Έτυχε
κάποιος στις μέρες μας εδώ στα Κατουνάκια, όπου εγώ δεν τον πρόφθασα, διότι
πριν από λίγο καιρό είχε πεθάνει. Αυτός ήταν υποτακτικός σε έναν Γέροντα τυφλό.
Λοιπόν μια ημέρα, ήρθε ένας κοσμικός περαστικός από το κελί του και τον ρώτησε
ο νέος μοναχός από πού κατάγεται. Ήταν συγχωριανός του. Δεν του αποκάλυψε τη
κοινή καταγωγή ο μοναχός, παρά μόνον τον ερώτησε τι κάνει ο τάδε, ο πατέρας
του. Τότε ο ξένος του απαντά ότι αυτός πέθανε και άφησε τη γυναίκα του και τρία
ορφανά κορίτσια στους δρόμους, ορφανά και φτωχά. Είχαν και έναν υιό του λέει,
αλλά έφυγε πριν από χρόνια και δεν γνωρίζει κανένας που βρίσκεται. Αμέσως ο
μοναχός μόλις άκουσε τη διήγηση του ξένου ήταν σαν να τον χτύπησε κεραυνός και
αμέσως τον κυρίευσαν οι λογισμοί. Θα φύγω λέει στον Γέροντά του, θα φύγω να πάω
να τους προστατέψω. Ζητεί ευλογία. Δεν του δίνει ο Γέροντας. Αυτός συνεχώς επιμένει.
Ο Γέροντας τον συμβουλεύει και κλαίει για τον εαυτό του και για εκείνον. Στάθηκε
όμως αδύνατον να τον μεταπείσει. Τέλος τον άφησε στο θέλημά του και έφυγε ο
υποτακτικός. Αφού βγήκε έξω από το Όρος, κάθισε να συνέλθει κάτω από μια
δενδροσυκιά, και έφτασε εκεί κατά συγκυρία ιδρωμένος και ένας άλλος μοναχός. Κάθισε
κι αυτός κάτω από την ίδια συκιά και άρχισε να του λέει : Σε βλέπω αδελφέ
ταραγμένο Δεν μου λες τι έχεις ; Άφησε πάτερ του απαντά, έπαθα μεγάλο δυστύχημα.
Και κατόπιν του διηγείται όλη του την ιστορία. Ο αγαθός συνοδοιπόρος του λέγει
: Αν θέλεις αδελφέ να ακούσεις γύρισε στον Γέροντά σου και ο Θεός θα προστατεύσει
το σπίτι σου. Εσύ υπηρέτησε τον Γέροντά σου, αφού μάλιστα είναι και τυφλός. Αλλά
αυτός δεν τον άκουγε, κυριευμένος από τους λογισμούς του. Και αφού του έφερε
πολλά παραδείγματα, σηκώθηκε ο ανυπάκουος μοναχός για να συνεχίσει τον δρόμο
του. Τότε ο άλλος μοναχός του λέγει : Λοιπόν δεν με ακούς να γυρίσεις πίσω ; Όχι,
αντιλέγει ο ανυπάκουος μοναχός. Ε τότε του λέγει ο μοναχός : «Εγώ είμαι ο Άγγελος
Κυρίου που πρόσταξε Θεός αμέσως μόλις πέθανε
ο πατέρας σου να πάω στην οικία σου και να τους φυλάγω ως προστάτης τους. Αφού
λοιπόν τώρα εσύ πηγαίνεις αντί για μένα, εγώ τους αφήνω και φεύγω, εφόσον δεν
με ακούς». Και έγινε άφαντος από μπροστά του. Τότε συνήλθε ο ανυπάκουος
υποτακτικός και γύρισε αμέσως στον Γέροντά του και τον βρήκε γονατιστό να προσεύχεται
και να εύχεται γι΄ αυτόν.
Πηγή
: ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΥ, Ο ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΚΑΙ Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ
ΠΑΡΑΔΟΣΗ, Ψυχοφελή Βατοπαιδινά 5, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ ‘Αγιον Όρος, 2004, σσ. 88-89.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου