|
Η Βάπτιση του Χριστού - Μουσείο Κορυτσάς (18ος αιών). |
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος περιγράφει ὡς ἑξῆς τὴ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ:
«Ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖται, καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ὑπ’ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. ἦν δὲ ὁ Ἰωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ. καὶ ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον. καὶ ἐκήρυσσε λέγων· ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ, ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτὸς βαπτίσει
ὑμᾶς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Καὶ ἐγένετο ἐν ἐκείναις ταῖς
ἡμέραις ἦλθεν Ἰησοῦς ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐβαπτίσθη ὑπὸ Ἰωάννου εἰς
τὸν Ἰορδάνην, καὶ εὐθέως ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ ὕδατος εἶδε σχιζομένους τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ Πνεῦμα ὡς περιστερὰν καταβαῖνον ἐπ’ αὐτὸν καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῶν οὐρανῶν· σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ εὐδόκησα.» (Μάρκ.1, 4-11).
Ὅπως μποροῦμε νὰ διαπιστώσουμε, ὁ Ἰωάννης ὄχι μόνο καλοῦσε τοὺς ἀνθρώπους νὰ μετανοήσουν, ἀλλὰ ἰσχυριζόταν ἐπίσης πὼς ἡ διδασκαλία του ἀποτελοῦσε προετοιμασία τοῦ δρόμου γιὰ κάποιον ἄλλο δυνατότερό του, γι’ Αὐτὸν ποὺ δὲ θὰ βάπτιζε μόνο μὲ νερὸ ἀλλὰ μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ὅταν αὐτὸς ὁ «ἰσχυρότερός μου», ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ ὁ Ἰωάννης, ἦρθε στὸν Ἰορδάνη γιὰ νὰ βαπτιστεῖ κι αὐτὸς ἀπὸ τὸν Ἰωάννη, ἡ στιγμὴ συνοδεύτηκε ἀπὸ μυστηριώδη γεγονότα ποὺ ἐπιβεβαίωσαν τὴν ἀλήθεια τῆς προφητείας τοῦ Ἰωάννη, καὶ ἦταν σὰν νὰ ἔλεγε «μάλιστα, αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, τὸν ἐρχομὸ τοῦ ὁποίου σᾶς προανήγγειλα». Αὐτὴ ἡ σύντομη εὐαγγελικὴ ἱστορία συγκεντρώνει πολλὰ
θέματα καὶ νήματα καὶ τὰ ὑφαίνει ὅλα μαζὶ σ’
ἕνα ἀδιάσπαστο ὅλο. Πρῶτο θέμα εἶναι ὁ Ἰωάννης καὶ τὸ κήρυγμα μετανοίας καὶ
βαπτίσματος. Ὁ Ἰωάννης ἀνήκει σ’ αὐτὴ τὴν τάξη τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων ποὺ ἡ
κλήση τους εἶναι νὰ ἀποκαλύψουν σὲ μιὰ συγκεκριμένη κοινωνία καὶ σὲ μιὰ συγκεκριμένη
ἱστορικὴ στιγμὴ τὴν ἀδικία, τὰ ψέματα καὶ τὸ κακὸ ποὺ δηλητηριάζει αὐτὴ τὴν
κοινωνία. Ἀποστολὴ ἔχει νὰ προκαλέσει μιὰ πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ κρίση ποὺ νὰ
ἐξαναγκάσει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐξετάσουν τὸ κακό, νὰ τρομοκρατηθοῦν, καὶ ἔτσι νὰ
ἐπιθυμήσουν τὴν ἀπελευθέρωση. Τὸ βάπτισμα εἶναι ἀκριβῶς τὸ σημεῖο τῆς
ἀπελευθέρωσης, μιὰ θεμελιακὴ μεταβολὴ τῆς ζωῆς, καθὼς ὁ ἄνθρωπος καταδύεται στὸ
νερό, ποὺ εἶναι σύμβολο τῆς ζωῆς καὶ ταυτόχρονα πηγὴ τῆς ζωῆς, καὶ σύμβολο καθαρμοῦ
καὶ ἀναγεννητικῆς δύναμης. Μποροῦμε συνεπῶς νὰ συμπεράνουμε ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ
διήγηση πὼς ἡ ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ κηρύγματός Του συνέπεσαν μὲ
τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ κρίση τῆς κοινωνίας, μιὰ κρίση ποὺ ὑποδαύλιζε τὴ
μετάνοια καὶ τὴ δίψα γιὰ ἀνανέωση. [...] Ἡ προσδοκία λοιπὸν εἶναι τὸ δεύτερο
νῆμα ποὺ διατρέχει τὴν εὐαγγελικὴ ἱστορία καὶ γνωρίζουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους εὐαγγελιστὲς
πὼς κέντρο της ἦταν ὁ ἐρχομὸς τοῦ Χριστοῦ, δηλ. τοῦ Σωτήρα ποὺ εἶχε «ἐπαγγείλει»
ὁ Θεὸς καὶ εἶχαν προείπει οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ ἀπόστολος Λουκᾶς
π.χ. μιλάει ἄμεσα γι’ αὐτό: «Προσδοκῶντος δὲ τοῦ λαοῦ καὶ διαλογιζομένων πάντων
ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν περὶ τοῦ Ἰωάννου, μήποτε αὐτὸς εἴη ὁ Χριστός...» (Λουκ.
3, 15). Ἔτσι ὁ ἐρχομὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν Ἰωάννη, στὸν Ἰορδάνη, ἦταν ἡ
ἐμφάνιση τοῦ «ἐπηγγελμένου» καὶ «προοραθέντος», ἡ ὁλοκλήρωση καὶ ἐκπλήρωση ὅλων
τῶν προφητειῶν ποὺ ἀφοροῦσαν τὸν Σωτήρα. [...]
Τὸ τρίτο νῆμα εἶναι ἡ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, ἡ κατάδυσή Του στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη ἀπὸ τὸν Ἰωάννη. Ἂν ὅμως Αὐτὸς εἶναι ὁ Σωτήρας, γιατί χρειάζεται νὰ βαπτισθεῖ ; Δὲν εἶναι τὸ βάπτισμα σύμβολο μετανοίας καὶ ἐξαγνισμοῦ ; Ὅταν ὅμως ὁ Ἰωάννης ἐκφράζει αὐτὲς τὶς ἀμφιβολίες, ὁ Ἰησοῦς ἀπαντᾶ μὲ τὴ σταθερὴ ἀπαίτηση νὰ βαπτισθεῖ, καὶ ὁ Ἰωάννης συναινεῖ. Γιὰ αἰῶνες τώρα ἡ Ἐκκλησία θεολογεῖ πάνω σ’ αὐτὴ τὴν κάθοδο, στὴν αὐτοκένωση Αὐτοῦ ποὺ ἀναγνωρίζει ὡς Σωτήρα καὶ Θεό, θεολογεῖ πάνω στὸ νόημα τῆς συγκατάβασής Του γιὰ τὸν κόσμο, τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς. Τὸ τέταρτο καὶ τελευταῖο νῆμα ἀρχίζει ἀκριβῶς μετὰ τὴ
βάπτιση, μὲ τὴ σκοτεινή, μεταφορικὴ περιγραφὴ ἑνὸς περιστεριοῦ ποὺ μυστηριωδῶς
ἐμφανίζεται πάνω στὸ Χριστὸ καθὼς Αὐτὸς ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ νερό, τὴ φωνὴ ἀπὸ τὸν
οὐρανό, καὶ τὰ λόγια: «καὶ ἰδοὺ ἀνεώχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί» (Ματθ. 3,16).
Βλέπουμε πὼς ὄχι ἕνα, ἀλλὰ τέσσερα τουλάχιστον θέματα, τέσσερις διαστάσεις τοῦ
εὐαγγελικοῦ γεγονότος ἑνώνονται σ’ αὐτὴ τὴ χαρμόσυνη ἑορτὴ τῆς βάπτισης τοῦ
Κυρίου. Θὰ τὰ δοῦμε ὅλα αὐτὰ ἀναλυτικότερα στὶς ἑπόμενες παραγράφους.
Γιατί ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱὸς τοῦ
Θεοῦ, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο νὰ θεραπεύσει τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν ἀναμαρτησία Του καὶ νὰ ὁδηγήσει τοὺς ἀνθρώπους σὲ κοινωνία μὲ τὴ θεία ζωή, ἐπιθύμησε καὶ ἀπαίτησε νὰ βαπτισθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη ; Γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο πὼς τὸ ἴδιο ἐρώτημα βρισκόταν στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς τοῦ Ἰωάννη. «Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με;» (Ματθ. 3, 14). Ἡ ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἑξῆς : Ὁ Χριστὸς δεχόμενος τὸ βάπτισμα ταυτίζεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους, μὲ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνεξαιρέτως. Ταυτίζεται μὲ κάθε ἁμαρτωλὸ ποὺ χρειάζεται συγχώρηση, σωτηρία
καὶ ἀναγέννηση... Ταυτίζεται μὲ ὅλους καὶ μὲ τὸν καθένα μας. Μὲ τὸ βάπτισμά Του
δείχνει πὼς δὲν ἦρθε γιὰ νὰ κρίνει ἢ νὰ καταδικάσει, οὔτε γιὰ νὰ φέρει ἀντικειμενικοὺς
νόμους καὶ κανόνες, ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς τελειότητας καὶ θεότητάς Του, ἀλλὰ γιὰ νὰ
ἑνωθεῖ μαζί μας ἔτσι, ὥστε γινόμενος ἕνας ἀπὸ μᾶς νὰ μᾶς καταστήσει μετόχους
τῆς τέλειας καὶ ἀναμάρτητης ζωῆς Του. Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἔλεγε γι’ Αὐτόν,
«ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου!» ( Ἰωάν. 1, 29). Ὁ
Χριστὸς εἰσῆλθε στὸν κόσμο μας ὡς παιδί, καὶ μὲ τὴ γέννησή Του ἀνέλαβε καὶ
οἰκειώθηκε τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου. Καὶ τὸ
ἔκανε αὐτὸ ὄχι γιὰ τοὺς δικαίους, ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, γιὰ τοὺς
ἀπολωλότες. Τοὺς ἀγαπᾶ μὲ θυσιαστικὴ ἀγάπη, τοὺς προσφέρει τὸν Ἑαυτό Του καὶ
ὁλόκληρη τὴ ζωή Του. Ἐδῶ στὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, Αὐτός, ὁ ἀναμάρτητος
ἑνώνεται μ’ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς· Αὐτός, ὁ Σωτήρας, ἑνώνεται μὲ τοὺς χαμένους,
ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἁμαρτία ποὺ μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ
μᾶς. Μὲ τὸ βάπτισμά Του ἑνώνεται μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἀκριβῶς
ἀργότερα, στὸ τέλος Αὐτός, ὁ ἀθάνατος, ἑνώνεται ἐπίσης ἐλεύθερα μὲ τοὺς
ἀνθρώπους στὸ θάνατο. Ὅλα αὐτὰ μαρτυροῦν πὼς ὁ Χριστὸς ἐπιθυμεῖ νὰ μᾶς σώσει μὲ
τὴν ἀγάπη· ἀγάπη ὅμως πάνω ἀπὸ ὅλα σημαίνει ἕνωση μ’ αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾶς. Σύμφωνα μὲ τὸν προφήτη Ἠσαΐα, «οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται... τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν» ( Ἠσ. 53,
4-5).
Ὑπάρχει
ὡστόσο κι ἕνα δεύτερο ἀκόμη βαθύτερο καὶ πιὸ χαρούμενο νόημα στὸ βάπτισμα τοῦ
Κυρίου καὶ Σωτῆρος στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη. Μετὰ τὴν ἀκολουθία τῶν Θεοφανείων οἱ
πιστοὶ ἀφήνουν τὴν ἐκκλησία καὶ πηγαίνουν νὰ ἁγιάσουν τὰ ὕδατα. Τὰ θριαμβικὰ
καὶ δοξαστικὰ λόγια τοῦ ψαλμοῦ ἀντηχοῦν: «Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων» (Ψαλμ.
28, 3), καὶ μᾶς φανερώνεται τὸ νόημα καὶ ἡ σημασία τοῦ νεροῦ ὡς εἰκόνα τῆς
ζωῆς, ὡς εἰκόνα τοῦ κόσμου καὶ ὅλης τῆς δημιουργίας. Καὶ αὐτὸς ποὺ κατέρχεται
στὸ νερό, ποὺ καταδύεται στὸ νερό, ποὺ ἑνώνεται μαζί του ἐρχόμενος στὸν κόσμο
γιὰ τὴ σωτηρία καὶ ἀναγέννησή του, αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός. Ὁ κόσμος ἀποκομμένος ἀπὸ
τὸ Θεό, Τὸν ξέχασε, σταμάτησε νὰ Τὸν βλέπει, καὶ καταδύθηκε στὴν ἁμαρτία, στὸ
σκοτάδι καὶ στὸ θάνατο. Ὁ Θεὸς ὅμως
δὲν ξέχασε τὸν κόσμο. Στὸ βάπτισμά Του ὁ Θεός μας ἐπιστρέφει τὸν κόσμο, νὰ
λάμπει ἀπὸ τὴ δόξα τῶν ἀστέρων καὶ τὴν ὀμορφιὰ ποὺ εἶχε τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς
δημιουργίας. «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ...
ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰωάν. 7, 37-38). Τὸ καθετὶ
σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, μαζὶ καὶ ἡ ὕλη, ἡ ἴδια ἡ οὐσία του, γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ
γίνεται δρόμος γιὰ τὸ Θεό, κοινωνία μαζί Του, ἀνάπτυξη μέσα στὴν πλησμονὴ τῆς
αἰώνιας ζωῆς. Αὐτὸ ποὺ γιορτάζουμε τὴ χαρμόσυνη καὶ λαμπρὴ ἡμέρα τῶν Θεοφανείων
εἶναι ὁ ἐρχομὸς τοῦ Θεοῦ στὴ δημιουργία Του· «καὶ ἰδοὺ ἀνεώχθησαν αὐτῷ οἱ
οὐρανοί» (Ματθ. 3, 16). Δὲ γνωρίζουμε τί ἀκριβῶς ἔνιωσε ὁ Ἰωάννης ὅταν τὰ χέρια
του ἀκούμπησαν τὸ Σωτήρα, ἢ πῶς εἶδε τοὺς οὐρανοὺς νὰ ἀνοίγουν, ἢ
πῶς ἄκουσε τὴ φωνή. Ἡ στιγμὴ αὐτὴ ὅμως ἦταν ἀναμφίβολα γι’ αὐτὸν μιὰ στιγμὴ
ἐκτυφλωτικοῦ φωτός, ὅταν τὰ πάντα ἄστραψαν καὶ πῆραν φωτιὰ μὲ τὴ χαρὰ τῆς
ἀρχικῆς ὀμορφιᾶς τῆς δημιουργίας, καθὼς ὁ κόσμος γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἀποκαλύφθηκε
ὡς κόσμος τοῦ Θεοῦ, ἐξαγνισμένος, καθαρός, ἀναγεννημένος, πλήρης δόξας καὶ
εὐχαριστίας.
«Ὁ Χριστὸς ἦρθε γιὰ νὰ
ἀνακαινίσει ὅλη τὴν κτίση». Γιορτάζουμε τὴν ἀνακαίνιση ὅταν βλέπουμε τὸν ἱερέα νὰ ραντίζει τὴν ἐκκλησία, ἐμᾶς, τὰ σπίτια μας, τὴ φύση καὶ ὅλο τὸν κόσμο μὲ τὸ καινούριο, τὸ ἅγιο, τὸ θεϊκὸ νερό· καὶ ὅταν βλέπουμε τοὺς ἀνθρώπους νὰ στριμώχνονται γιὰ νὰ μετάσχουν σ’ αὐτὸ τὸ «ζῶν ὕδωρ» ποὺ ρέει στὴν αἰώνια ζωή. Ἔτσι ὅποιος διψᾶ, ἂς ἔρθει σ’ Αὐτὸν γιὰ νὰ λάβει τὸ
δῶρο τοῦ «ζῶντος ὕδατος», τὸ δῶρο τῆς νέας ζωῆς, καθαρὸς καὶ ἀναγεννημένος.
ΠΗΓΗ
: Ἑορτολόγιο, ἐκδ. Ἀκρίτας, 1997.