Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

Η ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΟΡΑΣΙΣ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΗΣ LAURA GARDNER


Η θαυμαστή αύτη μεταρσίωσις εδημοσιεύθη εν Βομβάη των Ινδιών και κατόπιν ανετυπώθη εν τη μηνιαίως εκδιδομένη εφημερίδι «Η Επαγγελία του Πατρός» εν Ιερουσαλήμ υπό της Κυρίας Lucy Μ. Leatherman, ήτις κατ’ αυτάς παρουσίασε τον πρώτον αριθμόν.

Η αδελφή Laura λέγει: σχεδόν επί 15 μήνας ό Θεός ηυδόκησε να οδηγήση εμέ εις βαθυτέραν γνώσιν Αυτού. Πολλά περιστατικό συνετέλεσαν εις τούτο, έως ότου η καρδία μου επείνα και έκραζεν, ίνα πλειότερον κατανόηση τον Θεόν. Είδον, ότι αι δυνάμεις μου δεν επήρκουν, και διά τούτο εζήτησα το διά του αγίου Πνεύματος βάπτισμα, ιν’ ούτω καταλάβω την επαγγελθεΐσαν δύναμιν (Λουκ. κδ' 49 - Πραξ. α' 8).

Συχνάκις προσηυχόμην εις τον Θεόν διά το βάπτισμα τούτο. Την πρωίαν της όγδοης ημέρας κατά την στιγμήν της προσευχής ο Θεός εχορήγησέ μοι όρασιν, εν η ο Ιησούς ενεφανίσθη παραπλεύρως και είπεν, ότι έρχεται μετ’ ευλογιών προς ημάς, και ότι πρέπει να είμεθα ανεκτικοί και ν’ αναμένωμεν δι’ αυτόν, επιπροσθέσας, ότι έπρεπε ν' ανακοινώσω τούτο και εις τους άλλους.

Την επομένην ημέραν, 29 Νοεμβρίου 1907,  προσηυχόμεθα διαρκώς από πρωίας και περί το τέλος της τελετής κατά την εσπέραν, η δύναμις του αγίου Πνεύματος κατήλθε ταυτοχρόνως επί δύο εξ ημών.

Εκλονίσθην σφοδρώς κατ’ αρχήν εις τους βραχίονάς μου, είτα εις την κεφαλήν μου καί ούτω καθεξής, έως ότου άπαν το σώμα μου εκινείτο σπασμωδικώς. Η γλώσσα μου εκινεϊτο και παράδοξοι ήχοι εξήρχοντο εκ του στόματός μου. Ο ψελλισμός και ο κλονισμός εξηκολούθησε μετά διαλειμμάτων περίπου πέντε λεπτών, οπότε προσηυχόμην ευκρινώς εν γλώσση όλως αγνώστω εις εμέ. Ο Θεός έδειξε την σημασίαν ολίγων λέξεων και συνήθως έχω συνείδησιν του περιεχομένου της προσευχής μου, καίτοι δεν κατανοώ τας λέξεις. Ουδέποτε είχον γνωρίσει τοιαύτην ευλογίαν, ανάπαυσιν και ειρήνην ως εν τη προκειμένη περιστάσει. Νυν δι’ εμέ είναι ευκολώτερον να προσεύχωμαι εν τη γλώσση ταύτη, ή εν τη Αγγλική.

Αλλ' ο Θεός επεφύλαξε πλειότερον τι δι’ εμέ και πολλάκις ενεφανίσθη εν οράσεσιν. Ενίοτε υπήρξεν ως η πείρα του Αποστόλου Πέτρου εν ταις Πράξεσιν (ια΄ 5). Κατά δε τας παρελθούσας τρεις εβδομάδας έσχον έξ οράσεις, τέσσαρες των οποίων μοι εδόθησαν αφού ήμην εν εκστάσει. Περί μιας τούτων επιθυμώ ν’ αφηγηθώ καθώς ο Θεός είπεν, ίνα πράξω.

Εν μιά των εσπερινών συναθροίσεων, καθ΄ ον  χρόνον προσηυχόμην μυστικώς αίφνης εφάνη ως εάν περιετυλίχθην εν νεφέλη και ο Χριστός παρουσιάσθη ενώπιόν μου επί λευκού ίππου. Επί της κεφαλής του υπήρχε χρυσούν στέμμα και εις την δεξιάν του εκράτει απαστράπτουσαν σπάθην. Επί του στήθους του εφαίνετο ανοικτόν βιβλίον εκ φύλλων χρυσών εφ’ ων μετά πυρίνων γραμμάτων ανεγινώσκοντο αι λέξεις : «Εγώ ειμί ο ζών και αποθανών».  Είχον ίδη αυτόν προηγουμένως εν τοιαύτη στολή, αλλ’ όχι και επί του ίππου. Είπε δε ότι ήλθεν, ίνα με παραλάβη εις τους ουρανούς. Τότε ηρώτησα, εάν αύτη ήτο η στιγμή τοΰ θανάτου μου, και εκείνος απήντησεν, όχι δεν είναι θάνατος, αλλ’ είναι τι παραπλήσιον.

Η όρασις του Ουρανού
Ανεβαίνομεν βαθμηδόν, έως ότου εφθάσαμεν την πύλην του Ουρανού, ήτις μετά κραδασμού άμα τη αφίξει ημών ηνοίχθη. Έπεσα εις τους πόδας Αυτού εν λατρεία και εκπλήξει και εθεώρουν τας ωραίας μαργαρώδεις πύλας και τας εκ χρυσού οδούς.

Ευθύς αμέσως είδον άνάριθμον ομήγυριν παιδιών κρατούντων εις τας χείρας άνθη και ψαλλόντων ύμνους. εβάδιζον προς τον λόφον, αλλά δεν ηδυνήθην να ίδω το τέλος της πομπής. Είτα προσήλθεν εσμός λαού φέροντος δάφνας και εις απόστασίν τινα έτερος λόχος υμνεί τον Θεόν εν βαρβίτω*. Εκ του ομίλου τούτου ενεφανίσθη η μήτηρ μου και ο μικρός μου αδελφός προ της πύλης και μετά μειδιάματος ητένιζον προς εμέ επ’ ολίγας στιγμάς και κατόπιν εξηφανίσθησαν.

Αφού η πομπή εξηφανίσθη μου είπεν, ότι ηδυνάμην να είσέλθω· αλλά δεν εδικαιούμην ν’ άναμιχθώ μετά των εκεί. Αυτός πάντοτε προεπορεύετο επί του ίππου, ίνα ούτω με οδηγή. Ενώ εισέτι είμεθα έξωθεν της θύρας, ηρώτησα Αυτόν, που επορεύοντο πάντες όσους είδον αλλά νυν παρετήρησα, ότι ανέβαινον ένα λόφον υψηλόν. Παρατηρήσασα προς τα άνω είδον τον θρόνον τον υψηλόν και επηρμένον κεκαλλωπισμένον δια νεφέλης ως το ουράνιον τόξον.

Κάτωθεν του θρόνου εξεπήγαζε ρεύμα, όπερ περιέρρεε τον λόφον και ολοέν ηυρύνετο εις ρεύμα διαυγούς κρυσταλλώδους ύδατος. Αι όχθαι του ποταμού κατεκοσμούντο υπό ωραίων δένδρων μετά μαγευτικών φύλλων και ορεκτικών καρπών. Το παν ήτο μία λαμπηδών και μεγαλοπρεπής αίγλη, ην ουδέποτε είχον φαντασθή. Δεν ηδυνάμην να ίσταμαι προ τοιούτου θεάματος και έπεσα πρηνής εις το έδαφος.

Εκεί εθαύμαζον, έως ότου ελέχθη, όn πρέπει να επιστρέψω. Παρεκάλεσα πολύ, ίνα μένω εκεί. το παν ήτο ήρεμον ειρηνικόν καί φ«ιδρώς ευτυχές! Αλλ’ ο Ιησούς είπεν: «νυν δεν δύνασθε να παραμένητε, αλλ' η ημέρα δεν θα βραδύνη, διότι έρχομαι ταχέως».

Ακουσίως ανεχώρουν εκείθεν και επέστρεφον δια του αέρος· έβλεπον οπίσω συχνάκις προς την δόξαν εκείνην και την λαμπρότητα. Ότε ήμην πλησίον εις την γην και διέκρινον τους εν αυτή κινουμένους ανθρώπους ήρχισα να βλέπω τον φοβερόν δεσποτισμόν της αμαρτίας. Το βάρος αυτής συνέτριβε την καρδίαν μου. Υπέφερα πολλάς αγωνίας δια τας αμαρτίας του λαού. Ο δε Ιησοΰς είπεν: «Νυν γνωρίζετε ολίγον τι εξ όσων υπέφερα, όταν ηυρισκόμην εν τη γη». Κατόπιν τούτου με εγκατέλιπε και η συνείδησίς μου επανήλθεν. Εύρον τας αδελφάς, αίτινες ήσαν μετ’ εμού να περιμένωσιν ακόμη. αύται μου είπον ότι ήδη επί 2 1/2 ώρας έμενον ασυνείδητος και έβλεπον προσηλωμένη εις τα άνω.

____________
*Βάρβιτος = μουσικό όργανο με χορδές, στενότερο και μακρύτερο από την λύρα.

ΠΗΓΗ : "ΝΕΑ ΣΙΩΝ", έτος Ε΄, τευχ. Ζ΄ - Η΄, εν Ιεροσολύμοις 1908, τομ. Ζ΄,  σ. 615 κ.ε.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου