1. Το τελώνιον της καταλαλιάς
Εκεί έσυναντήσαμεν το τελώνιον τής καταλαλιάς, δηλαδή τής κατακρίσεως, όπου ήταν μία σύναξις μαύρων* είς το μέσον δέ έκάθητο ό πρώτος των μέ πολλήν πονηρίαν, και ευθύς έστάθημεν. Μάρτυς μου δε ό Κύριος, τέκνον μου Γρηγόριε, πώς όσους κατέκρινα έν την ζωη μου, μού είπαν όλων τά ονόματα καί τήν ώραν, ώς καί μίαν λέξιν μού έφανέρωσαν, καί έζήτουν δίκην. Καί όχι μόνον τό αληθές άλλα και είς πολλά μέ έσυκοφάντουν έκ πονηρίας των. Και έάν είπα λόγον μέ άλλον σκοπόν, καί αυτόν ως κατάκρισιν, έξεζήτουν λογαριασμόν. Χάριν λόγου, έάν είπα τίποτε άπό άγάπην ή μέ σκοπόν δια να διορθωθη ό πταίστης, είς όλα λέγω ταύτα ερωτούσαν τους Αγγέλους νά τους άποκριθώσιν. Οι δέ "Αγγελοι τους άπεκρίθησαν είς τά αληθή καί τους τά έπλήρωσαν άπό εκείνα οπού μού είχε χαρίσει ό Γέροντας μας καί έτσι άνεχωρήσαμεν ευθύς άπό αυτούς.
2. Τό τελώνιον της ύβρεως
Καί άναβαίνοντες ολίγον τι μας έσυναπάντησε τό τελώνιον της ύβρεως. Και έξοδεύσαντες καί είς εκείνο, ώς και είς τό πρώτον, άνεχωρήσαμεν ανενόχλητα δι’ ευχών του Πατρός μας. Και άναβαίνοντες συνωμίλουν οι "Αγγελοι λέγοντες* αληθώς μεγάλην ώφέλειαν καί χάριν εύρεν ετούτη ή ψυχή άπό τόν ήγαπημένον δούλον τού Θεού Βασίλειον άλλως ήθέλομεν στενοχωρηθή πολύ έκ τούτων τών τελωνίων.
3. Τό τελώνιον τοΰ φθόνου
Ενώ έλεγον ταΰτα οι "Αγγελοι, έφθάσαμεν είς τό τελώνιον τού φθόνου, καί μή έχοντες, χάριτι θεία, έκείνοι άγριοπρόσωποι μαύροι κατηγορίαν νά μού είπούν, άνεχωρήσαμεν χαρούμενοι. Μ' όλον τούτο έτριζαν τά δόντια τους μετά πολλής κακίας καί θυμοΰ κατ' έμού καί άν ήτο δυνατόν νά μας καταπιούν.
4. Τό τελώνιον τού ψεύδους
Καί άναβαίνοντες είς πολύ ύψος έσυναντήσαμεν τα τελώνιον του ψεύδους, είς τό όποιον ήσαν πολύ πλήθος μαύροι, καί τά πρόσωπα αυτών πολύ άσχημα καί μισητά. Ό πρώτος αυτών έκάθητο μετά πολλής αλαζονείας καί ώς μας είδαν, ήρχοντο ώς λησταί προς ημάς, τρέχοντες μετά κραυγής καί ταραχής, και έφερναν πολλάς αποδείξεις καί πολλά ψεύματα, τά όποια ώς ανόητος πολλάκις ώμίλησα, κρύψασα την αληθείαν εις την παιδικήν μου ηλικίαν. Πλήν αυτοί παρουσιάζοντες ταύτα, τον καιρόν όπου τα είπα, την θέσιν την υπόθεσιν, και τα πρόσωπα όπου είπα το κάθε ψεύδος, εζήτουν δίκην. Αλλ’ οι Άγγελοι πράξαντες ως και είς άλλα, και διά της προς εμέ ελεημοσύνης του Πατρός μας, ηλεθευρώθημεν και από αυτά.
5. Τό τελώνιον του θυμού και της οργής
Καί άναβαίνοντες ολίγον τι έφθασάμεν είς τό τελώνιον του θυμοΰ και της οργής. Έδώ εύρομεν σύναξιν πολλών μαύρων, και ό πρώτος αυτών έκάθητο ώς είδωλον, πολύ εξαγριωμένος, και έπρόσταξε μετ' οργής και φωνής τόσον αγρίας, όπου δεν ήδυνήθημεν να διακρίνωμεν τι έλεγεν είς τους παραστεκομένους δαίμονας. Αυτοί δε πλήρεις κακίας έδαγκάνοντο και έτρώγοντο μεταξύ των, ώς οί σκύλοι οί λυσσασμένοι, και φωνάζοντες ώς άγρια θηρία, μας έβλεπον μετά μεγίστης κακίας, και με εξήταζον, όχι μόνον είς όσα αληθώς με όργήν και θυμόν έφιλονείκουν με κανένα ή μέ άγριον βλέμμα τον εθεώρουν, άλλά και όσα ώμίλουν μέ άγάπην και έσυμβούλευα τά τέκνα μου ή τα έτιμώρουν και ώργιζόμην εναντίον των. Όλα ταύτα, λέγω, ένα προς ένα μου τά έφώναζαν και ή είχα φοβερίσει κανένα και άνεχώρουν δυσαρεστημένη ή είχα έχθραν και έμνησικάκουν εναντίον τινός. Ό,τι φέρσιμον και κίνημα έκαμνα, τά αυτά σχήματα και κινήματα έκαμναν και αυτοί τρέχοντες εναντίον μας, αναφερόντες τά ονόματα των ανθρώπων, τήν έποχήν και τάς αύτάς λέξεις καθαρώς, καθώς τάς έλεγα εγώ όταν έθύμωνα. Πληρώσαντες δε και έκεί το χρέος άνεχωρήσαμεν.
6, Το τελώνιον της υπερηφανείας
Αναβαινόντες δέ ολίγον τι μας έσυνάντησε τό τελώνιον της υπερηφάνειας. Και ψάχνοντας οί δαίμονες μήπως εϋρουν τίποτε διά να με κατηγορήσουν, όμως δεν εύρον επειδή ήμουν πτωχή και δεν ημπορούν να ύπερηφανευθώ. "Οθεν έπεράσαμεν άνεξόδως.
7. Το τελώνιον της βλασφήμιας
Καί άναβαίνοντες έφθάσαμεν τό τελώνιον της βλασφημίας. Ό αρχηγός τών δαιμόνων τού τελωνίου τούτου έκάθητο μέ πολλήν αγριότητα και παρ' ευθύς όπου μας είδαν, έτρεχαν προς ημάς εξαγριωμένοι, τρίζοντες τους οδόντας, σκληρίζοντες και βλασφημούντες και κάμνοντας διάφορα σχήματα. Μέ έφοβέριζαν και έγώ έτρεμον, αύτοι δέ έβεβαίωσαν ότι είχον βλασφημήσει τρείς φοράς είς την νεότητα μου. Άλλ' οί "Αγγελοι έφεραν άπόδειξιν τήν μετάνοιαν και έξομολόγησιν, και πληρώσαντες το ίκανόν άνεχωρήσαμεν.
Εκεί έσυναντήσαμεν το τελώνιον τής καταλαλιάς, δηλαδή τής κατακρίσεως, όπου ήταν μία σύναξις μαύρων* είς το μέσον δέ έκάθητο ό πρώτος των μέ πολλήν πονηρίαν, και ευθύς έστάθημεν. Μάρτυς μου δε ό Κύριος, τέκνον μου Γρηγόριε, πώς όσους κατέκρινα έν την ζωη μου, μού είπαν όλων τά ονόματα καί τήν ώραν, ώς καί μίαν λέξιν μού έφανέρωσαν, καί έζήτουν δίκην. Καί όχι μόνον τό αληθές άλλα και είς πολλά μέ έσυκοφάντουν έκ πονηρίας των. Και έάν είπα λόγον μέ άλλον σκοπόν, καί αυτόν ως κατάκρισιν, έξεζήτουν λογαριασμόν. Χάριν λόγου, έάν είπα τίποτε άπό άγάπην ή μέ σκοπόν δια να διορθωθη ό πταίστης, είς όλα λέγω ταύτα ερωτούσαν τους Αγγέλους νά τους άποκριθώσιν. Οι δέ "Αγγελοι τους άπεκρίθησαν είς τά αληθή καί τους τά έπλήρωσαν άπό εκείνα οπού μού είχε χαρίσει ό Γέροντας μας καί έτσι άνεχωρήσαμεν ευθύς άπό αυτούς.
2. Τό τελώνιον της ύβρεως
Καί άναβαίνοντες ολίγον τι μας έσυναπάντησε τό τελώνιον της ύβρεως. Και έξοδεύσαντες καί είς εκείνο, ώς και είς τό πρώτον, άνεχωρήσαμεν ανενόχλητα δι’ ευχών του Πατρός μας. Και άναβαίνοντες συνωμίλουν οι "Αγγελοι λέγοντες* αληθώς μεγάλην ώφέλειαν καί χάριν εύρεν ετούτη ή ψυχή άπό τόν ήγαπημένον δούλον τού Θεού Βασίλειον άλλως ήθέλομεν στενοχωρηθή πολύ έκ τούτων τών τελωνίων.
3. Τό τελώνιον τοΰ φθόνου
Ενώ έλεγον ταΰτα οι "Αγγελοι, έφθάσαμεν είς τό τελώνιον τού φθόνου, καί μή έχοντες, χάριτι θεία, έκείνοι άγριοπρόσωποι μαύροι κατηγορίαν νά μού είπούν, άνεχωρήσαμεν χαρούμενοι. Μ' όλον τούτο έτριζαν τά δόντια τους μετά πολλής κακίας καί θυμοΰ κατ' έμού καί άν ήτο δυνατόν νά μας καταπιούν.
4. Τό τελώνιον τού ψεύδους
Καί άναβαίνοντες είς πολύ ύψος έσυναντήσαμεν τα τελώνιον του ψεύδους, είς τό όποιον ήσαν πολύ πλήθος μαύροι, καί τά πρόσωπα αυτών πολύ άσχημα καί μισητά. Ό πρώτος αυτών έκάθητο μετά πολλής αλαζονείας καί ώς μας είδαν, ήρχοντο ώς λησταί προς ημάς, τρέχοντες μετά κραυγής καί ταραχής, και έφερναν πολλάς αποδείξεις καί πολλά ψεύματα, τά όποια ώς ανόητος πολλάκις ώμίλησα, κρύψασα την αληθείαν εις την παιδικήν μου ηλικίαν. Πλήν αυτοί παρουσιάζοντες ταύτα, τον καιρόν όπου τα είπα, την θέσιν την υπόθεσιν, και τα πρόσωπα όπου είπα το κάθε ψεύδος, εζήτουν δίκην. Αλλ’ οι Άγγελοι πράξαντες ως και είς άλλα, και διά της προς εμέ ελεημοσύνης του Πατρός μας, ηλεθευρώθημεν και από αυτά.
5. Τό τελώνιον του θυμού και της οργής
Καί άναβαίνοντες ολίγον τι έφθασάμεν είς τό τελώνιον του θυμοΰ και της οργής. Έδώ εύρομεν σύναξιν πολλών μαύρων, και ό πρώτος αυτών έκάθητο ώς είδωλον, πολύ εξαγριωμένος, και έπρόσταξε μετ' οργής και φωνής τόσον αγρίας, όπου δεν ήδυνήθημεν να διακρίνωμεν τι έλεγεν είς τους παραστεκομένους δαίμονας. Αυτοί δε πλήρεις κακίας έδαγκάνοντο και έτρώγοντο μεταξύ των, ώς οί σκύλοι οί λυσσασμένοι, και φωνάζοντες ώς άγρια θηρία, μας έβλεπον μετά μεγίστης κακίας, και με εξήταζον, όχι μόνον είς όσα αληθώς με όργήν και θυμόν έφιλονείκουν με κανένα ή μέ άγριον βλέμμα τον εθεώρουν, άλλά και όσα ώμίλουν μέ άγάπην και έσυμβούλευα τά τέκνα μου ή τα έτιμώρουν και ώργιζόμην εναντίον των. Όλα ταύτα, λέγω, ένα προς ένα μου τά έφώναζαν και ή είχα φοβερίσει κανένα και άνεχώρουν δυσαρεστημένη ή είχα έχθραν και έμνησικάκουν εναντίον τινός. Ό,τι φέρσιμον και κίνημα έκαμνα, τά αυτά σχήματα και κινήματα έκαμναν και αυτοί τρέχοντες εναντίον μας, αναφερόντες τά ονόματα των ανθρώπων, τήν έποχήν και τάς αύτάς λέξεις καθαρώς, καθώς τάς έλεγα εγώ όταν έθύμωνα. Πληρώσαντες δε και έκεί το χρέος άνεχωρήσαμεν.
6, Το τελώνιον της υπερηφανείας
Αναβαινόντες δέ ολίγον τι μας έσυνάντησε τό τελώνιον της υπερηφάνειας. Και ψάχνοντας οί δαίμονες μήπως εϋρουν τίποτε διά να με κατηγορήσουν, όμως δεν εύρον επειδή ήμουν πτωχή και δεν ημπορούν να ύπερηφανευθώ. "Οθεν έπεράσαμεν άνεξόδως.
7. Το τελώνιον της βλασφήμιας
Καί άναβαίνοντες έφθάσαμεν τό τελώνιον της βλασφημίας. Ό αρχηγός τών δαιμόνων τού τελωνίου τούτου έκάθητο μέ πολλήν αγριότητα και παρ' ευθύς όπου μας είδαν, έτρεχαν προς ημάς εξαγριωμένοι, τρίζοντες τους οδόντας, σκληρίζοντες και βλασφημούντες και κάμνοντας διάφορα σχήματα. Μέ έφοβέριζαν και έγώ έτρεμον, αύτοι δέ έβεβαίωσαν ότι είχον βλασφημήσει τρείς φοράς είς την νεότητα μου. Άλλ' οί "Αγγελοι έφεραν άπόδειξιν τήν μετάνοιαν και έξομολόγησιν, και πληρώσαντες το ίκανόν άνεχωρήσαμεν.
8. Το τελώνιον της μωρολογίας και της φλυαρίας
Καί πηγαίνοντες έσυναντήσαμεν το τελώνιον της μωρολογίας και φλυαρίας, και μας έζήτουν οί δαίμονες να άντα-ποκριθώμεν είς τάς φλυαρίας και αίσχράς μωρολογίας μου, τάς όποιας είπα εκ νεότητας μου. Άλλα και τα σατανικά τραγούδια έβεβαίωσαν ώς αληθή. Και να αποκριθώ δεν ήξευρα άλλα απορούσα πώς τά ενθυμούνται, ενώ εγώ εκ της πολυκαιρίας τά είχα λησμονήσει. Δίδοντες όμως και έκεί το άνάλογον άνεχωρήσαμεν.
Καί πηγαίνοντες έσυναντήσαμεν το τελώνιον της μωρολογίας και φλυαρίας, και μας έζήτουν οί δαίμονες να άντα-ποκριθώμεν είς τάς φλυαρίας και αίσχράς μωρολογίας μου, τάς όποιας είπα εκ νεότητας μου. Άλλα και τα σατανικά τραγούδια έβεβαίωσαν ώς αληθή. Και να αποκριθώ δεν ήξευρα άλλα απορούσα πώς τά ενθυμούνται, ενώ εγώ εκ της πολυκαιρίας τά είχα λησμονήσει. Δίδοντες όμως και έκεί το άνάλογον άνεχωρήσαμεν.
9. Το τελώνιον του τόκου και του δόλου
Καί άναβαίνοντες τήν άγνωστον και σκοτεινήν φοβεράν στράταν έφθασάμεν είς το τελώνιον του τόκου και του δόλου, το όποίον εξετάζει τους τοκογλύφους και εκείνους όπου γελούν τους άλλους και τους παίρνουν τήν περιουσίαν των. Αρχίνησαν λοιπόν και με εξήταζον, εάν ήπάτησα κανένα και του επήρα το πράγμα του. Άλλ' επειδή δεν έδύναντο νά το αποδείξουν έτριζον τους οδόντας των καί μέ έφοβέριζαν,
10. Το τελώνιον της οκνηρίας και του ύπνου
Αναχωρήσαντες δε έκείθεν καί άναβαίνοντες εκείνην τήν στράταν, τής όποιας τό μάκρος νους ανθρώπινος δεν δύναται νά μετρήση έφθασάμεν είς τό τελώνιον τής όκνηρίας καί τού ύπνου. Έξήταζον δε εδώ εάν κοιμόμουν καί ώκνεσα νά σηκωθω νά υπάγω είς τήν έκκλησίαν ή άν άπό την όκνηρίαν και άμέλειαν δεν έκαμα το καλόν οπού έδυνάμην να κάμω. Άλλα χάριτι Θεία, μή έχουσα ένοχήν είς ταύτα, διέβημεν εκείθεν ελευθέρως.
Καί άναβαίνοντες τήν άγνωστον και σκοτεινήν φοβεράν στράταν έφθασάμεν είς το τελώνιον του τόκου και του δόλου, το όποίον εξετάζει τους τοκογλύφους και εκείνους όπου γελούν τους άλλους και τους παίρνουν τήν περιουσίαν των. Αρχίνησαν λοιπόν και με εξήταζον, εάν ήπάτησα κανένα και του επήρα το πράγμα του. Άλλ' επειδή δεν έδύναντο νά το αποδείξουν έτριζον τους οδόντας των καί μέ έφοβέριζαν,
10. Το τελώνιον της οκνηρίας και του ύπνου
Αναχωρήσαντες δε έκείθεν καί άναβαίνοντες εκείνην τήν στράταν, τής όποιας τό μάκρος νους ανθρώπινος δεν δύναται νά μετρήση έφθασάμεν είς τό τελώνιον τής όκνηρίας καί τού ύπνου. Έξήταζον δε εδώ εάν κοιμόμουν καί ώκνεσα νά σηκωθω νά υπάγω είς τήν έκκλησίαν ή άν άπό την όκνηρίαν και άμέλειαν δεν έκαμα το καλόν οπού έδυνάμην να κάμω. Άλλα χάριτι Θεία, μή έχουσα ένοχήν είς ταύτα, διέβημεν εκείθεν ελευθέρως.
11. Το τελώνιον της φιλαργυρίας
Καί άναβαίνοντες άπαντήσαμεν τό τελώνιον της φιλαργυρίας είς τό όποιον ήτο πολύ ομίχλη με σκότος. Και εξετάζοντες με ούτοι οι μαύροι και μή εύρίσκοντες ένοχον, επειδή καί ήμουν είς όλην τήν ζωήν μου πτωχή, εφύγαμεν και άπό αυτούς ανενόχλητοι.
12. Τό τελώνιον της μέθης
Και άναβαίνοντες έφθάςαμεν είς τους δαίμονας της μέθης, οΙ όποιοι.έπρόσμεναν ώς άρπαγες λύκοι, ζητούντες νά καταπίωσίν τίνα. Άλλ' επειδή δεν έχουν εξουσίαν παρά Θεού νά εξετάζουν όλας τάς ψυχάς, ήλθον οί συνοδεύοντες με "Αγγελοι καί εξήταζον τό κρασί οπού έπιον είς όλην μου τήν ζωήν. Οί δε δαίμονες εφώναζον δέν είπιες τόσα ποτήρια κρασί είς τήν δείνα έορτήν; καί ήτον παρούσαι ή δείνα καί ή δείνα; δεν εμέθυσες τήν δείνα ήμέραν; δεν έπιες ότε επήγες είς τον δείνα άνθρωπον καί τήν δείνα γυναίκα έτερα τόσα ποτήρια κρασί καί ήσαν παρόντες οί δείνα άνθρωποι; Ταύτα καί έτερα όμοια έλεγον κι εδοκίμαζον νά με άρπάσουν ώς άγρια θηρία. Πάντα δε όσα μου είπαν ήσαν αληθινά. Οι δέ "Αγγελοι έφερναν καί αυτοί είς τό μέσον κατορθώματα και καλά μου έργα, δίνοντες δε καί εκεί μερικήν πληρωμήν άπό εκείνα οπού μου έχάρισεν ό Γέροντας μας, τους άφήσαμεν, Άναβαίνοντες δε μου έλεγαν οί συνοδεύοντές με Άγγελοι* βλέπεις πόσον κίνδυνον εχει, ή ψυχή έως ότου νά πέραση τα ακάθαρτα τελώνια καί εναέρια δαιμόνια; Έγώ δε τους άπεκρίθην Ναί, κύριοί μου, μίγας κίνδυνος είς τάς έλεεινάς ψυχάς καί πιστεύω ότι δεν δύναται νά περάση κανείς άταράχως* νομίζω οτι κανένας άπό τους ζώντας ανθρώπους δέν γνωρίζη ταύτα όπού συμβαίνουν είς τήν ψυχήν, Άλλοίμονον! Τι άναμενει τήν ψυχήν του καθενός μετά τόν θάνατον, καί ήμείς άμελούμεν καί δέν φροντίζομεν οί ανόητοι. Άπεκρίθηκαν δε οι Άγγελοι οτι αι Γραφαί διαλαμβάνουν ταύτα πάντα, άλλ' ή πολυτέλεια αί τροφαί, αί ήδοναί και αναπαύσεις του κόσμου τυφλώνουν τους ανθρώπους και δεν τα βλέπουν οϋτε τα συλλογίζονται, άλλα ζουν ωσάν νά μη έχουν να αποθάνουν και αμελούν τα καλά έργα, μάλιστα δε τήν άγάπην και έλεημοσύνην, ή όποια δύναται νά βοηθήση τήν ψυχήν περισσότερον άπό τά άλλα έργα, και νά περάση τα τελώνια χωρίς ένόχλησιν. 'Αλλ' οι τοιούτοι είναι ολίγοι. Άλοίμονον είς τους μη έχοντας καλά έργα! Διότι έρχεται έξαφνα ό θάνατος και τους αρπάζει, και δικαίως θέλοντας νά περάσουν άπό εδώ τους αρπάζουν οί δαίμονες και έν ριπή οφθαλμού τους κατεβάζουν είς•τους σκοτεινούς και βρωμερούς τόπους του "Αδου, φυλάττοντες αυτούς μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας και φοβέρας Κρίσεως. Ταύτα βεβαίως ήθελες πάθει και σύ, εάν έλειπεν ή εύσπλαγχνία τού Θεού και ή ελεημοσύνη του δούλου Αυτού Βασιλείου.
Καί άναβαίνοντες άπαντήσαμεν τό τελώνιον της φιλαργυρίας είς τό όποιον ήτο πολύ ομίχλη με σκότος. Και εξετάζοντες με ούτοι οι μαύροι και μή εύρίσκοντες ένοχον, επειδή καί ήμουν είς όλην τήν ζωήν μου πτωχή, εφύγαμεν και άπό αυτούς ανενόχλητοι.
12. Τό τελώνιον της μέθης
Και άναβαίνοντες έφθάςαμεν είς τους δαίμονας της μέθης, οΙ όποιοι.έπρόσμεναν ώς άρπαγες λύκοι, ζητούντες νά καταπίωσίν τίνα. Άλλ' επειδή δεν έχουν εξουσίαν παρά Θεού νά εξετάζουν όλας τάς ψυχάς, ήλθον οί συνοδεύοντες με "Αγγελοι καί εξήταζον τό κρασί οπού έπιον είς όλην μου τήν ζωήν. Οί δε δαίμονες εφώναζον δέν είπιες τόσα ποτήρια κρασί είς τήν δείνα έορτήν; καί ήτον παρούσαι ή δείνα καί ή δείνα; δεν εμέθυσες τήν δείνα ήμέραν; δεν έπιες ότε επήγες είς τον δείνα άνθρωπον καί τήν δείνα γυναίκα έτερα τόσα ποτήρια κρασί καί ήσαν παρόντες οί δείνα άνθρωποι; Ταύτα καί έτερα όμοια έλεγον κι εδοκίμαζον νά με άρπάσουν ώς άγρια θηρία. Πάντα δε όσα μου είπαν ήσαν αληθινά. Οι δέ "Αγγελοι έφερναν καί αυτοί είς τό μέσον κατορθώματα και καλά μου έργα, δίνοντες δε καί εκεί μερικήν πληρωμήν άπό εκείνα οπού μου έχάρισεν ό Γέροντας μας, τους άφήσαμεν, Άναβαίνοντες δε μου έλεγαν οί συνοδεύοντές με Άγγελοι* βλέπεις πόσον κίνδυνον εχει, ή ψυχή έως ότου νά πέραση τα ακάθαρτα τελώνια καί εναέρια δαιμόνια; Έγώ δε τους άπεκρίθην Ναί, κύριοί μου, μίγας κίνδυνος είς τάς έλεεινάς ψυχάς καί πιστεύω ότι δεν δύναται νά περάση κανείς άταράχως* νομίζω οτι κανένας άπό τους ζώντας ανθρώπους δέν γνωρίζη ταύτα όπού συμβαίνουν είς τήν ψυχήν, Άλλοίμονον! Τι άναμενει τήν ψυχήν του καθενός μετά τόν θάνατον, καί ήμείς άμελούμεν καί δέν φροντίζομεν οί ανόητοι. Άπεκρίθηκαν δε οι Άγγελοι οτι αι Γραφαί διαλαμβάνουν ταύτα πάντα, άλλ' ή πολυτέλεια αί τροφαί, αί ήδοναί και αναπαύσεις του κόσμου τυφλώνουν τους ανθρώπους και δεν τα βλέπουν οϋτε τα συλλογίζονται, άλλα ζουν ωσάν νά μη έχουν να αποθάνουν και αμελούν τα καλά έργα, μάλιστα δε τήν άγάπην και έλεημοσύνην, ή όποια δύναται νά βοηθήση τήν ψυχήν περισσότερον άπό τά άλλα έργα, και νά περάση τα τελώνια χωρίς ένόχλησιν. 'Αλλ' οι τοιούτοι είναι ολίγοι. Άλοίμονον είς τους μη έχοντας καλά έργα! Διότι έρχεται έξαφνα ό θάνατος και τους αρπάζει, και δικαίως θέλοντας νά περάσουν άπό εδώ τους αρπάζουν οί δαίμονες και έν ριπή οφθαλμού τους κατεβάζουν είς•τους σκοτεινούς και βρωμερούς τόπους του "Αδου, φυλάττοντες αυτούς μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας και φοβέρας Κρίσεως. Ταύτα βεβαίως ήθελες πάθει και σύ, εάν έλειπεν ή εύσπλαγχνία τού Θεού και ή ελεημοσύνη του δούλου Αυτού Βασιλείου.
13. Το τελώνιον της μνησικακίας
Λέγοντες δε ταύτα και άναβαίνοντες άπαντήσαμεν το τελώνιον της μνησικακίας* το όποιον εξετάζει εκείνους οπού έχουν έχθραν με τον γείτονα τους και δεν θέλουν νά συγχωρήσουν κατά τήν έντολήν τοΰ Θεού εκείνον οπού τους έπταισεν. Πλησιάζοντες δε προς έκείνο το κατηραμένον, έπήδησαν οι δαίμονες ώς λησταί απάνω μου, ζητούντες είς τά κατάστιχα αυτών νά εύρουν κανένα πταίσιμον, αλλά χάριτι θεία δεν εύρον τίποτε, και καταντροπιασθέντες έφώναζαν έλησμονήσαμεν νά τά γράψωμεν και άλλα τοιαύτα ψεύματα, και ούτως άνεχωρήσαμεν άπό εκεί, χωρίς νά πληρώσωμεν τίποτε. Και επειδή είχα λάβει θάρρος, ήρώτησα τους Αγγέλους• -πού τά ήξεύρουν ετούτοι οι άδικοι τά πταίσματα τού κάθε ανθρώπου; Και μοΰ άπεκρίθη ό ένας* δεν γνωρίζεις οτι μετά το Βάπτισμα κάθε Χριστιανός λαμβάνει ένα "Αγγελον μαζί του ώς φύλακα, χωρίς νά τόν βλέπη, δια νά τόν όδηγη, είς το καλόν, νά γράφη δε ολα τά καλά του έργα; Όμοίως δε τόν ακολουθεί και ένας διάβολος και γράφει τάς κακάς του πράξεις. "Αμα λοιπόν άμαρτήση ό άνθρωπος, ευθύς μηνά είς το τελώνιον οπού ανήκει ή αμαρτία, λόγου χάριν όταν κλέψη είς το τελώνιον της κλεψιάς, όταν βλασφημήση, είς τό τελώνιον της βλασφημίας, όταν πορνεύση είς το τελώνιον της πορνείας. Και λοιπόν κάθε τελώνιον γράφει, και άμα θα περάση ή ψυχή έκεί; εμποδίζεται άπό αυτό και ρίπτεται είς τόν "Αδην και κατοικεί έκεΐ έως νά έλθη ή φοβερά ήμερα της Κρίσεως. Πλην έάν είναι περισσότερα τά καλά έργα της ψυχής, τα όποια θά παρουσίαση, ό φύλακας της "Αγγελος, περνά ελεύθερα, και πάλιν τήν συναντά άλλο τελώνιον. Ταύτα δε πάντα γίνονται είς τους ορθοδόξους Χριστιανούς, των όποιων ό δρόμος των είναι είς τόν Χριστόν, είς δε τους άσεβείς δέν βαστούν κατάστιχα, ούτε τους μέλλει, ούτε τους βιάζουν είς τήν άμαρτίαν.
Λέγοντες δε ταύτα και άναβαίνοντες άπαντήσαμεν το τελώνιον της μνησικακίας* το όποιον εξετάζει εκείνους οπού έχουν έχθραν με τον γείτονα τους και δεν θέλουν νά συγχωρήσουν κατά τήν έντολήν τοΰ Θεού εκείνον οπού τους έπταισεν. Πλησιάζοντες δε προς έκείνο το κατηραμένον, έπήδησαν οι δαίμονες ώς λησταί απάνω μου, ζητούντες είς τά κατάστιχα αυτών νά εύρουν κανένα πταίσιμον, αλλά χάριτι θεία δεν εύρον τίποτε, και καταντροπιασθέντες έφώναζαν έλησμονήσαμεν νά τά γράψωμεν και άλλα τοιαύτα ψεύματα, και ούτως άνεχωρήσαμεν άπό εκεί, χωρίς νά πληρώσωμεν τίποτε. Και επειδή είχα λάβει θάρρος, ήρώτησα τους Αγγέλους• -πού τά ήξεύρουν ετούτοι οι άδικοι τά πταίσματα τού κάθε ανθρώπου; Και μοΰ άπεκρίθη ό ένας* δεν γνωρίζεις οτι μετά το Βάπτισμα κάθε Χριστιανός λαμβάνει ένα "Αγγελον μαζί του ώς φύλακα, χωρίς νά τόν βλέπη, δια νά τόν όδηγη, είς το καλόν, νά γράφη δε ολα τά καλά του έργα; Όμοίως δε τόν ακολουθεί και ένας διάβολος και γράφει τάς κακάς του πράξεις. "Αμα λοιπόν άμαρτήση ό άνθρωπος, ευθύς μηνά είς το τελώνιον οπού ανήκει ή αμαρτία, λόγου χάριν όταν κλέψη είς το τελώνιον της κλεψιάς, όταν βλασφημήση, είς τό τελώνιον της βλασφημίας, όταν πορνεύση είς το τελώνιον της πορνείας. Και λοιπόν κάθε τελώνιον γράφει, και άμα θα περάση ή ψυχή έκεί; εμποδίζεται άπό αυτό και ρίπτεται είς τόν "Αδην και κατοικεί έκεΐ έως νά έλθη ή φοβερά ήμερα της Κρίσεως. Πλην έάν είναι περισσότερα τά καλά έργα της ψυχής, τα όποια θά παρουσίαση, ό φύλακας της "Αγγελος, περνά ελεύθερα, και πάλιν τήν συναντά άλλο τελώνιον. Ταύτα δε πάντα γίνονται είς τους ορθοδόξους Χριστιανούς, των όποιων ό δρόμος των είναι είς τόν Χριστόν, είς δε τους άσεβείς δέν βαστούν κατάστιχα, ούτε τους μέλλει, ούτε τους βιάζουν είς τήν άμαρτίαν.
14. Το τελώνιον της μαγείας καί γοητείας
Αφήσαντες τό τελώνιον της μνησικακίας, έφθάσαμεν είς το τελώνιον της μαγείας καί της γοητείας τό όποίον εξετάζει τους μάγους και γόητας. Ετούτα δέ τα δαιμόνια είχον μορφάς ωσάν θηρία, ωσάν φίδια, ωσάν σκύλοι καί βώδια άγρια και άλλα ζώα με τήν πλέον άσχημην θεωρίαν. 'Αλλά χάριτι θεία μή έχοντα περί τούτων τίποτε νά μέ εξετάσουν, ούτε καν λόγον νά μας ειπούν, άνεχωρήσαμεν. Καί έτσι άναβαίνοντες πάλιν ήρώτησα τους "Αγγέλους λέγουσα* μέ τι τρόπον δύνανται εν τω κόσμω νά συγχωρηθούν τά αμαρτήματα του ανθρώπου καί νά εξαλειφθούν άπό τάς βίβλους τών έναερίων δαιμονίων; Καί μου άπεκρίθησαν* ταύτα πάντα δύνανται νά εξαλειφθούν καί νά συγχωρηθούν, όταν ό άνθρωπος μετανοήση καί έξομολογηθή τάς αμαρτίας του καί πλήρωση τόν κανόνα τού Πνευματικού του καί λάβη τήν συγχώρησιν. Τότε παρ' ευθύς καί έκ των βίβλων τών δαιμόνων εξαλείφονται. Εί δέ κάμη κανείς, καθώς έσύ έκαμες, καί έντραπή νά έξομολογηθή τάς αμαρτίας του καί νομίση ότι τόν φθάνει μόνον ή αποχή της αμαρτίας καί ή έξομολόγησις μόνον είς τόν Θεόν, έάν λέγω έτσι κάμη, δέν συγχωρούνται αί άμαρτίαι του. Διότι ό Κύριος έδωσε τήν χάριν είς τους Αποστόλους νά δένουν και να λύνουν, έπί της γης, οι δέ Απόστολοι έδωσαν τήν χάριν καί τήν ίδίαν έξουσίαν είς τους "Αρχιερείς καί Πνευματικούς, καί θέλει ό Κύριος νά φυλάγεται τό Μυστήριον. Αυτός γάρ είπεν «όσα άν λύσητε έπί τής γης, έσται λελυμένα». Διά τούτο λοιπόν πρέπει νά έξομολογηθή ό άνθρωπος είς Πνευματικόν καί νά πλήρωση τόν κανόνα καί έτσι νά. εξαλειφθούν αί άμαρτίαι του άπό τάς βίβλους τών δαιμόνων. Καί αμα ίδούν οί δαίμονες πώς έξαλείφθησαν άπό τάς βίβλους των αί άμαρτίαι τών ανθρώπων, συγχύζονται καί ταράσσονται καί βάζουν τά δυνατά τους νά τους ρίξουν είς άλλα μεγαλύτερα αμαρτήματα. Όθεν ή έξομολόγησις και ή μετάνοια είναι αίτίαι νά νικήσουν ο! άνθρωποι τα εναέρια τελώνια και νά περάσουν ελευθέρως όλα τα ενάντια. Οι πολλοί όμως φοβούνται τον βαρύν κανόνα τών αυστηρών Πνευματικών και διαμοιράζουν τα αμαρτήματα των και εξομολογούνται ολίγα είς τον κάθε ενα Πνευματικόν, δια νά αποφύγουν τον κανόνα. ΟΙ τοιούτοι είναι απατημένοι, διότι αυτή δεν είναι μετάνοια, άλλα πονηρία. Οί άνθρωποι πρέπει νά διαλέγουν τον καλόν Πνευματικόν και είς όλην τους την ζωήν νά μή τον άλλάσσούν χωρίς ανάγκην. Άλλέως δεν ημπορούν νά φύγουν τα εναέρια ταύτα τελώνια.
Αφήσαντες τό τελώνιον της μνησικακίας, έφθάσαμεν είς το τελώνιον της μαγείας καί της γοητείας τό όποίον εξετάζει τους μάγους και γόητας. Ετούτα δέ τα δαιμόνια είχον μορφάς ωσάν θηρία, ωσάν φίδια, ωσάν σκύλοι καί βώδια άγρια και άλλα ζώα με τήν πλέον άσχημην θεωρίαν. 'Αλλά χάριτι θεία μή έχοντα περί τούτων τίποτε νά μέ εξετάσουν, ούτε καν λόγον νά μας ειπούν, άνεχωρήσαμεν. Καί έτσι άναβαίνοντες πάλιν ήρώτησα τους "Αγγέλους λέγουσα* μέ τι τρόπον δύνανται εν τω κόσμω νά συγχωρηθούν τά αμαρτήματα του ανθρώπου καί νά εξαλειφθούν άπό τάς βίβλους τών έναερίων δαιμονίων; Καί μου άπεκρίθησαν* ταύτα πάντα δύνανται νά εξαλειφθούν καί νά συγχωρηθούν, όταν ό άνθρωπος μετανοήση καί έξομολογηθή τάς αμαρτίας του καί πλήρωση τόν κανόνα τού Πνευματικού του καί λάβη τήν συγχώρησιν. Τότε παρ' ευθύς καί έκ των βίβλων τών δαιμόνων εξαλείφονται. Εί δέ κάμη κανείς, καθώς έσύ έκαμες, καί έντραπή νά έξομολογηθή τάς αμαρτίας του καί νομίση ότι τόν φθάνει μόνον ή αποχή της αμαρτίας καί ή έξομολόγησις μόνον είς τόν Θεόν, έάν λέγω έτσι κάμη, δέν συγχωρούνται αί άμαρτίαι του. Διότι ό Κύριος έδωσε τήν χάριν είς τους Αποστόλους νά δένουν και να λύνουν, έπί της γης, οι δέ Απόστολοι έδωσαν τήν χάριν καί τήν ίδίαν έξουσίαν είς τους "Αρχιερείς καί Πνευματικούς, καί θέλει ό Κύριος νά φυλάγεται τό Μυστήριον. Αυτός γάρ είπεν «όσα άν λύσητε έπί τής γης, έσται λελυμένα». Διά τούτο λοιπόν πρέπει νά έξομολογηθή ό άνθρωπος είς Πνευματικόν καί νά πλήρωση τόν κανόνα καί έτσι νά. εξαλειφθούν αί άμαρτίαι του άπό τάς βίβλους τών δαιμόνων. Καί αμα ίδούν οί δαίμονες πώς έξαλείφθησαν άπό τάς βίβλους των αί άμαρτίαι τών ανθρώπων, συγχύζονται καί ταράσσονται καί βάζουν τά δυνατά τους νά τους ρίξουν είς άλλα μεγαλύτερα αμαρτήματα. Όθεν ή έξομολόγησις και ή μετάνοια είναι αίτίαι νά νικήσουν ο! άνθρωποι τα εναέρια τελώνια και νά περάσουν ελευθέρως όλα τα ενάντια. Οι πολλοί όμως φοβούνται τον βαρύν κανόνα τών αυστηρών Πνευματικών και διαμοιράζουν τα αμαρτήματα των και εξομολογούνται ολίγα είς τον κάθε ενα Πνευματικόν, δια νά αποφύγουν τον κανόνα. ΟΙ τοιούτοι είναι απατημένοι, διότι αυτή δεν είναι μετάνοια, άλλα πονηρία. Οί άνθρωποι πρέπει νά διαλέγουν τον καλόν Πνευματικόν και είς όλην τους την ζωήν νά μή τον άλλάσσούν χωρίς ανάγκην. Άλλέως δεν ημπορούν νά φύγουν τα εναέρια ταύτα τελώνια.
15. Το τελώνιον της γαστριμαργίας και πολυφαγίας
Αναβαίνοντες δε και ομιλούντες ταύτα και άλλα όμοια έσυναντήσαμεν το τελώνιον της πολυφαγίας. Ούτοι οί δαίμονες ήσαν παχείς ωσάν τους χοίρους, άγριοι και δυνατοί περισσότερον άπό τους άλλους, και άμα με είδον έτρεχον καταπάνω μου γαυγίζοντες, σκληρίζοντες, και έφανέρωσαν τάς κρυφοφαγίας και πολυφαγίας μου, τάς όποιας άπό παιδικήν μου ήλικίαν έκαμα, τρώγοντας άπό την αυγήν έως το βράδυ χορταστικά, καθώς και έάν είς τάς Αγίας Τεσσαρακοστός έτρωγα άπό της πρώτης ώρας χωρίς προσευχήν. Ταύτα και άλλα όμοια λέγοντες με εκατηγόρουν πώς δεν έπραξα τάς υποσχέσεις οπού έδωσα είς το άγιον Βάπτισμα ύπεσχέθην* νά τους αρνηθώ και τά έργα αυτών άλλ' έγώ πάλιν τους έκαμνα τα θελήματα τους. Άπό το άλλο μέρος οι Άγγελοι έμάχοντο και έφερναν προς βοήθειάν μου τά καλά έργα μου, και ούτως άνεχωρήσαμεν άπό αυτούς.
16. Το τελώνιον της ειδωλολατρίας
Καί σύντομα έφθασάμεν είς το τελώνιον της είδωλολατρείας και τών διαφόρων αΙρέσεων. Άλλ' ουδέ λέξιν μας είπαν, και άνεχωρήσαμεν ευθύς.
Αναβαίνοντες δε και ομιλούντες ταύτα και άλλα όμοια έσυναντήσαμεν το τελώνιον της πολυφαγίας. Ούτοι οί δαίμονες ήσαν παχείς ωσάν τους χοίρους, άγριοι και δυνατοί περισσότερον άπό τους άλλους, και άμα με είδον έτρεχον καταπάνω μου γαυγίζοντες, σκληρίζοντες, και έφανέρωσαν τάς κρυφοφαγίας και πολυφαγίας μου, τάς όποιας άπό παιδικήν μου ήλικίαν έκαμα, τρώγοντας άπό την αυγήν έως το βράδυ χορταστικά, καθώς και έάν είς τάς Αγίας Τεσσαρακοστός έτρωγα άπό της πρώτης ώρας χωρίς προσευχήν. Ταύτα και άλλα όμοια λέγοντες με εκατηγόρουν πώς δεν έπραξα τάς υποσχέσεις οπού έδωσα είς το άγιον Βάπτισμα ύπεσχέθην* νά τους αρνηθώ και τά έργα αυτών άλλ' έγώ πάλιν τους έκαμνα τα θελήματα τους. Άπό το άλλο μέρος οι Άγγελοι έμάχοντο και έφερναν προς βοήθειάν μου τά καλά έργα μου, και ούτως άνεχωρήσαμεν άπό αυτούς.
16. Το τελώνιον της ειδωλολατρίας
Καί σύντομα έφθασάμεν είς το τελώνιον της είδωλολατρείας και τών διαφόρων αΙρέσεων. Άλλ' ουδέ λέξιν μας είπαν, και άνεχωρήσαμεν ευθύς.
Πηγή : ekklesia.mylivepage.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου