντας και
κανονίζοντας τους, απέλυσε τα δαιμόνια.
Το 1910 ήλθε να μονάσει
στο Άγιον Όρος ένα κοντοχωριανός του Γέροντος, ο π. Παχώμιος. Ύστερα από ένα
πολυκύμαντο βίο έφθασε στη μονή Κουτλουμουσίου, όπου παρέμεινε για λίγο καιρό
ως εργαζόμενος. Εδώ αρρώστησε από κρυοπαγήματα και κλήθηκε ο Γ. Ευλόγιος, ως
πρακτικός γιατρός, να τον θεραπεύσει. Η γνωριμία αυτή στάθηκε αρχή του
συνδέσμου τους. Μόλις έγινε καλά ήλθε και υποτάχθηκε στον Γέροντα. Ο π.
Παχώμιος ήταν απλός και ήρεμος άνθρωπος. Εκοιμήθη το 1974, παραμονή του Αγίου
Γεωργίου, προγνωρίζοντας τον θάνατό του από τρεις ημέρες. Την ώρα που έφευγε η
ψυχή του ακούστηκε αγγελικός χαιρετισμός : "Χαίροις ψυχή
απερχομένου". Ταυτόχρονα ευωδία γέμισε όλο το κελλί, το οποίο είχε μια
δυνατή δυσοσμία, από την πολύκαιρη κατάκλισή του,
Το 1924 προστέθηκε ο
τελευταίος της ευλογημένης συνοδείας, ο ευλαβής π. Γεώργιος, που, κατά πρόρρηση
του π. Παχωμίου, εκοιμήθη το 1982. Στην αγάπη του π. Γεωργίου οφείλεται και η
διάσωση των πληροφοριών αυτών.
Το 1941 ο Γέρων
Ευλόγιος, 100 ετών, ήταν ολόλευκος, γαλήνιος, χωρίς σωματικές δυνάμεις, αλλά
ακμαίος στις ψυχικές. Ένα πρωϊνό του Νοεμβρίου, ενώ οι υποτακτικοί του έφυγαν
για το μάζεμα των ελιών, δέχθηκε την άγρια επίθεση δαιμόνων, που τον χτύπησαν
αλύπητα και τον άφησαν μισοπεθαμένο. Στην κατάσταση αυτή τον βρήκαν οι μοναχοί
του επιστρέφοντας στο κελλί. Όταν συνήλθε, τους διηγήθηκε το πάθημά του,
δοξάζοντας τον Θεό που δεν επέτρεψε να του αφαιρέσουν τη ζωή οι ανίσχυροι
δαίμονες.
Καταβεβλημένος πια από
τα γηρατειά, στις 11 Απριλίου του 1948, ο πολυπαθής και ηρωϊκός Γέροντας,
εγκατέλειψε τον κόσμο αυτό για να πορευθεί στη μακάρια ζωή της αιωνιότητας και
της θεϊκής απολαύσεως. Είχε προγνωρίσει τον θάνατό του και κάλεσε τους μοναχούς
του για να τους αποχαιρετήσει. Τους έδωσε τις τελευταίες συμβουλές, χαρίζοντάς
τους τον ασπασμό της αγάπης.
Ιερομ. Δαυίδ
ΠΗΓΗ : ΠΡΩΤΑΤΟΝ, αρ. 8, Έτος 2, Ιανουάριος -
Φεβρουάριος 1984, σ. 10 κ.ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου