Οι Μονές των Δικαίων - τοιχογραφία από τον νάρθηκα της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας (συνένωση 3 φωτογρ.). |
Άρχισε
με προθυμία την τέλεση των Λειτουργιών. Οι τριανταεννέα Λειτουργίες έγιναν
απρόσκοπτα. Η τελευταία Λειτουργία συνέπιπτε Κυριακή. Το βράδυ όμως του
Σαββάτου τον πιάνει ένας φοβερός πονόδοντος που τον ανάγκασε να επιστρέψει
σπίτι του. Βογκούσε από τον πόνο. Η πρεσβυτέρα του πρότεινε να φωνάξουν κάποιον
να του βγάλει το δόντι που δημιουργούσε τον πόνο.
-
Όχι, αποκρίθηκε εκείνος. Αύριο πρέπει να κάνω την τελευταία Λειτουργία.
Τα
μεσάνυκτα όμως οι πόνοι κορυφώθηκαν και αναγκάσθηκαν να ειδοποιήσουν κάποιον
ειδικό για να βγάλει το σάπιο δόντι. Έτσι και έγινε. Αλλά επειδή παρουσιάσθηκε
αιμορραγία απεφάσισε την τελευταία Λειτουργία να την κάνει την Δευτέρα.
Ο
Γεώργιος, το απόγευμα του Σαββάτου εφρόντιζε να ετοιμάσει μερικά χρήματα για τον
κόπο του Ιερέως, τα οποία θα του έδινε την άλλη ημέρα. Τα μεσάνυκτα όμως του
Σαββάτου, καθώς ξημέρωνε Κυριακή, σηκώθηκε για να προσευχηθεί. Η απόλυτη
νυκτερινή ησυχία βοηθούσε στην κατάνυξη. Εν συνεχεία κουρασμένος ανεκάθισε στο
κρεβάτι του και άρχισε να φέρνει στο νου του τις αρετές, τα χαρίσματα, τα σοφά
λόγια του μακαρίτη πατέρα του. Του πέρασε από το μυαλό και η εξής σκέψη :
«Άραγε ωφελούν τα σαρανταλείτουργα τις ψυχές των κεκοιμημένων ή τα εσύστησε η
Εκκλησία για παρηγοριά των ζώνταν» ; Ακριβώς τη στιγμή αυτή τον πήρε ένας
ελαφρύς ύπνος.
Ξαφνικά
είδε ότι βρέθηκε σε μια ωραία πεδιάδα, με ασύγκριτη και απερίγραπτη ομορφιά.
Τέτοια ωραιότητα δεν μπορούσε να αντικρύσει κανείς επάνω στην γη . Αισθάνθηκε
όμως ανάξιο τον εαυτό του να βρεθεί σε τέτοιο ιερό παραδεισένιο χώρο, και
κυριεύθηκε από φόβο. Φοβόταν μήπως η αναξιότης του γίνει αιτία και τον διώξουν
από εκεί και τον σπρώξουν προς τα βάθη του Άδου. Αλλά μερικές διαφορετικές
σκέψεις τον ενίσχυσαν : «Αφού ο Πανάγαθος Θεός ευδόκησε να βρεθώ εδώ, θα με ελεήσει
και θα με οδηγήσει σε μετάνοια, γιατί καταλαβαίνω πως είμαι ακόμη ζωντανός αφού
έχω μαζί μου και το σώμα».
Μετά
από αυτή την παρήγορη σκέψη είδε από μακριά καθαρώτατο και διαυγέστατο φως που
έλαμπε πιο πολύ από τον ήλιο. Έτρεξε προς τα εκεί και αντίκρισε με ανείπωτη
έκπληξη μια απερίγραπτη καλλονή : εμπρός του εκτεινόταν ένα απέραντο δάσος –
περιβόλι, κατάφυτο, που μοσχοβολούσε με μία θαυμαστή και ανέκφραστη ευωδία.
Είπε μέσα του : «Αυτός οπωσδήποτε θα είναι ο Παράδεισος ! Ώ, τί μακαριότητα
περιμένει αυτούς που ζουν ενάρετα εδώ στην γη !».
Εξετάζοντας
γεμάτος έκπληξη και αγαλλίαση, εκείνα τα υπερκόσμια κάλλη, είδε ένα ωραιότατο
ανάκτορο, με υπέροχη λαμπρότητα, με εξαίσια αρχιτεκτονική χάρη, με τείχη που
έλαμπαν πιο πολύ από το χρυσάφι και το διαμάντι. Αδύνατον να περιγραφεί η
ομορφιά του με το ανθρώπινο λεξιλόγιο. Έμεινε άναυδος και κατάπληκτος.
Πλησιάζοντας από κοντά – ώ τί χαρά ! – βλέπει τον πατέρα του, λαμπροφορεμένο
και ολοφώτεινο εμπρός στην πόρτα του παλατιού.
-
Πώς βρέθηκες εδώ, παιδί μου, τον ερωτά γεμάτος πραότητα και στοργή.
-
Ούτε κι εγώ ξέρω, πατέρα μου. Όπως αντιλαμβάνομαι δεν είμαι άξιος γι΄ αυτόν τον
τόπο. Αλλά πές μου, πώς τα περνάς εδώ ; Πώς ήρθες εδώ ; Τίνος είναι αυτό το
παλάτι ;
-
Η Καλοσύνη του Σωτήρος μας Χριστού, με τις πρεσβείες της Παναγίας που ιδιαίτερα
ευλαβούμην με αξίωσε να καταταχθώ σ΄ αυτό το μέρος. Μάλιστα ήταν να μπω σήμερα
μέσα στο παλάτι, αλλά επειδή ο οικοδόμος που το χτίζει είχε κάποια ταλαιπωρία
με την υγεία του – έβγαλε το δόντι του – δεν τελείωσαν οι σαράντα ημέρες της
οικοδομής του. Γι΄ αυτό θα μπω αύριο.
Μετά
από αυτά ξύπνησε ο Γεώργιος γεμάτος δάκρυα, γεμάτος έκπληξη, αλλά και με
απορίες. Την υπόλοιπη νύκτα δεν εννοούσε να κοιμηθεί, αλλά συνεπώς ανέπεμπε
αίνους και δοξολογίες στον Πανάγαθο Θεό. Το πρωί πήγε να λειτουργηθεί στον
Μητροπολιτικό ναό της Αγίας Φωτεινής. Εν συνεχεία επήρε μαζί του πρόσφορα, νάμα
και αγνό κερί και ξεκίνησε για την περιοχή «Μυρτάκια» όπου βρίσκονταν το
εξωκκλήσι των Αγίων Αποστόλων. Βρήκε τον παπά – Δημήτριο καθισμένο στην καρέκλα
μέσα στο κελλί του.
Τον
υποδέχθηκε με χαρά λέγοντας :
-
Μόλις βγήκα κι εγώ από την Θεία Λειτουργία. Έτσι τελείωσα το
σαρανταλείτουργο………….
ΠΗΓΗ
: ΑΡΧΙΜ. ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ, ΔΑΝΙΗΛ Ο
ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ, Β΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 1979, σσ. 28-31.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου