Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

ΓΕΡΟ – ΕΥΔΟΚΙΜΟΣ ΑΓΙΟΠΑΥΛΙΤΗΣ


γέρο-Εὐδόκιμος Ἁγιοπαυλίτης, κατὰ κόσμον Εὐάγγελος Τραυλός, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1910 στὸ Φανάρι Καρδίτσας. Ὅταν ἀπολύθηκε ἀπὸ τὸν Στρατό, εἶπε νὰ γράψουν στὸ φύλλο πορείας Δάφνη, καὶ ἔτσι δὲν πῆγε στὸ χωριό του, ἀλλὰ ἦρθε κατ’ ευθείαν γιὰ μοναχός. Ἦταν νὰ κοινοβιάση ἀλλοῦ. Στάθμευσε γιὰ ἕνα βράδυ στὸν Ἅγιο Παῦλο, τοῦ ἄρεσε ἡ τάξη καὶ ἔμεινε. Τὸν κράτησαν. Ἦταν ἐγγράμματος, ἀπόφοιτος Σχολαρχείου. Ὁ Ἡγούμενος τὸν εἶχε βοηθό του. Τὸ 1935 ἔγινε ἡ κουρά του.

Ἡ μητέρα του, οἱ ἀδελφές του καὶ ὁ ἀδελφός του δὲν ἤθελαν νὰ γίνη μοναχός. Αὐτός, ἀφότου ἔγινε μοναχός, ποτέ του δὲν πῆγε στὸ χωριὸ νὰ δῆ τοὺς συγγενεῖς του. Καὶ στὸν κόσμο βγῆκε μετὰ ἀπὸ τριάντα χρόνια, γιατὶ εἶχε αἱμορραγία ἀκατάσχετη ἀπὸ τὴν μύτη καὶ ὁ γιατρὸς φοβήθηκε μὴν πεθάνη.

Μία χρονιὰ ἔγινε σεισμὸς καὶ οἱ πατέρες κοιμόνταν ἔξω στὸν πίσω κῆπο, στὰ πεζούλια. Ὁ γέρο-Εὐδόκιμος δὲν βγῆκε. Κοιμόταν στὸ κελλί του καὶ ὅταν τὸν ρωτοῦσαν γιατί δὲν φοβᾶται, ἀπαντοῦσε:

«Ἐγὼ ἦρθα γιὰ τὸ Μοναστήρι. Ἅμα θέλει ἡ Παναγία νὰ ρίξη τὸ Μοναστήρι, τί τὴν θέλω τὴν ζωή μου;». Ὁ ἴδιος ἄναβε τὰ καντήλια καὶ καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ σεισμοῦ δὲν βγῆκε ἀπὸ τὸ Μοναστήρι.

Μετάνοιες καὶ νηστεῖες δὲν ἔκανε πολλές. Μὲ τὴν εὐχὴ ἀσχολεῖτο. Δὲν ξάπλωσε ποτέ του. Τὸ κελλί του ἦταν γεμάτο πράγματα ἄχρηστα. Τὸ παράθυρο δὲν τὸ ἔκλεινε ποτέ, χειμώνα-καλοκαίρι. Ὁ μόνος κενὸς χῶρος ἦταν ἕνας διάδρομος ἀπὸ τὴν πόρτα ὣς τὸ σημεῖο τοῦ κρεββατιοῦ. Κοιμόταν καθιστὸς καὶ σκεπαζόταν μὲ μία τσέργα. Τὸν ρωτοῦσαν γιατί δὲν ἀνάβει φωτιά, καὶ ἀπαντοῦσε: «Ποῦ εἶναι τὰ κρύσταλλα; Δὲν βλέπω κρύσταλλα γιὰ νὰ βάλω φωτιά». Τὸ ἴδιο ἀπαντοῦσε καὶ ὅταν τοῦ ἔλεγαν νὰ κλείση τὸ παράθυρο.

Εἶχε πηγαῖο χιοῦμορ, ἀλλὰ ποτὲ δὲν κατέκρινε. Νὰ τὸν ἔβριζες μὲ τὰ χειρότερα λόγια, στεκόταν λίγο σιωπηλὸς καὶ ὕστερα ἔλεγε: «Καλά, Γέροντα, εὐχαριστῶ», καὶ ἔφευγε.

Ἦταν ἀγαπητὸς σὲ ὅλους καὶ ἀνεξίκακος. Ἦταν πάντα πρόθυμος καὶ ὑπάκουος σὲ ὅλους ποὺ τὸν καλοῦσαν σὲ διακονία. Νὰ τὸν ἔβριζες καὶ μετὰ νὰ τοῦ ἔλεγες, «πάτερ Εὐδόκιμε», ἔλεγε μὲ διάθεση καὶ προθυμία, «εὐλόγησον», σὰν νὰ μὴν εἶχε συμβῆ τίποτε.

Κάποτε, ὅταν συζητοῦσαν γιὰ κάποιο θέμα τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ εἶπε καὶ ὁ γέρο-Εὐδόκιμος τὴν γνώμη του, κάποιος συνεργείᾳ διαβολικῇ τὸν ἀποπῆρε λέγοντάς του:
– Πάψε ἐσύ, δὲν εἶσαι προϊστάμενος.
– Εὐλόγησον, ἔχεις δίκαιο, εἶπε καὶ ἔσκυψε τὸ κεφάλι του.

Τὸν χειμώνα μετὰ τὴν τράπεζα πήγαινε κατ’ εὐθείαν στὴν ἐκκλησία. Καθόταν σ’ ἕνα στασίδι, κατέβαζε τὸ κουκούλι νὰ μὴ φαίνεται, ἅπλωνε τὸ κομποσχοίνι καὶ ἔλεγε τὴν εὐχή. Τὸν ρωτοῦσε ἕνα καλογέρι: «Τί κάνεις, γέρο-Εὐδόκιμε;». Ἀπαντοῦσε: «Τὸν πολεμάω. Βλέπεις τὸ κανόνι;», καὶ ἔδειχνε τὸ τριακοσάρι του.

Τόσα χρόνια στὸ Μοναστήρι κανεὶς δὲν τὸν εἶδε θυμωμένο ποτέ. Εἶχε τὸ ἀκατάκριτον καὶ τὸ ἀγόγγυστον. Εἶχε ἐπίσης καὶ φυσικὴ εὐγένεια. Ὅταν ἤθελε κάτι, ἔλεγε: «Ποῦ εἶσαι, Γέροντα (καὶ τὰ νέα καλογέρια ἔτσι τὰ ἀποκαλοῦσε), ἂν μ’ ἀγαπᾶς, φέρε μου αὐτό». Συνήθως ἦταν μὲ τὸ ράσο καὶ τὸ κουκούλι στὴν πόρτα. Εἶχε τὸ διακόνημα τοῦ πορτάρη καὶ συμβούλευε τοὺς προσκυνητές.

Ἤθελαν νὰ τὸν κάνουν προϊστάμενο, ἀλλὰ αὐτὸς γιὰ νὰ ἀποφύγη κρυβόταν στὴν ἀσβεσταριά. Τρεῖς μέρες τὸν ἔψαχναν. Ὁ Γέροντας τὸν παρατήρησε καὶ τοῦ εἶπε νὰ παρουσιασθῆ στὴν Σύναξη νὰ πῆ ὄχι, ἂν δὲν θέλη. Ὅταν πῆγε καὶ τοῦ πρότειναν, εἶπε: «Εὐχαριστῶ πολύ, Γέροντα, ἡ Παναγία νὰ πληρώση τὸν κόπο σας. Ἔχετε κάτι ἄλλο;... Εὐλογεῖτε»· καὶ ἔφυγε. Τὸν ρωτοῦσε κάποιος, ἂν μετάνοιωσε ποὺ δὲν ἔγινε προϊστάμενος. «Ὄχι», ἀπάντησε, «χαίρομαι ποὺ δὲν φαίνεται ἡ ὑπογραφή μου σὲ κάποιο χαρτί».

Συμβουλευόταν τὸν γέρο-Ἰωσὴφ τὸν Ἡσυχαστή, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔλεγε ὅτι ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος, καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον ἔμαθε τὴν εὐχή. Τὴν ἐξασκοῦσε ὄχι συστηματικά, ὅπως ἄλλοι, ἀλλὰ ἁπλά. Εἶχε προσπάθεια νὰ λέγη ὅσο συχνότερα μποροῦσε τὴν εὐχή.

Συμβούλευε : «Παιδί μου, νὰ λὲς τὴν εὐχὴ συνέχεια, ὄχι μόνο στὸν κανόνα. Ἃν καμμία φορὰ κουράζεσαι, νὰ τὸ γυρνᾶς στὸν πλάγιο τοῦ πρώτου καὶ νὰ τὴν λὲς λίγο ψαλτὰ καὶ μετὰ πάλι νοερῶς. Καὶ ὅταν ἀνεβαίνης τὶς σκάλες, νὰ λὲς σὲ κάθε σκαλοπάτι, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»».

Ὅταν γήρασε καὶ τὸν ἀνέλαβε ὁ γηροκόμος, πρῶτα τοῦ ἄδειασε τὸ κελλὶ ἀπὸ τὰ ἄχρηστα πράγματα, τὸ τακτοποίησε καὶ ἔκλεισε τὸ παράθυρο. Ὅταν τὸν ἔφερε στὸ κελλί του, ὁ γέρο-Εὐδόκιμος ρωτοῦσε: «Καλά, Γέροντα, στὸ κελλί μου πότε θὰ πάω;». Πίστεψε ὅτι τὸν εἶχαν μεταφέρει σὲ ἄλλο κελλί. Ἔλεγε: «Πενήντα χρόνια ἔχω νὰ ξαπλώσω».

Εἶχε γηροκομήσει ἀρκετὰ γεροντάκια καὶ εἶχε μαζέψει μία σακκούλα γυαλιά. Τοῦ ἔλεγε ὁ γηροκόμος του:
– Ἐσὺ βρῆκες ἐμένα τὸν ταλαίπωρο καὶ σοῦ δίνω ἕνα ποτήρι νερό. Ἐμένα ἄραγε θὰ μὲ γηροκομήσει κανείς;
Ἀπαντοῦσε ἤρεμα:
– Μὴν στεναχωριέσαι, Γέροντα, θὰ σὲ οἰκονομήσει ὁ Θεός, ὅπως οἰκονόμησε καὶ μένα. Ἑφτὰ γεροντάκια γηροκόμησα καὶ δὲν μ’ ἄφησε ὁ Θεός. Καὶ σένα δὲν θὰ σ’ ἀφήσει.

Ὁ γηροκόμος θὰ γινόταν μεγαλόσχημος καὶ τοῦ τὸ ἀνακοίνωσε. Ὁ γέρο-Εὐδόκιμος χάρηκε πάρα πολὺ καὶ τοῦ εὐχήθηκε. Τοῦ ζήτησε συμβουλὲς καὶ τοῦ εἶπε: «Δυὸ κεφάλαια Καινὴ Διαθήκη νὰ διαβάζης κάθε μέρα. Δυὸ κεφάλαια. Μὴν τ’ ἀφήνης. Νὰ κάνης τὴν Παράκληση, νὰ λὲς τοὺς Χαιρετισμοὺς καὶ τὸ κομποσχοίνι. Θὰ δουλεύεις τὴν εὐχή, ὥσπου νὰ ἀκούσης ἀπὸ μέσα σου τὴν φωνή. Ἃν δὲν τὴν ἀκούσης, δὲν προχώρησες. Ὅταν θὰ λὲς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», θὰ ἀκοῦς μέσα σου φωνή: «Τί θέλεις;». «Ἐλέησόν με»». Τὸ ζοῦσε. Ἐπίσης ἔλεγε: «Οὔτε ἕνα σκαλὶ νὰ μὴν ἀνεβῆς μέσα στὸ Μοναστήρι, χωρὶς νὰ πῆς μία εὐχή».

Τὸν ἀγαποῦσαν οἱ πατέρες καὶ ὁ Γέροντας καὶ κάθε βράδυ περνοῦσαν νὰ τὸν δοῦν στὰ τελευταῖα του. Ὅταν κουραζόταν, ἐνῷ ἦταν σκεπασμένος μὲ τὴν φλοκάτη, ἔβγαζε τὸ κεφάλι του καὶ ἔλεγε μὲ ἁπλότητα: «Ὁ πατὴρ Εὐδόκιμος τώρα θέλει ἡσυχία, ἂν μὲ ἀγαπᾶτε...», καὶ πάλι σκεπαζόταν.

Ἔκανε ὑπακοὴ στὸν γηροκόμο. Τὸν ἄφησε γιὰ πρώτη φορὰ νὰ τοῦ πλύνη τὸ σῶμα του. Ὕστερα εἶπε: «Πενήντα χρόνια εἶχε νὰ δῆ νερὸ τὸ κορμάκι μου». Ποτέ του δὲν γόγγυσε καὶ δὲν παραπονέθηκε οὔτε ποτὲ εἶπε, «ἄχ, πονῶ». Ἦταν πάντα εὔχαρις καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεόν. Ἔλεγε: «Δόξα σοι ὁ Θεός. Ἐμεῖς ὅλα τἄχουμε. Ποῦ νὰ δῆς στὰ Νοσοκομεῖα ἄλλους χωρὶς χέρια καὶ χωρὶς πόδια. Ἐμεῖς τί ἔχουμε;».

Τὸν περιποιόταν ὁ γηροκόμος καὶ τοῦ ἔλεγε ὁ γέρο-Εὐδόκιμος:
– Ἡ Παναγία νὰ πληρώση τὸν κόπο σου. Δόξα σοι, ὁ Θεός! Ὅλα καλά, ὅλα πλούσια. Καλὰ περνᾶμε.
– Ἐδῶ καλὰ περνᾶμε, γέρο-Εὐδόκιμε, ἐκεῖ τί θὰ κάνουμε;
– Καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ ἐκεῖ καλύτερα.
– Πῶς τὄχεις τόσο σίγουρο ὅτι θὰ σωθοῦμε;

– Γέροντα, πῶς νὰ μὴν τὄχω σίγουρο; Ἐμεῖς γιὰ τὴν σωτηρία μας ἤρθαμε ἐδῶ. Πενήντα χρόνια ἀγωνιζόμαστε. Ἃν βρῶ δυσκολία, θὰ φωνάξω τὸν Γέροντα, τὸν ἅγιο Παῦλο: «Γέροντα, μισὸν αἰώνα σὲ διακόνησα, τώρα δὲν θὰ μὲ βοηθήσεις;», καὶ ἦταν σίγουρος ὅτι θὰ εἰσακουστῆ. Καὶ ἔλεγε στὸ καλογέρι τὸν γηροκόμο του: «Μὴν πτοεῖσαι, Γέροντα. Ὁ Γέροντάς μας δὲν θὰ μᾶς ἀφήση». Πρὶν καταπέση, πήγαινε ποῦ καὶ ποῦ στὸ Νοσοκομεῖο. Μία φορὰ τὸν ἐπισκέφτηκε ὁ Ἡγούμενος καὶ τὸν ρώτησε:
– Τί κάνεις; Εἶσαι καλά; Σοῦ λείπει τίποτε;
– Ὄχι, δόξα τῷ Θεῷ. Μόνο τὰ πνευματικά. Ἔκανε λεπτομερῆ ἐξομολόγηση καὶ κοινωνοῦσε κάθε μέρα στὰ τελευταῖα του. Τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς του πρὶν ἀπὸ τὴν ἀκολουθία εἶχε τὸ βλέμμα του προσηλωμένο πρὸς τὰ πάνω καὶ δὲν μιλοῦσε. Τὸν ρώτησε ὁ γηροκόμος, ἂν βλέπη κάτι, καὶ μὲ τὸ πηγαῖο χιοῦμορ τοῦ ἀπάντησε:
– Ὄχι ἀκόμα, ἀργότερα θὰ σοῦ πῶ, χωρὶς νὰ γυρίση νὰ τὸν δῆ.
– Βάραινες. Μήπως φεύγεις; Τὸν ξαναρώτησε.
– Ὄχι, ντέ... Θὰ σοῦ τὸ ἔλεγα.
– Μήπως νὰ φέρουμε νὰ σὲ κοινωνήσουμε τώρα;
– Νὰ τελειώση ἡ Λειτουργία!

Στὴν δοξολογία πῆγε νὰ τὸν δῆ. Αἰσθανόταν χαρὰ ἀνεξήγητη, ποὺ ὅλο αὐξανόταν, ὅσο πλησίαζε στὸ κελλί του. Ἐπικρατοῦσε σιγὴ καὶ ὅταν μπῆκε στὸ κελλὶ εἶδε τὸν γέρο-Εὐδόκιμο τελειωμένο. Ἡ ψυχή του εἶχε πετάξει πρὸς τὸν ποθούμενο Κύριο καὶ στὸ πρόσωπό του ἔμενε ἕνα πλατὺ χαμόγελο. Ἦταν μεγάλη Σαρακοστή, Δ΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, 16 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1987, καὶ ὁ γέρο-Εὐδόκιμος διήνυε τὸ 77ο ἔτος τῆς ἡλικίας του. Τὸ ἀπόγευμα ἔγινε ἡ κηδεία του. Τὴν εὐχή του νὰ ἔχουμε. Ἀμήν.

ΠΗΓΗ : ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2011.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου