"Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς" (Κατά Ιωάννη 8,32).

Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

ΟΙ ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΝΕΑΠΟΛΗΣ (17-2-2015) ΜΕ ΘΕΜΑ : "ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ"


Η ομιλία της Διευθύντριας του σχολείου κ. Αικατερίνης Γαλώνη :




Η εισήγηση του κ. Σαράντου Καργάκου με θέμα : "Ελληνοχριστιανική παράδοση και παιδεία" :





Η προσλαλιά του Σεβασμιώτατου Μητροπολίτου Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ.κ. Βαρνάβα




Η εισήγηση του Ομότιμου Καθηγητή Ιστορίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ κ. Αθανάσιου Καραθανάση με θέμα "Αδυναμίες του παρελθόντος και ελπίδες για μια νέα πορεία" : 

http://yourlisten.com/POLAR/YxNmM2ZT









ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ - ΕΠΙ ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 2015

Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα προστάτρια των εικόνων -
Μηνολόγιο ν Βασιλείου Β'.
Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Ὄντως «ἡμέρα χαρμόσυνος καί εὐφροσύνης ἀνάπλεως» ἀνέτειλε σήμερα, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ χαρά ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων συνίσταται στό γεγονός ὅτι σήμερα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας ἀπέφυγε τόν κίνδυνο τοῦ ἐξανατολισμοῦ, δηλ. τῶν αἱρέσεων ἀπό τήν Ἀνατολή, ἀπό ἰουδαϊκές καί ἰσλαμικές ἐπιρροές. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας εἶχε τίς ρίζες της στόν Ἰσλαμισμό καί τόν Ἰουδαϊσμό, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀνεικονικές θρησκεῖες, δέν ἔχουν εἰκόνες. Οἱ εἰκονομάχοι προσπάθησαν νά περάσουν τό μένος τους ἐναντίον τῶν ἁγίων εἰκόνων μέσα στήν πίστη μας, τήν ἁγία Ὀρθοδοξία. Ὅμως, οἱ ἅγιοι Πατέρες μας, ἀγωνιζόμενοι ἐναντίον τῶν χριστιανοκατηγόρων εἰκονομάχων, τό ἀπέτρεψαν αὐτό καί ἔτσι ἀποφεύχθηκε ὁ ἐξανατολισμόςτῆς Ὀρθοδοξίας, δηλ. τό νά μᾶς παρασύρει ἡ Ἀνατολή, οἱ Μουσουλμάνοι καί οἱ Ἑβραῖοι.

Ἡ χαρά ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων δικαιολογεῖται, ἐπίσης, καί ἀπό τό γεγονόςὅτι σήμερα ἐπιβεβαιώνεται τό γεγονός ὅτι τό ψεῦδος δέν ἐπεκράτησε καί δέν πρόκειται νά κυριαρχήσει ὁριστικά ἐπί τῆς ἀληθείας τῶν δογμάτων τῆς πίστεως, ἔστω καί ἄν ταλαιπώρησε καί ταλαιπωρεῖ ἀκόμη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπί μακρό χρονικό διάστημα, ὅπως συνέβη παλαιά, τόν 8ο καί 9ο αἰώ., μέ τήν αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας, καί ὅπως συμβαίνει καί σήμερα, τόν 20ο καί 21ο αἰώ., μέ τήν παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαχριστιανικοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ἡ φαιδρότης τῶν ἀληθεστάτων δογμάτων τῆς πίστεως πάντοτε φανερώνεται, μέ συνέπεια ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νά ἀστράπτει καί νά λάμπει μέσα στό φῶς τῆς Ἀληθείας.

Ὁ σκοπός τῆς καθιερώσεως τῆς ἑορτῆς τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τούς τότε ὁμολογητές ἐπισκόπους καί μοναχούς, ὅπως μᾶς λέει τό Συναξάρι τῆς ἑορτῆς[1], ἦταν τό νά ἀνακηρυχθοῦν ὀνομαστικά καί νά ἐπαινεθοῦν οἱ εὐσεβεῖς καί ὀρθόδοξοι, ἐνῶ ἀντιθέτως οἱ ἀσεβεῖς καί κακόδοξοι νά κατακριθοῦν καί νά ἀναθεματιστοῦν ὀνομαστικά, ὄχι βεβαίως ἀπό κακία, ἐμπάθεια καί μίσος ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά ἀπό παιδαγωγική καί ποιμαντική φροντίδα καί ἀγάπη, ὥστε οἱ μέν αἱρετικοί, ἐλεγχόμενοι, νά μετανοήσουν καί νά ἀποκηρύξουν τήν πλάνη τους, νά προφυλαχθοῦν δέ κυρίως οἱ ὑπόλοιποι πιστοί ἀπό τό νά ἀκολουθήσουν τήν πλάνη. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας εἶχαν πραγματική καί εἰλικρινή ἀγάπη, καί ὄχι τήν ψευδοειρήνη καί τήν ψευδοαγάπη τῶν οἰκουμενιστῶν, πούἐνοχλοῦνται ἀπό τά ἀναθέματα καί παρουσιάζονται ἔτσι δῆθεν «καλύτεροι» ἀπό τους Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἀπό ἀγάπη ἐλέγχουν καί παιδαγωγοῦν[2].

Αὐτήν τήν ἀνακήρυξη καί τόν ἔπαινο τῶν εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων ἀπό τή μιά, καί τήν κατάκριση μαζί μέ τόν ἀναθεματισμό τῶν ἀσεβῶν, τῶν κακοδόξων καί τῶν αἱρετικῶν ἀπό τήν ἄλλη, τόν βλέπουμε πολύ παραστατικά στό ἐξαίσιο κείμενο ὁμολογίας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, πού λέγεται «Συνοδικόν τῆς Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Ζ΄ Συνόδου ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας», ἀποσπάσματα τοῦ ὁποίου διαβάζονται κατά τή διάρκεια τῆς λιτανεύσεως τῶν ἁγίων καί ἱερῶν εἰκόνων, σήμερα, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. 

Τί εἶναι, ὅμως, τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας;

Λέγοντας Συνοδικό[3] ἐννοοῦμε τήν ἀπόφαση μιᾶς Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί κυρίως Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στήν ὁποία περιλαμβάνονται, ἐκτός ἀπό τούς κανόνες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, καί οἱ θεολογικές ἀλήθειες, πού καθορίζουν τά ὅρια τῆς πίστεως, τά δόγματα δηλ. τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, καί καταδικάζουν τίς αἱρέσεις, τόσο ὡς πρός τή στρεβλή διδασκαλία τους, ὅσο καί ὡς πρός τά ὀνόματα τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι συνταράσσουν τήν Ἐκκλησία μέ τήν παρανόηση καί διαστρέβλωση τοῦ περιεχομένου τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, ἀλλά καί γενικότερα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.

Τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας περιέχεται στό λειτουργικό βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ὀνομάζεται Τριώδιο[4]. Στό κυριότερο μέρος του περιλαμβάνει τίς ἀποφάσεις τῆς ἐνδημούσης ἐν Κων/λει Συνόδου τοῦ 843, ἡ ὁποία ἀναστήλωσε τίς ἱερές εἰκόνες καί στηρίχθηκε στήν Ζ΄ ἐν Νικαία Οἰκουμενική Σύνοδο τοῦ 787. Περιέχει, ἐπίσης, καί ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Συνόδων, μετά τήν Σύνοδο τοῦ 843, κατά πασῶν ἐν γένει τῶν αἱρέσεων, ἀλλά ἰδιαίτερα κατά τῆςεἰκονομαχίας[5].

Πιθανός συντάκτης τῆς ἀρχικῆς μορφῆς του εἶναι ὁ Πατριάρχης Μεθόδιος. Πρώτη φορά ἀναγνώσθηκε κατά τήν παννυχίδα καί τήν ὁριστική ἀναστήλωση, τιμητική προσκύνηση καί λιτάνευση τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἀπό τήν αὐτοκράτειρα Θεοδώρα, γεγονός πού συνέπεσε τότε μέ τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν (11-3-843), ἡ ὁποία γι’αὐτό ὀνομάσθηκε Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας[6].

Οἱ μετέπειτα συμπληρώσεις καί προσθήκες στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας ἔχουν γίνει σέ διάφορα στάδια τῆς ἱστορίας, σύμφωνα μέ τήν πορεία τοῦ ἀγώνα τῆς Ἐκκλησίας κατά τῶν αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες παρουσιάστηκαν μετά τήν εἰκονομαχία μέχρι καί τό κίνημα τοῦ Ἡσυχασμοῦ στά τέλη τοῦ 14ου αἰώ.

Στό Προοίμιο τοῦ Συνοδικοῦ γίνεται λόγος γιά χειμώνα, ὁ ὁποῖος ἐνέσκηψε στήν Ἐκκλησία, μέ τόν ὁποῖο ἐννοεῖται σαφῶς ἡ αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας, ἡ ὁποία ἀναφέρεται καί ὡς «κάκωσις». Ἐπιπλέον, ἀναφέρονται τά ὀνόματα μεγάλων Πατριαρχῶν, οἱ ὁποῖοι στάθηκαν πρόμαχοι τῆς ἀληθείας καί στή συνέχεια διακηρύττεται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας ἡ ἁγιότητά τους : «Γερμανοῦ, Ταρασίου, Νικηφόρου, Μεθοδίου…, Ἰγνατίου, Φωτίου, Στεφάνου, Ἀντωνίου καί Νικολάου». Παράλληλα, ἀναφέρονται καί ὀνόματα ἄλλων ἀρχιερέων, ἱερομονάχων καί μοναχῶν, ὅπως τῶν ὁσίων Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καί Συμεών τοῦ Στυλίτου, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίσθηκαν ὅλοι μαζί καί ἀναδείχθηκαν ὁμολογητές τῆς Πίστεως, συντελώντας στό νά συγληθεῖ ἡ Ζ΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος ἀπό τήν αὐτοκράτειρα Εἰρήνη, ἡ ὁποία μνημονεύεται στό τέλος τοῦ Συνοδικοῦ μαζί μέ ὅλους τούς ὀρθοδόξους Βασιλεῖς, οἱ ὁποῖοι ὑπερμάχησαν για τήν τιμή τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ὅπου παρέχεται μάλιστα ἡ πληροφορία ὅτιἔλαβε καί τό μοναχικό σχῆμα.

Ἰδιαιτέρως μνημονεύονται στό Συνοδικό οἱ βασιλεῖς ἐκεῖνοι, ὅπως καί οἱ Ἐπίσκοποι, πού συνετέλεσαν στήν ἀποκάλυψη τῆς ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο κατά τήν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ἀλλά καί κατά τήν περίοδο τῶν λεγομένων Ἡσυχαστικῶν ἐρίδων, μεταξύ τῶν ὁποίων πρωτεύουσα θέση κατέχει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχιεπίσκοπος Θεσ/κης, ὁ θεατής τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί κήρυξ τῆς ἀκτίστου Θείας Χάριτος.

Στό Συνοδικό περιέχονται καί ὀνόματα διαφόρων αἱρεσιαρχῶν, πού εἶχαν προηγηθεῖ τῆς εἰκονομαχίας, καί ὅλων τῶν ἄλλων μεταγενεστέρων αἱρέσεων : «Ἀρείω τῶ πρώτω θεομάχω καί ἀρχηγῶ τῶν αἱρέσεων…, Νεστορίω τῶ θεηλάτω…, Διοσκόρω Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας καί Σεβήρω τῶ δυσσεβεῖ…, ὅλοις τοῖς Εὐτυχιανισταῖς καί Μονοθελίταις καί Ἰακωβίταις καί Ἀρτζιβουρίταις καί ἁπλῶς πάσιν αἱρετικοῖς, Ἀνάθεμα».

Αὐτή ἡ ἀναφορά ὅλων τῶν ἀνωτέρω ὀνομάτων, ὅπως καί τῶν αἱρέσων, πού φαινομενικά δέν ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τήν εἰκονομαχία, δέν γίνεται τυχαῖα. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετωπίζεται συνολικά καί ὄχι ἀποσπασματικά. Κάθε νέα αἵρεση ἀποτελεῖ στήν πραγματικότητα μία διαφορετική ἔκφραση καί ἔκφανση τῆς μιᾶς καί μοναδικῆς αἱρέσεως καί λανθασμένης διδασκαλίας, δηλ. τῆς μή ὀρθῆς κατανοήσεως τοῦ γεγονότος τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς πείθει ὅτι ὅλες οἱ αἱρέσεις ἔχουν ὡς ἀρχή τους τήν αἵρεση τῆς ἀρνήσεως τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ καί ἀποτελοῦν συνέπειά της. Γι’αυτό τό Συνοδικό ὁριοθετεῖ μέ σαφήνεια τήν Ἀλήθεια ἀπό τό ψεῦδος, τήν Πίστη ἀπό τήν ἀπιστία καί τήν Θεολογία ἀπό τήν ἀνθρώπινη φιλοσοφία.

Ὡς πρός τήν θεολογία τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τό Συνοδικό διακηρύσσει ὅτι ἡ τιμή τους ἀποτελεῖ συνέχεια καί συνέπεια τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τιμή στό ἴδιο τό γεγονός τῆς ἐνσαρκώσεως. Ἀντίθετα, ἡ ἄρνηση τιμῆς στίς ἱερές εἰκόνες συνεπάγεται στήν πραγματικότητα ἄρνηση τῆς σωτηρίας.

Τό Συνοδικό, ὅμως, ἐνῶ ἀφορμᾶται ἀπό τήν ὑπεράσπιση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, προχωρᾶ καί στήν ἐπαναδιατύπωση τῆς θεολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας περί τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος, περί τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων στόν Χριστό, περί τῆς Θείας Εὐχαριστίας, περί τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, περί τῆς Θείας Λατρείας γενικότερα καί περί τῆς Ἀναστάσεως, τά ὁποία προσπάθησαν νά στρεβλώσουν οἱ διάφοροι αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι καί κατονομάζονται.

Τέλος, διατυπώνει μέ σαφήνεια στά «κατά Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου κεφάλαια» τήν θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας περί τῶν ἀκτίστων Θείων ἐνεργειῶν, στίς ὁποῖες μετέχει ὁ ἄνθρωπος καί τίς ὁποῖες διακρίνει ἀπό τήν ἄκτιστη Θεία οὐσία, τήν ὁποία ὀνομάζει καί θεωρεῖ «ἄληπτον καί ἀμέθεκτον», ἐνῶ κάνει λόγο καί γιά τό Θεῖο Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως, ὀνομάζοντάς το «ἄκτιστον καί φυσικήν χάριν καί ἔλλαμψιν καί ἐνέργειαν, ἐξ αὐτῆς τῆς θείας οὐσίας ἀχωρίστως ἀεί προϊοῦσαν».

Τά μηνύματα τοῦ Συνοδικοῦ ἐκφέρονται μέ ἀναφωνήσεις τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ, ὅπως εἶναι οἱ μακαρισμοί τῶν εὐσεβῶν Βασιλέων, Πατριαρχῶν, κληρικῶν καί λαϊκῶν ὀνομαστικά, μέ τήν ἀναφώνηση «αἰωνία ἡ μνήμη», ἀλλά καί ὁ ἀναθεματισμός τῶνἀπ'αἰῶνος αἱρετικῶν, μέ τήν ἀναφώνηση «ἀνάθεμα».

Τί εἶναι, ὅμως, τό ἀνάθεμα;

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει ὅτι ἀνάθεμα λέγεται ἐκεῖνο, πού χωρίζεται ἀπό τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία τῶν Χριστιανῶν, καί ἀφιερώνεται στόν διάβολο. Κανένας δέν τολμᾶ νά συναναστραφεῖ καί νά συγκοινωνήσει μέ ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπο, πού ἔχει χωρισθεῖ ἀπό τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία καί ἔχει γίνει ἀνάθεμα στόν διάβολο, ἀλλά ὅλοι οἱ πιστοί χωρίζονται ἀπ’αὐτόν[7]. Τό ἀνάθεμα παντελῶς χωρίζει καί ἀποκόπτει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Χριστό.

Ὁ ἅγιος Ταράσιος, Πατριάρχης Κων/λεως, στόν ἀπολογητικό τῆς Ζ΄ ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρει : «Δεινόν εἶναι τό ἀνάθεμα, ἐπειδή μακράν τοῦ Θεοῦ ποιεῖ τόν ἄνθρωπον καί ἀπό τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἐκδιώκει καί πέμπει αὐτόν εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον»[8].

Ὁ Ἀπ. Παῦλος λέει : «εἰ τίς οὐ φιλεῖ τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, εἴτω ἀνάθεμα»[9]. Ὅλοι ὅσοι πολιτεύονται ἔξω ἀπό τήν ἀποστολική διδασκαλία καί παράδοση τοῦ θείου Παύλου, ἡ ὁποία βεβαίως εἶναι ἡ διδασκαλία καί ἡ παράδοση τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀγαποῦν ἐν ἀληθεία τόν Κύριο. Ὅσοι δέν ἀγαποῦν ἐν ἀληθεία τόν Κύριο, αὐτοί εἶναι ἀνάθεμα, δηλ. χωρισμένοι ἀπό τόν Κύριο[10].

Ὁ ὅρος ἀνάθεμα ἀναφέρεται ἀπό τόν Ἀπ. Παῦλο καί στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή ἐναντίον ἐκείνων, πού εὐαγγελίζονται ἔξω ἀπό τά παραδεδομένα : «ἀλλά καί ἄν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζεται ὑμῖν παρ’ὅ εὐαγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω»[11].

Τά ἀναθέματα στήν Ἐκκλησία δέν ἀποτελοῦν ἐκφράσεις ὀργῆς ἤ κατάρας ἤ ὕβρεως, ἀλλά πανηγυρικές διακηρύξεις ὅτι οἱ ἀναθεματισμένοι δέν ἀνήκουν στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ λαός τοῦ Θεοῦ καλεῖται νά ἐπιτείνει τήν προσοχή του σ' αὐτό καί νά μήν συμφύρεται μέ τούς ἀναθεματιζομένους, γιά νά μήν ἀπολέσει τήν ὑγιαίνουσα διδασκαλία, χωρίς τήν ὁποία δέν ὑφίσταται σωτηρία. Ἑπομένως, τά ἀναθέματα ἀποτελοῦν, εἰδικότερα στήν σημερινή ἐποχή τῆς ὁμογενοποιήσεως καί τοῦ συγκρητισμοῦ, ἔξοχο ἀμυντικό μηχανισμό καί παιδαγωγικό τρόπο γιά τήν διασφάλιση τῆς Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίαςκαί ἀληθείας…»[12]. Τά ἀναθέματα ἀποτελοῦν ποιμαντικό μέτρο ἀγάπης καί διασφάλιση τῆς Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας καί ἀληθείας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅταν στίς Συνόδους ἀναθεμάτιζαν τούς αἱρετικούς, δέν τό ἔκαμαν ἀπό μίσος πρός αὐτούς, ἀλλά μέ πόνο ψυχῆς ἀπέκοπταν αὐτούς, «ὡς ἀνιάτως νοσήσαντας», ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἀκριβῶς ὁ χειροῦργος ἀποκόπτει τό σεσηπόςκαί νεκρό μέλος τοῦ σώματος, γιά νά μήν μεταδοθεῖ ἡ σῆψη καί στό ὑπόλοιπο σῶμα. Ἑπομένως, ἀνάθεμα ἔχουμε κυρίως ὅταν ὑπάρχει αἵρεση. Ὁ ἀναθεματισμός εἶναι ὁ ἀποχωρισμός, ἡ ἀποκοπή μέ δυσμενεῖς ἐκφράσεις ἀπό τό κοινό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, ἡ αἵρεση εἶναι ἡ διάσπαση αὐτῆς τῆς Θεανθρωπίνης κοινωνίας μέσα στό κοινό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί γι’αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο καταδικάζεται καί ἀναθεματίζεται ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.

Πολλές φορές, ὅταν λέγονται αὐτά τά πράγματα, ἀλλά καί ὅταν διαβάζονται – ἄν διαβάζονται – τά ἀναθέματα τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ πιό αὐθόρμητοι σοκάρονται καί λένε : «Ε, τώρα, ποῦ ζοῦμε; Στόν Μεσαίωνα; Μιλᾶμε γιά ἀναθεματισμούς καί ἀφορισμούς; Αὐτά δέν εἶναι πράγματα, πού ἁρμόζουν στήν Ἐκκλησία». Δυστυχῶς, αὐτή ἡ νοοτροπία ἔχει ἐπηρεάσει πολλούς. Νομίζουν δηλ. ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι συνεχῶς καί μόνο ἀγάπη. Αὐτοί, ὅμως, οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄγευστοι. Δέν ἔχουν καταλάβει τί εἶναι Ὀρθοδοξία καί δέν ἔχουν κατανοήσει ὅτι αὐτό τό Σῶμα εἶναι ἀγαπητικό. Ἄν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία «ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν»[13], τότε ἡ ἔλλειψη ἀγάπης σημαίνει τήν ἀποστασιοποίηση. Γιατί, ὅταν κάποιος ἀγαπᾶ πολύ κάτι, ἔρχεται σέ ἀγαπητική σχέση μ’αὐτό. Ὅταν, ὅμως, ἀποστασιοποιεῖται, ὄχι μόνο περιστασιακῶς, ἀλλά καί θεσμικῶς, τότε ἡ Ἐκκλησία τοῦ βεβαιώνει, μ’ἕνα θεσμικό τρόπο, αὐτό, πού ἔχει πάθει. Ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, ὅταν λέει σέ κάποιον «ἀνάθεμα», οὐσιαστικά τοῦ πιστοποιεῖ, τοῦ δίνει τήν ληξιαρχική πράξη, τήν πιστοποίηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, πού ἔχει ὑποστεῖ. Αὐτό, ὅμως, σήμερα δέν γίνεται κατανοητό, ἐπειδή δέν βιώνεται καί ἐπειδή δέν ὑπάρχει ἡ προϋπόθεση τῆς καθαρότητος, τήν ὁποία οἱ πολλοί ὑστεροῦνται. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά ζωντανή πραγματικότητα. Ὅταν ὁ πιστός ἔχει καθαρότητα, τότε ἔχει σχέση μέ τήν Ἐκκλησία, νιώθει τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐκφράζει. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐλλείψεως βιωματικῆς ἐμπειρίας φθάνουμε σήμερα στό σημεῖο νά λέγεται ὅτι «τά ἀναθέματα καί οἱ ἀφορισμοί δέν ἰσχύουν σήμερα. Θά τ’ἀλλάξουμε. Ζοῦμε σέ ἄλλη ἐποχή». Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, παραμένει πάντα ὁ ἴδιος. Ὁ Χριστός μία φορά ἐκπλήρωσε τό μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριο γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν. «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αιώνας»[14]. Γίνεται, λοιπόν, ἀντιληπτό ὅτι, ὅταν παραβιάζεται ἡ ἀγαπητική σχέση, τότε ὑπάρχει ὁ ἀφορισμός, μέ τόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἐπικυρώνει τήν προϋπάρχουσα κατάσταση.

Ὀλ’ αὐτά, τά ὁποία σήμερα ἠχοῦν φονταμενταλιστικά, γιά τούς πιστούς μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι σημεῖα, τά ὁποῖα συμπυκνώνουν τήν ἀγάπη, ὁριοθετοῦν καί σημειώνουν ὅτι ἡ ἀγαπητική σχέση μέσα στά πλαίσια τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι κάτι τό δευτερεῦον ἤ τό τριτεῦον, ἀλλά εἶναι τό οὐσιῶδες συστατικό της. Αὐτά τά πράγματα τά ἐξέφρασε ἡ Ἐκκλησία μέ τόν ἴδιο δυναμισμό, ὅταν θέλησε νά ἐκφράσσει τήν ἀκοινωνησία, μέ τήν ὁποία δίνει τήν ληξιαρχική πράξη ὅτι κάποιος ἔχει πεθάνει ἀπό πλευρᾶς ἀγαπητικῆς. Αὐτό τό Σῶμα, μέσα στό ὁποῖο ἀνήκουμε εἶναι μυστηριακό μέν, ἀγαπητικό δέ. Ἄν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀγαπητική σχέση καί αὐτός ὁ ἀγαπητικός πόθος, πού νά ἐκφράζεται καί στήν πράξη, τότε διαψεύδεται.

Τό Συνοδικό της Ὀρθοδοξίας, ὅταν γράφτηκε γιά πρώτη φορά τό 843 ἀπό τούς ἁγίους πατέρες τῆς Ζ΄ ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μετά τό τέλος τῆς δευτέρας φάσεως τῆς εἰκονομαχίας, περιελάμβανε ἀναθέματα γιά ὅλους τούς αἱρετικούς, ἀπό τόν Ἄρειο μέχρι καί τούς εἰκονομάχους. Ἀπό τόν 9ο αἰώ. κι ἔπειτα, ἐπειδή ἔκαναν τήν ἐμφάνισή τους κι ἄλλες αἱρέσεις, ἰδίως ἡ αἱρετική παρασυναγωγή τοῦ Παπισμοῦ, ἡ Ἐκκλησία ἀπεφάσισε τόν 14ο αἰώ. νά ἐμπλουτίσει τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας μέ νέα ἀναθέματα, ὁπότε προστέθηκαν τά «Κεφάλαια κατά Βαρλαάμ καί ‘Ακινδύνου», μέ τά ὁποία ἀναθεματίζεται, στά πρόσωπα τοῦ Βαρλαάμ Καλαβροῦ καί τοῦ Γρηγορίου Ακινδύνου, ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ. Ἀπό τήν παραπάνω τακτική διαπιστώνουμε ὅτι τό Συνοδικό τῆς Όρθοδοξίας εἷναι ἀναπροσαρμοζόμενο καί ὅτι ἡ προσθήκη καινούργιων ἀναθεμάτων ἦταν καί εἶναι συνήθης τακτική τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως, εἶναι ἀνεπίτρεπτο νά κατηγοροῦν κάποιοι τούς ἁγίους Πατέρες ὅτι δῆθεν εἶναι πάνω ἀπό τήν Ἐκκλησία καί δέν κάνουν ὑπακοή, διότι προσέθεσαν νέα ἀναθέματα.

Ἄλλωστε, τό ἴδιο τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας ἀναφέρει σέ ἕνα σημεῖο του˙«ὅλοις τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα»[15], ἀνάθεμα σέ ὅλους τούς αἱρετικούς, καί στούς παλαιούς καί τούς νέους, τούς συγχρόνους, σ΄αὐτούς πού ὑπῆρξαν, ὑπάρχουν καί θά ὑπάρξουν μέχρι συντελείας αἰώνων. Ἡ ἀνωτέρω τακτική δέν ἀποτελεῖ οὔτε πρωτοτυπία, οὔτε καινοτομία, οὔτε πρόταξη ὑπεράνω Συνόδων καί Ἐκκλησίας, ἀλλά ἁπλῶς ταπεινή ἀκολουθία τῆς συνήθους ἐκκλησιαστικῆς τακτικῆς, καί τήρηση τῆς τάξεως τοῦ λειτουργικοῦ βιβλίου τοῦ Τριωδίου, ἡ ὁποία καί βεβαίως ἰσχύει μέχρι καί σήμερα. Ὁ ποιμαντικός σκοπός καί στόχος της ἐκφωνήσεως τῶν ἀναθεμάτων εἶναι διφυής, διττός : Ἀπό τή μιά ἡ μετάνοια τῶν ἀναθεματισμένων, καί ἀπό τήν ἄλλη ἡ προφύλαξη τοῦ ποιμνίου του ἀπό τίς αἱρέσεις, παλαιές καί νέες, οἱ ὁποῖες στερροῦν τήν σωτηρία ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἔτσι, δέν πρέπει νά σπεύσουν νά ἐκτοξεύσουν μομφές καί κατηγορίες οἱ Οἰκουμενιστές, πού, μέ τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ καί κατά τό ἀνθρώπινο δυνατό, ἐπιδεικνύεται ἐπαγρύπνηση καί ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον γιά τό ποίμνιο καί δέν ἀφήνονται οἱ λύκοι νά καταφᾶνε καί νά κατασπαράξουν τά πρόβατα.

Ἀντιθέτως, οἱ Οἰκουμενιστές πρέπει νά κατηγοροῦνται, ἐπειδή ἀφήνουν τά πρόβατα νά γίνονται βορά στά στόματα τῶν λύκων τῶν βαρέων[16], τῶν ποικίλων αἱρετικῶν. Ἡ ποιμαντική καί παιδαγωγική ὀρθότητα τῶν μέτρων τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται καί ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι οἱ Οἰκουμενιστές δέν ἀντέχουν τήν δύναμη τῶν ἀναθεμάτων, δέν ἀντέχουν, ἐλεγχόμενοι, τήν ἀντιαιρετική καί ἐπικριτική διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, δέν ἀντέχουν κἄν τήν ἔννοια τῆς αἱρέσεως. Γι'αὐτό κατήργησαν τήν ἀνάγνωση τῶν ἀναθεμάτων συνοδικῶς ἀπό τό 2005. Γι'αὐτό παραμερίζουν μέ τήν μεταπατερική, νεοπατερική, συναφειακή καί μετακανονική αἵρεση τούς Ἁγίους Πατέρες, πού καταγγέλλουν ὀνομαστικά καί ἀποκαλύπτουν τούς αἱρετικούς. Γι'αὐτό κατήργησαν τήν ἔννοια τῆς αἱρέσεως, δεχόμενοι ὡς «ἰσότιμες, ἰσάξιες καί ἀδελφές ἐκκλησίες» τίς σύγχρονες μεγάλες αἱρετικές παρασυναγωγές τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἀλλά καί τήν παλαιά, ἀρχαῖααἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ[17].

Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἕνα κείμενο, τό ὁποῖο διατυπώνει καί ἐκφράζει τήν καθολική πίστη καί τό δόγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Περιέχει δηλ. τήν διδαχή της γιά τό ἴδιο τό περιεχόμενο τῆς ζωῆς της. Τό δόγμα διασώζει τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, πληροφορεῖ τόν κόσμο γι'αὐτή τή ζωή, ἐνῶ παράλληλα καταγράφει καί τήν ἱστορική μαρτυρία καί συνείδηση αὐτῆς τῆς ζωῆς. Γι’αὐτό καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας ἐνέταξε τό Συνοδικό στήν λατρεία της σήμερα, Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ὥστε νά διαβάζεται σέ στάση προσοχῆς καί προσευχῆς ὡς ἱερό δογματικό κείμενο. Ἀμήν.

Ἔτη πολλά καί εὔδρομος ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή!

Μετά πατρικῶν εὐχῶν

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ ὁ Πειραιῶς Σεραφείμ


[1]Τριώδιον, ἐκδ. «Φῶς Χ.Ε.Ε.Ν.», Ἀθήνα 2010, σ. 618.

[2] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Στόν Πειραιά γιορτάσθηκε αὐθεντικά ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ἰανουάριος-Μάρτιος 2012) 3-4.

[3] Σχ. βλ. ΑΡΧΙΜ. ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΘΕΟΧΑΡΗΣ, Τό Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας, Ὁμιλία στόν Κατανυκτικό Ἑσπερινό στήν Φλώρινα τήν Κυριακή 9-3-2014 (Α΄ Νηστειῶν).

[4] Τριώδιον Κατανυκτικόν, ἐκδ. Φῶς ΧΕΕΝ, Ἀθήνα 2001, σσ. 618-635.

[5] Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Μτφρ. Ἠ.Γ.ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, ἐπιμέλεια-σχόλια ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΡΑΚΙΔΗΣ, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2006, σ. 11.

[6] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Πηγές Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, ἐκδ. Ἀρμός, Ἀθήνα 19982, σ. 118.

[7]ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σσ. 396-398.

[8]Β΄ Τόμος Συνοδικῶν, σ. 724.

[9]Α΄ Κορ. 16, 22.

[10]ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τ. Α΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1989, σ. 697.

[11]Γαλ. 1, 8. Ἔνθ'ἀνωτ., τ. Β΄, Θεσ/κη 1990, σσ. 248-249.

[12] Σχ. βλ. ἡμέτερον κείμενον μέ θέμα «Διευκρινήσεις γιά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας», 14-3-2012, http://www.impantokratoros.gr/64EFF01C.el.aspx

[13]Ρωμ. 5, 5.

[14] Εβρ. 13, 8.

[15]Τριώδιον, ἐκδ. «Φῶς Χ.Ε.Ε.Ν.», Ἀθήνα 2010, σ. 628.

[16] Πράξ. 20, 29.


[17] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, ἔνθ'ἀνωτ., σ. 5.

ΠΗΓΗ : http://www.imp.gr/

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ - ΠΡΩΤΟΠΡ. R.P. BORIS BOBRINSKOY


1. Η εικονολατρεία πριν από την Εικονομαχία
Από τους πρώτους ακόμη αιώνες, οι χριστιανοί παρουσίαζαν γραφικά διάφορα θέματα του μυστηρίου της σωτηρίας μας. Η τέχνη των κατακομβών έχει ένα χαρακτήρα συμβολικό ή «εκφραστικό» (Weidlé) περιγράφοντας τη σαρκική παρουσία της χριστιανικής Μύησης και της Λύτρωσης, όπως για παράδειγμα ο Καλός Ποιμένας, το περιστέρι, ο Ιχθύς, το κλήμα, η λύρα, η άγκυρα, η κιβωτός και κυρίως, ο σταυρός. Οι χριστιανοί ονομάστηκαν «εραστές του σταυρού» (Τερτυλλιανός).

Την παραμονή της περιόδου του Μεγάλου Κωνσταντίνου, η Σύνοδος της Ελβίρας (300), στον 36ο κανόνα της, καταδικάζει ενεργά τη χρήση των εικόνων στις εκκλησίες, πιθανώς για να μην προκαλέσει τους χλευασμούς και τις προσβολές των ειδωλολατρών, εκεί όπου οι τόποι λατρείας δεν ήταν ασφαλείς κατά τη διάρκεια των διωγμών.

Από το θρίαμβο του χριστιανισμού υπό τον Κωνσταντίνο, αναπτύσσεται το έθιμο να απεικονίζεται ο Χριστός και οι Άγιοι και να τοποθετούνται οι εικόνες τους στις εκκλησίες. Ήδη ο Μέγας Βασίλειος από την Καισαρεία, στον πανηγυρικό του για το μάρτυρα Βαρλαάμ, προτρέπει τους χριστιανούς ζωγράφους να δοξάσουν με τα έργα τους αυτόν τον μεγάλο άγιο:

«Ἀνάστητέ μοι νῦν͵ λαμπροὶ τῶν ἀθλητικῶν κατορθωμάτων ζωγράφοι· τὴν τοῦ στρατηγοῦ κολοβωθεῖσαν εἰκόνα ταῖς ὑμετέραις μεγαλύνατε τέχναις. Ἀμαυρότερον παρ΄ ἐμοῦ τὸν στεφανίτην γραφέντα τοῖς τῆς ὑμετέρας σοφίας περιλάμψατε χρώμασιν. Ἀπέλθω τῇ τῶν ἀριστευμάτων τοῦ μάρτυρος παρ΄ ὑμῶν νενικημένος γραφῇ· χαίρω τὴν τοιαύτην τῆς ὑμετέρας ἰσχύος σήμερον νίκην ἡττώμενος. Ἴδω τῆς χειρὸς πρὸς τὸ πῦρ ἀκριβέστερον παρ΄ ὑμῶν γραφομένην τὴν πάλην· ἴδω φαιδρότερον ἐπὶ τῆς ὑμετέρας τὸν παλαιστὴν γεγραμμένον εἰκόνος. Κλαυσάτωσαν δαίμονες͵ καὶ νῦν ταῖς τοῦ μάρτυρος ἐν ὑμῖν ἀριστείαις πληττόμενοι. Φλεγομένη πάλιν αὐτοῖς ἡ χεὶρ καὶ νικῶσα δεικνύσθω. Ἐγγραφέσθω τῷ πίνακι καὶ ὁ τῶν παλαισμάτων ἀγωνοθέτης Χριστός» (1).

Ένας άλλος λόγος του Μεγάλου Βασίλειου είχε ξεχωριστή τύχη και έγινε ένα από τα παραδοσιακά και πλέον αποφασιστικά επιχειρήματα των υπερασπιστών των ιερών εικόνων:

«ἡ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει» (2).

Ομοίως, ο Άγιος Γρηγόριος ο Μέγας προσκαλούσε τον Σερένο, επίσκοπο της Μασσαλίας, να ξανατοποθετήσει στις εκκλησίες τις εικόνες που είχε ξεσηκώσει:

«Δεν είναι χωρίς αιτία που η αρχαιότητα επέτρεψε να ζωγραφιστεί στις εκκλησίες η ζωή των αγίων. Υπερασπίζοντας τη λατρεία αυτών των εικόνων, είστε άξιοι επαίνου. Καταστρέφοντάς τες, είστε άξιοι μομφής. Είναι άλλο πράγμα να λατρεύεις μια εικόνα και άλλο πράγμα να γνωρίζεις διαμέσου της εικόνας σε ποιον πρέπει να απευθύνεται η λατρεία. Άρα ό,τι είναι η Γραφή για αυτούς που γνωρίζουν ανάγνωση, είναι η εικόνα για τους αγράμματους...» (3).

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η δυσπιστία απέναντι στις εικόνες και ο φόβος της ειδωλολατρίας είναι ακόμη συχνός. Ο Ευσέβιος από την Καισαρεία ονομάζει ως ειδωλολατρικό έθιμο το να έχουμε φορητές εικόνες του Χριστού ή των αποστόλων (4).

Κατά τον 6ο αιώνα, η λατρεία των εικόνων πιστοποιείται από πολυάριθμα μνημεία και μαρτυρίες εκκλησιαστικών συγγραφέων. Έτσι, ο Λεόντιος, επίσκοπος Νεαπόλεως Κύπρου, γράφει:

«Εκπροσωπώ τον Χριστό και το πάθος του στις εκκλησίες και στα σπίτια και στους δημόσιους χώρους και στις εικόνες, στους πίνακες, στα κελάρια, στα ρούχα, σε κάθε μέρος, ούτως ώστε μόλις τις βλέπουμε, να θυμόμαστε... Γιατί εμείς, οι χριστιανοί, που κατέχουμε εικόνες του Χριστού, είναι στον Χριστό και τους μάρτυρές του που υποκλινόμαστε... Εκείνος που φοβάται το Θεό τιμάει, και κατά συνέπεια, ευλαβείται και λατρεύει ως Υιό του Θεού τον Κύριο και Θεό ημών Ιησού Χριστό, και την απεικόνιση του σταυρού του και τις εικόνες των αγίων του» (5).

Η Πενθέκτη Σύνοδος στο Τρούλο (692) ανακηρύττει σεβαστές τις εικόνες, αλλά διατάζει να μην παρουσιάζεται πλέον ο Ιησούς Χριστός με τη μορφή αρνιού:

«(...) Ὡς ἂν οὖν τὸ τέλειον κᾂν ταῖς χρωματουργίαις, ἐν ταῖς ἁπάντων ὄψεσιν ὑπογράφηται, τὸν τοῦ αἴροντος τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου ἀμνοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, κατὰ τὸ ἀνθρώπινον, χαρακτῆρα, καὶ ἐν ταῖς εἰκόσιν ἀπὸ τοῦ νῦν, ἀντὶ τοῦ παλαιοῦ ἀμνοῦ ἀναστηλοῦσθαι ὁρίζομεν. Δι' αὐτοῦ τὸ τῆς ταπεινώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου κατανοοῦντες, καὶ πρὸς μνήμην τῆς ἐν σαρκὶ πολιτείας, τοῦ τε Πάθους αὐτοῦ καὶ τοῦ σωτηρίου θανάτου χειραγωγούμενοι, καὶ τῆς ἐντεῦθεν γενομένης τῷ κόσμῳ ἀπολυτρώσεως» (Κανόνας 82).

Συχνά, αλίμονο, η λατρεία των εικόνων αναμιγνύεται με προκαταλήψεις και πρακτικές που εξηγούν εν μέρει την εικονοκλαστική αντίδραση:

«Πολλοί νομίζουν, λέει ο Αναστάσιος ο Σιναΐτης, ότι το βάπτισμα τιμάται αρκούντως από αυτούς που εισέρχονται στο ναό και ασπάζονται όλες τις εικόνες, χωρίς να δίνουν προσοχή στη λειτουργία και την θεία ιεροπραξία».

Το 824 ένα γράμμα του αυτοκράτορα Μιχαήλ Τραυλού, απευθυνόμενο στον Λουδοβίκο τον Αγαθό, λάμβανε υπόψη του πολυάριθμες πρακτικές της λαϊκής ευλάβειας που παρέπεμπαν σε πιο παλιές εποχές:

«...Επιλέγουν τις εικόνες των αγίων για αναδόχους των παιδιών τους... Μερικοί ιερείς έχουν τη συνήθεια να αποξένουν το χρώμα των εικόνων, να αναμιγνύουν τη σκόνη αυτή με την όστια και το κρασί και να διαμοιράζουν το μίγμα στους πιστούς μετά τη λειτουργία. Άλλοι τοποθετούν το σώμα του Κυρίου επάνω στις εικόνες από όπου πηγαίνουν και το παίρνουν αυτοί που κοινωνούν» (6).

2. Η πρώτη εικονοκλαστική περίοδος (723-780)
«Ο χείμαρρος των αρνητικών απόψεων έναντι των εικόνων, στις οποίες ο καθαρά πνευματικός χαρακτήρας του χριστιανισμού έμοιαζε ασυμβίβαστος με τη λατρεία τους, ήταν πρόδηλος κυρίως στις ανατολικές περιφέρειες της αυτοκρατορίας, όπου διατηρούνταν σημαντικά υπολείμματα μονοφυσιτών... Όμως, χρειάστηκε η επαφή με τον αραβικό κόσμο για να ανάψει η εικονοκλαστική πυρκαγιά... Οι Άραβες, που διέσχιζαν για δεκαετίες την Μικρά Ασία, δεν έφεραν στο Βυζάντιο μόνο τη ρομφαία, αλλά επίσης και τον πολιτισμό τους και μαζί με αυτόν, τον καθαρό τρόμο του Ισλάμ για την απεικόνιση του ανθρώπινου προσώπου. Ορίστε λοιπόν πώς γεννιέται η εικονομαχία στις ανατολικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας, με μια μοναδική διασταύρωση της ακόρεστης για καθαρή πνευματικότητα χριστιανικής πίστης με τα αιρετικά εικονοφοβικά δόγματα, τις έννοιες παλαιών χριστολογικών αιρέσεων και, τέλος, με τις επιδράσεις των μη-χριστιανικών θρησκειών του Ιουδαϊσμού και ειδικότερα του Ισλάμ. Μετά τη νίκη στην πολεμική εξόρμηση της Ανατολής, με τις διεισδύσεις του ανατολικού πολιτισμού, αρχίζει μια σχέση με τη μορφή της εικονομαχίας» (7).

Το εικονοκλαστικό κίνημα ξεκινά από τη Μικρά Ασία, όπου ο χαλίφης Yézid δημοσιεύει το 723 ένα διάταγμα για την καταστροφή όλων των εικόνων "είτε αυτές βρίσκονται στους ναούς, είτε στις εκκλησίες, είτε στα σπίτια". Η άγρια εκστρατεία καταστροφής διαδίδεται ταχύτατα ανάμεσα στους επισκόπους των ανατολικών επαρχιών και φτάνει στην αυτοκρατορική αυλή του Βυζαντίου.

Μπροστά στην αντίσταση του πατριάρχη Γερμανού (726-730) στην εικονοκλασία, ο αυτοκράτορας Λέων 3ος ο Ίσαυρος παρεμβαίνει προσωπικά και το 730 δημοσιεύει ένα διάταγμα που απαγορεύει τη λατρεία των εικόνων και δηλώνει ότι αυτές αποτελούν είδωλα απολύτως καταδικαστέα από την Αγία Γραφή:

«Δεν πρέπει να λατρεύουμε, ο Θεός το απαγορεύει, καθετί που έχει φτιαχτεί από ανθρώπινο χέρι, συνεπώς και κάθε αναπαράσταση αυτού που είναι στον ουρανό ή τη γη» (8).

Ο Γερμανός εκθρονίστηκε και εξορίστηκε. Βγάζοντας το ωμοφόριό του, δήλωσε: «Χωρίς την απόφαση μιας συνόδου, δεν μπορείς, Βασιλέα, να αλλάξεις τίποτε στην πίστη» (9).

Το πρώτο αίμα κυλάει κατά τη διάρκεια μιας λαϊκής στάσης που προκλήθηκε από την καταστροφή της εικόνας του Χριστού της Χαλκοπρατείας, πάνω από μία από τις πύλες του αυτοκρατορικού ανακτόρου. Ακολουθεί ένας βίαιος διωγμός, κατά τη διάρκεια του οποίου πολυάριθμοι υποστηρικτές της λατρείας των ιερών εικόνων βασανίστηκαν, εξορίστηκαν ή εκτελέστηκαν, ενώ παράλληλα καταστράφηκαν συστηματικά οι εικόνες στις εκκλησίες και στα σπίτια.

Στη Ρώμη, ο πάπας Γρηγόριος 2ος, όπως και ο διάδοχός του Γρηγόριος 3ος, αρνούνται να υποταχθούν στο αυτοκρατορικό διάταγμα:

«Τα δόγματα της Εκκλησίας δεν είναι δική σου δουλειά, γράφει ο Πάπας στον Λέοντα τον 3ο, άφησε τις τρέλες σου» (10).

Απόφαση μιας ρωμαϊκής συνόδου που συγκλήθηκε το 731, ορίζει ότι:

«Στο μέλλον, οποιοσδήποτε ξεσηκώνει, καταστρέφει, ατιμάζει ή προσβάλλει τις εικόνες του Κυρίου ή της Αγίας Μητέρας ή των αποστόλων, κλπ..., δεν θα μπορεί να λαμβάνει το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου και θα αποκλειστεί από την Εκκλησία» (11).

Είναι σε αυτήν την εποχή που ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, μοναχός του Αγίου Σάββα στην Παλαιστίνη, γράφει τους Λόγους του Περί Εικόνων, με τους οποίους παρέχει στους υπερασπιστές της πίστεως μια θεολογική βάση που θα χρησιμοποιηθεί από τους ορθόδοξους θεολόγους που ακολούθησαν. Σε αυτούς τους Λόγους δηλώνει ότι δεν ανήκει στον αυτοκράτορα η οριστική τακτοποίησης του ζητήματος της νομιμότητας των εικόνων:

«Συνόδων ταῦτα, οὐ βασιλέων» (12).

«Βασιλέων ἐστὶν ἡ πολιτικὴ εὐταξία͵ ἡ δὲ ἐκκλησιαστικὴ κατάστασις ποιμένων καὶ διδασκάλων» (13).

Η βάση της λατρείας των εικόνων είναι, σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, το χριστολογικό δόγμα. Η σωτηρία συνδέεται με την Ενσάρκωση του Θείου Λόγου, κατά συνέπεια με την ύλη, αφού η σωτηρία πραγματοποιείται με την ένωση στον Χριστό της θείας φύσης με την ανθρώπινη σάρκα:

«Πάλαι μὲν ὁ θεὸς ὁ ἀσώματός τε καὶ ἀσχημάτιστος οὐδαμῶς εἰκονίζετο͵ νῦν δὲ σαρκὶ ὀφθέντος θεοῦ καὶ τοῖς ἀνθρώποις συναναστραφέντος εἰκονίζω θεοῦ τὸ ὁρώμενον. Οὐ προσκυνῶ τῇ ὕλῃ͵ προσκυνῶ δὲ τὸν τῆς ὕλης δημιουργόν͵ τὸν ὕλην δι΄ ἐμὲ γενόμενον καὶ ἐν ὕλῃ κατοικῆσαι καταδεξάμενον καὶ δι΄ ὕλης τὴν σωτηρίαν μου ἐργασάμενον͵ καὶ σέβων οὐ παύσομαι τὴν ὕλην͵ δι΄ ἧς ἡ σωτηρία μου εἴργασται» (14).

«ὅταν ὁρατὸς σαρκὶ ὁ ἀόρατος γένηται͵ τότε εἰκονίσεις τὸ τοῦ ὁραθέντος ὁμοίωμα· ὅτε ὁ ἄποσος καὶ ἀπήλικος καὶ ἀμεγέθης ὑπεροχῇ τῆς ἑαυτοῦ φύσεως ὁ ἐν μορφῇ θεοῦ ὑπάρχων μορφὴν δούλου λαβὼν ταύτῃ συσταλῇ πρὸς ποσότητά τε καὶ πηλικότητα καὶ χαρακτῆρα περίθηται σώματος͵ τότε ἐν πίναξι χάραττέ τε καὶ ἀνατίθει πρὸς θεωρίαν τὸν ὁραθῆναι καταδεξάμενον. Χάραττε τούτου τὴν ἄφατον συγκατάβασιν͵ τὴν ἐκ παρθένου γέννησιν͵ τὴν ἐν Ἰορδάνῃ βάπτισιν͵ τὴν ἐν Θαβὼρ μεταμόρφωσιν͵ τὰ πάθη τὰ τῆς ἀπαθείας πρόξενα͵ τὰ θαύματα͵ τὰ τῆς θείας αὐτοῦ φύσεως καὶ ἐνεργείας σύμβολα δι΄ ἐνεργείας σαρκὸς ἀποτελούμενα͵ τοῦ σωτῆρος τὴν σωτήριον ταφήν͵ τὴν ἀνάστασιν͵ τὴν εἰς οὐρανοὺς ἄνοδον. Πάντα γράφε καὶ λόγῳ καὶ χρώμασιν ἔν τε βίβλοις καὶ πίναξιν» (15).

Η εικονοκλαστική καταδίωξη φτάνει στο αποκορύφωμά της κάτω από βασιλεία του Κωνσταντίνου 5ου του Κοπρώνυμου (741-775), υιού του Λέοντος του 3ου. Θεωρήθηκε ως ο πλέον επικίνδυνος και μανιωδέστερος εχθρός της λατρείας των εικόνων, αλλά δεν ήταν παρά μόνο μετά την εικονοκλαστική σύνοδο στην Ιερεία (754), που εντάθηκε ο διωγμός, παρά τη μανιώδη αντίσταση, κυρίως από την πλευρά των μοναχών που τους προέτρεπε ο Άγιος Στέφανος ο Νεότερος, αββάς του μοναστηριού Mont- St.-Auxence. Μπροστά στην ορθόδοξη αντίσταση, ο αυτοκράτορας συνθέτει μόνος του μια θεολογική πραγματεία ενάντια στις εικόνες, στην οποία σπρώχνονται στα άκρα όλες οι εικονοκλαστικές τάσεις και η ουσία της οποίας χρησιμοποιήθηκε στις πράξεις της εικονοκλαστικής συνόδου. Όπως και οι ορθόδοξοι, έτσι και οι εικονοκλάστες ήθελαν να στηρίξουν την επιχειρηματολογία τους στο δόγμα της Χαλκηδόνας, αλλά τους έλειπε η σαφής διάκριση της φύσης και του προσώπου στο Χριστό. Είναι αδύνατο και βλάσφημο, λένε, να απεικονίζεται η θεϊκή φύση. Οι ζωγράφοι στις εικόνες δεν απεικονίζουν παρά τη σάρκα του Χριστού και τη διαχωρίζουν από τη θεϊκότητά της. Δεν υπάρχει τρίτη πιθανότητα:

«Είμαστε πεπεισμένοι, συμπεραίνουν οι επίσκοποι που συγκεντρώθηκαν στην Ιερεία, ότι η ύποπτη τέχνη της ζωγραφικής αποτελεί βλασφημία για το θεμελιώδες δόγμα της σωτηρίας μας, δηλαδή για την Ενσάρκωση του Χριστού... Οποιοσδήποτε κατασκευάζει μια εικόνα του Χριστού απεικονίζει τη θεία φύση, η οποία δεν πρέπει να απεικονίζεται, και την αναμιγνύει με την ανθρώπινη (όπως κάνουν οι μονοφυσίτες), ή ακόμη ζωγραφίζει το σώμα του Χριστού σαν να μην είναι θεϊκό, σαν χωρισμένο και σαν ένα διαφορετικό πρόσωπο, όπως κάνουν οι Νεστοριανοί. Η μοναδική επιτρεπόμενη απεικόνιση της ανθρώπινης φύσης του Χριστού είναι ο άρτος και ο οίνος της Θείας Κοινωνίας. Διάλεξε αυτήν τη μορφή και όχι κάποια άλλη, αυτόν τον τύπο και όχι κάποιον άλλο, για να απεικονίσει την ανθρώπινη φύση Του... Ο χριστιανισμός ανέτρεψε εξ ολοκλήρου τον παγανισμό και, κατά συνέπεια, όχι μόνο τις ειδωλολατρικές θυσίες, αλλά επίσης και τις ειδωλολατρικές εικόνες. Οι ίδιοι οι άγιοι μετά το θάνατό τους μυούνται κοντά στο Θεό σε μια ζωή που δεν θα έχει τέλος. Κατά συνέπεια, όποιος αναπαριστά το θάνατό τους που τούς υπενθυμίζει τη ζωή μέσω μιας τέχνης, νεκρή η ίδια, και μιμείται τους ειδωλολάτρες, θα είναι ένοχος βλασφημίας... Εμείς, λοιπόν, βασιζόμενοι στην Αγία Γραφή και τους Πατέρες, δηλώνουμε ομόφωνα, στο όνομα της Αγίας Τριάδας, ότι καταδικάζουμε, απορρίπτουμε και απομακρύνουμε, με όλες μας τις δυνάμεις, από τη χριστιανική Εκκλησία κάθε εικόνα που φτιάχτηκε με την ύποπτη επινόηση της ζωγραφικής, με όποιο τρόπο κι αν έγινε αυτή. Όποιος στο μέλλον τολμήσει να φτιάξει μια τέτοια εικόνα, ή να της αποδώσει τιμές, ή να την τοποθετήσει σε μια εκκλησία, ή σε ένα σπίτι, ή ακόμη να κατέχει στα κρυφά μία από αυτές τις εικόνες, αν είναι επίσκοπος, ιερέας ή διάκος, θα καθαιρεθεί, και αν είναι μοναχός ή λαϊκός, θα αναθεματιστεί. Επιπλέον, θα πέσει στην τσιμπίδα του πολιτικού νόμου, σαν αντίπαλος του Θεού και εχθρός των δογμάτων που μας δίδαξαν οι Πατέρες» (16).

Ως αποτέλεσμα αυτής της συνόδου, το ανάθεμα εκφωνήθηκε ενάντια σε αυτούς που τιμούσαν τις εικόνες και ενάντια στους υπερασπιστές της λατρείας τους, τον Άγιο Γερμανό της Κωνσταντινούπολης, τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό και τον Άγιο Γεώργιο της Κύπρου.

Ενδυναμωμένος από την επικύρωση μιας συνόδου που αποκαλέστηκε "οικουμενική", ο Κωνσταντίνος έβαλε σε εφαρμογή τις αποφάσεις της δια πυρός και σιδήρου.

Είναι κυρίως ανάμεσα στους μοναχούς που οργανώνεται μια μανιασμένη αντίσταση και όπου βρίσκουμε τους περισσότερους μάρτυρες της πίστης. Ειδικά ο αββάς και ερημίτης του Mont-Auxence, Στέφανος ο Νεότερος, που εξορίστηκε αρχικά στο νησί Προκόννησος, μεταφέρθηκε πίσω στην Κωνσταντινούπολη, όπου και τελικά κομματιάστηκε από το πλήθος στις 28 Νοεμβρίου 764.

«Ο διωγμός κατά των εικονόδουλων, με το πέρασμα του χρόνου, παίρνει ολοένα και περισσότερο χαρακτήρα εκστρατείας ενάντια στο μοναχισμό... Οι μοναχοί δεν καταδιώκονται μόνο εξαιτίας της λατρείας που απέδιδαν στις εικόνες, αλλά λόγω του απλού γεγονότος της μοναστικής τους κατάστασης. Θέτονται σε κατ’ οίκον περιορισμό, για να αποκηρύξουν τον τρόπο ζωής τους. Τα μοναστήρια κλείνουν, όταν δεν μετατρέπονται σε στρατόπεδα, λουτρά ή άλλα δημόσια κτίρια. οι τεράστιες ιδιοκτησίες τους αρέσουν στο Στέμμα. Εν συντομία, η εικονοκλασία στο απόγειό της ξεκινά τον αγώνα ενάντια στη δύναμη του μοναχισμού και των βυζαντινών μοναστηριών» (17).

Η επιθετική των εικονοκλαστών δεν περιορίζεται στις άγιες εικόνες, αλλά επιτίθεται και στα λείψανα των αγίων. Ο αυτοκράτορας φτάνει μέχρι και στο να απαγορεύσει τη λατρεία των αγίων και της Μητέρας του Θεού.

Είναι σε αυτήν την εποχή που ένας μεγάλος αριθμός μοναχών μεταναστεύει στη Δύση και κυρίως στην Ιταλία, όπου γίνονται θερμά αποδεκτοί από τους πάπες που διαδέχθηκαν την εικονοκλαστική περίοδο. Αυτοί εδώ αποδεικνύονται ένθερμοι υπερασπιστές της λατρείας των εικόνων. Είναι ειδικά τότε που αυτή τιμάται. Η Αγία Μαρία η Αρχαία ξαναχτίζει την καθεδρική του Αγίου Μάρκου, έχοντας ξαναχτίσει και ξαναστολίσει τις εκκλησίες της Αγίας Μαρίας στη Dominica, του Αγίου Πραξηδίου και του Αγίου Καικιλίου (18). Αυτήν την εποχή συγκαλούνται και διάφοροι σύνοδοι της δύσης, ευνοϊκές προς τη λατρεία των εικόνων (στο Gentilly το 767 και στο Latran το 769). Ο διωγμός διακόπτεται απότομα το 775 με το θάνατο του Κωνσταντίνου του 5ου. Υπό τον υιό και διάδοχό του, Λέοντα 4ο τον Χαζάρ (775-780), παρόλο που ήταν πεπεισμένος εικονομάχος, ο διωγμός συνεχίζεται λιγότερο βίαια και σταματάει εντελώς αμέσως μετά το θάνατό του, αφού η αντιβασιλεία είναι διασφαλισμένη από τη χήρα του, Ειρήνη (780-802).

3. Η 7η Οικουμενική Σύνοδος (787) και η αποκατάσταση των ιερών εικόνων (780-813)
Η Ειρήνη ήταν εντελώς αφοσιωμένη στην υπόθεση των ιερών εικόνων. Όμως, παρά την αργή πρόοδο και τα επιφυλακτικά μέτρα που έζωναν την κυβέρνηση, η πρώτη προσπάθεια για να συγκληθεί μια σύνοδος στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης κατέληξε σε αποτυχία που οφειλόταν στην εξέγερση από κάποιες ομάδες πιστές στην «παραδοσιακή» εικονοκλασία. Μόνο το φθινόπωρο του 787 καταφέρνει να συγκληθεί η 7η Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια, στην πόλη όπου είχε συγκληθεί και η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος υπό το Μεγάλο Κωνσταντίνο. Υπό την προεδρεία του νέου πατριάρχη Ταράσιου, πολυάριθμοι επίσκοποι και μοναχοί, προερχόμενοι από όλη τη χριστιανοσύνη, έλαβαν μέρος στις εργασίες της Συνόδου. Σε αυτή αποκαθίσταται η λατρεία των εικόνων και ανακηρύσσεται σε δόγμα.

Αμέσως μετά τη δεύτερη περίοδο, οι Πατέρες της Συνόδου εκφράζονταν ευνοϊκά προς τη λατρεία των εικόνων, υπογραμμίζοντας πάντα έντονα τη θεμελιώδη διάκριση ανάμεσα στη «σχετική λατρεία» με την οποία τιμώνται οι ιερές εικόνες και τη λατρεία, με την καθαρή έννοια, που ταιριάζει μόνο στο Θεό. Η τέταρτη περίοδος ήταν προορισμένη να αποκαταστήσει όχι μόνο τη λατρεία των εικόνων, αλλά επίσης και τη νομιμότητα της μεσιτείας των αγίων και της Μητέρας του Θεού:

«Χαιρετούμε τους λόγους του Κυρίου, των Αποστόλων, των Προφητών, οι οποίοι μας μαθαίνουν να τιμούμε και να δοξάζουμε καταρχήν αυτήν που είναι αληθινά η Μητέρα του Θεού, ανώτερη από όλες τις ουράνιες δυνάμεις, έπειτα αυτές τις ίδιες τις ουράνιες δυνάμεις, τους Αποστόλους, τους μάρτυρες, τους ιατρούς, όλα τα άγια πρόσωπα, να ζητούμε τη μεσιτεία τους, αφού είναι ικανοί να μετατρέψουν το Θεό ευνοϊκά προς εμάς, αν ωστόσο τηρούμε τις εντολές και ζούμε με ηθικό τρόπο» (19).

Ορίστε τελικά τα κύρια εδάφια του δογματικού διατάγματος σχετικά με τη λατρεία των εικόνων, έτσι όπως διακηρύχτηκε από τους Πατέρες της Συνόδου:

«Έτσι, βαδίζουμε τη βασιλική οδό και ακολουθούμε την παιδεία που εμπνεύστηκε με θείο τρόπο από τους Άγιους Πατέρες μας και την Παράδοση της καθολικής Εκκλησίας... Αποφασίζουμε με κάθε ακρίβεια και μετά από ολοκληρωμένο έλεγχο ότι, όπως ο Άγιος και Ζωοποιός Σταυρός, και οι άγιες και πολύτιμες εικόνες που ζωγραφίζονται με χρώματα, που φτιάχνονται με μικρούς λίθους ή με κάθε άλλο υλικό που προορίζεται για αυτό το σκοπό, πρέπει να τοποθετηθούν μέσα στις άγιες εκκλησίες του Θεού, επάνω στα δοχεία και τα ιερά άμφια, επάνω στους τοίχους και στα μαδέρια, μέσα στα σπίτια και στους δρόμους, είτε είναι εικόνες του Θεού και Κυρίου μας και Λυτρωτή Ιησού Χριστού, είτε της εξαιρέτου και άσπιλης Μητέρας του Θεού, είτε των αγίων αγγέλων και των σεβαστών αγίων. Έτσι, κάθε φορά που βλέπουμε την απεικόνισή τους στην εικόνα, κάθε φορά που παρακινούμαστε να τις θεωρούμε ενθυμούμενοι αυτούς που απεικονίζονται, αποκομίζουμε περισσότερη αγάπη για εκείνους και παρακινούμαστε περισσότερο να τους τιμούμε, ασπαζόμενοι τις εικόνες τους και μαρτυρώντας την ευλάβεια και όχι τη λατρεία που, σύμφωνα με την πίστη μας, αρμόζει μόνο στη θεία φύση, αλλά με τον τρόπο που τιμούμε τον πολύτιμο και ζωοποιό Σταυρό, το Άγιο Ευαγγέλιο και άλλα ιερά αντικείμενα, τα οποία τα τιμούμε δια του λιβανίσματος και των λαμπάδων, σύμφωνα με την ευλαβή συνήθεια των παλαιοτέρων. Επειδή η της εικόνας τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει, αυτός που ευλαβείται την εικόνα, ευλαβείται το πρόσωπο που απεικονίζεται…» (20).

Αν, στο αποκορύφωμα των διωγμών ενάντια στην εικονολατρεία, η Ορθοδοξία βρήκε στο πρόσωπο των ρωμαίων πάπων ατρόμητους και αποφασισμένους υποστηρικτές των εικόνων, εντελώς παράδοξα, αυτό δεν συνέβη κατά το θρίαμβο της ορθοδοξίας στο Βυζάντιο. Οι πράξεις της Συνόδου της Νίκαιας πέρασαν στη Δύση μεταφρασμένες τόσο χονδροειδώς και ανακριβώς (ιδιαίτερα η ευλάβεια προς τις εικόνες μεταφράστηκε ως λατρεία), που προκάλεσαν τη βίαιη αντίδραση ακόμη και την εχθρότητα του Καρλομάγνου και των φράγκων θεολόγων του. Παρά τις προτροπές του, ο πάπας Αδριανός 1ος αναγκάστηκε τελικά να υποχωρήσει μπροστά στην ισχυρογνωμοσύνη του Καρλομάγνου. Η Σύνοδος στη Φραγκφούρτη το 794 που ήθελε να τοποθετηθεί ως διαιτητής ανάμεσα στην εικονοκλαστική σύνοδο του 754 και την Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο, διατάζει επίσης να μην καταστρέφονται οι εικόνες αλλά ούτε και να τιμώνται. Ο ρόλος των εικόνων περιορίστηκε σε παιδαγωγικό τρόπο εκπαίδευσης και ηθική εξύψωση, απογυμνωμένος από κάθε σωτηριολογική βάση: «Ούτε η μία ούτε η άλλη σύνοδος δεν αξίζουν τον τίτλο της Εβδόμης: προσκολλημένοι στο ορθόδοξο δόγμα που θέλει τις εικόνες να μην εξυπηρετούν παρά μόνο στο στόλισμα των εκκλησιών και στην ανάμνηση περασμένων γεγονότων... δεν θέλουμε ούτε να απαγορεύσουμε τις εικόνες κατά τη μία σύνοδο ούτε να τις λατρέψουμε κατά την άλλη και απορρίπτουμε τα γραπτά αυτής της γελοίας συνόδου» (21).

Το 825, η Σύνοδος στο Παρίσι επικύρωσε τις αποφάσεις της Συνόδου στη Φραγκφούρτη και μπορεί να ειπωθεί ότι η Δύση πρακτικά αγνόησε (τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα) την ορθόδοξη θεολογία της εικόνας, που βασίζεται στο μυστήριο της Ενσάρκωσης και στο χριστολογικό δόγμα.

4. Η αντίδραση των εικονοκλαστών (813-842)
Παρά τη νίκη της ορθοδοξίας στο δογματικό πεδίο, η εικονοκλασία βρισκόταν μακριά από την οριστική εκμηδένισή της από τους κόλπους της διοίκησης και του στρατού και θα ξαναεμφανιστεί με νέα ζωντάνια κάτω από τη βασιλεία του αυτοκράτορα Λέοντος 5ου του Αρμένιου (813-820). Στον Ιωάννη το Γραμματικό ανατέθηκε η σύνθεση μιας συλλογής κειμένων που χρησιμοποιούσαν τις αποφάσεις της εικονοκλαστικής συνόδου του 754. Η αντίσταση οργανώνεται ξανά με υποκίνηση του πατριάρχη Κωνσταντινούπολης Νικηφόρου και των μοναχών του Στουδίου, καθοδηγούμενων από τον αββά τους Άγιο Θεόδωρο. Στην πορεία μιας συζήτησης με τον αυτοκράτορα και τους ακολούθους του, ο Νικηφόρος και ο Άγιος Θεόδωρος όχι μόνο υπερασπίστηκαν τις αποφάσεις της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, αλλά αμφισβήτησαν εκ νέου τη δικαιοδοσία του αυτοκράτορα στα θρησκευτικά θέματα:

«Ακόμη πιο καθαρά και από τον 8ο αιώνα, η δεύτερη περίοδος της εικονομαχίας υπογραμμίζει το πολιτικό βάθος του εικονοκλαστικού κινήματος: οι προσπάθειες της αυτοκρατορικής εξουσίας να θέσει υπό την εξουσία του, κυρίως κάτω από την αδιάλλακτη σκέπη του, τη ζωή της Εκκλησίας και την επίμονη αντίστασή της» (22).

Το 815, ο Νικηφόρος απομονώθηκε και εξορίστηκε στην ασιατική όχθη του Βοσπόρου και από κει και πέρα ανέλαβε ο Άγιος Θεόδωρος την υπεράσπιση των ιερών εικόνων. Την Κυριακή των Βαΐων της ίδιας χρονιάς, οι χίλιοι μοναχοί του Στουδίου κατέβηκαν στους δρόμους της πρωτεύουσας σε μια τεράστια πομπή, κρατώντας λάβαρα και τις ιερές εικόνες. Η πρόκληση προς τον αυτοκράτορα είχε γίνει και αυτός αντέδρασε με έσχατη αυστηρότητα. Λίγο μετά το Πάσχα, συγκλήθηκε σύνοδος στην Αγία Σοφία, η οποία απέρριψε τη σύνοδο της Νίκαιας και μεταπείστηκε σύμφωνα προς τις αποφάσεις της εικονοκλαστικής συνόδου του 754.

Αυτή η σύνοδος υπογράμμιζε, είναι η αλήθεια, ότι δεν θεωρούσε τις εικόνες ως είδωλα, αλλά δεν διευθετούσε και καθόλου το θέμα της καταστροφής τους. Αν στο δογματικό επίπεδο η σύνοδος αυτή ήταν απόδειξη μιας καθολικής αδυναμίας, οι διωγμοί, αντιθέτως, δεν μπορούσαν να είναι πιο βίαιοι. Αρχικά το Στουδίον υπήρξε το αντικείμενο της αυτοκρατορικής δίωξης. Ο ίδιος ο Άγιος Θεόδωρος σύρθηκε στις φυλακές, μαστιγώθηκε βίαια κατ’ επανάληψη και στη συνέχεια εκτοπίστηκε στη Σμύρνη, όπου έπεσε θύμα της κτηνωδίας του εικονοκλάστη επισκόπου. Απόσπασμα από το γράμμα του στον πάπα Πασχάλιο τον 1ο αναφέρει τη δίωξη:

«Ο πατριάρχης είναι φυλακισμένος, οι μητροπολίτες και οι επίσκοποι έχουν εκπατριστεί, οι μοναχοί και οι θρησκευόμενοι είναι δεσμευμένοι, υπό την απειλή των βασανιστηρίων και του θανάτου. Η εικόνα του Λυτρωτή, εμπρός στην οποία τρέμουν και οι ίδιοι οι δαίμονες, έγινε αντικείμενο χλευασμού. Οι βωμοί και οι εκκλησίες έχουν λεηλατηθεί και έχει κυλήσει πολύ αίμα» (23).

Ο αιματηρός διωγμός είχε περισσότερα θύματα από αυτόν του Κοπρωνύμου: δεκάδες επισκόπων εκτοπίστηκαν, πολλούς μοναχούς τους έραψαν και τους έπνιξαν μες στο ράσο τους ή βασανίστηκαν μέχρι θανάτου στις φυλακές. Οι διωγμοί συνεχίστηκαν με λιγότερη βιαιότητα υπό τους διαδόχους του Λέοντα 5ου, τον Μιχαήλ 2ο (820-829) και κυρίως τον Θεόφιλο (829-842). Ανάμεσα στα θύματα της εικονοκλαστικής οργής αναφέρουμε ακόμη τον χρονικογράφο Θεοφάνη και τον αδερφό του Θεόδωρο. Αυτούς, όχι μόνο τους έδειραν με βέργες, αλλά και τους χάραξαν στο μέτωπο προσβλητικούς στίχους. Έτσι, πήραν μεταγενέστερα το παρατσούκλι «οι σημαδεμένοι».

5. Ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας
Η νίκη της Ορθοδοξίας δεν έγινε οριστική παρά μόνο μετά το θάνατο του Θεόφιλου, όταν η χήρα του Θεοδώρα ανέλαβε την αντιβασιλεία. Υπό τον πατριάρχη Μεθόδιο, έναν από τους ομολογητές της πίστεως, η λατρεία των εικόνων αποκαταστάθηκε οριστικά στη σύνοδο του 842 στην Κωνσταντινούπολη, επιβεβαιώνοντας τις αποφάσεις που τέθηκαν σε ισχύ από τη Σύνοδο της Νίκαιας. Ομοίως, έριξε ανάθεμα ενάντια στους εικονοκλάστες. Την πρώτη Κυριακή της Σαρακοστής, στις 11 Μαρτίου 843, διακηρύχθηκε στην Αγία Σοφία η αποκατάσταση της λατρείας των εικόνων. Από τότε, κάθε χρόνο την ημέρα αυτή η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του «Θριάμβου της Ορθοδοξίας» επάνω στους εικονοκλάστες και, παράλληλα, στις προγενέστερες αιρέσεις.

Ορίστε, παρμένος από την Ακολουθία της Κυριακής της Ορθοδοξίας, ένας ύμνος που οφείλεται στην πένα του Θεοφάνη του Σημαδεμένου, ομολογητή της πίστεως κατά τη βασιλεία του Λέοντα του 5ου:

«Τηρώντας τους Νόμους της Εκκλησίας που φυλάχτηκαν από τους πατέρες μας, τιμούμε τις εικόνες, τις ευλαβούμαστε με το στόμα μας, με την καρδιά μας, με τη θέλησή μας, αυτές του Χριστού και όλων των αγίων. Η τιμή και η ευλάβεια που απευθύνονται στην εικόνα, διαβαίνουν επί του πρωτοτύπου: είναι το δόγμα των Πατέρων των εμπνευσμένων υπό του Θεού, είναι αυτό που ακολουθούμε...» (ύμνος 6 του όρθρου).

Το κοντάκιο αυτής της Κυριακής, γραμμένο εξ ολοκλήρου από ένα σύγχρονο, είναι ακόμη πιο χαρακτηριστικό και πιο πλούσιο σε δογματική ουσία:

«Ο Απερίγραπτος Λόγος του Πατρός γίνεται περιγραπτός,

«Ενσαρκώμενος δια Σου, ω Μήτερ του Θεού

«Και, έχοντας αποκαταστήσει τη μιασμένη εικόνα στην αρχική της αξία,

«Την ενώνει με τη θεία ομορφιά.

«Και ομολογώντας τη σωτηρία, την εκφράζουμε με πράξη και με λόγια» (24).
Το κοντάκιο αυτό, που απευθύνεται στη Μητέρα του Θεού, είναι πιο επεξηγηματικό από τον παρακάτω συλλογισμό του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου που βασίζει την απεικόνιση του Θεανθρώπου ακριβώς στην απεικονίσιμη ανθρώπινη φύση της Μητέρας Του:

«Επειδή ο Χριστός γεννήθηκε από Πατέρα Απερίγραπτο, δεν μπορεί να έχει μορφή... Όμως, από τη στιγμή που ο Χριστός γεννήθηκε από Μητέρα περιγραπτή, έχει φυσικά μορφή που μοιάζει με αυτή της Μητέρας Του. Και αν δεν ήταν δυνατό να απεικονιστεί μέσω της τέχνης, αυτό θα σήμαινε ότι γεννήθηκε μόνο από τον Πατέρα και ότι δεν ενσαρκώθηκε. Αυτό όμως είναι αντίθετο προς τη θεία οικονομία της σωτηρίας μας» (25).

Σημειώσεις
(1) Μ. Βασιλείου. Εις Βαρλαάμ μάρτυρα, P.G. 31.489.
(2) Για το Άγιο Πνεύμα, XVIII 45, P.G. 32, στ. 149 C.
(3) Άγιος Γρηγόριος, Επιστ. 1. 9 επιστ. ΙX P.L. LXXVII στ. 949.
(4) Ευσέβιος, Εκκλησ. Ιστορία. 1. VIl c. XVIII, P.G. στ. 680.
(5) Παρατίθεται στη 2η Σύνοδο της Νίκαιας, P.G. XCVIII, στ. 1600.
(6) Mansi, Conc. ampliss coll., t. XIV, σ. 240.
(7) G. Ostrogorsky. Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, Παρίσι 1956, σσ. 189-190.
(8) Hefele-Leclerc, Ιστορία των Συνόδων, Παρίσι 1910, τ. ΙΙΙ, σ. 664.
(9) Παρατίθεται από τον Ευδοκίμωφ στο: η Ορθοδοξία, Neuchâtel et Paris, 1959, σ.217.
(10) Ibid.
(11) Hefele-Leclerc, ό.π. σ. 677.
(12) Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Πρώτος περί εικόνων λόγος. P.G. XCIV, cο1 1281.
(13) Περί εικόνων λόγος 2, παρ. 12, P.G. XCIV, cοl. 1296.
(14) Ό.π. Πρώτος περί εικόνων λόγος, παρ. 6, P.G. XCIV, col.1245.
(15) Ό.π. Περί εικόνων λόγος ΙΙΙ, παρ. 8, P.G. XCIV, cοl. 1328-1329.
(16) Hefele-Leclerc, ό.π. σσ. 698-701.
(17) G. Ostrogorsky, Δοκίμιο για τη θεολογία της εικόνας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, τ. Ι, Παρίσι, 1960, σ. 138, σημείωση 1.
(18) Πρβλ L. Ouspensky. Δοκίμιο για τη θεολογία της εικόνας στην Ορθόδοξη Εκκλησία, τ. Ι, Παρίσι, 1960, σ. 138, σημείωση 1.
(19) Mansi, τ. XII, col. 1.086 Β.
(20) Ibid. cοl. 377-380, γαλλική μετάφρ. από τον Ouspensky, ό.π. σσ. 157-159.
(21) Hefele-Leclerc ό.π. σ. 1068.
(22) G. Ostrogorsky, ό.π., σ. 231
(23) Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης. Γράμμα στον Πάπα Πασχάλιο τον 1ο, Επιστ. ΙΙ, xii. P.G. XCIX, στ. 1152-1153.
(24) Η γαλλική μετάφραση αυτού του κοντακίου είναι δανεισμένη από το έργο του L. Ouspensky, σ. 180.
(25) Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, 3η ανασκευή, ch. 2. P.G. XCIX, στ. 417 C.

ΠΗΓΗ : P. Boris Bobrinskoy, Bref aperçu sur la querelle des images, dans : Contacts, No 32, 1960-4, pp. 228-240, 1960, (απόδοση Δήμητρα Καραμπέρη - Myrioboblos.gr).