"Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς" (Κατά Ιωάννη 8,32).

Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014

ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ – ΑΡΧΙΜ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΕΤΡΑΣ ΑΓΡΑΦΩΝ


Ἡ ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτοῦ υἱοῦ
(Λουκ. ιε΄, 11-32)

11 «Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς.
12 Καί εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί∙ Πάτερ, δός μοι τό ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. Καί διεῖλεν αὐτοῖς τόν βίον.
13 Καί μετ᾽ οὐ πολλάς ἡμέρας συναγαγών ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱός ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καί ἐκεῖ διεσκόρπισε τήν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως.
14 Δαπανήσαντος δέ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμός ἰσχυρός κατά τήν χώραν ἐκείνην, καί αὐτός ἤρξατο ὑστερεῖσθαι.
15 Καί πορευθείς ἐκολλήθη ἑνί τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καί ἔπεμψεν αὐτόν εἰς τούς ἀγρούς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους.
16 Καί ἐπεθύμει γεμίσαι τήν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπό τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καί οὐδείς ἐδίδου αὐτῷ.
17 Εἰς ἑαυτόν δέ ἐλθών εἶπε∙ Πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγώ δέ λιμῷ ἀπόλλυμαι!
18 Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου καί ἐρῶ αὐτῷ˙ Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου.
19 Οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου˙ ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
20 Καί ἀναστάς ἦλθε πρός τόν πατέρα αὐτοῦ. Ἔτι δέ αύτοῦ μακράν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτόν ὁ πατήρ αὐτοῦ καί ἐσπλαγχνίσθη, καί δραμών ἐπέπεσεν ἐπί τόν τράχηλον αὐτοῦ καί κατεφίλησεν αὐτόν.
21 Εἶπε δέ αὐτῷ ὁ υἱός∙ Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου, καί οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.
22 Εἶπε δέ ὁ πατήρ πρός τούς δούλους αὐτοῦ∙ Ἐξενέγκατε τήν στολήν τήν πρώτην καί ἐνδύσατε αὐτόν, καί δότε δακτύλιον εἰς τήν χεῖρα αὐτοῦ καί ὑποδήματα εἰς τούς πόδας,
23 καί ἐνέγκαντες τόν μόσχον τόν σιτευτόν θύσατε, καί φαγόντες εὐφρανθῶμεν,
24 ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρός ἦν καί ἀνέζησε, καί ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη. Καί ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι.
25 Ἦν δέ ὁ υἱός αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ∙ καί ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καί χορῶν,
26 καί προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα.
27 Ὁ δέ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καί ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τόν μόσχον τόν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτόν ἀπέλαβεν.
28 Ὠργίσθη δέ καί οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. Ὁ οὖν πατήρ αὐτοῦ ἐξελθών παρεκάλει αὐτόν.
29 Ὁ δέ ἀποκριθείς εἶπε τῷ πατρί∙ Ἰδοῦ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καί οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καί ἐμοί οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετά τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ∙
30 ὅτε δέ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τόν βίον μετά πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τόν μόσχον τόν σιτευτόν.
31 Ὁ δέ εἶπεν αὐτῷ∙ Τέκνον, σύ πάντοτε μετ᾽ ἐμοῦ εἶ, καί πάντα τά ἐμά σά ἐστιν∙
32 εὐφρανθῆναι δέ καί χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρός ἦν καί ἀνέζησε, καί ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη».

Ιερά Μονή Πέτρας.
Ὁ Ἄγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει, ὅτι ἐάν εἶχαν καεῖ ὅλα τά βιβλία τοῦ κόσμου, ἀκόμα καί τό ἴδιο τό Εὐαγγέλιο, καί ἐσῴζετο μόνον ἡ παραβολή τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ, ἔφθανε ὁ κόσμος νά φωτισθῇ καί νά σωθῇ.

Σ᾿ αὐτήν τήν Παραβολή βρισκόμαστε ὅλοι, εἴτε σάν Πατέρας, πού περιμένει τόν ἀγαπώμενο ἀπό τήν ὥρα πού τόν προδίδει, εἴτε σάν προδότες, εἴτε σάν μικρόψυχοι κριταί τῆς Οἰκουμένης.

Ἀπό ποῦ ν᾿ ἀρχίσωμε πρῶτα; Ἀς ἀρχίσωμε ἔτσι, ὅπως τά ἔχει τό Εὐαγγέλιο. Νά μιλήσωμε γιά τόν Πατέρα. Καί πατέρας κανείς δέν γίνεται ἀπό μόνος του, ἀλλά συνεργός Θεοῦ εἶναι. Κι᾿ ὅταν γεννᾶται παιδίον, χαρά γίνεται στόν κόσμο∙ ὅπως ὅμως λέγει ἕνας Γάλλος φιλόσοφος, ὁ ἄνθρωπος κλαίγοντας γεννιέται, κλαίγοντας φεύγει ὁ ἴδιος καί ἐκεῖνοι πού τόν περιβάλλουν. Κι᾿ ἕνας πατέρας ἀφ᾿ ὅτου γεννάῃ, δέν ἔχει παρά νά σιωπᾷ καί νά προσεύχεται. Ὁ Χριστός τούς Φαρισαίους τούς ὠνόμασε «γεννήματα ἐχιδνῶν» (Ματθ. 3,7), παιδιά ὀχιᾶς. Ὅμως, αὐτό δέν μᾶς δικαιώνει καί δέν μᾶς δικαιολογεῖ ἀπό καμμιά παραίτησι. Ὁπότε, ὅπου φταίει ἕνα παιδί, ὅπου ἕνας ὑπάρχει πού καταστρέφει τόν κόσμο, σημαίνει ὅτι δέν τόν περιμένει πίσω κανένας πατέρας. 

Ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος πάλι λέγει, ὅτι ὁ Χριστός, σάν ὁ καλλίτερος ψαρᾶς, πετάει τό ἀγκίστρι καί ἀφήνει ὅσο σχοινί θέλει τό ψάρι, νά τό τσιμπήσῃ καλά, νά νοιώσῃ ὅτι εἶναι ἐλεύθερο καί νά τρέχῃ μέ ὁρμή μέχρι πού νά φτάσῃ στό τέρμα του τό σχοινί καί νά τό ἀνακαλέσῃ. Ἔτσι, ὅποιος χάνεται στό χάος τοῦ κόσμου, σημαίνει, ὅτι ὄχι μόνο ὁ ὀμφάλιος λῶρος τῆς μητέρας του κόπηκε, ἀλλά στοῦ πατέρα του τό σχοινί δέν ἔχει ἀπαντοχή αὐτός ὁ ἄνθρωπος. Ὁπότε, ποιόν νά κρίνωμε; Ποιόν ἐγκληματία, ποιόν ναρκομανῆ, ποιό παιδί, πού πρίν ἀκόμη χνουδιάσῃ τό πρόσωπό του, μουχλιάζει στή φυλακή ἀπό τά ἐγκλήματα πού πρόλαβε καί ἔκανε. Πόσα κλεισμένα σπίτια, πόσες ματωμένες καρδιές, πόσα μάτια πού στέγνωσαν τά δάκρυα πρίν πηγάσουν, καί εἶναι ἀδιέξοδο ἐκεῖ. 

Ὅμως, ὅταν πάρωμε τήν εὐθύνη ὅλη ἐπάνω μας, πού καί τήν ἔχομε, κι᾿ ἀν δέν τήν ἔχωμε, ἀπό φιλότιμο, διπλῆ πρέπει νά τήν νοιώσωμε καί νά τήν ἁρπάξωμε, τότε ἐξουσιάζομε τόν κόσμο, τότε τό χάος μορφώνεται, τότε γεννῶνται ἐλπίδες, τότε μποροῦν ν᾿ ἀκουμπήσουν τήν συνείδησι τοῦ πιό χαμένου ἀνθρώπου οἱ προσευχές καί οἱ προσδοκίες κἄποιου πού περιμένει.

Διότι, γιά φαντασθῆτε, ὅταν γύριζε ὁ Ἄσωτος, ἀντί γιά τόν Πατέρα νά βρῇ τόν Ἀδελφό του, τότε καί τελείωσαν ὅλα. Ἤ θά τόν σκότωνε καί θά γινόταν χειρότερος τοῦ Κάϊν, γιά νά ξαναλεχθῇ ἡ ἀσυνείδητη φράσι, ὁ φονηᾶς φταίει ἤ ὁ φονεμένος; Ἤ θά ξανάφευγε ὁ Ἄσωτος μέ σκυμμένο κεφάλι, ὅτι στήν ζωή δέν ὑπάρχει ἐλπίδα καί χαρά, διότι ὁ Πρεσβύτερος Ἀδελφός χόλιασε, πάνιασε, σφῖξαν τά χείλη του, μόλις ἄκουσε τά ὄργανα καθώς γύριζε ἀπό τά κτήματα καί τά μαντριά, σκοτείνιασε τό βλέμμα του ἐγκληματικά, μόλις εἶδε τά φῶτα καί τούς λύχνους στό σπίτι πού πανηγύριζε ὁ πατέρας τήν ἐπιστροφή τοῦ Ἀσώτου.

Αὐτοί εἴμαστε στήν ζωή. Οἱ γονεῖς πού περιμένουν ἤ ὁ Θεός πού περιμένει καρφωμένος στόν Σταυρό μ᾿ ἀνοιχτή τήν ἀγκαλιά γιά τόν καθένα μας∙ ἤ ἄσωτοι, πού ὁ καθένας ἐμπνέεται ἁμαρτίες, πού ποτέ κανείς προηγουμένως δέν τίς ἔκανε, οὔτε καί ὁ σατανᾶς τίς ἐφεῦρε καί διδάσκεται ἀπό ᾿μᾶς ἀενάως∙ ἤ εἴμαστε σκληρόκαρδοι, τάχα ἀδελφοί, οἱ ὁποῖοι οὔτε μπαίνομε στή Βασιλεία οὔτε τούς ἀλλους ἀφήνομε νά μποῦν. Κι᾿ ἀλλοίμονον σέ ᾿κείνους,  πού νομίζουν ὅτι εἶναι κοντά στόν Θεό, ὅτι Τόν ὑπηρετοῦν, ὅτι ἔχουν δικαιώματα στήν ζωή Του, ὅτι μποροῦν νά κρίνουν, κανονίζουν ἐκεῖνοι πόση ἀγάπη τούς ἀπέμεινε γιά νά τήν δώσουν ἤ ἀλλοιῶς κλείνουν τεφτέρια καί λογαριασμούς.

Καί ποιοί εἴμαστε τέτοιοι; Οἱ ὀργισμένοι γονεῖς, οἱ κουρασμένοι καί ἀνεύθυνοι, αὐτονῶν πού ἡ καρδιά ἔγινε στεῖρα, ἐκεῖ πού δέν φυτρώνει λουλούδι, πού δέν ραντίζει σταγόνα νεροῦ, ἐκεῖ πού ὑπάρχει παγωμένο βλέμμα, ἐκεῖ πού ἀναδύονται οἱ κατάρες, ἐκεῖ πού κλείνουν οἱ οὐρανοί, ἐκεῖ πού ἡ Ἐκκλησία γίνεται παγίδα. Στήν κιβωτό ᾿μπαῖναν τά ζῶα καί ἔτσι ᾿βγαῖναν. Στήν Ἐκκλησία μπαίνεις καί σέ μεταμορφώνει. Οὐαί, ὅμως, ὅταν μποῦμε ἐκεῖ καί βροῦμε ἑτεροδιδασκαλίες, προβατόσχημους λύκους, ἀντί γιά Ποιμένες, ἁρπαχτικά, ἀντί γιά γιατρούς, χασάπηδες, ἀντί γιά μυσταγωγούς καί νυμφαγωγούς στό Χριστό, παγίδες καί ἐνέδρα. Ἐκεῖ πού περιμένομε νά βροῦμε φωτισμό διδασκαλίας, πού γιατρεύει τήν ὅποια σῆψι, νά βροῦμε μέ τό ἐπίχρισμα τό ἐκκλησιαστικό τή μεγαλύτερη παγίδα καί τότε εἴμεθα ὑποκριταί χειρότεροι καί ἀπό τόν Πρεσβύτερο τόν Ἀδελφό.

Πόσα συμβαίνουν γύρω μας. Ἐμεῖς ὅμως καθώς βόσκομε, ὄχι τούς χοίρους, μέ τούς χοίρους, καθώς μᾶς βόσκουν οἱ χοῖροι, ἀφοῦ τρῶμε τήν τροφή τους, ὅπως ὁ Ἄσωτος, δηλαδή τά πάθη μας, τή μοναξιά μας, τούς λογισμούς μας, τίς ἀθεράπευτες ἀρρώστιες, καθώς εἴμαστε ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει χειρότερο πρᾶγμα, ἄλλωστε μονόδρομος εἶναι ἡ ζωή, ἔστω τότε νά καταλάβωμε, ὅτι ὅλα μᾶς σφίγγουν καί μᾶς πᾶνε σέ μία ἀγκαλιά. Καί ὅταν εἶναι νά κάνῃ τό «κράκ» ἡ καρδιά, νά μήν τό φοβηθοῦμε αὐτό. Διότι τότε εἶναι ἡ ὡραιότερη ἐπιτάχυνσι καί συνάντησι στήν ζωή. Ὅταν ὁ Ἄσωτος πῇ˙ ἄς γυρίσω σ᾿ αὐτόν πού μ᾿ ἀγαπᾶ, στόν Θεό, στόν Πατέρα, στήν μάνα μου, στήν γυναῖκά μου, στόν ἄνδρα μου, στόν ἀδελφό μου, στό παιδί μου, στόν φίλο μου, στόν δήμιό μου, ὅπως ὁ Χριστός στά Ἱεροσόλυμα, σ᾿ αὐτόν πού ἄφησα πίσω στήν φυλακή, στόν Χριστό, πού εἶναι φυλακισμένος γιά ᾿μένα, στήν συνείδησί μου, στό ὄνειρό μου, στό ὅραμά μου, στήν πίστι μου, στήν ἐλπίδα μου. Μιά τόση δά κίνησις νά γίνῃ στήν καρδιά μας, κι᾿ ἄς μήν τήν ἀκολουθήσουν τά πόδια μας, κι᾿ ἄς χρειαστοῦμε τέσσερις, σάν τόν παράλυτο, νά μᾶς φέρουν στόν Χριστό ἤ στό φέρετρο, στό μνῆμα, ἀρκεῖ νά γίνῃ αὐτή ἡ κίνησις στήν καρδιά μας, ὄχι γιά νά κάνωμε ἐμεῖς κάτι ἐπιπλέον, ἀλλά γιά νά μπορέσωμε ταυτόχρονα ἀμέσως νά κατανοήσωμε τή φερομένη ἀγάπη πού μᾶς περιβάλλει.

Τρέμοντας πήγαινε ὁ Ἄσωτος ἀπό φόβο, ἀπό τρόμο, ἀπό πεῖνα, ἀπό ντροπή, ἀπό ἀσθένεια, ἀπό κόπωσι, ἀπό ἀπογοήτευσι, ἀπό τύψεις, ἀπό ἐνοχές, ἀπό ζητιανιά στόν Πατέρα του, μήπως καί βρῇ ἀνάμεσα στήν τροφή τῶν σκυλιῶν κάποια ἀπό τά περισσεύματα ἀπό τό πλούσιο πατρικό τραπέζι. Καί βρῆκε ἕναν Πατέρα μερακλή, ὄχι κουρασμένο, ὄχι ἀπησχολημένο, ὄχι ἀπελπισμένο, ἀλλά ὅλον συγκεντρωμένο σέ μιά κίνησι, σέ μιά προσδοκία, σέ μιά ἀναμονή. Βγῆκε ἔξω ἀπό τήν ἔπαυλι, τόν περίμενε. Πόσες νύχτες καί ᾿μέρες, χειμῶνες καί καλοκαίρια, γιά χρόνια κοιτοῦσε ἀπό ποῦ θά ἔρθῃ τό παιδί του; Τότε δέν ὑπῆρχαν μέσα ἐπικοινωνίας καί ἔλεγχοι τοῦ κόσμου γιά νά τόν βρῇ. Μά τότε πού δέν ὑπῆρχε τίποτε, τότε ἔγινε ἡ συνάντησις. Καί τώρα πού ὑπάρχουν ὅλα αὐτά, δέν ἠμποροῦμε ὁ ἕνας νά συναντήσῃ τό βλέμμα τῆς ψυχῆς τοῦ ἄλλου. Ὅμως καί μέσα σ᾿ αὐτήν τήν θύελλα τῶν ἐπικοινωνιῶν, ἄν ὑπάρχῃ ἕνας πού ἀνίσταται, πού σηκώνεται, ἀμέσως θά βρῇ μπροστά του τόν Θεό. 

Ἄν ὑπάρχῃ ἕνας, πού ἡ καρδιά του δέν ἔσβησε καί περιμένει, θά δῇ, ὅτι ἔρχονται νά τόν βροῦν αὐτοί πού ἀλλοῦ δέν ἔχουν ἐλπίδα. Δέν χρειάζεται νά εἶσαι παπάς ἤ δεσπότης γιά νά περιμένῃς ψυχές, ἴσως τότε νά ᾿ναι χειρότερα καί γιά ᾿σένα καί γιά ᾿κεῖνες, ἄν ἀπό τό χάος δέν ἑλκύῃς σωστικά. Αὐτό πού χρειάζεται εἶναι μιά ἀγάπη, ἡ ὁποία, κατά τόν Παῦλο, οὐδέποτε ἐκπίπτει, δέν ξεπέφτει, δέν ξεθωριάζει, δέν ἀτονεῖ, ἀλλά ἠμπορεῖ τά πάντα. Κι᾿ αὐτά πού δέν μποροῦν νά κάνουν τά κέντρα ἀποτοξίνωσης, οἱ κοινωνικές ὑπηρεσίες, τά ὑπουργεῖα, τά ἱδρύματα τῆς ᾿Εκκλησίας, οἱ ἀπάτες πού ἀπατῶμεν καί ἐξαπατώμεθα, ᾿μπορεῖ νά τό κάνῃ μιά καρδιά πού ἀγαπάει καί περιμένει καί προσεύχεται καί σιωπᾷ καί δέν κρίνει. Αὐτό τό μυστήριο συμβαίνει γύρω μας πάντοτε. Χαρά σ᾿ ἐκείνους πού ξεκινᾶνε νά τό ἀνταμώσουν καί χαρά διπλῆ καί τριπλῆ καί ἀστείρευτη σέ ᾿κείνους πού τό γεννοῦν καί γίνονται πατέρες τοῦ κόσμου.

Καί τότε; Πῶς τελειώνει τό Εὐαγγέλιο; Μέ τά πατρικά, τά πονεμένα λόγια, τά συμβουλευτικά καί σέ ᾿κεῖνον τόν σκληροτράχηλο ἀδελφό, πού τοῦ λέγει: «Ἔπρεπε νά χαίρεσαι, γιατί ὁ ἀδελφός σου ἦταν χαμένος καί εὑρέθη, νεκρός καί ἀναστήθηκε καί ἀνέζησε».

Καί τελειώνει ἐκεῖ τό Εὐαγγέλιο, γιά νά ᾿ναι γιά ὅλους μας μιά παγίδα δυνητική ἐλευθερίας καί αὐθυπέρβασης. Δέν ξέρομε ἄν ὁ μεγάλος ὁ Ἀδελφός ἔννοιωσε χιλιάδες φορές μετανοημένος περισσότερο ἀπό τόν Ἄσωτο γι᾿ αὐτά τά θανατικά λόγια πού μόλις ξεστόμισε, καί πλέον δέν ἔπεσε στήν ἀγκαλιά τοῦ Πατέρα γιά νά ζητήσῃ συγχώρησι, ἀλλά στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀσώτου ἀδελφοῦ του, διοτί ἐκεῖ ἁμάρτησε πολύ χειρότερα ἀπό τόν ἀδελφό του.

Καί μένει ἔτσι ἡ αὐλαία τοῦ Εὐαγγελίου καί τό παιχνίδι τῆς ζωῆς συνεχίζεται, γιά ν᾿ ἁρπάξωμε ὁ καθένας ὄχι τόν ρόλο του, ἀλλά τό ἅρμα του, πού θά μᾶς φέρῃ ἀγκαλιά μέ τό Θεό, μέ ᾿κείνους πού ἀγαπᾶμε καί πού χάσαμε ἐξαιτίας μας.   


Ἐκφωνηθείς ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Ὑψώσεως Τιμίου Σταυροῦ Θηβῶν Βοιωτίας 07.02.1999.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου