Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

«Ἒστι Θεός !» - Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης


Πριν από πολλά χρόνια, μου είπε ο Παππούλης, στο ίδιο Μοναστήρι εμόναζε μαζί με μένα και ένα πνευματικό μου παιδί, πολύ μικρότερός μου και ήταν καθηγητής Θεολόγος. Καθημερινά μιλούσαμε για όλα τα θέματα, που είχαν σχέση με την θρησκεία και για τα προβλήματα, που απορρέουν από αυτήν. Μια ημέρα, όμως, ο καθηγητής έφερε προς συζήτηση το θέμα της υπάρξεως του Θεού. Αφού το εξαντλήσαμε το θέμα αυτό με όλες τις απόψεις, που είχε ο ίδιος και με την επιχειρηματολογία μου καταλήξαμε στο αβίαστο συμπέρασμα, ότι υπάρχει Θεός. Ο νεαρός, τότε, καθηγητής γυρίζει και μου λέει : «Όλα αυτά που μου είπες πάτερ είναι σωστά και οι δύο πιστεύουμε, ότι υπάρχει Θεός. Όμως, σε παρακαλώ πολύ, να μου υποσχεθείς, όταν πεθάνεις, ότι θα έλθεις να μου πεις εάν υπάρχει Θεός !» Και πώς είσαι βέβαιος, του είπα, ότι θα πεθάνω εγώ πρώτος και όχι εσύ ; Και ο νεαρός καθηγητής μου απήντησε, ότι αυτό εξυπακούεται, αφού έχεις διπλάσια ηλικία από την δική μου ηλικία. Εγώ, όμως, που με τη χάρη που έχω από τον Θεό, γνώριζα ότι εκείνος που θα πέθαινε πρώτος και μάλιστα πολύ σύντομα, δεν θα ήμουν εγώ, αλλά ο νεαρός καθηγητής, του είπα ότι υπόσχομαι, όταν πεθάνω να έλθω να σου πω, εάν υπάρχει Θεός ή όχι, αλλά θέλω και από εσένα να μου υποσχεθείς το ίδιο. Σου το υπόσχομαι πάτερ, μου είπε και δώσαμε τα χέρια μας, να τηρήσουμε την υπόσχεση αυτή.

Μετά από λίγο καιρός ο καθηγητής υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Μονή, για να κατέβει στην πόλη, προφανώς για να διορισθεί σε κάποιο Γυμνάσιο. Δεν είχε περάσει ούτε ένας χρόνος από τότε που χώρισε με τον Παππούλη και μία ημέρα που η Εκκλησία μας εόρταζε μία από τις δύο μεγάλες εορτές, (το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα, δεν θυμάμαι), και στην Μονή είχε στρωθεί ένα πλούσιο εορταστικό τραπέζι και όλοι μας, είπε ο Παππούλης, δεν βλέπαμε την ώρα και την στιγμή να φάμε με μία ιδιαίτερη όρεξη, λόγω της προηγηθείσης πολυήμερης εξαντλητικής νηστείας, έφθασε ένας χωρικός και μας ειδοποίησε, ότι πέθανε ο καθηγητής ! Μείναμε όλοι άφωνοι και κανείς, μα κανείς, απολύτως, δεν άπλωσε το χέρι του να πάρει να φάει κάτι από το τραπέζι. Τί έγινε όλη αυτή η όρεξη ; μου είπε. Εξαφανίστηκε…

…Ένα βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, μετά από μια μακρά προσευχή, που έκανα στο κελλί μου, έσβησα το φως και προσπάθησα να με πάρει ο ύπνος. Οπότε, μέσα στο σκοτάδι, ακούω μια βροντερή φωνή, που συνοδεύετο από μία δυνατή βοή, να λέει : «Έστι Θεός ! Έστι Θεός ! Έστι Θεός !» τρεις φορές (Υπάρχει Θεός).

Γνώρισα τη φωνή. Ήταν η φωνή του καθηγητού ! Έντρομος σηκώθηκα και προσευχήθηκα, γονατιστός, για την ψυχή του, μέχρι το πρωί !

Εδώ, αξίζει να σημειωθεί η μεγάλη σημασία που παίζει ο τόνος στο ρήμα ειμί και συγκεκριμένα στο τρίτο πρόσωπο. Εάν έλεγε «εστί Θεός», η ερμηνεία του θα ήταν : Είναι Θεός. Ενώ το έστι Θεός, θα πει υπάρχει Θεός. Και έτσι ανταποκρίνεται πλήρως στην συμφωνία, που είχαν κάνει, όποιος πεθάνει πρώτος, να έρθει να πει στον άλλον, εάν υπάρχει Θεός.

Ύστερα απόλα αυτά, ποιος αμφιβάλλει, ότι «Έστι Θεός ;».

ΠΗΓΗ : ΑΝΑΡΓΥΡΟΥ Ι. ΚΑΛΛΙΑΤΣΟΥ, Ο ΠΑΤΗΡ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, Εκδ. ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ, ΑΘΗΝΑ 1992, σσ. 13 κ.ε.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου