"Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς" (Κατά Ιωάννη 8,32).

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

ΟΠΤΑΣΙΑ ΩΦΕΛΙΜΟΣ ΜΟΝΑΧΟΥ ΤΙΝΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ Β΄


Αναβαίνοντας για πολύ διάστημα ακόμη παραπάνω, έφθασαν στη κορυφή του όρους, και αφού περπάτησαν λίγο ακόμη, ήλθαν σε μια μεγάλη και ανοικτή πόρτα, και αφού έκαμαν το Σταυρό τους τρεις φορές, εισήλθαν εντός της Πύλης. Τότε ο μοναχός είδε μια μεγάλη πεδιάδα, της οποίας το μάκρος ή το πλάτος δεν φαίνονταν παντελώς, αλλ’ έμοιαζε με το στερέωμα του ουρανού. Την ωραιότητα και το κάλλος της, δεν μπορεί κανείς να περιγράψει, καθώς δεν έμοιαζε με κανένα γήινο πράγμα. Τα διάφορα ωραιότατα δένδρα, τα πολυποίκιλα άνθη πλήρη ευωδίας, το υπέρλαμπρο εκείνο φως (ωσάν να έλαμπαν εκεί 7 ήλιοι), κανένας κάλαμος δεν δύναται να το περιγράψει ή ανθρώπινος νους να τα εννοήσει. Όσο ο μοναχός παρατηρούσε την ωραιότητα εκείνης της πεδιάδας, τόσο μάλλον αιχμαλωτίζονταν από το κάλλος της και επιθυμούσε να κατοικήσει εκεί, αλλ’ ο οδηγός του είπε ότι ακόμη έχει να ιδείς άλλους ωραιότερους τόπους, και έπειτα θα δεις και τον Βασιλέα. Τότε προχωρώντας μαζί και ευφραινόμενοι στην πεδιάδα, είδε ανθρώπους πολλούς, οι οποίοι ήταν ντυμένοι με καλογερικά ιμάτια, όχι μαύρα αλλά πορφυρά, τα οποία έλαμπαν σαν το φως, τα δε πρόσωπά τους περισσότερο από τον ήλιο. Άλλοι εξ’ αυτών φαίνονταν νέοι και άλλοι γηραιότεροι, αλλά το είδος και η ωραιότητά τους ήταν ακατανόητη. Όταν δε τους πλησίασαν, τους δέχθηκαν εκείνοι με χαρά, και χαιρετώντας τον οδηγό είπαν : «Χαίροις Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, ο ηγαπημένος του Χριστού». Και ο οδηγός αντιχαιρέτησε : «Χαίρεται κι εσείς Όσιοι, αγαπημένοι του Χριστού». Τότε αυτοί γύρισαν προς τον μοναχό και του είπαν : «Τέκνον, αν τις κερδίσει τον κόσμον όλον και ζημιωθεί την ψυχήν αυτού τί το όφελος ; Εάν και εκατό έτη ζήσεις στον κόσμο και απολαύσεις όλα τα αγαθά της πρόσκαιρου ζωής, είναι ανάγκη να ιδείς μια μέρα τη φρικτή ώρα του θανάτου, και όλη τη πρόσκαιρη ζωή θα τη νομίσεις ως ίσκιο. Αλλά άσε την αμέλεια και ακολούθησε τη προτέρα σου διαγωγή, για να ευχαριστήσεις τον Θεό, και να αξιωθείς της αιωνίου αυτής μακαριότητας, να χαίρεσαι εδώ μαζί μας αιώνια. Εάν δε πάλι περάσεις με ραθυμία και αμέλεια τη ζωή σου, προτιμώντας τα πρόσκαιρα, είδες τον σκοτεινότατο εκείνο λάκκο, ο οποίος δέχεται τους αμελείς και αμετανόητους. Τέκνο μή προτιμάς τα πρόσκαιρα από τα αιώνια, ούτε να αμελείς την αγάπη του Ιησού Χριστού. Τέκνο, θυμήσου από ποιό ύψος έπεσες τί στερήθηκες και πόσο ζημίωσες. Τέκνο αγαπημένο, σήκω και προσέφυγε στην ευσπλαχνία του Θεού, γιατί και εμείς δεν θα παύσουμε, παρακαλούντες για την σωτηρία σου, μάλιστα και αυτά όλα όσα βλέπεις και ακούς, τα οικονόμησε ο Θεός για τη σωτηρία σου».

Έπειτα γύρισαν το πρόσωπο προς τον οδηγό και του είπαν : «Γεώργιε του Χριστού ηγαπημένε, λάβε τη φροντίδα όλη αυτής της ψυχής και παράστησέ την εις τον Βασιλέα, διότι μεγάλη είναι η παρρησία σου προς Αυτόν». Τότε αναχώρησαν απ’ εκεί, και αφού περπάτησαν λίγο, φωτίστηκε η ψυχή του μοναχού και γνώρισε ότι ο οδηγός του ήταν ο άγιος Μεγαλομάρτυς και Τροπαιοφόρος Γεώργιος και τότε ενθυμήθηκε ο μοναχός το λόγο που του είπε ο άγιος Γεώργιος στην πρώτη πεδιάδα, ότι «εγώ θα τον οδηγήσω, καθότι έχει μεγάλη αγάπη σε μένα ο αδελφός κλπ.». Μάλιστα αφού τον είχε μεσίτη στον Θεό για τη σωτηρία του ο μοναχός, είχε δει και πολλά θαύματα πρωτύτερα και όσες φορές τον επικαλούνταν, ο άγιος Γεώργιος δεν τον άφηνε απροστάτευτο. Τότε ο αδελφός από την μεγάλη του χαρά, αγκάλιασε τον άγιο και τον ασπάστηκε. Κατόπιν, κρατώντας το χέρι του αγίου, περπάτησαν μαζί ακόμη για λίγο χρονικό διάστημα, σ’ εκείνη την πανευφρόσυνη πεδιάδα. Και πάλι είδε ο μοναχός άλλους ανθρώπους, ενδεδυμένους με καλογερικά ιμάτια, αλλά αυτοί είχαν μεγαλύτερη δόξα και λαμπρότητα, αλλά ήσαν ολιγότεροι αριθμητικά. Τότε ρώτησε ο αδελφός τον άγιο Γεώργιο : «άγιο Γεώργιε, ποιοί είναι αυτοί οι άνθρωποι, και τί κατόρθωσαν στη ζωή τους, για να έχουν τέτοια δόξα και ωραιότητα ;» Ο δε άγιος απήντησε ότι : «αυτοί είναι καλόγεροι του τωρινού καιρού, οι οποίοι άνευ οδηγών και παραδειγμάτων, κατάφεραν να ευαρεστήσουν τον Θεό, μιμούμενοι από τη δική τους προαίρεση τους αρχαίους Πατέρες και γι’ αυτό τους δόξασε ο Θεός».

Ο αδελφός πάλι ερώτησε : «σήμερα έλειψε τέτοια αρετή, πώς είναι δυνατόν να ευρίσκονται στον κόσμο τέτοιοι εκλεκτοί άνθρωποι ;». Τότε του αποκρίθηκε ο άγιος Γεώργιος : «τέτοιοι εκλεκτοί άνθρωποι, πολλοί λίγοι υπάρχουν σήμερα στον κόσμο, πλην όμως σήμερα, όποιος μεταχειρισθεί κάποια παραμικρή αρετή, το κατά δύναμιν, και ευαρεστήσει τον Θεό, αυτός μέγας θα κληθεί εδώ στη Βασιλεία των Ουρανών. Μάλιστα, όποιος μεταχειρισθεί κάποια παραμικρή αρετή εξ ιδίας προαίρεσης, χωρίς οδηγούς και παραδείγματα, γι’ αυτό τη δέχεται ο Θεός ως μεγάλη».

«Όμως, αδελφέ, έλειψε η αρετή την σήμερον ημέρα από τον κόσμο και τα καλά παραδείγματα, επλήθυνε δε η κακία, περίσσευσε η αδικία, μίσος, φθόνος και άλλα παρόμοια επλήθυναν : “πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν…”. Πολλοί ολίγοι είναι αυτοί που εργάζονται την αρετή και ευαρεστούν τον Κύριον. σήμερα είναι, “ο σώζων, σώζου την εαυτού ψυχήν”. Ο καθείς ας μη ελπίζει από αλλού βοήθεια σήμερα, παρά μόνο από την Κυρία ημών Θεοτόκο, στην οποία όποιος προσπέσει ολόψυχα, θα τον οδηγήσει και θα τον σώσει, γιατί όλα όσα θέλει μπορεί. Πολλά ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου».

Αφού δε είπε όλα αυτά ο οδηγός στον μοναχό, άρχισαν πάλι την οδοιπορία τους, και μετά από λίγο φάνηκε ανατολικά τους ένα μεγάλο και τερπνό παλάτι, του οποίου η μεγαλοπρέπεια ήταν ανεκδιήγητη, τα υψηλά του τείχη πανέμορφα, κατασκευασμένα από καθαρό χρυσό. Η λάμψη που έβγαινε από το παλάτι, φώτιζε όλον τον τόπο, το δε σχέδιό του ήσαν ακατανόητο, καθώς και η ευπρέπειά του. Τότε ρωτά ο αδελφός τον οδηγό : «άγιε Γεώργιε, τι παλάτι είναι αυτό ;» Ο δε άγιος του απαντά : «ότι το παλάτι αυτό είναι του Βασιλέως που θα σε πάω». Προχωρώντας, φτάσαμε σε μια μεγάλη, υψηλή και ανοιχτή πύλη, όπου αφού εκάμαμε τρεις φορές τον σταυρό, μπήκαμε στο προαύλιο του θαυμαστού εκείνου παλατιού, του οποίου τη λαμπρότητα, οφθαλμός ανθρώπου δεν είδε ποτέ ! Εκεί μέσα στο προαύλιο βρίσκονταν και άλλοι πολλοί άνθρωποι οι οποίοι θαύμαζαν τη δόξα του.

Κατόπιν, παίρνοντας ο οδηγός τον αδελφό από το χέρι, και διαβαίνοντας από μια άλλη ανοιχτή πόρτα, μπήκαν σε μια ωραία και μεγάλη σάλα, προς Ανατολάς, στην οποία ήταν άλλη μια πόρτα μεγάλη, υψηλή και κατασκευασμένη από πολύτιμους λίθους, ώστε ο ανθρώπινος νους δεν μπορούσε να εννοήσει.

 (Συνεχίζεται)

ΠΗΓΗ : «ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», έτος 26ο, 1961, σσ. 33 κ.ε.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου