Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΚΟΛΑΣΗ – ΕΝΥΠΝΙΟ ΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑΣ ΟΛΥΜΠΙΑΔΑΣ

Η Τελική Κρίση, από το βιβλίο του Δημητρίου Καριτζιώτου, "Θύρα Μετανοίας", ΕΝΕΤΙΗΣΙ 1795 
“Στον ύπνο μου βλέπω να στέκεται πάνω από το κεφάλι μου ένας μεγαλόσωμος και πολύ φοβερός στην όψι άνδρας, ο οποίος με κοίταζε με πολύ αγριεμένο βλέμμα και με κάπως βραχνή φωνή με ρώτησε : “Δεν μου λες, κοπέλα μου, τί συλλογιζόσουν ; Τί σκέψεις και λογισμούς έχεις μέσα στην καρδιά σου” ; ..... Τότε κι εγώ πήρα λίγο θάρρος κι άρχισα να τον παρακαλώ να με συγχωρέσει και να μη με συνερισθεί για τις σκέψεις μου αυτές που είχα κάνει ! Εκείνος με πήρε από το χέρι και μου είπε : “Έλα μαζί μου να δεις με τα μάτια σου που είναι και πώς βρίσκεται ο πατέρας σου και ύστερα θα σου δείξω πού βρίσκεται η μητέρα σου και τότε μόνη σου θα διαλέξεις τίνος ζωή από τους δύο θα προτιμήσεις. Με πήρε λοιπόν, και πήγαμε σε μια μεγάλη πεδιάδα η οποία έμοιαζε με Παράδεισο και είχε διάφορα είδη δένδρων και λουλουδιών που η ομορφιά τους ήτανε απερίγραπτη. Τα δε δένδρα ήταν φορτωμένα με ωραίους καρπούς. Εκεί που γυρίζαμε και περιεργαζόμασταν αυτά τα ωραία πράγματα, που δεν χόρταιναν τα μάτια μας να τα βλέπουν, παρουσιάστηκε μπροστά μας ο πατέρας μου, με αγκάλιασε, με φιλούσε αδιάκοπα και έλεγε : “Αγαπημένο μου παιδί, ευλογημένο κοριτσάκι μου”. Εγώ έπεσα στην αγκαλιά του και τον παρακαλούσα να με αφήσει να μείνω εκεί κοντά του. Αυτός μου είπε : “Αυτό που ζητάς, παιδί μου, δεν μπορεί να γίνει τώρα. Αν όμως θελήσεις να ακολουθήσεις το παράδειγμα και υπόδειγμα της δικής μου ζωής, την οποία είχα στον κόσμο, τότε ύστερα από λίγο καιρό και πολύν αγώνα, θα έρθεις και συ εδώ, να είμαστε μαζί με τον Θεό αιώνια, να χαιρόμαστε στη Βασιλεία των Ουρανών με τους Αγγέλους και όλους τους Αγίους αιώνια”. Αμέσως μετά εκείνος με συνόδευσε με πήρε από το χέρι και μου είπε : “Έλα τώρα να σε πάω να δεις και τη μητέρα σου πού έχει πάει, και μετά κρίνε μόνη σου και αποφάσισε ποιό δρόμο θα πρέπει να ακολουθήσεις στην πρόσκαιρη αυτή ζωή σου”. Πήραμε τότε ένα μεγάλο κατήφορο και σταματήσαμε μπροστά σε ένα σπίτι που ήτανε γεμάτο από πυκνό σκοτάδι. Μέσα γινόταν μεγάλη αναταραχή, ακούγονταν βογγητά, κλαυθμοί, αναστεναγμοί, βρισιές, βλαστήμιες και πολλά άλλα. Μου έδειξε ένα μεγάλο και απέραντο καμίνι, οι φλόγες του οποίου ανέβαιναν πολύ ψηλά, ως τον ουρανό. Μέσα στο καμίνι έβραζαν και με το βρασμό ανεβοκατέβαιναν άνθρωποι, άντρες και γυναίκες. Ακούγονταν τέτοιοι οδυρμοί, που σε καταλάμβανε φόβος και τρόμος μόνον να ακούς και να βλέπεις αυτά τα πράγματα. Το καμίνι αυτό φρουρούσαν απαίσια όντα, που μόνον η μορφή τους σε τρόμαζε : “Αυτά που βλέπεις, μου είπε ο συνοδός μου, είναι οι δαίμονες που τυραννούν τους κολασμένους”. Έριξα με προσοχή μια ματιά στο καμίνι αυτό και τότε διέκρινα τη μητέρα μου, η οποία ήταν βυθισμένη μέσα στη φωτιά ως το λαιμό και γύρω – γύρω υπήρχαν αμέτρητα σκουλίκια και φίδια, τα οποία τη δάγκωνα συνέχεια και την έκαναν να φωνάζει σπαρακτικά από τους πόνους που δοκίμαζε, τα δόντια της έτριζαν κι όλο το κορμί της έτρεμε. Μόλις μ΄ αντίκρυσε η μητέρα μου, ξέσπασε σε κλάμα και με φωνές σπαρακτικές μου έλεγε : “Παιδί μου, γλυκό μου κοριτσάκι, φρικτοί και ανυπόφοροι είναι οι πόνοι μου και ατελείωτο είναι το φρικτό μαρτύριό μου εδώ μέσα. Για μια τιποτένια, στιγμιαία απόλαυση της αμαρτίας και της ψεύτικης ηδονής, προξένησα εγώ η ίδια, με την ηδονή του κορμιού, μια ατέλειωτη και φρικτή κόλαση που τώρα υποφέρω και πάσχω. Με την άθλια και ελεεινή ζωή που έκανα στον κόσμο, για λίγη ψεύτικη χαρά και δηλητηριασμένη ηδονή, βρίσκομαι τώρα εδώ μέσα στο καμίνι της φωτιάς, μακριά από το αιώνιο αγαθό, που είναι ο Θεός, και θεληματικά μου τώρα κατοικώ και καίγομαι αιώνια με τους φρικτούς αυτούς δαίμονες. “Σπλαχνίσου με, παιδί μου, τη μητέρα σου, συμπόνεσέ με την αμαρτωλή και άπλωσε το χέρι σου να με βγάλεις από τούτη τη φρικτή κόλαση, που με τρώνε τα σκουλίκια και τα φίδια και με κατακαίνε οι φλόγες του καμινιού τούτου”. Εγώ τη συμπόνεσα και άρχισα να κλαίω και άπλωσα το χέρι μου, για να τη βγάλω από΄ κεί μέσα, αλλά μόλις άγγιξα τη φοβερή εκείνη φωτιά, πόνεσα τόσο πολύ, που άρχισα να φωνάζω και να ουρλιάζω, πολύ δυνατά, τόσο που από τις φωνές και τα ξεφωνητά μου ξύπνησαν όλοι οι δικοί μου μέσα στο σπίτι, στο οποίο έμενα με τους συγγενείς μου. Αμέσως άναψαν τις λάμπες, έτρεξαν όλοι κοντά μου και ρωτούσαν να μάθουν την αιτία των κραυγών και του κλαυθμού μου. Σε λίγο που συνήλθα, έτρεμα ολόκληρη από το φόβο και τον τρόμο που είχα πάρει και διηγήθηκα εκείνα τα ωραία πράγματα που είδα να απολαμβάνει ο πατέρας μου και τη φρικτή κόλαση που είχε πάει και καιγόταν η μητέρα μου. Απ΄ εκείνη τη στιγμή έκανα την εκλογή και διάλεξα οριστικά το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσω, για να φτάσω με τη χάρη του Θεού και τη βοήθεια της Παναγίας και όλων των Αγίων κοντά στο άκρο αγαθό, την αιώνια απόλαυση στη Βασιλεία των Ουρανών, εκεί που η χαρά είναι απαλλαγμένη από τη λύπη...”. Έτσι, τίμιε πάτερ και σεβαστέ μου Πνευματικέ, αποφάσισα να γίνω μοναχή”.......

ΠΗΓΗ : ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ, “ΑΘΩΣ”, 2010, σ. 165 κ.ε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου