Η Γέννηση του Χριστού (11ος - 12ος αιών) - Ι. Μ. Αγ. Αικατερίνης - Σινά. |
Μέρες
γιορτινές, καὶ πόσο ἡ γιορτὴ ἀνθρωπεύει τοὺς ἀνθρώπους. Μιὰ ἐλάχιστη ρωγμὴ στὸ
προσωπεῖο τῆς ἄμυνας ποὺ ἐπιβάλλει ἡ καθημερινότητα, κάποια γιορτινὴ ἀδεξιότητα
στὴ σχέση, καὶ ξαναβρίσκουμε στὰ πρόσωπα τὴν εὐαισθησία τοῦ παιδιοῦ δίχως
ντροπὴ καὶ δίχως ἔλεγχο. Αὐτὴ ἡ τρυφερότητα τῆς γιορτῆς σὲ μιὰν ἀσήμαντη χειρονομία,
στὴν ἔγνοια γιὰ ἕνα δῶρο ποὺ θὰ ἀρέσει ἢ στὴ συνειδητὴ οὐτοπία τῶν εὐχῶν, δὲν
εἶναι μόνο ὅ,τι μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ κάτω ἀπὸ τὴν ἐτικέτα τοῦ συναισθηματισμοῦ. Εἶναι
μιὰ πρόκληση ἐξόδου σὲ ἕνα εἶδος ἀποκαλυπτικῆς γνησιότητας, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐλευθερώνει
τόσο ὅσο καὶ ἡ ἀληθινὰ ἐρωτικὴ αὐτοπροσφορά.
Σὲ τέτοιες γιορτινὲς στιγμὲς ἀνθρώπινης ἀπελευθέρωσης, θέλω νὰ προλάβω νὰ πῶ μιὰν εὐχή, σὰν τὶς εὐχὲς ποὺ λέμε στὶς στιγμὲς τοῦ φωτισμοῦ ποὺ φέρνει ἕνα πεφταστέρι. Καὶ θέλω ἡ εὐχή μου νὰ μὴ σκοπεύει μονάχα τὸ χρόνο, ἕνα
χρόνο μακρό, μετρημένο σὲ χρόνια πολλά, ἀλλὰ νὰ ἀγκαλιάζει καὶ τὸ χῶρο, ὅπως
τὸν ἀγκαλιάζει καὶ τὸ φῶς τοῦ ἀστεριοῦ ὅταν σχίζει τὴ νύχτα. Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω
τὴν αἰωνιότητα δίχως τὸ χῶρο, τὸ χῶρο σὰν τρόπο καὶ ὄχι σὰν τόπο ζωῆς, τρόπο
σχέσης καὶ ἐρωτικῆς ἀμεσότητας – ὅμοια μὲ τὸ χρόνο τῆς αἰωνιότητας, ποὺ ὑπερβαίνει
τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον στὴν ἀμεσότητα τοῦ παρόντος καὶ διαρκεῖ ἀτελεύτητα
σὰν ἐρωτικὴ πληρότητα.
Λοιπόν,
ἡ εὐχή μου σὲ ἕνα διπλανό μου ἄνθρωπο καὶ στὴν ἀποκαλυπτικὴ στιγμὴ τῆς
γιορτινῆς τρυφερότητας, θὰ ἤθελα νὰ εἶναι μιὰ πραγματικὴ πρόκληση στὴν
ἀπωθημένη εὐαισθησία, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀναστήσει τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο σὲ ἀμεσότητα
σχέσης. Δὲν μιλῶ γιὰ κοινωνικὴ σχέση, οὔτε κἂν γιὰ φιλία καὶ κατανόηση. Μιλῶ
γιὰ τὴν προοδευτικὴ διεύρυνση τῆς εὐαισθησίας στὰ ὅρια τῆς καθολικῆς κτίσης καὶ
τῆς ἀνθρώπινης Ἱστορίας, γιὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὴν ἀσφυκτικὴ ἐγκύστωση στὴν πενιχρὴ
ἀτομικότητα. Καὶ θέλω νὰ βεβαιώσω τὸν ἀναγνώστη ὅτι δὲν κάνω αἰσθητικὴ μὲ ὅλες
αὐτὲς τὶς φαινομενικὰ ἀφηρημένες ἐκφράσεις. Πιστεύω ὅτι εἶναι δῶρο ἀνεκτίμητο (καὶ
σὲ αὐτὸ τὸ δῶρο ἀναφέρεται ἡ εὐχή μου) νὰ κατορθώσει ἕνας σημερινὸς ἄνθρωπος
τὴν ἐσωτερικὴ εὐρύτητα ποὺ χρειάζεται, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὴν εὐεργετικὴ πρόκληση
τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, ἔτσι ὅπως τὴν ἀξιώνεται ἡ ἐποχή μας. Καὶ αὐτὴ ἡ
εὐρύτητα μπορεῖ νὰ κερδηθεῖ, ἔστω σὰν πρώτη γεύση, σὲ κάποια στιγμὴ γιορτινῆς
ἀμεσότητας, ὅταν ραγίζουν τὰ προσωπεῖα τῆς ἐγωκεντρικῆς ἄμυνας. Σὲ αὐτὴ τὴν
ἀμεσότητα ἀναδύεται ἡ καθολικότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀποκαλυπτικὴ γνησιότητα τῆς
ὕπαρξης πέρα ἀπὸ τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο, ἡ ἀνθρώπινη προσωπικὴ μοναδικότητα σὰν
τρόπος ὑπάρξεως καὶ ὄχι σὰν ἀριθμητικὴ μονάδα βιολογικῆς ἢ κοινωνικῆς
ἐπιβίωσης.
Θὰ
εὐχόμουνα νὰ θυμηθοῦμε στὶς φετινὲς γιορτὲς ὅτι ὁ Χριστὸς τῆς Ἐκκλησίας (ὄχι ὁ Χριστὸς
τῶν ρομαντικῶν παραποιήσεων) εἶναι ὁ Νέος Ἀδάμ, ὁ ἄνθρωπος στὶς κοσμικὲς διαστάσεις
τοῦ καθολικοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως, ποὺ συγκεφαλαιώνει τὴ ζωὴ καὶ τὴν Ἱστορία σὲ
μιὰν ἀμεσότητα σχέσης κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, χρόνου καὶ αἰωνιότητας. Καὶ κάθε
πιστὸς ποὺ βαφτίζεται μέσα στὰ στοιχεῖα τῆς καινούργιας κτίσης τοῦ Θεοῦ, στὸν
τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νὰ εἶναι ὁλάνοιχτος στὴ γιορτινὴ πρόκληση τοῦ
κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, κάθε στιγμὴ ἕνας πρωτόπλαστος Ἀδάμ, μὲ τὸ παρθενικὸ
βλέμμα τῆς ἐρωτικῆς ἀμεσότητας. […]
Ἀκόμα καὶ ἡ τραγικὴ πρόκληση τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἄνθρωπου, στὰ ὅρια τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, μπορεῖ νὰ μεταμορφώνεται σὲ γιορτή. Ὄχι σὲ ὁποιαδήποτε γιορτή, ὄχι σὲ ἁπλὴ εὐφραντικὴ διέξοδο ἐγωκεντρικῶν συναισθημάτων, ἀλλὰ στὴν κατεξοχὴν γιορτὴ τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, ποὺ εἶναι ἡ Σάρκωση τοῦ Θεοῦ, ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ ἀστέρι φωτίζει μόνιμα τὴ νύχτα τοῦ κόσμου, δείχνει τὴν ὁδὸ στοὺς σοφούς, ποὺ ξέρουν νὰ προσκυνᾶνε μόνο τὴ σαρκωμένη Σοφία τοῦ Θεοῦ, τὴ Σοφία ποὺ οἰκοδομεῖ, μὲ τὸ ὑλικὸ τῆς ἀνθρώπινης ἀποτυχίας καὶ ἁμαρτίας, τὴν καινὴ πόλη τῆς Βασιλείας, τὸ σῶμα τοῦ ἀναστημένου Ἀδάμ, τὴν ἀμεσότητα τῆς σχέσης κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου,
χρόνου καὶ αἰωνιότητας.
ΠΗΓΗ
: «Ἑορτολογικὰ παλινωδούμενα», ἐκδ. Ἀκρίτας 1999. (Πρωτοδημοσιεύθηκε 20 Δεκεμβρίου 1975).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου