Μία των ημερών απήλθαμε στον σεβάσμιο Ναό του Αγίου Νικολάου, εύχονταν ο
Δίκαιος προς τον Κύριο, εξομολογούμενος προς Αυτόν. Όταν προσεύχονταν και δεν
έβλεπε τον Χριστό οφθαλμοφανώς, δεν το υπολόγιζε ως προσευχή, αλλά ως μάταιο
κόπο.
Όταν άρχισε ο ιερεύς τη Θεία Λειτουργία, είδε ο Δίκαιος ότι πυρ κατήλθε εξ
ουρανού και σκέπασε τον ιερέα, και όλο το θυσιαστήριο. Ο δε ιερεύς δεν έβλεπε
τίποτε. Όταν άρχισε ο Τρισάγιος ύμνος, όσοι ήσαν μετά του λειτουργού, είδαν να
κατεβαίνουν τέσσερις Άγγελοι, συμψάλλοντες μαζί τους. Όταν διαβάζονταν ο
Απόστολος, ήλθε ο μακάριος Παύλος και μετρούσε τα αναγιγνωσκόμενα. Και όταν
άρχισε ο ιερεύς την ανάγνωση του Ευαγγελίου, κάθε λόγος που έβγαινε από το
στόμα του, ως λαμπάδα πυρός ανέβαινε στον ουρανό, καθιστώντας εύγνωστα τα
λεγόμενα, όταν έπαιρνε τα Άγια ο ιερεύς για τη Μεγάλη Είσοδο, ξαφνικά βλέπει ο
ιερεύς ότι ανοίγουν οι ουρανοί, και ήλθε πολλή και αμέτρητη ευωδία, διότι
κατέβαιναν Άγγελοι υμνούντες και δοξολογούντες τον Αμνό και Υιό του Θεού. Και
καθώς γίνονταν αυτά, να παιδίο καθαρό και γλυκύ, μεταφέρθηκε εν μέσω των
Αγγέλων απλωμένο στις παλάμες τους, και τοποθετήθηκε στον άγιο Δίσκο όπου ήσαν
τα δώρα, βλέποντος του Δικαίου. Και μόλις τοποθετήθηκε εκεί, το εκύκλωσαν
πλήθος λευκοφόρων Αγγέλων.
Όταν δε πήγε ο ιερεύς να λάβει τον δίσκο με το παιδίο και το ποτήριο, πήραν
αυτό μαζί με τα δώρα, το δε παιδίο τέθηκε επί της κεφαλής αυτού. Και όπως
προχωρούσε ο λειτουργός λέγοντας τη δέηση (Μεγάλη Είσοδος), έβλεπε ο Όσιος ότι
ακολουθούσαν οι Άγγελοι πέριξ της κεφαλής του ιερέως, δύο των Χερουβείμ και δύο των Σεραφείμ, και
πήγαιναν μπροστά από τον ιερέα, μαζί με πολλούς άλλους Αγγέλους, χαιρόμενοι
αρρήτως. Όταν έφτασε ο λειτουργός στην Αγία Τράπεζα και τοποθέτησε τα Άγια,
τότε κατασκέπασαν οι Άγγελοι με τις πτέρυγές τους την Αγία Τράπεζα. Τα δύο εκ
των Χερουβείμ, στάθηκαν στα δεξιά του, ομοίως και τα δύο των Σεραφείμ στα
αριστερά αυτού, ο δε ιερεύς δεν τα έβλεπε. Όταν είπαν το Σύμβολο της Πίστεως,
και άρχισε ο ιερεύς να ευλογεί τα δώρα και να λέγει : «Μεταβαλών τω Πνεύματί
σου τω Αγίω, αμήν», βλέπει ο Δίκαιος ότι ένας εκ των Αγγέλων, έλαβε μαχαίρι,
έσφαξε το παιδί και το αίμα αυτού το έβαλε στο άγιο Ποτήριο. Το δε άχραντο σώμα
μέλισε μυστικώς, το τοποθέτησε αντί των δώρων στον άγιο δίσκο, και κατόπιν ο
Άγγελος επέστρεψε στη θέση όπου ήταν πρωτύτερα. (…) Κατά την ώρα της Θείας
Κοινωνίας, έβλεπε ο Δίκαιος ότι άλλων τα πρόσωπα μαύριζαν γινόμενα ως Αιθιόπων
(Αιθίοπας αποκαλούσαν τους δαίμονες), άλλων δε έλαμπαν σαν τον ήλιο.
Παρατηρώντας αυτά, τρόμαζε και έσειε την κεφαλή του.
Όταν πλησίαζε κάποιος εκ των δικαίων να μεταλάβει, σκέπαζαν οι Άγγελοι το
πρόσωπό του με άσπρο πανί, τοποθετούσαν στέφανο στην κεφαλή του και έτσι
κοινωνούσε. Όταν δε πλησίαζε αμαρτωλός, απεστρέφονταν αυτόν οι άγγελοι, το δε
άχραντο σώμα και αίμα του Χριστού αρπάζονταν αοράτως, (…) και έφευγε μαυρισμένος.
Κατά την κατάλυση της Θείας Κοινωνίας, τότε βρέθηκε το μικρό παιδί (ο Χριστός)
ακέραιος, στις απλωμένες παλάμες των αγίων Αγγέλων. Και αμέσως, ανοίχθηκε η
στέγη της Εκκλησίας και όπως κατήλθε από τον ουρανό, με τον ίδιο τρόπο ανήλθε,
ψαλλόντων και δοξολογούντων των αγίων Αγγέλων, μέσα σε μεγάλη ευωδία.
ΠΗΓΗ : «ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», έτος 16ο, 1951, αριθ. 173-175, σελ. 100 κ.ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου