Για
τον χριστιανό δεν υπάρχουν παρά δύο έσχατες επιλογές: ο ουρανός και η
κόλαση. Η Εκκλησία προσδοκά την τελική ολοκλήρωση, που στην Ελληνική
θεολογία αποκαλείται αποκατάστασις, όταν ο Χριστός θα επιστρέψει «εν
δόξη» για να κρίνει «ζώντας και νεκρούς».Η τελική αποκατάσταση
περιλαμβάνει, όπως ήδη είδαμε, τη λύτρωση και τον δοξασμό της ύλης: κατά
την Εσχάτη Ημέρα οι δίκαιοι θα εγερθούν εκ των νεκρών και θα ξαναβρούν
τα σώματά τους, όχι όπως αυτά είναι τώρα, αλλά μεταμορφωμένα και
«πνευματικά», στα οποία η εσωτερική αγιότητα θα εκχέεται προς τα έξω.
Δεν θα μεταμορφωθούν δε μόνο τα σώματά μας, αλλ’ ολόκληρη η υλική τάξη
της κτίσης: ο Θεός θα δημιουργήσει «καινούς ουρανούς και καινήν γην».
Αλλ’ η κόλαση υπάρχει όσο και ο ουρανός. Πρόσφατα πολλοί χριστιανοί,
όχι μόνο στη Δύση, αλλά κατά καιρούς και στην Ορθόδοξη Εκκλησία,
έφταναν στο σημείο να πιστεύουν πως η ιδέα της κόλασης είναι ασυμβίβαστη
με την πίστη σ’ ένα Θεό που αγαπά. Ο ισχυρισμός όμως αυτός φανερώνει
μια θλιβερή και επικίνδυνη «σύγχυση φρενών». Ενώ βεβαίως αληθεύει πως ο Θεός μάς αγαπά με μια άπειρη αγάπη, είναι εξίσου αληθές πως μάς προίκισε μ’ ελεύθερη βούληση.
Και εφόσον διαθέτουμε ελεύθερη βούληση, έχουμε τη δυνατότητα ν’
απορρίψουμε τον Θεό. Αν αρνηθούμε την κόλαση, αρνούμαστε την ελεύθερη
βούληση. «Ουδείς ούτως αγαθός και οικτίρμων, ως ο Θεός», γράφει ο Μάρκος
ο Μοναχός ή Ερημίτης (αρχές 5ου αιώνα), «τω δε μη μετανοούντι, ουδέ
αυτός αφίησι». Ο Θεός δεν μάς υποχρεώνει να Τον αγαπάμε, επειδή η αγάπη δεν είναι αγάπη αν δεν είναι ελεύθερη. Πώς λοιπόν μπορεί ο Θεός να συμφιλιωθεί μ’ αυτούς που αρνούνται κάθε συμφιλίωση;
Η Ορθόδοξη στάση απέναντι στα Έσχατα και στην κόλαση εκφράζεται κατά σαφή τρόπο στην επιλογή των Ευαγγελικών αναγνωσμάτων που διαβάζονται κατά τη λειτουργία των τριών διαδοχικών Κυριακών λίγο πριν από τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Την πρώτη Κυριακή διαβάζεται η παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, τη δεύτερη η παραβολή του Ασώτου Υιού: και οι δύο ιστορίες παρουσιάζουν παραστατικά την άπειρη συγγνώμη και το έλεος του Θεού προς τους αμαρτωλούς που μετανοούν. Το Ευαγγέλιο όμως της τρίτης Κυριακής, στην παραβολή των προβάτων και των ερίφων, μάς υπενθυμίζει την άλλη αλήθεια: πώς είναι δυνατό να απορρίψει κάποιος τον Θεό και να στραφεί στην κόλαση. «Τότε ερεί και τοις εξ ευωνύμων. Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον...» (Ματθ. 25, 41). Δεν υπάρχει φυσικά καμιά τρομοκρατία στην Ορθόδοξη περί Θεού διδασκαλία. Οι Ορθόδοξοι δεν σκύβουν δουλικώς μπροστά στον Θεό από φόβο, αλλά Τον θεωρούν ως φιλάνθρωπο, «εραστή του ανθρώπου». Δεν ξεχνούν όμως πως ο Χριστός κατά τη Δευτέρα Παρουσία θα έρθει ως κριτής. Η κόλαση δεν είναι τόσο ένας τόπος όπου ο Θεός φυλακίζει τους ανθρώπους, όσο ένας τόπος τον οποίο οι ίδιοι οι άνθρωποι, καταχρώμενοι την ελεύθερη θέλησή τους, διαλέγουν για να φυλακίσουν τον εαυτό τους. Ακόμη και στην κόλαση οι κολασμένοι δεν στερούνται της αγάπης του Θεού, αλλ’ αυτό που οι άγιοι βιώνουν ως χαρά, αυτοί το βιώνουν ως βάσανα, πράγμα που είναι αποτέλεσμα της δικής τους επιλογής. «Η αγάπη του Θεού θα είναι ένα ανυπόφορο βάσανο γι’ αυτούς που δεν την έχουν αποκτήσει μέσα τους». ![]() ΠΗΓΗ : enoriaka.gr |
Τετάρτη 2 Μαΐου 2012
ΤΑ ΕΣΧΑΤΑ – ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΣΤΟΥ ΓΟΥΕΑΡ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου