Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ - ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΟΥ κ.κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Το Καθολικό Ι.Μονής Αγίου Γεωργίου "Καραϊσκάκη" στο Μουζάκι.

Ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀγώνισμα καὶ ὁ χρόνος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του εἶναι στάδιο. Ἡ πρώτη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο εἶναι ὁ χρόνος τοῦ βίου του, ἡ ἐπίγεια ζωή του. Ἂν μετρήσουμε τὸ χρόνο αὐτὸ τοῦ βίου μας μὲ φυσικὸ μέτρο, εἶναι μηδαμινός, μιὰ ἐλάχιστη διάρκεια μέσα στὴν ἡλικία τῶν φυσικῶν ὄντων. Ἂν τὸν συναρτήσουμε μὲ τὸν πνευματικὸ κόσμο, εἶναι ἡ αἰωνιότης. Πάντως μεγάλη δωρεὰ καὶ πολύτιμο ἀγαθὸ στὴ ζωὴ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται χρόνος, κεφάλαιο, ποὺ ἄλλοι τὸ μεταλλεύουν καὶ ἄλλοι τὸ σκορπίζουν. Οἱ Χριστιανοὶ «ἐξαγοράζονται τὸν καιρόν».

Ὁ χρόνος εἶναι μία διάσταση – ἡ τέταρτη διάσταση, ποὺ λαμβάνει τὴν ἀρχὴ καὶ τὴν ὕπαρξή της συγχρόνως μὲ τὴν ἀρχὴ καὶ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Ἡ Θεία Γραφὴ λέγει: «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν». Αὐτὸ ὡς πρὸς τὸ χρόνο φανερώνει, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅτι «συμφυὴς ἄρα τῷ κόσμῳ... ἢ τοῦ χρόνου διέξοδος ὑπέστη». Τὰ ἴδια πρεσβεύουν καὶ διδάσκουν καὶ ὁ Ἀναξαγόρας καὶ ὁ Πλάτων.

Ὡς πρὸς τὴν ἀξία καὶ σημασία του, οἱ ἀρχαῖοι ὀνόμαζαν τὸ χρόνο «πολυτελέστατον ἀνάλωμα» καὶ ἔλεγαν ὅτι «ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος», δηλαδὴ ὁ χρόνος εἶναι δάνειο, ποὺ δίδεται στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ τὸν χρησιμοποιήσουν.

Μέσα στὸ χρόνο καὶ τὸ χῶρο δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἱστορία του, ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς προσπάθειας, τοῦ ἀγώνα καὶ τῆς ἐμπειρίας τῶν γενεῶν, καὶ ποὺ προχωρεῖ καὶ κατευθύνεται πρὸς ἕνα τελικὸ σκοπὸ κατὰ τὸ σχέδιο καὶ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

Τίποτε δὲν ἔδωσε ὁ Θεὸς ἕτοιμο στὸν ἄνθρωπο, τὸν ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα» καὶ ἐζήτησε ἀπ’ αὐτὸν τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν». Τοῦ ἔδωσε τοὺς ὅρους καὶ τὶς δυνατότητες νὰ αὐξηθεῖ καὶ νὰ κατακυριεύσει τὴ γῆ, ὅλη τὴ φυσικὴ δημιουργία.

Ἀλλὰ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι μόνο νὰ κατακτήσει τὴ γῆ, νὰ ὑποτάξει τὴν ὑλικὴ δημιουργία. Εἶναι ἀκόμη, μάλιστα δὲ πρῶτο, νὰ κατακτήσει τὸν ἑαυτό του, νὰ καλλιεργηθεῖ ἐσωτερικὰ καὶ νὰ ἐξημερωθεῖ ἠθικά, μὲ ἕνα λόγο, νὰ ὁμοιωθεῖ πρὸς τὸν Θεό. Γιατὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι μὲν ἐντὸς ἀλλ’ εἶναι καὶ ὑπεράνω τῆς ἱστορίας. Ὡς βιολογικὸς ὀργανισμός, ὁ ἄνθρωπος εἶναι «ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου» μέσα στὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ἀλλὰ σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸ σκοπὸ καὶ τὸν προορισμὸ τῆς ζωῆς του, εἶναι ἔξω τῶν διαστάσεων τῆς φυσικῆς ἐμπειρίας. Ὁ χῶρος καὶ ὁ χρόνος τοῦ βίου εἶναι τὸ στάδιο τῆς ἠθικῆς τελειώσεώς μας, ὁ δρόμος τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ περάσουμε, γιὰ νὰ φθάσουμε στὸν κόσμο ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἐκτὸς τῶν συνθηκῶν τῆς ὑλικῆς κτίσεως, ἐκτὸς τόπου καὶ χρόνου.

«Πιστεύομεν διὸ καὶ λαλοῦμεν», ποὺ σημαίνει ὅτι κηρύττουμε καθὼς πιστεύουμε καὶ ἀπευθυνόμαστε σὲ ἀνθρώπους ποὺ πιστεύουν, ἂν καὶ δὲν ἀγνοοῦμε ὅτι ὑπάρχουν πολλοὶ στὸν καιρό μας ποὺ πιστεύουν διαφορετικά. Ἀλλ’ ἐμεῖς ὡς Χριστιανοὶ μάθαμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀπὸ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ νὰ συνδέουμε τὸ φυσικὸ χρόνο μὲ τὴν αἰωνιότητα, ἐπειδὴ πιστεύουμε ὅτι πέραν τοῦ κόσμου τούτου ὑπάρχει ὁ μεγάλος προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ γι’ αὐτὸ τρέχουμε τὸ δρόμο τοῦ βίου «διώκοντες κατὰ σκοπόν», ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος, ἔχουμε δηλαδὴ ἀντικειμενικὸ σημεῖο καὶ τέρμα πρὸς τὸ ὁποῖο κατευθυνόμαστε. Ἂν δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ἀλήθεια, τότε εἴμαστε τραγικοὶ ἄνθρωποι στὴ ζωή.

Κινούμαστε ἀπὸ μία ἀόρατη καὶ παντοδύναμη αἰτία πρὸς τὰ ἐμπρός, πρὸς τὸ θάνατο, χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ προβάλουμε ἀντίσταση. Ἕνα ρεῦμα μᾶς παρασύρει διαρκῶς, θέλουμε νὰ ἁπλώσουμε τὰ χέρια, νὰ κρατηθοῦμε ἀπὸ κάπου, νὰ σταθοῦμε στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ, νὰ δοῦμε τὸ ρεῦμα νὰ φεύγει ἐμπρὸς κι ἐμεῖς νὰ μένουμε πίσω. Μάταια ὅμως! Ἡ δύναμη ποὺ μᾶς παρασύρει, εἶναι ἐντός μας, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τῆς ξεφύγουμε. Εἶναι ὁ νόμος τῆς ἀενάου καὶ διαρκοῦς ἀλλαγῆς τοῦ φυσικοῦ κόσμου.

Συμβατικά, λέμε ὅτι εἰσερχόμαστε σὲ νέο ἔτος. Τοῦτο ἁπλῶς εἶναι ἕνα σχῆμα λόγου, γιατὶ καὶ ὁ χρόνος καθ’ ἑαυτὸν καὶ ἡ διαίρεση τοῦ χρόνου σὲ ἑβδομάδες καὶ μῆνες καὶ ἔτη καὶ αἰῶνες, εἶναι λογικὲς κατασκευές, ποὺ σὰν μόνη πραγματικὴ βάση ἔχουν τὸ φυσικὸ γεγονὸς τοῦ ἡμερονυκτίου. Εἰσερχόμαστε λοιπὸν σὲ νέο πολιτικὸ ἔτος καὶ πάντοτε μὲ πολὺ κοινὸ τρόπο μοιράζομε τυπικὲς εὐχές. «Αἴσιο καὶ εὐτυχὲς τὸ νέο ἔτος» εἶναι ἡ συνηθισμένη καὶ στερεότυπη εὐχή.

Ἄλλο τώρα πῶς φαντάζεται, πῶς ἐννοεῖ καὶ πῶς θέλει ὁ καθένας τὴν εὐτυχία. Αἴσιο καὶ εὐτυχὲς εὐχόμαστε καὶ ἐμεῖς τὸ νέο ἔτος σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ μάλιστα στοὺς «οἰκείους τῆς πίστεως». Μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἡ εὐτυχία εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ ἱκανοποίηση ἀπὸ τὴν ἐκτέλεση τοῦ θείου θελήματος, καὶ μὲ τὴν πίστη ὅτι ἡ εὐτυχία αὐτὴ δὲν εἶναι δῶρο τῆς ἀνύπαρκτης τύχης, ἀλλὰ ἀποτέλεσμα τῆς συνεργασίας τῆς Θείας Χάριτος καὶ τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως.

Εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ὅτι «ἡ μὲν γὰρ ἐμπειρία τέχνην ἐποίησεν, ἡ δ’ ἀπειρία τύχην». Ἡ πίστη στὴν τύχη εἶναι γνώρισμα τῶν ἀπείρων καὶ τῶν ὀκνηρῶν. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δίνει σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν, σ’ ἐκείνους ποὺ ξέρουν τὸ χρόνο τῆς ζωῆς τους μὲ ἐμπειρία, σ’ ἐκείνους ποὺ ἔμαθαν νὰ δεσμεύουν, νὰ ἀξιοποιοῦν τὸ χρόνο τοῦ βίου τους κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. «Οὐ στερήσει Κύριος τὰ ἀγαθὰ τοῖς πορευομένοις ἐν ἀκακίᾳ».

ΠΗΓΗ : "Τόλμη" (περιοδικό), Φεβρουάριος 2005.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου