Ασημένια λεκάνη Αγιασμού - Μουσείο Μπενάκη. |
Ἡ ἀκολουθία
τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανείων τελεῖται κατὰ τὴν σημερινὴ τάξι δύο φορές, τὴν
παραμονὴ τῆς ἑορτῆς μετὰ τὸ τέλος τῆς λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τὴν
ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, κατὰ μὲν τὰ μοναστηριακὰ τυπικὰ καὶ τὰ ἔντυπα μετὰ τὴν
ἀπόλυσι τοῦ ὄρθρου, κατὰ δὲ τὴν ἐνοριακὴ πράξι μετὰ τὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας.
Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις τελεῖται ἡ ἰδία ἀκριβῶς ἀκολουθία μὲ μόνη τὴν διαφορὰ
ὅτι ὁ «πρόλογος» τῆς μεγάλης καθαγιαστικῆς εὐχῆς, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ «Τριὰς ὑπερούσιε…»
μέχρι τὸ «συνεχόμενος φόβῳ ἐν κατανύξει βοῶ σοι», ἀναγινώσκεται μόνο κατὰ τὴν ἡμέρα
τῶν Θεοφανείων, ἐνῷ κατὰ τὴν παραμονὴ ἡ εὐχὴ ἀρχίζει ἀπὸ τὸ «Μέγας εἶ, Κύριε…».
Ἡ παράλειψις αὐτὴ τοῦ «προλόγου» δὲν προβλέπεται μὲν ἀπὸ τὰ ἔντυπα (τὸ «λέγεται
μυστικῶς», ποὺ σημειώνεται ἀπὸ ὡρισμένα Τυπικὰ ἀποτελεῖ προσπάθεια συμβιβασμοῦ
ἢ συγκαλύψεως τοῦ πράγματος), γίνεται ὅμως κατὰ ἄγραφο παράδοσι, ποὺ εἶναι
παλαιοτέρα ἀπὸ τὴν τάξι ποὺ κατεγράφη στὰ ἔντυπα, γιατὶ δὲν περιέχεται σὲ πάρα
πολλὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα. Ὁ «πρόλογος» δὲ αὐτὸς δὲν εἶναι κἂν εὐχή, ἀλλὰ
πανηγυρικὸ ἐγκώμιο τῆς ἑορτῆς, ποὺ πῆρε τὴν σημερινὴ μορφὴ μετὰ ἀπὸ πολλὲς
τροποποιήσεις καὶ προσθαφαιρέσεις καὶ ποὺ κατ’ ἀρχὰς ἐλέγετο μόνο κατὰ τὴν παραμονή,
τελικὰ δὲ καλῶς ἐπεκράτησε νὰ λέγεται μόνο κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς. Ἡ
προσθήκη τοῦ ἐγκωμίου αὐτοῦ κάμνει μὲν πανηγυρικωτέρα τὴν ἀκολουθία, ἀλλὰ δὲν ἀλλοιώνει
καθόλου τὴν οὐσία της, στὴν ὁποία, καθὼς εἴδαμε, ἀποτελεῖ μεταγενέστερο καὶ
ἐμβόλιμο στοιχεῖο. Ἑπομένως καὶ τῆς παραμονῆς καὶ τῆς ἑορτῆς ὁ ἁγιασμὸς εἶναι ἀκριβῶς
ὁ ἴδιος, «μέγας ἁγιασμός» καὶ στὶς δύο περιπτώσεις. Ἱστορικῶς δὲ καὶ
λειτουργικῶς οἱ δύο αὐτὲς ἀκολουθίες εἶναι μία καὶ ἡ αὐτή, ποὺ ἐπενοήθη ἤδη ἀπὸ
τὸ Ε΄ αἰώνα νὰ ἐπαναλαμβάνεται καὶ κατὰ τὴν παραμονὴ γιὰ νὰ ἐξυπηρετοῦνται οἱ
πιστοί. Ἀρχικῶς δηλαδὴ ὁ μέγας ἁγιασμὸς ἐτελεῖτο εἰς ἀνάμνησιν τοῦ βαπτίσματος
τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν παννυχίδα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων ἀμέσως μετὰ τὴν
ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου, ἀντλοῦσαν οἱ πιστοὶ ὕδωρ, ἔπιναν καὶ ἐρραντίζοντο καὶ ἐν
συνεχείᾳ ἐβαπτίζοντο σ’ αὐτὸ οἱ κατηχούμενοι. Στὴν λειτουργία τῆς ἑορτῆς, ποὺ
ἐτελεῖτο εὐθὺς ἀμέσως, παρίσταντο καὶ οἱ νεοφώτιστοι, γι’ αὐτὸ καὶ μέχρι σήμερα
ψάλλεται κατ’ αὐτὴν ἀντὶ τοῦ τρισαγίου τὸ «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε…». Κατ’
οὐσίαν ὁ μέγας ἁγιασμὸς εἶναι εὐλογία τοῦ ὕδατος τοῦ βαπτίσματος, μὲ τὴν ὁποία
μέχρι σήμερα παρουσιάζει τόσα κοινά. Ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Πέτρος Γναφεὺς (465-475)
πρῶτος ἐσκέφθη νὰ διευκολύνη τοὺς χριστιανοὺς καὶ ὥρισε νὰ τελῆται ὁ ἁγιασμὸς
καὶ κατὰ τὴν παραμονὴ «ἐν τῇ ἑσπέρᾳ». Πόσο δὲ ἦταν ἀναγκαία καὶ ἐπιβαλλομένη ἡ
εἰσαγωγὴ τοῦ νεωτερισμοῦ αὐτοῦ φαίνεται ἀπὸ τὴν ταχυτάτη ἐπικράτησι τῆς πράξεως
αὐτῆς. Κατ’ ἀρχὰς ὑπῆρχαν μικρὲς διαφορὲς μορφῆς μεταξὺ τῶν δύο ἀκολουθιῶν,
ὕστερα ὅμως μὲ ἀμοιβαῖες ἐπιδράσεις ἐξωμοιώθηκαν πλήρως. Γιὰ νὰ χρησιμοποιήσωμε
δὲ μία σύγχρονο παρομοίωσι, συνέβη μὲ τὸν μέγα ἁγιασμὸ ὅ,τι ἀκριβῶς γίνεται
στὴν ἐποχή μας μὲ τὶς δύο λειτουργίες, ποὺ τελοῦνται στοὺς μεγάλους ναοὺς τῶν
πόλεων τὴν ἰδία ἡμέρα γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησι τῶν ἀναγκῶν τῶν πιστῶν.
Μὰ
γιατί τότε νηστεύουμε μόνο τὴν παραμονὴ τῶν Θεοφανείων ; Σκοπὸς τῆς νηστείας
αὐτῆς κοινῶς θεωρεῖται ἡ προπαρασκευὴ διὰ τὴν προσέλευσι στὴν μετάληψι τοῦ μεγάλου
ἁγιασμοῦ τῆς ἡμέρας τῆς ἑορτῆς. Ἂν ὅμως ἡ παραμονὴ εἶναι Σάββατον ἢ Κυριακή,
ἑπομένως ἡμέρα ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται ἡ νηστεία, τότε πῶς θὰ κοινωνήσωμε τοῦ
ἁγιασμοῦ κατὰ τὴν ἑπομένη ; Καὶ πάλι ἂν ὁ ἁγιασμὸς τῆς παραμονῆς καὶ τῆς ἑορτῆς
εἶναι ὁ αὐτὸς μέγας ἁγιασμός, καὶ ἀφοῦ προϋπόθεσις γιὰ τὴν μετάληψί του εἶναι ἡ
νηστεία, δὲν μποροῦμε νὰ κοινωνήσουμε ἀπὸ τὸν ἁγιασμὸ τῆς παραμονῆς, ἐφ’ ὅσον
δὲν νηστεύσαμε κατὰ τὴν προηγουμένη, ποὺ εἶναι ἡμέρα καταλύσιμος εἰς πάντα. Οἱ
ἀνωτέρω ἀπόψεις δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἀκούονται καὶ γράφονται. Ὀφείλονται σὲ
μία εὐλαβῆ παρεξήγησι, ποὺ περιβάλλει τὴν ἀκολουθία τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ καὶ
ποὺ πολλὲς φορὲς δημιουργεῖ προβλήματα στοὺς ἱερεῖς μας καὶ στὸ λαό μας.
Ἡ
νηστεία τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων κακῶς θεωρεῖται ὅτι ἔχει σχέσι μὲ τὴν
μετάληψι τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ. Κατὰ παλαιὸ ἔθος τῆς Ἐκκλησίας, τῶν μεγάλων
ἑορτῶν προηγεῖτο προετοιμασία, ἡ ὁποία ἐκτὸς τῶν ἄλλων περιελάμβανε καὶ
νηστεία. Οἱ νηστεῖες αὐτὲς ἦσαν ὀλίγων μόνον ἡμερῶν, μιᾶς, δυό, τριῶν ἢ καὶ
μιᾶς ἑβδομάδος, ποὺ βαθμηδὸν ἀπὸ ἐπίδρασι τῶν μοναχῶν ἀνεπτύχθησαν καὶ περισσότερο.
Τέτοιες προπαρασκευαστικὲς νηστεῖες ἔχομε στὰ Χριστούγεννα, στὸ Πάσχα, στὴν
ἑορτὴ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τῆς Μεταμορφώσεως καὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Σὲ
ἐπὶ μέρους τυπικὰ βρίσκομε νηστεῖες καὶ πρὸ τῶν ἑορτῶν μεγάλων ἁγίων, ὅπως τοῦ
ἁγίου Δημητρίου, τῶν Ταξιαρχῶν, τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ, τῆς ἀποτομῆς
του Προδρόμου κλπ. Τὰ Θεοφάνεια δὲν εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ ἀναπτύξουν νηστεία,
ἂν καὶ τὰ προεόρτιά των ἀρχίζουν ἀπὸ τὴν 2αν Ἰανουαρίου, γιατὶ τὸ δωδεκαήμερο
τῶν Χριστουγέννων ἀποτελοῦσε ἑορταστικὴ περίοδο καταλύσεως εἰς πάντα. Ἐξ ἄλλου
ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων εἶναι προπαρασκευαστικὴ καὶ
γιὰ τὰ Θεοφάνεια, ἐφ’ ὅσον οἱ ἑορτὲς αὐτὲς παλαιότερα ἀποτελοῦσαν μία ἑνιαία
ἑορτή, ποὺ ἐωρτάζετο τὴν 6η Ἰανουαρίου· ἀλλὰ καὶ σήμερα ὁ σύνδεσμός των εἶναι στενὸς
καὶ μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ὡς δύο ὄψεις μιᾶς ἑορτῆς. Στὴν Ἀρμενικὴ Ἐκκλησία, ποὺ
διετήρησε τὸν παλαιὸ κοινὸ ἑορτασμὸ τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Θεοφανείων στὶς 6
Ἰανουαρίου, προηγεῖται τῆς ἑορτῆς ἑπταήμερος νηστεία. Μόνο λοιπὸν ἡ παραμονὴ
τῶν Θεοφανείων ἔμεινε στὴν Ἐκκλησία μας ὡς ἡμέρα νηστείας, ξηροφαγίας. Γι’ αὐτὸ
καὶ ἡ λειτουργία τῆς παραμονῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὸν
ἑσπερινό. Ἐτελεῖτο δηλαδὴ ἀρχικῶς τὸ ἑσπέρας μετὰ τὴν ἐνάτη ὥρα, λόγῳ τῆς νηστείας,
ὅπως καὶ μέχρι σήμερα στὰ μοναστήρια. Ἡ νηστεία ὅμως, κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας,
ἀπαγορεύεται κατὰ τὰ Σάββατα καὶ τὰς Κυριακάς. Ἂν κατ’ αὐτὰς τὰς ἡμέρας συμπέση
ἡ παραμονὴ τῶν Θεοφανείων, καταλύεται ἡ νηστεία, ὄχι βέβαια «εἰς πάντα», ἀλλὰ
ἔχομε κατάλυσι «οἴνου καὶ ἐλαίου» καὶ ἡ θεία λειτουργία τελεῖται, ὅπως τὰς μὴ
νηστίμους ἡμέρας, τὸ πρωί. Ἴσως ἡ νηστεία τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων ἔχει κάποια
σχέσι καὶ μὲ τὸ βάπτισμα τῶν κατηχουμένων. Εἶναι γνωστό, ὅτι κατὰ τὰ Θεοφάνεια,
ὅπως καὶ κατὰ τὰ Χριστούγεννα καὶ ἰδιαιτέρως κατὰ τὸ Πάσχα, προσήρχοντο στὸ
βάπτισμα ὁμαδικῶς οἱ κατηχούμενοι. Εἶναι ἐπίσης γνωστό, ὅτι τοῦ βαπτίσματος
προηγεῖτο νηστεία καὶ τῶν βαπτιζομένων καὶ τῆς Ἐκκλησίας ὅλης.
Ὅτι
ἡ νηστεία δὲν ἀφορᾶ στὴν μετάληψι τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ, μπορεῖ νὰ συναχθῆ καὶ
ἀπὸ τὸ παράλληλο τῆς προπαρασκευῆς γιὰ τὴν θεία μετάληψι. Ἡ τριήμερος νηστεία εἶναι
νεώτερο ἔθιμο. Κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ εἰσήχθη ἡ νηστεία τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων,
καὶ πολλοὺς αἰῶνας ὕστερα ἀπὸ αὐτήν, ἡ προπαρασκευαστικὴ νηστεία γιὰ τὴν θεία μετάληψι
ἦτο καὶ γιὰ τὸν λαὸ ἡ σήμερα τηρουμένη ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, δηλαδὴ ἡ ἀπόλυτος ἀποχὴ
τροφῆς ἀπὸ τοῦ τελευταίου δείπνου, ἢ τοῦ μεσονυκτίου, μέχρι τῆς ὥρας τῆς θείας κοινωνίας.
Θὰ ἦτο παράλογο γιὰ τὴν μετάληψι τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ νὰ ζητηθῆ μακροτέρα
νηστεία ἀπὸ ὅση ἀπητεῖτο γιὰ τὴν μετάληψι τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Κυρίου.
Ἀλλ’
αὐτὸ τὸ ἀποκλείει ὄχι μόνο ἡ περίπτωσις κατὰ τὴν ὁποία ἡ παραμονὴ τῶν
Θεοφανείων θὰ συνέπιπτε μὲ μὴ νήστιμο ἡμέρα, Σάββατο ἢ Κυριακή, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ
τέλεσις τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ κατὰ τὴν παραμονή, καὶ μάλιστα, κατὰ τὴν νεωτέρα
τάξι, τὸ πρωί. Ἡ προηγούμενη ἡμέρα, ἡ 4η Ἰανουαρίου εἶναι καταλύσιμος, ἑπομένως
ἢ δὲν θὰ ἐτελεῖτο ὁ ἁγιασμὸς κατὰ τὴν παραμονὴ ἢ ἂν ἐτελεῖτο δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ κοινωνήσουν
ἀπὸ αὐτὸν οἱ πιστοί. Τὸ τελευταῖο ὅμως αὐτὸ ἀποκλείεται. Ὅλες οἱ ἱερὲς ἀκολουθίες
τελοῦνται γιὰ νὰ μετάσχουν τῶν πνευματικῶν δωρεῶν οἱ πιστοὶ διὰ τῆς μεταλήψεως
τῶν ἁγιαζομένων εἰδῶν.
Γίνεται
φανερὸ ὅτι ἡ διάκρισις ποὺ θέλουν νὰ πιστεύουν μερικοὶ ὅτι ὑπάρχει ὡς πρὸς τὴν
δύναμι καὶ τὴν χρῆσι τῶν δύο, ἢ μᾶλλον τοῦ ἑνὸς ἁγιασμοῦ, δὲν εἶναι
δικαιολογημένη.
ΠΗΓΗ
: Ἀπαντήσεις εἰς λειτουργικὰς ἀπορίας, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου