Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΑΡΘΡΩΜΕΝΗ ΣΤΟ ΛΟΓΟ - ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗ


Σπάνια μπορεῖ νὰ βρεῖ κανεὶς δασκάλους ὑψηλῶν ἰδεῶν ποὺ προηγουμένως τὶς ἔζησαν. Κατὰ κανόνα oἱ ἄνθρωποι διδάσκουν θεωρίες, ποὺ oι ἴδιοι δὲν τὶς ἔχουν βιώσει, γι’ αὐτὸ καὶ γίνονται ἀντικείμενο λαϊκοῦ σαρκασμοῦ. Ὑψηλότερη διδασκαλία ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ δὲν ὑπάρχει. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς δημιουργεῖται ἕνα δίλημμα γιὰ τοὺς δασκάλους τοῦ Εὐαγγελίου. Ποιός ἀπ’ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι βιώνει τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου; Καὶ ἀφοῦ δὲν τὴν βιώνει, δὲν εἶναι ἀξιολύπητο πλάσμα νὰ ἐξαγγέλλει τὶς ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ, oἱ ὁποῖες φυσικὰ διδάσκονται γιὰ νὰ ἐφαρμοσθοῦν στὴ ζωή;

Μόνο oἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ εἶναι πλήρως ἐναρμονισμένοι μὲ τὴ θεωρία καὶ τὴν πράξη. Αὐτοὶ διδάσκουν πράττοντες ἢ πράξαντες. Ὅ,τι λένε βγαίνει ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς τῆς καρδιᾶς των. Καὶ ὅπως ὁ Κύριός των, καθὼς γράφει ὁ ἱερὸς Λουκᾶς: «ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν», ἔτσι κι αὐτοί: «λαβόντες τὸν σταυρόν, ἠκολούθησαν τῷ Χριστῷ καὶ πράττοντες ἐδίδασκον...».

Καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος πλήρης ἀπὸ τοὺς «καρπούς» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ζοῦσε ὅλες τὶς ἰδιαίτερες ἐνέργειές τους. Καὶ φιλάδελφα τὶς ἐδίδασκε προφορικῶς καὶ γραπτῶς. Τὴν προφορική, κηρυκτικὴ διδασκαλία του δὲν τὴν ἔχουμε. Ὑπάρχει ὅμως ἡ γραπτή. Τὰ κείμενα τοῦ θείου Πατέρα μας δὲν εἶναι μία ξηρὰ ἔκθεση γνώσεων. Εἶναι μία ἀνάβλυση μέσα ἀπὸ ὁλόκληρο τὸ εἶναι του. Αἰσθάνεται κανεὶς ὅτι, ὅταν περιγράφει τὶς ἐνέργειες καὶ τὰ ἰδιώματα τῶν ἀρετῶν, δὲν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἐκφράζει τὴν προσωπικὴ πείρα του. Περιγράφει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ζεῖ.

Τὰ κείμενα ποὺ συνέγραψε ὁ Ἅγιος Νεκτάριος δὲν ἀποτελοῦν ἕνα σύνολο θεωρητικῆς διδασκαλίας, ἀλλὰ παλμοὺς τῆς καρδιᾶς, μιὰ αὐτοζωγράφιση ὕστερα ἀπὸ ἐσωσκόπηση καὶ αὐτοεποπτεία, ὕστερα ἀπὸ ἕνα ἀκρόαμα τῶν ψυχικῶν δονήσεων, ποὺ ὀφείλονται στὴ θέα τοῦ θείου φωτός, ποὺ ἔλαμπε στὸ νοερὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς του.

Δὲν πρέπει δὲ νὰ μᾶς διαφύγει ὅτι ὁ Ἅγιος, μὲ τὴν ἁγιοπνευματικὴ διάκρισή του καὶ τὴ βαθειὰ ταπείνωση ποὺ συνεῖχε ὅλο τὸν ψυχοπνευματικό του κόσμο, δὲν παρεσύρετο ὡς πρὸς τὴν πνευματικὴ ἀξία τῶν ἐκ πίστεως θαυμάτων του, οὔτε ἀπὸ τὶς σημαντικώτατες γιὰ τὴν ἐποχή του γνώσεις του, οὔτε ἀπὸ τὰ συγγράμματά του, ἀπὸ τὶς τιμὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴ δόξα τῆς ἀρχιερωσύνης.

Ἔχοντας ἀσφαλῆ καὶ πνευματικὰ κριτήρια, ἀγωνιζόταν νὰ ὁμοιωθεῖ μὲ τὸ Θεὸ διὰ τῶν ἀρετῶν καὶ τῶν ἐνεργημάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιατὶ ἐγνώριζε μὲ πνευματικὴ πείρα, ὅτι χωρὶς τὶς θεολογικὲς ἀρετὲς τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος καὶ κυρίως τῆς ἀγάπης, ψυχὴ ὑστερεῖ καὶ ἀδυνατεῖ νὰ κοινωνήσει μὲ τὸ Θεὸ τῆς ἀγάπης. Ἀλλὰ καὶ στὶς ἀρετὲς μόνες δὲν ἠρκεῖτο ὁ θεοφόρος ἀνήρ. Προχωροῦσε στὴν ἔνωση μὲ τὸ Θεὸ διὰ τῆς καθαρᾶς καὶ συντετριμμένης προσευχῆς, ποὺ τὸν ἐγέμιζε μὲ ἄρρητη εὐφροσύνη.

Ἄλλωστε εἶναι κοινὴ συνείδηση στὴν Ἐκκλησία διδασκαλία τοῦ μεγάλου Παύλου: «Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν κύμβαλον ἀλαλάζον. Καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πάσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πάσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν... Καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμα μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι» (Α’ Κορ. ιγ’, 1-8). Καὶ ὁ θεῖος Πατέρας ποτὲ δὲν ξεγελάστηκε ἀπὸ τὶς ἐπιφάνειες: τὶς γνώσεις του καὶ τὶς γλῶσσες του -ἐγνώριζε καλὰ Γαλλικὴ καὶ Λατινική- οὔτε ἀπὸ τὰ ἔμφυτα καὶ τὰ ἐπίκτητα χαρίσματά του, ποὺ ἐντυπωσιάζουν τοὺς πολλούς, οὔτε ἀπὸ τὶς θαυματουργίες του, ποὺ προκαλοῦν θαυμασμό. [...]

Ἐπίσης, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ σημειώσουμε, ὅτι γλώσσα τοῦ θεοειδοῦς διδασκάλου εἶναι στὸν τύπο, ποὺ ἔγραφαν καὶ μιλοῦσαν o μορφωμένοι τῆς ἐποχῆς του καὶ ποὺ μάθαιναν τὰ Ἑλληνόπουλα στὰ σχολεῖα. Ἀλλὰ καὶ οἱ θεολογικοὶ ὅροι φυσικὰ δὲν εἶναι oἱ ἐν χρήσει σήμερα, οὔτε ἐπίσης oἱ ψυχολογικοί. Ὅμως γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι ὀλιγώτερο πατερικοί, ἀκριβεῖς καὶ ἐκφραστικοὶ τῆς ἀνθρωπολογικῆς, τῆς δογματικῆς καὶ τῆς πνευματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας. Τελικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ παρατηρήσουμε ὅτι καὶ μόνο τὰ κείμενα ἀπὸ τὸ ἔργο του «Γνῶθι σαυτόν» λύνουν τὸ μεγαλύτερο πρόβλημα τοῦ κόσμου: τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ βασανίζεται μέσα στὴ διαλεκτικὴ τοῦ κόσμου τούτου, ἀναζητώντας τὴ λύση τῶν προβλημάτων του ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἐνῷ τὸ πρόβλημα βρίσκεται μέσα του, εἶναι τὸ ἴδιο τὸ εἶναι του.

Ὁ σατανᾶς ἐπέτυχε νὰ ἀποσπάσει τὴν προσοχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν προσωπικὴ μέριμνα γιὰ τὴν ἐσωτερική του θεραπεία ἐκ τῶν ψυχικῶν νοσημάτων του καὶ νὰ τὸν παρασύρει σὲ μία ἀλόγιστη ἐξωστρεφὴ περιπλάνηση, σὲ μιὰ διανοητικὴ καὶ συναισθηματικὴ ἀλητεία, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν ξέρει «πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει», σύροντας τὰ κουρασμένα καὶ ἀσταθῆ βήματά του ἐδῶ κι ἐκεῖ, τραγικὸς κυνηγὸς σκιῶν, «ἄσωτος υἱός», μακριὰ ἀπὸ τὴν πατρική του στέγη, ποὺ εἶναι ἐντὸς ἄνθρωπος, ἑνοποιημένος ἐν τῷ Χριστῷ.

Γιατὶ ὅταν Χριστὸς γεμίσει τὴν ψυχὴ μὲ τὰ ἐνεργήματα τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος, τῆς χαρᾶς, τῆς ἀγάπης, ποὺ μεθοῦν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνουν «ὡραιότερο ἀπὅλους τοὺς ὡραίους, πλουσιώτερο ἀπὅλους τοὺς πλουσίους καὶ δυνατώτερο ἀπὅλους τοὺς αὐτοκράτορες», πῶς μπορεῖ νὰ παγιδευθεῖ στὸ χῶρο τῶν ἀτελείωτων ἀνταγωνισμῶν καὶ διεκδικήσεων καὶ δικαιωμάτων σὲ διαφόρων μορφῶν ἀγαθά, τὴ στιγμὴ ποὺ σὰν ἀληθινὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ τρέφεται μὲ τὰ ὑπεραγαθά, ποὺ μᾶς πρόσφερε ὁ γλυκύτατος Κύριος;

Βέβαια ὁ ἅγιος Νεκτάριος δὲν φέρνει τίποτε νέο στὴν ἐποχή μας. Τὸ δῶρο, ἡ Χάρη, ἡ ἀλήθεια ἔχουν δοθεῖ ἐδῶ καὶ εἴκοσι αἰῶνες διὰ τοῦ Σαρκωθέντος Λόγου. Ἀλλὰ τότε γιατί εἴμαστε εὐγνώμονες στὸν γλυκύτατο Πατέρα μας; Διότι σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ὡς Χριστιανοὶ κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε μαζὶ μὲ τὸν προσανατολισμὸ κι αὐτὴ τὴν πίστη μας, ἐπειδὴ δὲν τὴ ζοῦμε, ἔρχεται σὰν «ὑετὸς ἐπὶ πόκον» μὲ τὴν ἀθόρυβη παρουσία τῆς ταπεινώσεως, νὰ ἐπανευαγγελισθεῖ μὲ τὴν πράξη τῶν ἐμπειριῶν του καὶ μὲ τὴν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἔλλαμψη τῶν θεωριῶν του, τὰ μεγαλεῖα τῆς ἁγιωτάτης Πίστεώς μας. Κι αὐτό, ὅσο ἦταν «ἐν σαρκί». «Μετὰ πότμον» ὅμως, μετὰ τὸ σιωπηλὸ πέρασμά του ἀπὸ τὸ ἄστρο μας, θορυβεῖ ἐκκωφαντικὰ καὶ ὑψώνεται ἀπὸ τὸν Κύριο, κατὰ τὴν ὑπόσχεσή του – «ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» στὴ θέα ὅλου τοῦ κόσμου μὲ τὰ θαύματά του.

ΠΗΓΗ : Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου: Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὁ Θαυματουργός. Ἐκδ. Ὑπακοή, 1992.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου