"Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς" (Κατά Ιωάννη 8,32).

Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

Ἡ λευκὴ βασίλισσα - Ἡ λατρεία τῆς Παναγίας στὴ Σαντορίνη - Τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Θεοφύλακτου Μαρινάκη


Ἡ ἄγονη Σαντορίνη ἀποδεικνύεται εὔγονη σὲ πίστη, σὲ ναούς, μονὲς καὶ ἐξωκκλήσια.

Γιὰ τὴν λατρεία, τὴν τιμὴ καὶ τὴν ἀγάπη τῶν κατοίκων τῆς νήσου πολύτιμες πληροφορίες μᾶς δίνει στὸ χρονικό του ὁ Γάλλος Francois Richard, ποὺ κυκλοφόρησε στὸ Παρίσι στὰ 1657. Ὁ περιηγητής, ἀφοῦ πρῶτα ἀναφέρει τὸ πλῆθος τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ νησιοῦ, ἐκφράζει «τὸν θαυμασμόν του γιὰ τὴν ἀντίσταση τῶν Ἑλλήνων στὴν Ὀθωμανικὴ τυραννία καὶ τὴν ἀλύγιστη ἐμμονήν τους στὴν χριστιανικὴ πίστη».

«Ὅσο γιὰ τὶς ἐκκλησίες – γράφει – ὑπάρχουν κάπου 300 (σὲ κάθε 20 Σαντορινιοὺς ἀναλογεῖ μία ἐκκλησία). Μία ἀπὸ τὶς κυριότερες ἐκκλησίες εἶναι ἡ Κυρὰ τῆς Ἐπισκοπῆς, πού, κατὰ τὰ λεγόμενα τῶν κατοίκων, κτίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἀλέξιο Κομνηνό (1081-1118)».

«Πολλὲς φορές, γράφει ὁ ἴδιος περιηγητής, ἀπορῶ, πῶς κατόρθωσε νὰ ἐπιβιώσει ἡ χριστιανικὴ πίστη (δηλαδὴ ἡ Ὀρθοδοξία) στὴν Τουρκία καὶ πῶς ὑπάρχουν στὴν Ἑλλάδα 1.200.000 Ὀρθόδοξοι. Καὶ νὰ σκεφθεῖ κανεὶς ὅτι οὐδέποτε, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ Νέρωνα, τοῦ Δομητιανοῦ καὶ τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἔχει ὑποστεῖ ὁ Χριστιανισμὸς διωγμοὺς σκληρότερους ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀντιμετωπίζει σήμερα ἡ Ἀνατολικὴ ( Ὀρθόδοξη) Ἐκκλησία.

Ἐπὶ Νέρωνα πολλοὶ χριστιανοὶ εἶχαν τὸ κουράγιο νὰ πεθάνουν γενναῖα γιὰ τὴν πίστη τους στοὺς τροχούς, στὶς κρεμάλες, στὴν πυρά. Τὸ αἷμα ἑνὸς μάρτυρα ἦταν καλὸς σπόρος, δημιουργοῦσε ἑκατὸ χριστιανούς».

Στὴ συνέχεια ὁ Richard «ἐπισημαίνει μὲ συγκίνηση τὴ θέρμη τῆς λατρείας τῶν Κυκλαδιτῶν στὴν Παναγία, πίστη καὶ ἐλπίδα, βαθύτατος σεβασμός, ἱερὸς τρόμος στὴν εἰκόνα καὶ στὸ ὄνομά Της». «Εἶναι ἡ νοικοκυρὰ τοῦ σπιτιοῦ». «Τὰ ἅγια τῶν ἁγίων τῆς ψυχῆς τῶν νησιωτῶν».

«Κι ὅμως οἱ Ἕλληνες – γράφει στὴ συνέχεια – εἶναι εὐτυχισμένοι, ποὺ παραμένουν Ὀρθόδοξοι. Νομίζω πὼς αὐτὸ ὀφείλεται στὴ λατρεία ποὺ τρέφουν στὴν Παναγία. Αὐτὴ ἡ λατρεία τῶν Σαντορινιῶν πρὸς τὴν θεομήτορα φαίνεται παντοῦ, στὰ σπίτια τους, στὶς ἐκκλησίες τους, στὶς προσευχές τους, στὰ λόγια τους καὶ στὰ ἔργα τους. Εἶναι τόσο μεγάλη, ποὺ μερικὲς φορὲς θαρρεῖς πὼς ἐκφυλίζεται σὲ δεισιδαιμονία.

Σ’ ὅλα τὰ σπίτια βλέπεις εἰκόνες τῆς Παναγίας. Εἶναι ὁ φρουρὸς ἢ καλύτερα ἡ νοικοκυρὰ τοῦ σπιτιοῦ. Σ’ αὐτὴ τὴν εἰκόνα στρέφουν τὸ βλέμμα, ὅταν τοὺς συμβεῖ κάτι κακὸ ἱκετεύοντας τὴ βοήθειά της. Σ’ αὐτὴν ἀπευθύνονται, γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Θεό, ἂν μὲ τὴ δική Της μεσολάβηση ἔλθει κάτι καλὸ στὸ σπιτικό τους. Γι’ αὐτὴν οἱ δεήσεις καὶ οἱ προσευχές. Ὁ ἴδιος διεπίστωσα – γράφει – μὲ πόση φυσικότητα, μὲ πόση εὐγλωττία καὶ συγκίνηση μιλοῦν στὶς οἰκογενειακές τους κουβέντες γι’ αὐτὴ τὴ βασίλισσα τῶν οὐρανῶν. Ὅταν θέλουν νὰ βεβαιώσουν κάτι, βγάζουν τὸν σκοῦφον τους, στρέφουν τὸ πρόσωπο πρὸς τὴν εἰκόνα καὶ ὁρκίζονται, ἀλλὰ χωρὶς νὰ προφέρουν, ἀπὸ σεβασμό, τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας.
– Μὰ τὴ χάρη της.

Κι ἂν τύχει καὶ ἀγγίξουν μὲ τὸ χέρι τους τὴν εἰκόνα, ἀφοῦ πρῶτα τὴν ἀσπασθοῦν, αὐτὸ σημαίνει πὼς πρέπει νὰ πιστέψουν, γιατὶ πῆραν τὸν μεγαλύτερο ὅρκο τους καὶ ὅτι δὲν πρέπει πιὰ νὰ περιμένουν τίποτα ἀπ’ αὐτούς. Κι ἐπειδὴ πιστεύουν πὼς βάζοντας τὸ χέρι πάνω στὴν εἰκόνα ἀσέβησαν, συνηθίζουν, ὅταν ἐξομολογοῦνται, νὰ λένε μὲ τύψη καὶ συντριβή:
– Ἐπαλάμησα (ἔβαλα τὴν παλάμη μου – ὁρκίσθηκα) τὴν εἰκόνα τῆς Πα- ναγίας.

»Σ’ ὅλες πάντοτε τὶς ἐκκλησίες, ἀκόμα καὶ σ’ ἐκεῖνες ποὺ δὲν φέρουν τὸ ὄνομά της, ὑπάρχει πάντα μία ὡραία εἰκόνα τῆς Παναγίας. Κι ὅλοι τὴν προσκυνοῦν μπαίνοντας στὸ ναό. Κι ἀφοῦ τελειώσουν τὴν προσευχή τους τὴν ἀσπάζονται. Τὴ νύχτα τοῦ Σαββάτου πρὸς τὴν Κυριακὴ μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καίει πάντοτε τὸ καντήλι.

Εἶναι δύσκολο νὰ ἀναφέρω ἐδῶ – συνεχίζει ὁ Richard – ὅλα τὰ ἐγκώ-μια, ὅλες τὶς τιμητικὲς ὀνομασίες ποὺ δίνουν οἱ Ἕλληνες στὴν Παναγία. Ἐκεῖνοι ποὺ τρέφουν ἀμφιβολίες γι’ αὐτὸ ἢ τὸ ἀγνοοῦν τοὺς παραπέμπω στὰ βιβλία τους ποὺ εἶναι μία πλημμύρα ὕμνων κι ἔχουν τόση ὀμορφιά, τρυφερότητα καὶ ἔξαρση ποὺ χαίρεσαι νὰ τοὺς ἀκοῦς κι ἀκόμα περισσότερο χαίρεσαι νὰ τοὺς ἀπαγγέλλεις»1.

»Γνωρίζετε ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι Ἕλληνες νηστεύουν σαράντα ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα καὶ δεκαπέντε πρὶν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Θὰ σᾶς πῶ τώρα ὅτι στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου καὶ εἰδικὰ στὴ Σαντορίνη πολλοὶ ὀρθόδοξοι Ἕλληνες θὰ περάσουν αὐτὸ τὸ ἅγιο δεκαπενθήμερο χωρὶς κρέας καὶ χωρὶς κρασί. Μίλησα μὲ πολλοὺς νησιῶτες ποὺ τρέφονται μονάχα μὲ φροῦτα καὶ νερό, χωρὶς νὰ σταματήσουν οὔτε μιὰ στιγμὴ τὴν κοπιαστικὴ ἐργασία τους, σὰν ἀσκητές.

Χωρὶς ἄλλο, αὐτὰ τὰ ὡραῖα παραδείγματα ἀρετῆς θὰ προκαλέσουν σύγχυση σὲ πολλοὺς ντελικάτους χριστιανούς, ποὺ ψάλλοντας κάθε μέρα τοὺς ἀγγελικοὺς χαιρετισμοὺς πιστεύουν πὼς εἶναι καλοὶ καὶ πιστοὶ θεράποντες τῆς Παναγίας κι ἂς μὴν καταβάλλουν καμία προσπάθεια νὰ δαμάσουν τὶς ἐπιθυμίες τοῦ κορμιοῦ ἢ νὰ συγκρατήσουν τὴ βουλιμία τους.

Ἀλλά, ἂν οἱ Ἕλληνες (ὀρθόδοξοι) εἶναι ἀξιέπαινοι γιὰ τὴν ἐγκράτειά τους, δὲν εἶναι λιγότερο καὶ γιὰ τὴν γενναιοδωρία τους στὶς ἐλεημοσύνες τους «γιὰ τὴ Χάρη της».

Εἶναι ἀπίστευτος ὁ ἀριθμὸς τῶν ναῶν τῆς Παναγίας στὴν Ἑλλάδα. Στὸ μικρὸ νησὶ τῆς Σαντορίνης ὑπάρχουν πάνω ἀπὸ πενήντα.

Σ’ ὅλες αὐτὲς τὶς ἐκκλησίες, κατὰ τὶς ἐπίσημες γιορτές, καὶ πολὺ συχνὰ ὕστερα ἀπὸ τὸν ἑσπερινὸ καὶ τὴ λειτουργία, οἱ φτωχοὶ κάτι θὰ βροῦν νὰ δειπνήσουν. Ἄλλοτε στρώνουν τραπέζια καὶ τοὺς περιποιοῦνται καὶ στὴ χειρότερη περίπτωση τοὺς μοιράζουν ψωμὶ καὶ κρασί, καθένας ἀνάλογα μὲ τὴ δύναμή του.

Ἔπειτα, σπάνια ἐπιχειροῦν ταξίδι καὶ σπάνια προχωροῦν μιὰ σπουδαία ὑπόθεση χωρὶς νὰ τάξουν κάτι στὴν Παναγία: λάδι, κεριά, θυμίαμα ἢ ἕνα στολίδι γιὰ τὴν ἐκκλησία της. Ἐλάχιστοι Ἕλληνες πεθαίνουν χωρὶς νὰ κληροδοτήσουν κάτι στὴν ἐκκλησία τῆς Παναγίας, ἄλλος ἀμπέλι, ἄλλος χωράφι...».

Καὶ ὁ Ἀνδρέας Νομικὸς ἀνάλογα γράφει γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη τῶν Σαντορινιῶν στὴν Παναγία: «Μὰ δὲν εἶναι μονάχα οἱ εἰκόνες τῆς Παναγίας – μία ἢ περισσότερες – ποὺ στολίζουν κάθε μία ἐκκλησία τοῦ τόπου μας καὶ προκαλοῦν τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν προσκύνηση τοῦ λαοῦ μας. Ἐπίσης, σὲ κάθε σπίτι, στὸ εἰκονοστάσι, δίπλα στὰ εἰκονίσματα τῆς οἰκογενείας μὲ τὰ ὀνόματα τῶν γονιῶν καὶ τῶν παιδιῶν τους (πίσω ἀπὸ κάθε εἰκόνισμα, σὰν εἶδος ληξιαρχικοῦ βιβλίου, ὁ γονιὸς σημειώνει τὴν ἡμερομηνία, ποὺ γεννήθηκε τὸ παιδί του), ὑπάρχουν ἀπαραίτητα, ἕνα ἢ καὶ περισσότερα εἰκονίσματα τῆς Παναγίας, γιὰ νὰ προστατεύουν τὴν οἰκογένεια, νὰ ξορκίζουν ἀπὸ κάθε κακὸ τὸ σπίτι, νὰ προστρέχουν οἱ ἔνοικοι στὴ χάρη τῆς Παναγίας σὲ ὥρα ἀνάγκης, στὶς δύσκολες στιγμὲς τῆς ζωῆς τους, ὁ νοικοκύρης ἢ ἡ νοικοκυρὰ τοῦ σπιτιοῦ, μὰ καὶ τὰ παιδιά: – Βοήθα, Παναγιά μου!

Τὸ ἴδιο, στὶς ἐκκλησίες καὶ στὰ ἐξωκκλήσια, συναντᾶμε εὐγενικὲς σκυφτὲς γριοῦλες, ἀκόμα καὶ ἀνήμπορες νὰ σύρουν τὰ πόδια τους, μὰ γεμάτες πίστη καὶ ἀφοσίωση, μὲ ἕνα μπουκάλι λάδι στὸ χέρι, φεύγουν ἀπὸ τὸ χωριό τους καὶ ἀνεβαίνουν στὸ βουνό, πεζοποροῦν σὲ ἀκροθαλασσιά, νὰ φτάσουν στὸ ξωκκλήσι τῆς Παναγίας, νὰ προσκυνήσουν τὴ χάρη της. Τὸ ἐκκλησάκι εἶναι μακριά, τραχὺς καὶ κουραστικὸς ὁ δρόμος, δύσβατος. Ὡστόσο ἡ πίστη δίνει φτερὰ στὰ κουρασμένα κι ἀδύναμα πόδια καὶ τὸ γέρικο ἀσθενικὸ σῶμα ἀντιστέκεται. Ἡ δύναμη τῆς Παναγιᾶς εἶναι ὁλοφάνερη. Φτάνει ἡ γριούλα κακοπαθημένη, ἱδρωμένη, σκονισμένη, βρεγμένη, στὸ ξωκκλήσι. Καθαρίζει καὶ ἀνάβει τὰ καντήλια, θυμιατίζει, κάνει μετάνοιες – ποῦ βρῆκε τόση δύναμη, τόσην εὐλυγισία; – σταυροκοπιέται, προσεύχεται. Ξαλαφρώνει ἡ ψυχή της. Ἀνακουφισμένη ὕστερα γυρίζει στὸ σπιτικό της. Ἔκαμε τὸ θρησκευτικό της χρέος, ξεπλήρωσε τὸ τάμα της – γιὰ τὸ γιό της ποὺ ταξιδεύει, γιὰ τὴ θυγατέρα της ποὺ εἶναι ἄρρωστη· ἔκανε τὸ συγχώριο στὴν ψυχὴ τοῦ ἄντρα της, ποὺ εἶναι χρόνια πεθαμένος.

Τὸ ἴδιο καὶ οἱ μικρομάνες, ποὺ τὰ παιδιά τους εἶναι ἄρρωστα ἢ καχεκτικά, προστρέχουν στὴν Παναγία τὴ Γλυκογαλοῦσα, εἶναι καὶ αὐτὴ μάνα καὶ γνωρίζει ἀπὸ βάσανα, πίκρες, μὰ καὶ τὶς χαρές, ποὺ δίνει ἡ ἀπόχτηση καὶ ἡ ἀνατροφὴ τοῦ παιδιοῦ. Καί, ὅπως ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ἡ μικρομάνα, ἡ ἀνήξερη ἀπὸ τέτοια, θὰ συμβουλευτεῖ τὴν πολύπειρη ἄλλη μάνα, τὸ ἴδιο καὶ τώρα, στὴ δύσκολη θέση, στὴν ἀπόγνωσή της: Ποιός θὰ τὴ βοηθήσει; Ἡ ἄλλη Μάνα, ἡ Μάνα τοῦ Θεοῦ μας, τοῦ Ἰησοῦ. Παρακαλεῖ λοιπόν, ἀνάβει τὸ καντήλι της, πέφτει στὰ γόνατα, κλαίει, χτυπιέται, ἀνασπάζεται τὸ ἅγιο εἰκόνισμά της καὶ τάζει στὴ χάρη της ἕνα δαχτυλίδι, τὸ δαχτυλίδι τοῦ ἀρραβώνα της, ἢ ἀσημένιο ὁμοίωμα παιδιοῦ, τοῦ παιδιοῦ της, ποὺ μὲ δάκρυα τὸ κρεμᾶ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Πόσα τέτοια τάματα στολίζουν τὶς εἰκόνες τῆς Θεοτόκου, σὲ ἐκκλησίες καὶ σὲ ναΰδρια. Στὴν πατρίδα μας – λέει σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ συγγραφέας – ἡ μεγάλη γιορτὴ τῆς Παναγίας, γιορτὴ πανελλήνιας εὐλαβείας καὶ μοναδική, θὰ ἐλέγαμε, στὸ εἶδος τῶν σεμνοπρεπῶν ἐκδηλώσεων καὶ τοῦ ἐπιβλητικοῦ πανηγυρισμοῦ της, εἶναι τὸ Δεκαπενταύγουστο, ὁπότε γιορτάζει ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Αὐτὴ τὴν ἱερὴ πανήγυρι οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ καὶ μάλιστα στὰ ἑλληνικὰ νησιά, τὴν τιμοῦν μὲ ὁλόκληρο κύκλο ἐκδηλώσεων προετοιμασίας, ὅπως: τὴν αὐστηρὴ νηστεία, τὶς ἐκκλησιαστικὲς παρακλήσεις καὶ ἀγρυπνίες, γιὰ νὰ φτάσουν στὸ μεγαλόπρεπο καὶ ὅλο κατάνυξη πανηγυρισμὸ τῆς γιορτῆς τῆς Κοίμησης τῆς Παναγίας. Τόσο βαθύς, μάλιστα, εἶναι ὁ σεβασμὸς τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ στὸν πανηγυρισμὸ τοῦ Δεκαπενταύγουστου, ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴν προσωνυμία «Ἅγιο Δεκαπενταύγουστο»» (σσ. καὶ Πάσχα τοῦ καλοκαιριοῦ). Ἀπὸ τὸν κύκλο τῶν χριστιανικῶν ἐθίμων τοῦ Δεκαπενταυγούστου στὴ Σαντορίνη θὰ μνημονεύσουμε ἐδῶ ὅσα ἐνδιαφέροντα τελοῦνται στὸν Πύργο τῆς Σαντορίνης.

Ἔθιμα Δεκαπενταύγουστου στὸν Πύργο

«Μέσα στὸ Καστέλι, τὸ φρούριο τοῦ χωριοῦ – ὅπου ἦταν ἄλλοτε τὸ χωριὸ καὶ ἔκλεινε τοὺς κατοίκους του μὲ βαριὰ σιδερένια πόρτα, γιὰ νὰ τοὺς φυλάγει ἀπὸ τὶς πειρατικὲς ἐπιδρομές – ἐκεῖ, σώζεται ἕνα ἐκκλησάκι... παλιὸ βυζαντινὸ κτίσμα, ποὺ οἱ νησιῶτες τὸ ὀνομάζουν Θεοτοκάκι... Σὲ τοῦτο, τὶς ἡμέρες τοῦ Ἁγίου Δεκαπέντε, συγκεντρώνεται ἡ φροντίδα καὶ ἡ εὐλάβεια τοῦ λαοῦ ὁλοκλήρου τοῦ χωριοῦ, γιατὶ ἐδῶ διατηρεῖται ὁ «Τάφος τῆς Παναγίας», δηλαδή, μία ἐξεικόνιση τῆς Παναγίας στὴν νεκρική της κλίνη. Κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, στὸ κάτω μέρος τοῦ τέμπλου, στὴν «ποδιά», ἔχουν φτιάξει ἕνα ντουλαπάκι, ποὺ εἶναι ἀσφαλισμένο μὲ κλειδωνιὰ ὅλες τὶς ἡμέρες τοῦ χρόνου.

Τὴν πρώτη Αὐγούστου, λοιπόν, οἱ γυναῖκες τοῦ χωριοῦ πηγαίνουν στὸ «Θεοτοκάκι», τὸ σκουπίζουν, τὸ καθαρίζουν, ἀσπρίζουν τοὺς τοίχους –μεγάλη προετοιμασία. Κατόπιν ὁ ἱερέας ἀνοίγει τὸ ντουλαπάκι, ἀπ’ ὅπου βγάζουν καὶ στρώνουν παλιὰ χρυσοΰφαντα στρωσίδια καὶ πάνω τους τοποθετοῦν τὸ εἰκόνισμα τῆς Κοίμησης τῆς Παναγίας.

Μιά-μιά, οἱ γυναῖκες τοῦ Πύργου, ἀπὸ τὰ σπίτια τους, φέρνουν τὸ καντήλι τους στὸ ἐκκλησάκι τοῦτο – παλιά, βαθιὰ νεροπότηρα, γιὰ νὰ χωροῦν περισσότερο λάδι. Τὰ τοποθετοῦν σὲ χαμηλὰ τραπεζάκια, μπρὸς στὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας, καὶ τ’ ἀνάβουν. Καὶ ὅλο τὸ διάστημα τοῦ Δεκαπενταύγουστου καί, ἀκόμα, ὣς τὶς 23 Αὐγούστου, ποὺ γιορτάζεται ἡ «ἀπόδοσις τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», τὰ λεγόμενα «Ἐννιάμερα τῆς Παναγίας», θὰ φροντίζουν τὰ καντήλια αὐτὰ νὰ μένουν ἄσβηστα, γιὰ τὴν ὑγεία τῶν οἰκείων τους. Καὶ φέρνουν ἐπίσης καὶ στολίζουν κάθε ἡμέρα τὴν Παναγία μὲ κάθε λογῆς λουλούδια, ἀπὸ βασιλικὸ ἴσαμε μυρωμένο ὑάκινθο...».

Ὁ ἐπιτάφιος τῆς Παναγίας τοῦ Καστελιοῦ

Ξεχωριστὸ εἶναι καὶ τὸ ἔθιμο, ποὺ γίνεται στὴ μεγάλη ἐκκλησία τῆς Παναγίας τοῦ Καστελιοῦ. Ἀπὸ τὸν γυναικωνίτη τῆς ἐκκλησίας αὐτῆς κατεβάζουν τὸ μεγάλο «ναϊδιόσχημο», ξυλόγλυπτο κουβούκλιο τοῦ ἐπιταφίου, τὸ ἴδιο ποὺ μεταχειρίζονται καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Τὸ στήνουν καταμεσίς, στολισμένο μὲ λουλούδια τῆς αὐλῆς καὶ τῆς ἐξοχῆς. Κατοπινά, στρώνουν ἀπὸ μέσα μεταξωτὰ κεντήματα καὶ χρυσοΰφαντα στρωσίδια, καὶ ὁ ἱερέας φέρνει, ἀπὸ τὸ ἱερό, τὸ ξύλινο, ζωγραφισμένο ὁμοίωμα τῆς Παναγίας νεκρῆς καὶ εὐλαβικὰ τὸ τοπο- θετεῖ στὸν ἐπιτάφιο. Ἔτσι, ὅσοι ξένοι πηγαίνουν – ἀκόμα καὶ τώρα – στὸν Πύργο τῆς Σαντορίνης τὴ γιορταστικὴ ἡμέρα τούτη, ξαφνιάζονται νὰ βλέπουν τὸν ἐπιτάφιο, σὰ νὰ εἶναι Μεγάλη Παρασκευή.

Τὸ ἔθιμο αὐτὸ εἶναι γνωστὸ καὶ τελεῖται καὶ σὲ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος, ἰδίως στὰ νησιά, ὅπως στὴν Τῆνο, στοὺς Παξούς, στὴ Σκίαθο, στὴ Σάμο, στὴν Κίμωλο καὶ ἀλλοῦ. Σώζεται, μάλιστα, στὸ Βυζαντινὸ Μουσεῖο τῶν Ἀθηνῶν, ἕνας θαυμάσιος ξυλόγλυπτος ἐπιτάφιος ἀπὸ τὴν Κίμωλο, μὲ παραστάσεις ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς Παναγίας, ποὺ τὸν εἶχαν εἰδικὰ φιλοτεχνήσει γιὰ τὴ γιορτὴ τῆς Κοίμησης τῆς Θεοτόκου...2

___________
1. Σιμόπουλος Κυρ., Ξένοι Ταξιδιῶτες στὴν Ἑλλάδα 333 μ.Χριστόν-1700, Β΄ ἔκδοση, Ἀθήνα 1972, τόμ. Α΄, σ. 527-530, ἔνθα μεγάλος ἀριθμὸς προσωνυμιῶν τῆς Παναγίας.
2. Νομικοῦ Ἀνδρ., Ἔθιμα τοῦ Δεκαπενταύγουστου στὰ χωριὰ τῆς Σαντορίνης ( Ὁ ἐπιτάφιος τῆς Παναγίας), «Ἑλληνικὴ Λαϊκὴ Τέχνη», ἐκδ. ΕΟΕΧ, ἀρ. 8/1972, σ. 199 κ.ἑ.

ΠΗΓΗ : "ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ", ΙΟΥΛΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2013, τευχ. 250, σελ. 4 κ.ε.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου