Η Γέννηση του Χριστού (ψηφιδωτό), Μονή της Χώρας - Κωνσταντινούπολη, 1315 - 1320. |
Ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ πρώτη Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, γιατὶ κράτησε ὅ,τι τῆς
παραδώσανε οἱ Πατέρες ἀπὸ τὰ χρόνια τῶν Ἀποστόλων, χωρὶς νὰ τ’ ἀλλάξη ὁλότελα.
Κι’ ἡ τέχνη της δὲν ξέπεσε σὲ σαρκικὰ καὶ σὲ κοσμικὰ ἔργα, ὅπως ξέπεσε στὴ
δυτικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ κράτησε τὴν ἀρχαία πνευματικὴ καθαρότητα καὶ ἔκανε πάντα
πνευματικὰ στὴν ὑμνωδία καὶ στὴν ἁγιογραφία.
Ἔτσι
καὶ ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, στὰ τροπάρια καὶ στὰ εἰκονίσματά μας δοξάζεται καὶ
παριστάνεται μὲ τὴν πνευματικὴ ἀλήθεια ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἐνῷ στὶς
ἄλλες Ἐκκλησίες ἡ εἰκονογραφία ἔχασε τὸν θρησκευτικὸ χαρακτήρα της κι ἔγινε
κοσμικὴ ζωγραφικὴ ποὺ δὲν παριστάνει τὴ Γέννηση σὰν
μυστήριο, μὰ σὰν μία σκηνὴ τῆς ζωῆς, ἀπ’ αὐτὲς ποὺ γίνονται κάθε μέρα.
Στὴ
Βυζαντινὴ ἁγιογραφία ζωγραφίζεται ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ σὰν ἕνα πράγμα
ἀποκαλυπτικό, χωρὶς νὰ πάψη νὰ εἶναι μαζὶ
καὶ ἐπίγειο. Τὰ ὑπερφυσικὰ ἑνώνουνται μὲ τὰ φυσικά, ἡ οὐράνια δόξα μὲ τὴν ταπεινότερη
φτώχεια. «Ὁ ἐπὶ γῆς συνάψας τοῖς οὐρανίοις» παριστάνεται σὰν ἕνα μωρὸ
φασκιωμένο, φτωχό, μέσα σ’ ἕνα παχνί, καὶ τὸ ζεσταίνουμε μὲ τὴν ἀνασαμιά τους
ἕνα βόδι κ’ ἕνα γαϊδούρι, ἐνῷ ἀπὸ πάνω του ψέλνουνε ἀγγέλοι, κ’ ἕνα ἄστρο λαμπερὸ
ρίχνει τὴν ἀχτίδα του ἀπάνω στὸ πιὸ
φτωχὸ πλάσμα ποὺ γεννήθηκε στὸν κόσμο.
Ἡ
Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ζωγραφίζεται ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς ζωγράφους πάντα σὲ τοῦτον
τὸν τύπο : Στὴ μέση ἕνα σπήλαιο ἀπὸ κάτω ἀπὸ ἕναν μυτερὸ βράχο, καὶ μέσα στὸ
μαῦρο ἄνοιγμά του εἶναι μία φάτνη, καὶ μέσα στὴ φάτνη σπαργανωμένος ὁ Χριστός,
κι’ ἀποπάνω του ἕνα βόδι κ’ ἕνα γαϊδούρι. Ἡ Παναγία εἶναι ξαπλωμένη πλάγι στὸ
παχνί, ἔξω ἀπὸ τὴ σπηλιά, ἀπάνω σ’ ἕνα στρῶμα, κατάχαμα, ὅπως συνηθίζουνε στὴν Ἀνατολή.
Στὸ ἀπάνω μέρος δεξιὰ παριστάνουνται πολλοὶ Ἄγγελοι ποὺ κάθουνται μὲ σέβας, μὲ
φτερὰ κατεβασμένα καὶ μὲ τὰ χέρια τους σὲ στάση παρακλητική, ἐνῷ ἀπὸ τὸ
ἀριστερὸ μέρος τοῦ βουνοῦ ἕνας Ἄγγελος μ’ ἀνοιχτὰ φτερὰ μιλᾶ μὲ κάποιους
βοσκοὺς σὰν νὰ τοὺς λέγη τὴν χαροποιὰ τὴν εἴδηση. Εἶναι κι’ ἄλλοι δυὸ τρεῖς
τσομπάνηδες ποὺ βοσκᾶνε τὰ πρόβατά τους, κ’ ἕνα βοσκόπουλο παίζει τὴ φλογέρα.
Στὴν κάτω γωνία κατὰ τὰ δεξιὰ φαίνεται ὁ Ἰωσὴφ καθισμένος σὲ μία πέτρα καὶ
συλλογισμένος, μὲ τὸ κεφάλι ἀκουμπισμένο στὸ χέρι του, ἐνῷ τοῦ κουβεντιάζει
ἕνας τσομπάνης ντυμένος μὲ προβιές. Στὴν ἄλλη γωνία, στὰ ἀριστερά, εἶναι
ζωγραφισμένη μία γρηὰ γυναίκα ποὺ βαστᾶ στὴν ἀγκαλιά της τὸ νεογέννητο μωρό, καὶ
δοκιμάζει μὲ τὸ χέρι της τὸ ζεστὸ νερὸ μέσα σὲ μιὰ κολυμβήθρα, ἐνῷ μία μικρὴ
χωριατοπούλα μὲ τὸ τσεμπέρι της χύνει ζεστὸ νερὸ γιὰ νὰ πλύνουνε τὸ παιδί. Πίσω
ἀπὸ τὸ βουνὸ φαίνουνται οἱ τρεῖς Μάγοι καβαλλικεμένοι στ’ ἄλογα, καὶ δείχνουνε
τὸ ἄστρο ποὺ στέκεται ἀπάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο καὶ ρίχνει τὴν ἀχτίνα του ἀπάνω στὸ
βρέφος.
Στὶς
ἀρχαῖες τοιχογραφίες καὶ στὶς μικρογραφίες ἡ Παναγία ζωγραφίζεται ξαπλωμένη
ἀπάνω σ’ ἕνα στρωσίδι, κ’ ἔχει ἀκουμπισμένο τὸ κεφάλι στὸ χέρι της, μὲ μελαγχολικὴ
ἔκφραση, ὅπως εἶναι στὸ Δαφνί, στὴ Μονὴ τῆς Χώρας, στὴν Περίβλεπτο καὶ στὴν
Παντάνασσα τοῦ Μυστρᾶ, στὸ Πρωτάτο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στὸ Γεράκι κι’ ἀλλοῦ. Ἐνῷ
ὑστερότερα ζωγραφίζουνε τὴν Παναγία γονατισμένη μπροστὰ στὴ φάντη μὲ σταυρωμένα
τὰ χέρια. Στὰ τελευταῖα χρόνια, ἀντίκρυ στὴν γονατιστὴ Παναγία ζωγραφίζουνε τὸν
Ἰωσὴφ γονατιστὸν καὶ κεῖνον, κι’ αὐτὸς ὁ τύπος συνηθίζεται στὴ Δύση, ἀκόμα καὶ
στὰ ἔργα τῆς Ἀναγέννησης. Καμμιὰ φορὰ βλέπει κανεὶς ζωγραφισμένα πολλὰ μάτια
ἀπάνω στὸ σπήλαιο, σὰν νὰ εἶναι κάποιο πλάσμα ζωντανό. Αὐτὸ συνηθίζεται ἀπὸ
τοὺς ἀνατολίτες ἁγιογράφους, καὶ γιὰ παράδειγμα φέρνω τὴν Γέννηση στὴν
Ὀμορφοκκλησιὰ τῆς Αἴγινας, ποὺ εἶναι ζωγραφισμένη ἀπὸ καππαδόκες ἁγιογράφους.
Κάποτε ζωγραφίζουνε τὸν Ἰωσὴφ καθισμένον ἀπάνω σ’ ἕνα σαμάρι καὶ συλλογισμένον,
σύμφωνα μὲ
ὅσα γράφει ὁ Ματθαῖος, πὼς ἤθελε νὰ ἀφήσει τὴν Παναγία κρυφὰ καὶ νὰ φύγει, σὰν
τὴν εἶδε ἑτοιμόγεννη, πλὴν τὸν ἐμπόδισε ὁ Ἄγγελος: «Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς,
δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν»
(Ματθ. α΄ 19).
Ὅσο
γιὰ τοὺς Μάγους, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς καβαλλαρέους ποὺ τοὺς ζωγραφίζουνε σὲ
μικρὸ σχῆμα πίσω ἀπὸ τὸ βουνό, καμμιὰ φορὰ τοὺς παριστάνουνε καὶ σὲ ἰδιαίτερη
ὑπόθεση, ποὺ ἔχει τὴν ἐπιγραφὴ «Ἡ προσκύνησις τῶν Μάγων». Κι’ ἐνῷ αὐτὴ ἡ
παράσταση εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες στὴ χριστιανικὴ εἰκονογραφία, ποὺ πρωτοφαίνεται
στὶς κατακόμβες καὶ στὰ πιὸ παλαιὰ μωσαϊκά, μολαταύτα δὲν εἶναι πολὺ συνηθισμένη
στὴ βυζαντινὴ ἁγιογραφία. Τὴ συνηθίζουνε ὅμως πολὺ οἱ ἁγιογράφοι τῆς δυτικῆς
Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἀγαπᾶνε τὰ πομπώδη καὶ τὰ θεατρικὰ θέματα καὶ τὴν
ἐπίδειξη τῆς ἀρχοντιᾶς, ἔστω καὶ στὴ φτωχὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἦρθε νὰ διδάξη στὸν
κόσμο τὴν ταπείνωση. Παίρνουνε λοιπὸν γιὰ ἀφορμὴ τοὺς τρεῖς Μάγους, καὶ ἀραδιάζουνε
στρατὸ ὁλόκληρο ἀπὸ ἱππότες καὶ ὑπηρέτες καὶ ἀραπάδες ἁρματωμένους καὶ χρυσοντυμένους,
μὲ ἄλογα καταστολισμένα, μὲ καμῆλες φορτωμένες ἀκριβὰ πράγματα, μιὰ συνοδεία
ἀτελείωτη ποὺ ἀκολουθᾶ τοὺς τρεῖς Μάγους. Κι’ αὐτοὶ γονατίζουνε θεατρικὰ σὰν
νάναι δόγηδες εἴτε βασιλιάδες ντυμένοι μὲ ροῦχα ἀτίμητα καὶ κρατώντας στὰ χέρια
τους μαλαματένια κουτιὰ μὲ διαμαντικά, ποὺ τὰ προσφέρουνε στὸ Χριστὸ ποὺ γελᾶ
φχαριστημένος, ἐνῷ ἡ Παναγία καμαρώνει σὰν πριγκηπέσσα ποὺ τὴν προσκυνᾶνε οἱ
ὑποταχτικοί της. Αὐτὴ ἡ κούφια ματαιότητα δείχνει τὸν ἀντιπνευματικὸ χαρακτήρα
ποὺ πῆρε ἡ χριστιανικὴ εἰκονογραφία στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία. Ἡ προσκύνηση τῶν
Μάγων εἶναι ἕνα θέμα πολὺ ἀγαπημένο προπάντων ἀπὸ τοὺς Βενετσάνους ζωγράφους
ποὺ ἀγαπούσανε τὰ φανταχτερὰ πράγματα καὶ τὶς φιέστες, τόσο ποὺ τὰ ἔργα τους
καταντούσανε σὰν παραστάσεις τοῦ καρναβαλιοῦ. Ἀλλὰ κι’ οἱ ἄλλοι ζωγράφοι τῆς
Ἀναγέννησης ἀγαπούσανε λίγο πολὺ αὐτὰ τὰ πολυάνθρωπα κι’ ἐπιδειχτικὰ θέματα, κ’
ἔχουνε ζωγραφισμένες πολλὲς εἰκόνες μὲ τὴν Προσκύνηση τῶν Μάγων, ὅπως εἶναι τοῦ
Μποτιτσέλλι, τοῦ Φιλιππίνο Λίππι καὶ στὰ πιὸ παλιὰ χρόνια τοῦ Τζεντίλλε ντὰ
Φαμπριάνο καὶ τοῦ Μπενότσο Γκότσιλλι, ποὺ ἔχει γεμίσει ὁλάκερους τοίχους ἀπὸ
ἕνα πλῆθος ἀμέτρητο καβαλλαρέους, στολισμένους μὲ ροῦχα μεταξωτὰ κι’
ἁρματωμένους μὲ σπαθιὰ καὶ μὲ κοντάρια, καβάλλα ἀπάνω σὲ ἄλογα μὲ χρυσὰ γκέμια καὶ
χάμουρα, μὲ ἕνα καραβάνι ἀτελείωτο ἀπὸ μουλάρια κι’ ἀπὸ καμῆλες φορτωμένες, ποὺ
ἀνηφορίζουνε ἀπάνω στὰ βουνά.
Στὴ
δική μας ἁγιογραφία δὲν ζωγραφίζουνται τέτοια θεατρικὰ καὶ φανταχτερὰ πράγματα,
γιατὶ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ ἱστοροῦνε εἶναι ταπεινὸ καὶ πνευματικό, μὲ ἐσωτερικὴ
οὐσία κι’ ὄχι μὲ τὴν ἐξωτερικὴ ἀλαζονικὴ καὶ ἀνόητη ἐπίδειξη, ποὺ ἦρθε νὰ τὴν
καταργήση ὁ Χριστός, καὶ νὰ στρέψη τὸν ἄνθρωπο στὸν ἀπὸ μέσα πνευματικὸ κόσμο ποὺ
βρίσκεται ὁ πολύτιμος μαργαρίτης. Γι’ αὐτό, ἔξω ἀπὸ τὴν ἁγιογραφία τῆς
ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἄλλη ποὺ νὰ ἔδωσε μὲ σχήματα βαθειὰ
καὶ ἁπλὰ καὶ μὲ χρώματα μυστικὰ τὴν πνευματικὴ οὐσία τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ ἄλλοι
ζωγράφοι εἶναι ζωγράφοι ποὺ θέλουνε νὰ διασκεδάσουνε τὰ μάτια, χωρὶς πίστη στὸν
ἀπομέσα πλοῦτο ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός, καὶ γι’ αὐτὸ «τυρβάζουσι περὶ πολλὰ μάταια
καὶ ψευδῆ», ποὺ δὲν ἔχουνε καμμιὰ σχέση μὲ τὴν ταπεινὴ καὶ ἀθώα γλυκύτητα τοῦ
Χριστοῦ. Ἡ Ἀναγέννηση γύρισε τὸν ἄνθρωπο στὴν εἰδωλολατρία, στὴν ἀποθέωση τῆς
σάρκας, δηλαδὴ πάλι πίσω ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου θέλησε νὰ τὸν βγάλη ὁ Χριστὸς καὶ νὰ τὸν
κάνη ἀληθινὰ πνευματικὸ πλάσμα, νὰ τὸν μεταθέση «ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς
εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ», ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος
Παῦλος. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ φυλάξουμε τὴν ἁγιασμένη παράδοσή μας σὰν ἀληθινὸς
θησαυρὸς ποὺ εἶναι, καὶ στὴν ἁγιογραφία καὶ στὴ μουσική. Καὶ νὰ πολεμᾶμε μὲ τὴν
πίστη καὶ μὲ τὸ ζῆλο μας τοὺς κάθε λογῆς νεωτεριστὲς ποὺ θέλουνε νὰ νοθέψουνε
τὴ λατρεία μας μὲ τέτοια θεατρικὰ καὶ ἀνίερα πράγματα ποὺ φανερώνουν μονάχα ματαιοδοξία,
ἀλαφρομυαλιὰ καὶ ἀπιστία. Προπάντων στὴ Θεσσαλονίκη ποὺ στάθηκε ἡ κιβωτὸς τῆς
ἁγιασμένης ὀρθοδοξίας, ὕστερα ἀπὸ τὴν Πόλη. Νά, τούτη ἡ συχαμερὴ λέπρα τοῦ
νεωτερισμοῦ ἁπλώνει γρήγορα ἀπάνω στὸ ἄμωμο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἂς
κρατήσουμε γερὰ ὅσα μᾶς παραδώσανε οἱ πατέρες μας μαζὶ μὲ τὴν πίστη, ποὺ εἶναι
κατὰ τὴν Ἀποκάλυψη «χρυσίον καθαρόν, ὅμοιον ὑάλῳ καθαρῶ, καὶ οἱ θεμέλιοι αὐτῆς
παντὶ λίθῳ τιμίῳ κεκοσμημένοι».
ΠΗΓΗ
: Χριστοῦ Γέννησις - Τὸ Φοβερὸν Μυστήριον,
ἐκδ. «Ἁρμός», 2001.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου