Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Πῶς νὰ κατανοήσωμε τὴν σιωπὴ ὡς ἐσωτερικὸν λόγο ποὺ φθάνει μέχρι τὸν Θεό;


Ὁ κοινὸς λόγος καὶ ἡ κοινὴ σιωπὴ ἔχουν ποικίλα περιεχόμενα· ἡ ἀσκητικὴ σιωπὴ δὲν ἔχει ἄλλο περιεχόμενο ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Μιλοῦμε γιὰ τὴν περίπτωση ὅπου ὁ νοῦς καταδύεται στὴν ψυχὴ καὶ ἡ σιωπὴ βρίσκει ἀντικείμενο τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό της. Διότι συνήθως ἡ σιωπή, ἂν δὲν ὑπονοῇ, δηλώνει τὴν κατάφασί μας ἢ τὴν ἄρνησι καὶ λειτουργεῖ ὡς κρύπτη, ὅμως τότε ἔχομε τὸν τύπο τοῦ λόγου ποὺ καλεῖται ἀποσιώπησι. Αὐτὴ τὴν σιωπή, ὡς πλάγιον λόγο, τὴν γνωρίζομε: τὰ σημεῖα τῆς στίξεως ἀποτελοῦν κατὰ βάσιν σιωπές, ποὺ νοηματοδοτοῦν ἢ χρωματίζουν μὲ τὸν τρόπο τους τὴν ἔκφρασι. Ἡ γλωσσολογία δὲν συλλαμβάνει κατ’ οὐσίαν τὶς σιωπές, ὅπως δὲν τὶς συλλαμβάνουν οἱ ἠλεκτρονικοὶ ὑπολογισταί, ἐνῷ ὁ προφορικὸς καὶ ὁ γραπτὸς λόγος τὶς προϋποθέτει. Ἡ ἀδήλωτη σιωπὴ ἦταν μιὰ ἀναπηρία τοῦ ἀρχαίου μας γραπτοῦ λόγου, ἀναπηρία τὴν ὁποία ἐθεράπευσαν οἱ μεγάλοι φιλόλογοι τῆς Ἀλεξανδρείας, ἀνακαλύπτοντας τὰ σημεῖα τῆς στίξεως. Οἱ συγκεκολλημένες λέξεις δυσχεραίνουν στὸν γραπτὸ λόγο τὸ νόημα ἐξ ἴσου ἢ καὶ περισσότερο ἀπὸ τὶς ἄτονες καὶ ἀπνευμάτιστες, ἐπειδὴ ἀποκλείουν τὴν σιωπή· τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν προφορικό, μόνο ποὺ ἐκεῖ δὲν διακρίνεται εὔκολα διότι ἡ άνάσα παρεμβάλλλεται τακτικὰ ὡς φυσικὴ ἀναγκαιότης. Ὅμως εἶναι ἀδύνατον νὰ φανταστοῦμε ἀποτελεσματικὸν ῥητορικὸ ἢ γνήσιον θεατρικὸ λόγο, ἂν δὲν ὑπάρχουν οἱ σιωπές. Ὄχι μόνο ἡ ἐκφραστικότης τραυματίζεται θανάσιμα, ἀλλὰ καὶ τὸ νόημα. Ὅπως τὸ ἀστραφτερὸ στολίδι χρειάζεται σκοῦρο ὕφασμα γιὰ ν’ ἀναδειχθῇ, καὶ ὁ λόγος μέσ’ ἀπὸ τὸ  βαθὺ βελοῦδο τῆς σιωπῆς ἀκούγεται. Ἡ σιωπὴ τυλίζει τὸ κέλυφος τῶν λέξεων καὶ κάνει  τὸ νόημα νὰ ἠχῇ, ὁδηγεῖ τὴν ψυχὴ σὲ συγκέντρωσι, ἡ ὁποία μὲ τὴ σειρά της διεκδικεῖ ἀπὸ τὸ εἶναι διαφάνεια καὶ ἐλαφρότητα.
Ἡ σιωπὴ προσθέτει αἴσθημα στὸν λόγο. Ἐὰν ἦταν κενὸ φυσικὸ θὰ ἔπρεπε νὰ γεμίσῃ μὲ λόγια· ἀναβλύζει ὅμως ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ψυχῆς καὶ χαράζει  -ἐξίτηλα/ἀνεξίτηλα- τὸ ἴχνος της στὸ νόημα. Ὑπάρχει μαζικὴ ἐπικοινωνία, ἀλλὰ ὄχι μαζικὴ σιωπή. Τὸ μαρτυρεῖ ἡ σιωπὴ τῶν κοιμητηρίων, ὅπου ἐκάστη ψυχὴ καταθέτει τὴν μελαγχολία της στὶς ἄλλες καὶ ἔτσι συνομιλεῖ. Ἡ σιωπὴ εἶναι προσωπική, καὶ ὅσο πιὸ προσωπικὴ τόσο πιὸ εὔγλωττη. Ἡ εὐγλωττία κάνει τὴν σιωπὴ ἀξιοπρεπῆ. Ἡ σιωπὴ συνυφαίνει δύο λόγους ἀρρήκτους· κυριεύει τὸ πεδίο τῆς ὁμιλίας σὰν λευκότης πνευματική. Ὁ λόγος δηλώνει κάτι τί· ἡ σιωπὴ φανερώνει κάποιον. Παραδόξως ἡ σιωπὴ προϋποθέτει αὐτιὰ καὶ μάτια: τὰ μάτια διακρίνουν τὸν σιωπηλὸ καὶ τ’ αὐτιὰ συλλαμβάνουν τὴν ἀπουσία τοῦ λόγου. Ἀπὸ τὸ ὁποῖον συμπεραίνομε πὼς ἡ σιωπὴ δὲν ὀφείλει τὴν πραγματικότητά της στοῦ λόγους τὰ κέρματα, τὴν ὀφείλει στὸ νόημά του. Τὸ νόημα ἐκφέρεται μὲ λόγια, ὅμως τὸ ζοῦμε ἐν σιωπῇ. Οἱ γέροντες ζοῦσαν τὸ νόημα μιλώντας στὸν Θεὸ μὲ τὴν μυστικὴ γλῶσσα τῆς σιωπῆς, τὴν πιὸ πυκνὴ μορφὴ λόγου. Ὅσο μεγαλώνουμε τόσο βαθαίνομε, καὶ ὅσο βαθαίνομε, τόσο μᾶς μιλεῖ ἡ σιωπή. Διαβάζομε στὰ μάτια τὴν σιωπή, γιατὶ αὐτὴ φθάνει μέχρι τὸ νόημα ἀπ’ ὅπου πηγάζει ὁ λόγος. Ἐξ’ οὖ καὶ ἡ σιωπὴ μπορεῖ νὰ εἶναι εὐχαριστία, ὅπως μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ προσευχή. Ἡ προσευχὴ εἶναι μιὰ κακαρὰ σιωπή. Ἡ σιωπὴ ἀκολουθεῖ ὡς ἀποκαλυπτικὴ σκιὰ τὸν προφορικὸ λόγο· ἡ γραφὴ ξετυλίγεται ὡς γλαφυρὴ σιωπή. Ἐνδέχεται ὡστόσο νὰ μείνῃ ὑπονοούμενο, ὁπότε ἀκολουθεῖ ἔντασι καὶ ἀπειλητικὴ ἀναμονή. Μᾶς ζώνει ἄλλοτε  ἀπειλητικὰ ἡ σιωπή, ἐφ’ ὅσον ἐξαντλεῖται  τὸ πρόσχημα τῆς ὁμιλίας, καὶ προβάλλει γυμνὸ τὸ θέλημα. Ἕνας γεμᾶτος ἄνθρωπος ξέρει νὰ σιωπᾷ· στὴν συμφιλίωσι καὶ τὴν καταλλαγή του μὲ ὅλους δὲν ἔχει νὰ ὑποκρύψῃ θέλημα οὔτε νὰ καταφύγῃ στὴν πληθωρικὴ ψυχρότητα τοῦ ἐπικοινωνιακοῦ λόγου. Ἄλλοτε πάλι μᾶς ἀποσπᾷ ἕναν ἀπωθημένο τυραννικὸ λόγο. Σκέπτομαι τὴν ἐξομολογητικὴ ἐν προκειμένῳ καὶ τὴν ψυχαναλυτικὴ ἰδιαιτέρως σιωπή, μιὰ σιωπὴ ἡ ὁποία γιὰ τὸν ἀναλυόμενο ἀποκτᾷ διαστάσεις σκηνῆς ἕτοιμης νὰ δεχθῇ ὡς δρώμενα τὰ λόγια του. Στὴν θεραπευτικὴ τούτη σιωπή, ὁ ἀσθενὴς ἀρθρώνει καὶ βλέπει σὰν τρίτος ἕναν λόγο ποὺ κρύβει ἀπὸ τὸν ἐαυτό του, ἕνα ἔργο μὲ βάθος τὴν σιωπὴ τοῦ ψυχαναλυτῆ. Στὴν σκηνὴ αὐτὴν ἀνεβάζεις τὰ λόγια σου, καὶ δὲν ἀποκλείεται κάποια στιγμὴ πίσω ἀπὸ τὸ «δρώμενο» ν’ ἀναγνωρίσῃς τὰ πραγματικά των παρασκήνια. Ἄλλοτε ἡ σιωπὴ ῥυθμίζει τὸν χρόνο. Ἐννοῶ τὴν τέχνη τῆς μουσικῆς καὶ κατ’ ἐπέκτασιν τὸν χρόνο τοῦ ἔργου. Ὁ χρόνος τοῦ λόγου ἔχει «πρίν», «τώρα» «μετά»· ὁ χρόνος τῆς σιωπῆς ἔχει μόνο «τώρα». Ἔχει μόνο παρόν, διότι ἡ σιωπὴ τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ μέλλοντος, ἐπειδὴ πρέπει νὰ δηλωθῇ, γίνεται κραυγαλέα. Δὲν κρατῶ τὴν σιωπὴ τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ μέλλοντος, μιλῶ γι’ αὐτήν. Σιωπῶ μόνο τώρα, ἀλλὰ παραδόξως αὐτὸ τὸ χωρὶς παρελθὸν καὶ μέλλον «τώρα» διαρκεῖ. Παραδόξως ὁ σύμπαν χρόνος τρέχει στὸ παρὸν τῆς σιωπῆς. Γι’ αὐτὸ ἡ σιωπὴ ἔχει νόημα. Ὅπου τρέχει ὁ χρόνος ἐκεῖ ὑπάρχει νόημα - ἐν προκειμένῳ στὸ παρὸν τῆς σιωπῆς, πρᾶγμα ποὺ κάνει τὴν σιωπὴ χρονικῶς ἀδιαφοροποίητη καὶ συνδέει τὰ μύχια τοῦ νοήματος μὲ τὸν παρόντα χρόνο.
Ἡ σιωπὴ κατέχει θέσι καίρια στὴν ἡσυχαστικὴ πρᾶξι καὶ τὴν ἀσκητικὴ ἐν γένει βιοτή. Στὸν διάλογο τοῦ ἐρημίτη μὲ τὸν  Θεὸ ὁ κόσμος ἀποκτᾷ πνευματικὴν ὑπόστασι. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ σημερινὸς κόσμος ἔχει κυρίως ὑλικὴν  ὑπόστασι, πρέπει νὰ ἔχῃ  κάποια σχέσι μὲ τὴν κατανόησι τῆς σιωπῆς ὡς διακοπῆς τοῦ λόγου. Ἐὰν ἡ σιωπὴ ὅμως τίθεται ὡς ἀρνητικὸς λόγος, θετικὸς λόγος δὲν  μπορεῖ παρὰ νὰ γίνῃ λογική. Οἱ νέοι χρόνοι, στὴν κυριαρχικὴ δυναμικήν των τοὐλάχιστον, πῆραν ἀποστάσεις ἀπὸ τὴν σιωπή, καὶ ὅταν πάλι τὴν δέχθηκαν, τὴν συνέδεσαν μ’ ἕνα ἐσωτερισμὸ ποὺ ἔφθανε ν’ ἀντικαθιστᾶ τὴν Χάρι. Στὴν καθ’ ἡμᾶς ἀσκητικὴ παράδοσι, ὅπου ὁ ἄνθρωπος καλεῖται ἀπὸ τώρα νὰ ζῇ διαρκῶς τὴν ἄκτιστη Χάρι, ἡ ἐσωτερικότης δὲν ἔμεινε κλειστὴ στὴν ἐξωτερικότητα. Ὁ ὀρθόξος ἠσυχασμὸς ὑπῆρξε ἀνέκαθεν καὶ ὑπάρχει ἐσωτερικότης εὐχαστιστιακή, ἤτοι ἄμεση καὶ ἀκατάλυτη σχέσι μὲ τὸ ἐκτός, ποὺ ἐπίσης δὲν χάνεται. «Ἄμεση» ἐδῶ θᾶ πῇ: δοτικὴ ἔως ἀμοιβαῖα ἐνδοτική, ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς παραδόσεως στὴν ἑτερότητα καὶ ἀντιστρόφως. Ἐνδοτικοὶ εἶναι οἱ γονεῖς πρὸς τὰ παιδιά, ἐνδοτικοὶ μεταξύ τους οἱ ἀγαπημένοι, ἐνδοτικοὶ οἱ δημιουργοὶ στὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ὀμορφιά, παραδιδόμενοι ἄχρι ἀπωλείας - ἔκδοτοι, θὰ ἔλεγα- στὸ θαῦμα της. Ὑπ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ σιωπὴ ἦταν πάντα ἐνδοτική. Στὸν λόγο συνήθως δίνομε ὅ,τι ἔχουμε καὶ παίρνομε ὅ,τι ἔχουν· μέσ’ ἀπὸ τὴν σιωπὴ δινόμαστε. Βρίσκεται ὁ ἑαυτός μας κι ὄχι ἕνας τυπικὸς συλλογισμὸς πίσω ἀπὸ τὸ ὑπόρρητο «ναί», τὸ «δὲν ξέρω» ἢ τὸ «ὄχι» μας. Ἔτσι, ὅταν σπάσῃ κανεὶς τὴν σιωπὴ του σπάζουν καὶ οἱ ἐσωτερικὲς ἀντιστάσεις του· ὅταν σταματήσῃ ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ μιλᾷ, ἁπλῶς ἀνεφοδιάζεται.
Σιωπᾷ κανεὶς ὅταν δὲν ἔχει τί νὰ εἰπῇ, σιωπᾷ ὅμως καὶ ὅταν τὸν γεμίζει ὁ ἄλλος. Στοὺς κεραυνοὺς τῆς δυστυχίας δὲν σιωποῦμε· βουβαινόμαστε. Ἄναυδους μᾶς ἀφήνει ἡ κατάπληξι. Ἡ ὕπαρξι σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις χάνει γιὰ ἕνα διάστημα κάθε  νόημα, καὶ χάνεται μαζί του ἡ φωνή. Ὁ λόγος ἔρχεται νὰ πληρώσῃ ἕνα κενό, μιὰν ἔλλεψι· ἡ σιωπὴ ἀντιθέτως προϋποθέτει ὡρισμένη πληρότητα. Ἡ σιωπὴ χωρὶς πληρότητα γίνεται σφίξιμο, ἀποπροσανατολισμὸς στὸ νόημα τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἄλλου. Ἡ φλυαρία δὲν δείχνει μόνο ἀδιαφορία γιὰ τὸν λόγο καὶ τὸν δέκτη του, δείχνει κυρίως τὴν ἀγωνία ἑνὸς δικοῦ μας κενοῦ. Ἀπεναντίας ἡ σιωπὴ προβαίνει ἀπὸ γαλήνη μέσα καὶ πληρότητα. Μπορεῖ ὁ φόβος νὰ μᾶς κόβῃ τὴν μιλιά, ἀλλὰ  ὅπως στὴν  δυστυχία καὶ τὴν κατάπληξι, αὐτὸ δὲν σημαίνει καθόλου ὅτι σωπαίνουμε. Τὸ νόημα ποὺ μᾶς ὑπερβαίνει προκαλεῖ τόσο τὸν λόγο ὅσο καὶ τὴν σιωπή. Ἐκτὸς τούτου ἡ σιωπὴ στερεῖται τῆς πληρότητος καὶ ὁ ἄνθρωπος πάσχει κλειστοφοβία. Τὴν ἀγωνία τοῦ κενοῦ τῶν μοναχικῶν συγχρόνων μας καλεῖται νὰ διασκεδάζῃ τὸ ραδιόφωνο. Τὸ νόημα, ἡ ἐκτός μας ἀλήθεια προκαλεῖ λόγο ἢ σιωπή, οὐδέποτε τὸ πρᾶγμα. Ἐξ οὖ καὶ γινόμαστε ὁμιλιτικοὶ ἢ σιωπηλοὶ ἀναλόγως τοῦ πόσο κάποιος μᾶς ἐνδιαφέρει. Τὸ  ἐνδιαφέρον ποὺ  νοιώθουμε πηγάζει ἀπὸ τὴν δική του σημασία, τὴν δική του ἀξία. Ὅταν ἡ σημασία ἐκπίπτει στὰ ἐπίπεδα τοῦ πράγματος, τότε ἡ σιωπή μας τρέπεται κάποια στιγμὴ σὲ ἀπειλὴ καὶ ἡ φλυαρία σὲ ἀγχώδη πολιορκία. Νομίζω τρέπεται ἀναπόφευκτα. Οὔτε ἀπευθύνομε τὸν λόγο σὲ ἀντικείμενα, οὔτε τοὺς προτείνομε τὴν σιωπή μας. Ἡ σιωπὴ εἶναι κάτι περεσσότερο ἀπὸ τὸ φυσικὸ γεγονὸς τῆς σιγῆς· εἶναι σημεῖο τῆς συνειδήσεως καὶ γι’ αὐτὸ μπορεῖ  νὰ γίνῃ ὡς ἀποσιώπησις ἀπόκρυψι.
Ὑπάρχει, εἴδαμε, ἀπειλητικὴ σιωπή, ὑπάρχει καὶ εὐχαριστιακή. Στὴν Δευτέρα περίπτωσι δὲν πρόκειται γιὰ ἐσωτερικότητα ἐν γένει. Ἡ ἐσωτερικότης ἐν γένει δίνει τὸ προβάδισμ στὸ Ἐγὼ ἔναντι κάθε ἄλλου, καὶ ὑπ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια βρίσκει καταφύγιο στὴν λογικὴ εἴτε ἀναγνωρίζεται στὴν ἔκστασι. Ὡς λογική, ἡ ἐσωτερικότης ἐκφράζεται στὸ αἴσθημα τῆς πειθαρχίας καὶ τῆς εὐθύνης· ὡς μυστικοεκστατική, ἐκδηλώνεται στὴν συναισθηματικὴ παραφορὰ ἑνὸς Ἐγὼ ποὺ δὲν ἀντέχει τὰ ὅρια. Ἀντιθέτως ἡ εὐχαριστιακὴ ἐσωτερικότης συνιστᾷ περιεχόμενο τῆς σχέσεώς μου μὲ τὸν ἄλλο καὶ τὸν κόσμο. Σχέσεως ἔξω ἀπὸ τὴν διαίρεσι τοῦ ὑποκειμένου καὶ τοῦ ἀντικειμένου, ποὺ προκαλεῖ καὶ ὑποδαυλίζει τὸν σύγχρονο ψυχικὸ διχασμό. Σ’ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ σκεφθῇ τὴν σιωπὴ ὡς ἀποσυρμὸ ποὺ ἀφήνει τὰ  πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα νὰ μένουν στὴν αὐθεντικότητά των, ἕναν τρόπο ζωῆς ἄσχετο πρὸς οἱανδήποτε τακτική. Ὅταν ἡ σιωπὴ γίνεται ἰδιοτελὴς τακτική, χάνει κάθε  πνευματικὸ ἐνδιαφέρον: κρύβει ἀντὶ νὰ φανερώνῃ καὶ ἀντὶ νὰ καθαίρῃ ἀπατᾷ. Ἡ σιωπὴ ὀφείλει νὰ μενῃ πάντοτε ἀποσυρμός, γιατὶ ὁ ἀποσυρμὸς εἶναι κατὰ βάθος εὐχαριστία.

ΠΗΓΗ : ΣΤΕΛΙΟΥ ΡΑΜΦΟΥ, ΠΕΛΕΚΑΝΟΙ ΕΡΗΜΙΚΟΙ, σσ. 291-295. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου