Οι εν Εφέσω επτά Άγιοι παίδες
(Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Αντωνίνος,
Κωνσταντίνος), ήκμασαν στους χρόνους των
σκληρών διωγμών του δυσσεβούς Αυτοκράτορα Δεκίου (252 μ.Χ.). Διαμοίρασαν όλη τη
περιουσία τους στους πτωχούς και εκρύβησαν εντός σπηλαίου. Προκειμένου να μην
παραδοθούν στον διώκτη των Χριστιανών Δέκιο, παρακάλεσαν τον Κύριο και
παρέδωσαν την ψυχή τους. Όταν επανήλθε ο Δέκιος στην Έφεσο, τους αναζήτησε για
να θυσιάσουν στα είδωλα. Πληροφορήθηκε ότι κοιμήθηκαν και διέταξε να σφραγίσουν
την είσοδο της σπηλιάς.
Κατόπιν παρέλευσης 372
ετών, κατά τους χρόνους της βασιλείας του Θεοδοσίου του μικρού (446 μ.Χ.),
ανεφάνη μια αίρεση που αρνούνταν την Ανάσταση του Χριστού. Ο Αυτοκράτωρ,
βλέποντας ότι είχαν πλανηθεί και Επίσκοποι, πέταξε τους πολυτελείς χιτώνες του
και αφού ενδύθηκε με κιλίκιο (τρίχινο σάκκο), έπεσε στο χώμα και γονατιστός και
θρηνώντας ικέτευε τον Θεό να του αποκαλύψει τον τρόπο με τον οποίο θα
αντιμετωπίσει την αίρεση αυτή.
Ο ιδιοκτήτης του όρους,
όπου ευρίσκονταν το σπήλαιο των Αγίων επτά Μαρτύρων, θέλησε να κατασκευάσει μια
μάνδρα για το ποίμνιό του, κι ενώ μετακινούσε τους λίθους της σπηλιάς για την
οικοδόμηση της μάνδρας, ανοίχθηκε η είσοδος και κατά προσταγή του Αγίου
Τριαδικού Θεού αναστήθηκαν οι εν τω σπηλαίω κοιμηθέντες επτά παίδες, και
συνομιλούσαν μεταξύ τους σαν να κοιμήθηκαν τη προηγούμενη ημέρα, χωρίς να
πάθουν καμία αλλοίωση, ούτε τα ενδύματά τους να φθαρούν καθόλου, από τη φυσική
υγρασία του σπηλαίου.
Αναστηθέντες, θυμήθηκαν
ότι ο βασιλιάς Δέκιος, ήθελε να τους βασανίσει. Ο Μαξιμιλιανός, είπε στους
υπόλοιπους αδελφούς : "Εάν, αδελφοί συλληφθούμε, ας σταθούμε γενναίοι και
μη προδώσουμε την ευγενή πίστη μας. Συ δε αδελφέ, Ιάμβλιχε, πήγαινε να
αγοράσεις ψωμί, περισσότερο, επειδή χθες αγόρασες λίγο και γι΄ αυτό κοιμηθήκαμε
πεινασμένοι, μάθε δε τι θέλει να κάμει ο Δέκιος με μας".
Φτάνοντας ο Ιάμβλιχος
στην Έφεσο, είδε το σημείο του Σταυρού στην είσοδο της πόλης και θαύμασε.
το είδε και σε άλλα μέρη. Παρατήρησε συνάμα ότι τα σπίτια ήταν διαφορετικά,
όπως και οι άνθρωποι. Νόμισε ότι βλέπει όραμα. Μπαίνοντας στο αρτοπωλείο
αγοράσει άρτους, οι δε αρτοποιοί βλέποντας τα παλαιά νομίσματα του Δεκίου,
νόμισαν ότι βρήκαν θησαυρό. Ο Ιάμβλιχος τρόμαξε, διότι νόμισε ότι τον κατάλαβαν
και δεν μίλησε, για να μην τον αναγνωρίσουν και τον παραδώσουν στον Δέκιο.
Παρακάλεσε τότε τους αρτοποιούς να τον αφήσουν να φύγει και να κρατήσουν τα
χρήματα και τους άρτους, αυτοί δε του ζητούσαν να τους υποδείξει το τόπο όπου
βρήκε τα παλαιά νομίσματα που τους πλήρωσε ή να τους δώσει μερίδιο από τον
θησαυρό, αλλιώς θα τον θανατώσουν.
Έδεσαν τον Άγιο με
αλυσίδα από τον λαιμό - μιας και δεν έλαβαν απόκριση - και αφού τον οδήγησαν
στην αγορά, στη συνέχεια τον παρέδωσαν στον ανθύπατο της Εφέσου για ανάκριση. Ο
αξιωματούχος τον ρώτησε που βρήκε το θησαυρό, ο δε Άγιος αποκρίθηκε ότι δεν
βρήκε τίποτα και ότι το νόμισμα του το είχαν δώσει οι γονείς του. Κατόπιν
ρωτήθηκε ο Άγιος από που κατάγεται και απάντησε από εδώ. Εν συνεχεία τον ρώτησε
ποιοι είναι οι γονείς του, ζητώντας να έλθουν προκειμένου να αποκαλυφθεί η
αλήθεια. Ο Άγιος αμέσως ανάφερε τα ονόματά τους. Τότε ο Ανθύπατος του είπε ότι
τα ονόματα αυτά είναι άγνωστα και ανύπαρκτα, οπότε δεν μπορούμε να σε
πιστέψουμε. Επιπλέον, το νόμισμα σου μαρτυρεί ότι τυπώθηκε προ τριακοσίων και
πλέον ετών και νεώτερος εσύ προσπαθείς να μας εξαπατήσεις ; Ο δε Ιάμβλιχος τους
πρότεινε να τους οδηγήσει στο σπήλαιο του, προκειμένου να αποδείξει την αλήθεια
των λόγων του, Ο δε Επίσκοπος της Εφέσου Μαρίνος συμφώνησε με τους λόγους του
Αγίου και πίστευσε ότι κάτι θαυμαστό συμβαίνει.
Όλοι μαζί πήγαν στο
σπήλαιο, όπου πρώτος εισήλθε ο Ιάμβλιχος και κατόπιν ο Επίσκοπος, ο οποίος
πρόσεξε στο δεξιό μέρος της εισόδου ένα κιβώτιο με δύο σφραγίδες, το οποίοι οι
χριστιανοί Ρουφίνος και Θεόδωρος, που είχαν αποσταλεί από τον Δέκιο - μαζί με
άλλους - για να ασφαλίσουν την είσοδο της σπηλιάς, είχαν τοποθετήσει εκεί είχαν
γράψει τα συναξάρια των επτά αγίων παίδων και χαράξει τα ονόματά τους σε πλάκες
μολύβδου.
Όταν συγκεντρώθηκαν
όλοι οι έγκριτοι άρχοντες μαζί με τον Ανθύπατο, άνοιξαν το κιβώτιο, βρήκαν μέσα
τις μολύβδινες πλάκες και διάβασαν τα ονόματα που είχαν χαραχτεί επ΄ αυτών,
εξεπλάγησαν όλοι. Μπαίνοντας δε στα ενδότερα του σπηλαίου, και συναντώντας τους
λοιπούς Αγίους παίδας, έπεσαν στα πόδια τους και τους ρωτούσαν. Οι δε Άγιοι
διηγήθηκαν πρώτον όσα αφορούσαν αυτούς και κατόπιν τα ανδραγαθήματα του
βασιλέως Δεκίου. Εξεπλάγησαν όλοι και δόξαζαν τον Άγιο Τριαδικό Θεό.
Ο Ανθύπατος και ο
Επίσκοπος έστειλαν αναφορά στον βασιλιά Θεοδόσιο, ο οποίος με μεγίστη χαρά
έσπευσε αμέσως στην Έφεσο και εισελθών στο σπήλαιο, έπεσε στην γη και έπλυνε με
τα δάκρυά του τους πόδες των Αγίων παίδων, κατανοώντας ότι ο Κύριος δεν παράβλεψε
τη προσευχή του και του έδειξε την οφθαλμοφανώς την εκ νεκρών Ανάσταση. Και ενώ
συνομιλούσαν ο Βασιλιάς, οι Επίσκοποι και οι λοιποί επίσημοι μετά των Αγίων,
ενύσταξαν αυτοί και έτσι ενώπιων όλων παρέδωσαν τις ψυχές τους εις τον Άγιον
Θεό.
Τότε ο βασιλεύς, έδωσε
πολύτιμα άμφια και χρυσό και άργυρο, και πρόσταξε να κατασκευαστούν επτά
λειψανοθήκες, για να εναποτεθούν τα Άγια λείψανά τους. Την ίδια όμως νύχτα,
εμφανίστηκαν οι Άγιοι στον Θεοδόσιο και του ζήτησαν να τους αφήσει στο σπήλαιο
όπου Αναστήθηκαν. Γενομένης συνάξεως των Επισκόπων και των αρχόντων, κατέθεσε ο
βασιλεύς τα λείψανα των Αγίων στο χώμα του σπηλαίου, καθώς εκείνοι δι΄ οπτασίας
το ζήτησαν, έκαμε χαρμόσυνη εορτή προς τιμήν τους, παρέθεσε φιλοξενία σε όλους
τους πτωχούς της Εφέσου, και απεφυλάκησε όλους τους Επισκόπους που κήρυτταν την
Ανάσταση των νεκρών. Ακολούθως, έγινε κοινή εορτή, δοξάζοντας και ευλογούντας
τον Άγιο Τριαδικό Θεό.
Η ιερά τους μνήμη
τιμάται στις 4 του Αυγούστου.
ΠΗΓΗ : ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ Κ.Χ. ΔΟΥΚΑΚΗ, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ,
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1894, σ. 50 κ.ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου